Γράφει ο Παναγιώτης Ι. Ηλιόπουλος
Η ποιητική συλλογή Υπεράσπιση (ένα) ποίημα για τη νύχτα, του Βασίλη Ζηλάκου, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2024, σε μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση των εκδόσεων Σαιξπηρικόν. Στην αισθητική αξία της συλλογής προσέθεσε πολλά και η υπέροχη προμετωπίδα του Χρήστου Μαρκίδη. Η Υπεράσπιση είναι η όγδοη συλλογή του Β. Ζηλάκου και θα πρέπει να τη δούμε με προσοχή γιατί ο ίδιος ο ποιητής αξιώνει μέσα από τέτοιους στίχους την προσδοκία μας.
Η ποίηση της Υπεράσπισης είναι μια ποίηση που φιλοσοφεί και προκαλεί νοητικούς τριγμούς καθώς το κείμενο εκτείνεται με ταχύτητα πάνω σε ράγες ανεξαρτησίας από το βάρος κάθε συνηθισμένης ή αναπότρεπτης ποιητικά λέξης. Ακολουθώντας την υπερρεαλιστική τακτική σε έναν σημαντικό βαθμό, δεν παραδίδεται ωστόσο στο ονειρώδες. Αντιθέτως, το παραποιεί, το διαστρέφει ποιοτικά υπέρ της πραγματικότητας. Αυτό που εννοώ είναι πως οι λέξεις σε πολλά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι απρόσμενες, όχι τόσο γιατί αφήνονται σε έναν ειρμό υπερρεαλιστικό (κι εκεί ακόμη όπου δεν υπάρχει το διαπιστωμένο) αλλά γιατί κατορθώνει να τον υπερβαίνει και να τον ανασυντάσσει. Ο Β. Ζηλάκος κατέχεται από συντριπτικές εικόνες μέσα στην καρδιά του. Παρωθήσεις τόσο ισχυρές που αναγκάζουν τη γλώσσα να τιθασεύεται κάτω από το βάρος της αλήθειας τους. Έχω την αίσθηση ότι στην Υπεράσπιση, ο Ζηλάκος δεν έχει πρόθεση να ‘ποιητεύσει’ ή να επιτελέσει ιδιωτικό λογοτεχνικό έργο ως δεσμώτης της εποχής. Αλλά να μας φέρει ένα βήμα εγγύτερα στην αλήθεια που αντικρίζει με τη δική του μεταφυσική και στοχαστική διαύγεια. Εντούτοις θα ήταν λειψό να ισχυριστούμε πως τα ποιήματά του προέρχονται από ένα νοητικό βάθος αποκλειστικά. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως σε μια έκταση ανερεύνητη αρκετά, τα ποιήματά του είναι εικονολατρικά, αποτελούν ειδωλικά εικάσματα και προσεγμένα κτερίσματα σε μια μεταφυσική προθήκη.
Ο Β. Ζηλάκος, σε τούτη τη συλλογή, χρησιμοποιεί την εικόνα ως θαλάσσιο ζωστήρα της ξηράς που περιέχουν οι λεκτικοί του όροι. Αν στις λέξεις πατάς και επιβραβεύεσαι με στεγνά άκρα, στην εικόνα περιπλανείσαι, χάνεις το γερό σκοινί που σε συνδέει με την πιθανή κατεύθυνση που οραματίστηκες εισερχόμενος σε τούτο το βιβλίο. Η απώλεια της σύνδεσης με το στέρεο στοιχείο δεν αποζημιώνεται. Δεν υπάρχει δέσμευση ότι στην οδύνη της εικόνας που δημιουργεί ο ποιητής σε αυτά τα κείμενα, θα εξεύρεις κάποια παρηγορία. Εξάλλου θα πρέπει να θυμηθούμε και τον Stendhal (στο Περί Έρωτος) ο οποίος λέγει πως η ευχαρίστηση δεν προκαλεί ούτε το μισό της εντύπωσης που προκαλεί η οδύνη. Συμπληρώνει ο ίδιος πως ωστόσο οι ποιητές δεν θα πετύχαιναν να δώσουν μια πολύ δυνατή εικόνα της δυστυχίας για τον λόγο ότι ο σκόπελος που βρίσκουν είναι ένας: τα πράγματα που προκαλούν την αποστροφή. Τούτο δείχνει είτε ενδόμυχα να το συμμερίζεται είτε να το γνωρίζει ο ποιητής της Υπεράσπισης. Και μεριμνά ώστε οι «δύσκολες» λέξεις του, κι οι εικόνες που προκαλούν κάποια αρχική έκπληξη ή και προσωρινό αποτροπιασμό μερικές φορές, να επιχειρούν όχι εις μάτην. Αλλά ποθώντας να προβάλλουν μια «δυνατή εικόνα της δυστυχίας», εκείνης που θεωρεί ακατόρθωτη ο Γάλλος συγγραφέας από την Ιζέρ.
