του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Τα τυπογραφεία εργάζονται ασταμάτητα και η μικρή ανάπαυλα πριν τις νέες εκδόσεις τελειώνει. Υπάρχουν βιβλία που εκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα και αξίζει να τα διαβάσετε. Ακολουθεί μια παρουσίαση 11 πεζογραφημάτων και μίας ποιητικής συλλογής.
Η Χαν Κανγκ (Han Kang) από τη Νότια Κορέα τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2024. Από τις μεταφράσεις της στα ελληνικά, Η χορτοφάγος, σε μετάφραση Αμαλίας Τζιώτη, εκδόσεις Καστανιώτη 2020, αποτελεί μια τρομώδη ιστορία άρνησης για κρέας, όπου δεσπόζουν η ηθική και η κοινωνική παραγνώριση της γυναίκας, η σωματική και η ψυχολογική βία η οποία ασκείται εις βάρος της, καθώς και η τυραννική διεκδίκηση της γυναικείας αυτονομίας. Το βιβλίο κοιτάζει σαφώς προς τη θεματική του οικο-μυθιστορήματος, συνομιλώντας εκ παραλλήλου με τον κόσμο του παραλόγου, όπως και με ένα κλίμα παραισθητικών εικόνων που δεν αποκλείεται να έχουν πολλαπλή (όχι μόνο ψυχιατρική) καταγωγή. Στο «Μάθημα ελληνικών», μετάφραση Αμαλία Τζιώτη, εκδόσεις Καστανιώτη 2022, πρωταγωνιστούν μια βουβή γυναίκα κι ένας σχεδόν τυφλός άντρας. Μοιράζονται την ερήμωση και τη μοναξιά τους. Σε δεδομένη στιγμή εκείνος στερείται τα γυαλιά του (σπάζουν), χωρίς τα οποία είναι αδύνατον να διδάξει αρχαία ελληνικά σε εκείνη (το μοναδικό της καταφύγιο). Τότε οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά, σε μια λυτρωτική συγκατοίκηση βοήθειας και αλληλεγγύης. Θρυμματισμένες μνήμες και πολύτροποι μονόλογοι συνθέτουν τον ιστό μιας αφήγησης μέσα από την οποία η Χαν Κανγκ αποδεικνύει την ευφυία της τεχνικής και το βάθος της ευαισθησίας της.
Η επαναφορά του έργου του Χριστόφορου Μηλιώνη (1932-2017) Ακροκεραύνια από τις εκδόσεις Κίχλη 2024, μαζί με ένα καθ’ όλα ενήμερο επίμετρο του Δημήτρη Χριστόπουλου, αποτελεί όχι μόνο συμβολή στην ανακίνηση της πεζογραφίας της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία και εντάσσεται ο συγγραφέας, αλλά και ευκαιρία να δούμε με ποιο τρόπο ένα βιβλίο βγαλμένο από τα βιωματικά σπλάχνα του Εμφυλίου πετυχαίνει ενδεχομένως να απευθυνθεί και σε αναγνώστες που μόλις ενηλικιώθηκαν. Τα Ακροκεραύνια παρουσιάζουν μεγάλη ειδολογική ρευστότητα. Είναι το ίδιο νόμιμο, κι αυτό δείχνει τη φρεσκάδα του βιβλίου, να χαρακτηριστούν νουβέλες, διηγήματα ή και σπονδυλωτό μυθιστόρημα (όπως προτείνει ο Δ. Χριστόπουλος). Προτιμώ τον τρίτο χαρακτηρισμό γιατί ο Μηλιώνης κάνει λόγο για τα δεινά μιας οικογένειας (επιμερισμένα σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις) μεταξύ 1947 και 1948 στην οροσειρά της Χιμάρας (εκεί βρίσκονται τα Ακροκεραύνια και η Μουργκάνα, το καυτό μέτωπο της εμφύλιας σύγκρουσης). Έτερο δεδομένο της σύγχρονης, σημερινής ματιάς του Μηλιώνη είναι οι αφηγηματικές τεχνικές του, που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό, την εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου λόγου και εσωτερικού μονολόγου και την ονειρική ή και ποιητική αφήγηση.
Τα διηγήματα Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966) και Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970) του Μάριου Χάκκα κυκλοφορούν εκ νέου από τις εκδόσεις Άγρα, 2024, σε επίμετρο, αντιστοίχως, του Παντελή Μπουκάλα και του Γιάννη Παπαθεοδώρου, και μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε σε τι οφείλεται η μακρά διάρκειά τους μέσα στον χρόνο (όπως και στην περίπτωση του Μηλιώνη). Ο Χάκκας ξεκίνησε την πεζογραφική του πορεία του από σχεδόν μηδενικό σημείο. Η ένταξή του στην Αριστερά μέσα στο κλίμα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και η νοσταλγία του για την παλαιότερη Καισαριανή δεν τον έδεσαν στην παράδοση του φωτογραφικού ή και του κριτικού ρεαλισμού και δεν τον στρίμωξαν στους κλειστούς πολιτικούς και αισθητικούς ορίζοντες της εποχής του. Το πεδίο εντός του οποίου εξαρχής κινήθηκε αποτελούσε περίπου άγνωστη χώρα και οι αφηγηματικοί του τρόποι άνοιξαν καινούργιους δρόμους σε ένα περίπου ανύποπτο έδαφος.