Στις αρχικές σελίδες της συλλογής, μας περιμένει Η Δεύτερη Πανοπλία: «Προτού το μέλλον με προλάβει με τη φρικτή του αρρώστια στάθηκα μπροστά στον κίτρινο τζίτζικα του όψιμου καλοκαιριού την ώρα που χαμήλωνε το τραγούδι του γιατί επιτέλους αγάπησε». Το μέλλον δεν περιέχει την αγάπη. Δεν την περιέχει το καλοκαίρι, οι καλές στιγμές, εκείνες που οι ώριμοι τάχα και πραγματιστές άνθρωποι επιθυμούν. ‘Πραγματιστές’ ως εκείνοι οι ανειλικρινείς που δεν αντιλαμβάνονται το πράγμα. Η αγάπη είναι ένα χαμήλωμα, όπως το παρόν – συντελείται τώρα, αυτοστιγμεί. Στην εισαγωγή αυτή ο Β. Ζηλάκος μας παραπλανά, θα έλεγα μήπως ότι μας εμπαίζει. Είναι αυτό ένα ποιητικό βιβλίο για τον έρωτα; Όχι, δεν είναι. Είναι ένα βιβλίο για την ποιητική αλήθεια- μέρος της είναι ο έρωτας. Ποτέ δεν είναι εκείνος που περιέχει τα πάντα. Τα πάντα είναι τα πάντα. Ο έρωτας είναι ο έρωτας. Χρειάζεται ποιητική σοφία για να προσεγγιστεί αυτό τόσο αγνά, όσο εδώ, τόσο επαρκώς ώστε να αποφευχθεί μια ανόητη ταυτολογία.
Στην αποχώρηση, στην απόσταση από την προσμονή του υπαρκτού, θεραπεύονται τα μη λεκτά. Δεν είπαμε για εικόνες; Ο Β. Ζηλάκος τις εμπιστεύεται, περισσότερο από τις αδιανόητες φορτίσεις που φέρουν ενίοτε οι λέξεις: «άλλαζα πλευρά και είδα ένα ποτάμι. Από την άλλη όχθη η σπίθα είχε σβήσει. Δεν μπορούσα να της πω ΄Είμαι εδώ΄, για να μνημονεύω τη δροσιά του άθικτου νερού». Και ξανά: «τούτο το κοχύλι που το κοίταγα ζηλόφθονα, βάσανα δεν έχει, μήτε τόπο να βρωμίζει». Ο ποιητής αποφασίζει πως η καθαρότητα της ύπαρξης δεν βρίσκεται απαραίτητα στην κατάληψη χώρου ή στην κατάληψη πόνου, για να το πούμε αλλιώς. Γιατί θα πρέπει κάτι να πονά το ίδιο ή να στερεί τον τόπο από τα άλλα; Ποια είναι τα άλλα; Δεν είναι τίποτα για να αξίζει να θυσιαστείς αλλά είναι κι αυτό μετρά, αποτελούν τις ορατές κουκίδες της ύπαρξης και υπενθυμίσεις ατελείς του αιωνίου: «χοντροκομμένα πήλινα ομοιώματα και εγκαύματα λιπαρά [που] ρωτάνε για τη φύση μου» (από την Ενέργεια). Σαν τους πατατοφάγους του Van Gogh, οι «πατατοκέφαλοι» του Ζηλάκου είναι εκείνοι οι ημιτελείς χαρακτήρες στους οποίους ανήκει ο «γδάρτης ουρανός, ο κίτρινος μες στην πέτρα την αρχαία». Συνένοχος ήλιος, σε αντίθεση με τον προκλητικά φιλικό προς τον άνθρωπο ήλιο του Βρεττάκου. Και πάλι όμως, όπως και στον Λάκωνα ποιητή, πρόκειται για μια μεταφυσική από κάτω προς τα πάνω, όπου ο άνθρωπος θεάται το σύμπαν, αντί να είναι το ερώμενον και θεώμενον αυτού.
Στην καταβολική αντίδραση της δέκατης έβδομης σελίδας από την εν λόγω ποιητική συλλογή, σε μια εξώθερμη και αφειδή ενεργειακά εκφορά, ο ποιητής ενδύεται προσωρινά τον ρόλο του αρχαίου μάντη. Εκείνου που χειρίζεται γνωστικά τα σύμβολα, ενός αλχημιστή που κατανοεί πια τον θάνατο γιατί είναι πλήρως εγκλωβισμένος μέσα στη γέννηση με τούτο τον ταπεινό τρόπο που δεν του ανήκει μέχρι να γίνει δημιουργός των νέων στοιχείων. Ο Β. Ζηλάκος συνθλίβει με τις εικόνες του σε τούτο το ποίημα: «η φιλντισένια λευκότητα του θανάτου απλώνεται στο ξύλινο τραπέζι της εργασίας μου… διακριτή νότα ζωής μέσα στον ζόφο της απέραντης τυφλότητας…. μοναδικά υπάρχοντα στη χωματερή του όντος…. Ποια μοίρα τα κυκλώνει;… μέσα απ’ τα ρολόγια περνάει ακτινωτά το σκοτάδι.. Η Νύχτα όπου θα πέσω». Ο ποιητής ομολογεί πολύ καλά πως ο άνθρωπος είναι η πλήρωση του κενού που αγνοεί. Άλλωστε, παρατηρεί, «ο θάνατος δεν θα αναγνώριζε ποτέ τον εαυτό του». Κατανοώντας τη Σταύρωση, δεν θα μπορούσε κανείς παρά να προσδοκά την Ανάσταση και να κοιτάζει «τους ανθρώπους μέσα στο πηγάδι των ματιών τους». Ενώνοντας μέσα στη νύχτα όλα τα πράγματα, όλες τις σθεναρές ενδείξεις του απολύτου. Με έναν ατελεύτητο αλλά κι οριστικό τρόπο, υπηρέτης του παραδόξου που είναι οι λέξεις που παράγονται από την πίεση που ασκεί σε χαρτί ένα σάρκινο ανθρώπινο χέρι.
Βασίλης Ζηλάκος, Υπεράσπιση, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Αθήνα 2024