Ας σκεφτούμε έναν νεαρό κοινωνιολόγο ή εθνολόγο κλεισμένο σ’ ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Μπουχτισμένος από την αφόρητη ζέστη και διαλυμένος από τον εξοντωτικό καύσωνα, σπεύδει να αναζητήσει καταφύγιο στο Πορκερόλ, το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Γαλλίας στη Μεσόγειο, έναν τόπο για ιδανικές αποδράσεις από την ασφυκτική καθημερινότητα της αστικής ζωής. Εκεί, όμως, ο ήρωάς μας θα νιώσει, και σπεύδει να το εξομολογηθεί, όπως ο πλοίαρχος Νέμο, προτού αφανιστούν η Μυστηριώδης Νήσος και το τεχνολογικό θαύμα του Ναυτίλου. Ο υπερτουρισμός πριν και μετά την πανδημία στο Πορκερόλ έχει δημιουργήσει ένα νησί σαν τον εγκλωβισμένο και βαριά λαβωμένο Ναυτίλο. Το Πορκερόλ έχει αποκοπεί από τις αλλοτινές θαυματουργές του δυνάμεις με τη θαλάσσια και τη χερσαία φύση της Μεσογείου να αλλοιώνονται θανάσιμα από την έκταση και την ταχύτητα των περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων. Όσο για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, θα εγκαταλείψει τον πρώην μαγεμένο τόπο, ανακαλώντας τα μυστικά της πανάρχαιας τέχνης της ναυσιπλοΐας – συμβολική απαντοχή κι ελπίδα για την έλευση μιας άλλης προοπτικής. Η Ναυτία της γης, Αντίποδες 2024, αποτελεί ένα κάθε άλλο παρά οργισμένο ή μελοδραματικό αφήγημα (μεταφρασμένο υποδειγματικά από τον Κώστα Σπαθαράκη) του Νικολάι Σουλτς, ο οποίος γεννήθηκε το 1990 στη Δανία και κάνει ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Η ιστορία του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στον Νώε, Κίχλη 2024, μιλάει για έναν καταστροφικό κατακλυσμό και για το τέλος του κόσμου, περιλαμβάνει μια κιβωτό κι έναν Νώε που αγωνίζονται να σώσουν την οικουμένη, κάνει λόγο για τον οικολογικό αφανισμό του πλανήτη (μαζί και για την κοινωνικοπολιτική του εξαχρείωση), αλλά έχει αποβάλει το οποιοδήποτε εσχατολογικό πνεύμα, δίχως επίσης να επιζητεί μια χορταστική και διεξοδική μυθοπλασία με τα αναγκαία ηθικά συμπεράσματα. Ακολουθώντας μια τέτοια πορεία, ο Νώε του Χατζημωυσιάδη δεν θα καταλήξει, βέβαια, σε έναν οδηγό επιβίωσης – θα καταφέρει, ωστόσο, να ψυχανεμιστεί μια σωτηρία χωρίς θεϊκή παρουσία και μεταφυσική βοήθεια, μια διάσωση όχι εξ ουρανού, αλλά στο μέτρο του ανθρώπου και της ως εξ ορισμού ανασφαλούς υπόστασής του. Και αυτό το ανθρώπινο μέτρο είναι και το μέτρο της πεζογραφίας του Χατζημωυσιάδη: δραστικά χαμηλότονη και ευφυώς ελλειπτική. Και επιπροσθέτως, σκηνοθετικά εγρήγορη και γλωσσικά υποδειγματική.
Το ζήτημα των ανδρόγυνων χαρακτηριστικών της Δάφνης Ντι Μωριέ άρχισε να συζητιέται ευρέως μετά τη βιογραφία της από τη Μάργκαρετ Φόστερ το 1993 – θα το ανιχνεύσουμε, πάντως, εμμέσως πλην σαφώς, πολλές δεκαετίες πριν, στο διήγημά της Η κούκλα (1928), που αποσύρθηκε από το προσκήνιο, για να επανεμφανιστεί σχετικά πρόσφατα. Μεταφρασμένη τώρα στα ελληνικά από την Ευαγγελία Κουλιζάκη, εκδόσεις Στερέωμα 2024, «Η κούκλα» δείχνει πάραυτα πως αποτελεί κάτι σαν προσχέδιο της κατοπινής πολυσυζητημένης Ρεβέκκας. Απόμακρη και απλησίαστη, δύστροπη μα και σαγηνευτική, η ηρωίδα προοικονομεί τη μυθιστορηματική της συνονόματη, παρατώντας στα κρύα του λουτρού τον φλογερό άνδρα που είναι ερωτευμένος μαζί της και βρίσκεται μονίμως μπλεγμένη στη «ρευστότητα» ή στη «δυσφορία του φύλου».
Η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη δεν βρίσκεται τόσο κοντά στα κεντρικά ρεύματα της γενιάς της, που δεν είναι άλλη από την πολυσυζητημένη γενιά του 1970. Όπως και σε παλαιότερες συλλογές της, το Άμμος και λιγα βότσαλα, Ροές 2024, έχει ελάχιστες κοινωνικοπολιτικές αναφορές, πλην αγγίζει κατά τόπους την Ιστορία ως τόπο διαδοχικών εκμαυλισμών και κατά συρροήν διαψεύσεων. Παρόλα αυτά το βλέμμα της Παμπούδη παραμένει πρωτίστως αλλού – από τη μια πλευρά τα ποιήματά της μιλούν για τη μνήμη και για την παιδική ηλικία και από την άλλη διακατέχονται από το άγχος της ατομικής ύπαρξης: τη μόνιμη αν και σιωπηλή αναστάτωση απέναντι στο φάσμα του θανάτου, τον πανικό του διαρκούς στροβιλισμού μέσα σε χώρους (εσωτερικούς και εξωτερικούς) στερημένους από την οποιαδήποτε σημασία και την αίσθηση μιας αέναης επιστροφής σε κύκλους που έχουν ήδη επί ματαίω επαναληφθεί. Και πάλι, όμως, εκείνο που όντως διαφοροποιεί την Παμπούδη από τις βασικές συντεταγμένες της γενιάς της είναι η πάλη της γλώσσας με όσα δεν μπορούν να ειπωθούν και να διατυπωθούν (μιλώντας σχολαστικότερα θα έλεγα η πάλη με το άφατο) και η αδιάκοπη ανασκαφή του κόσμου ως αινιγματικού συνόλου: ως μιας επικράτειας κρυφών ή αδιάγνωστων νοημάτων, καθώς και εκκρεμών χειρονομιών και προβολών του παρόντος είτε στο άπειρο παρελθόν είτε στο επερχόμενο (πιο κοντινό ή πιο μακρινό) μέλλον, σε έναν άξονα ο οποίος στρέφεται δαιμονικά γύρω από το κενό.
Τα δέντρα του Πέρσιβαλ Έβερετ, μετάφραση Παναγιώτη Τομαρά, εκδόσεις Gutenberg 2024, ξεκινούν από το αστυνομικό μυθιστόρημα, και συμπλέουν επί μακρόν μαζί του, προτού καταλήξουν σε μια σχεδόν παράλογη (ακόμα και παρανοϊκή) έξοδο, που αφομοιώνει άναρχα (και από σκοπού) στην ακατάσχετη ορμή της ό,τι προηγήθηκε, για να βάλει εν κατακλείδι φωτιά στο σύμπαν. Το αστυνομικό κομμάτι του μυθιστορήματος βασίζεται σε μια σειρά τελετουργικών φόνων οι οποίοι σημειώνονται σε μια άσημη, αν όχι και περιθωριακή κωμόπολη του Μισισίπι. Ποιοι είναι οι δολοφονημένοι; Διάφοροι λευκοί κοντά στα πτώματα των οποίων βρίσκεται κάθε φορά το πτώμα ενός μαύρου. Πτώμα που την επαύριον εξαφανίζεται για να επανεμφανιστεί πλάι στο πτώμα του επόμενου λευκού θύματος. Τα θύματα, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο της πλοκής, δεν είναι παρά οι κατιόντες μιας οικογένειας λευκών που ενεπλάκη στο λιντσάρισμα και στον θάνατο ενός δεκατετράχρονου μαύρου αγοριού εν έτει 1955. Το γεγονός είναι πραγματικό, στο μυθιστορηματικό, όμως, επίπεδο η λευκή γυναίκα που κατηγόρησε άδικα το μαύρο αγόρι προ δεκαετιών ομολογεί την πράξη της (ηλικιωμένη πλέον), επιτρέποντας στον φονικό κύκλο να μπει σε τροχιά.
Πάγιες όψεις του μυθιστορηματικού κόσμου του Πέτρου Μάρκαρη θα συναντήσουμε στο βιβλίο του Η βία της αποτυχίας, Κείμενα 2024. Το βασικό θέμα τώρα είναι, όπως και άλλοτε, τα καυτά αγκάθια της κοινωνικής επικαιρότητας και ιδίως της βίας η οποία πλήττει πανεπιστήμια και σχολεία. Ο χορός της δράσης ανοίγει με τον φόνο ενός καθηγητή Οικονομικών εντός του πανεπιστημιακού χώρου. Ο Χαρίτος (διευθυντής της Ασφάλειας Αττικής πια) και η νεαρή αστυνόμος Αντιγόνη Φελέκη θα πέσουν πάνω σε διαδοχικά προβλήματα: τις συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών, μια πρόσθετη δολοφονία (τη δολοφονία ενός γραμματέα Μέσης Εκπαίδευσης του υπουργείου Οικονομικών), καθώς και την ένταση μιας πρωτοφανούς διαμάχης – της διαμάχης ανάμεσα σε όσους σπουδάζουν, διδάσκουν και υπερασπίζονται τις ουμανιστικές επιστήμες και σε εκείνους οι οποίοι είναι στραμμένοι στην οικονομία και στην τεχνολογία.
Ας φανταστούμε κάτι σαν θεατρική σκηνή με δύο πρόσωπα: τον οικοδεσπότη και έναν αναπάντεχο επισκέπτη του. Ο Σάμιουελ έχει βρει τον ανώνυμο φιλοξενούμενό του στην άγρια ακτή του μικρού νησιού του. Εκεί τον ξέβρασε η θάλασσα πιθανόν ύστερα από ναυάγιο καραβιού που μετέφερε μετανάστες. Πολλές φορές ο Σάμιουελ έχει φροντίσει τέτοιους νεκρούς στο νησί του. Εδώ μένει ως φαροφύλακας επί πολλές δεκαετίες, εδώ θα υποδεχθεί με δέος και σεβασμό και τον πρώτο ζωντανό από τους ναυαγούς. Στο μυθιστόρημα Ένα νησί, μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς, Gutenberg 2024, της Kate Jennings δεν κατονομάζονται ούτε ήρωες ούτε χερσαίοι τόποι και θάλασσες – πλην του Σάμιουελ, τον οποίο μαθαίνουμε μόνο με το μικρό του. Η συγγραφέας είναι νέα και λευκή της Νότιας Αφρικής και θέλοντας να κάνει λόγο για τη μετααποικιακή εποχή στο σύνολο της αφρικανικής ηπείρου, αποφεύγει συστηματικά να αναφερθεί σε χρονολογίες και σε ονόματα χωρών, ακόμα και στο χρώμα του δέρματος των πρωταγωνιστών, αν και άκοπα συμπεραίνουμε πως είναι αμφότεροι μαύροι. Ναι, το σύντομο μα εξαιρετικά περιεκτικό και παντελώς απρόβλεπτο μυθιστόρημα της Τζένινγκς αποτελεί αλληγορία για το τι συνέβη στην Αφρική μετά την απαλλαγή των κοινωνιών της από τα αποικιοκρατικά δεσμά – το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα ένα επαναστατικό καθεστώς με ηχηρές διακηρύξεις περί εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά και με περίσσεια φροντίδα για την περικοπή των ατομικών ελευθεριών και για την αυστηρή διατήρηση και αναπαραγωγή της οικονομικής και της κοινωνικής ανισότητας.
Η νουβέλα της Λίλας Τρουλινού Μύρων η αράχνη, Περισπωμένη 2024, έρχεται ως συνέχεια της αμέσως προηγούμενης Χρυσοβαλάντη και Ονούφριος (2023). Η πρώτη νουβέλα είναι ενταγμένης επίσης σε έναν κύκλο μεταμορφώσεων, αποτελώντας πηγή και για τον Μύρωνα. Από εκεί αντλεί η Τρουλινού τόσο τόσο την ιδέα της μεταμόρφωσης όσο και τις αφηγηματικές μεθόδους για την τωρινή νουβέλα της. Είναι άραγε οι μεταμορφώσεις του Μύρωνα όντως οβιδιακές; Δεν είναι εύκολο να το πω μα όντως. Οι μεταμορφώσεις του Μύρωνα και της Τρουλινού παραπέμπουν στον Οβίδιο όχι μόνο γιατί ανακατεύουν τα υλικά του πραγματικού και του φαντασιακού με μυθικά στοιχεία μα πρωτίστως επειδή υπηρετούν και αποδεσμεύουν, όπως και ο Οβίδιος, έναν λόγο κατά της τάξης και της εξουσίας. Η αράχνη που εξυφαίνει για λογαριασμό του Μύρωνα τον ιστό των μεταμορφώσεων επιζητεί να τον ελευθερώσει από τον διωγμό τον οποίο έχουν κηρύξει εις βάρος του τα εμβληματικά απωθημένα της παραγνώρισης και της απαξίωσης, όσα τουλάχιστον σπεύδουν να αντιστρατευτούν τη διαφορά και την ετερότητα.