Η πρώτη καταγραφή της φωνής της Dee Dee Bridgewater σε δίσκο και τα live album της (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
126

 

 

του Γιάννη Μουγγολιά

 

Μπορεί να ακυρώθηκε η προγραμματισμένη για τη Δευτέρα 15 Ιουλίου συναυλία της Dee Dee Bridgewater στην Τεχνόπολη από τη διοργανώτρια εταιρεία, ωστόσο ένα τέτοι μεγάλο κεφάλαιο της τζαζ όπως η Αμερικανίδα τραγουδίστρια, βραβευμένη με 2 Grammy και υποψήφια 6 φορές για το ίδιο βραβείο, δίνει πάντα αφορμές για ακροάσεις ξεχωριστής αισθητικής ποιότητας και απόλαυσης.

Θα ρίξουμε μια βαθιά βουτιά στο παρελθόν και θα διακτινιστούμε στην εποχή που έκανε τα πρώτα της βήματα και ακουγόταν για πρώτη φορά στη δισκογραφία. Παράλληλα επειδή έχουμε να κάνουμε με μια σπάνια τραγουδίστρια και μια ξεχωριστή περφόρμερ (μην ξεχνάμε ότι εκτός από τη σκηνή, η Dee Dee άσκησε και το επάγγελμα του ηθοποιού παρουσιάζοντας σημαντικά υποκριτικά προσόντα και αποσπώντας το βραβείο Tony καλύτερης ηθοποιού θεάτρου για τον ρόλο της στο μιούζικαλ «Glinda the Good Witch of the South» το 1975), θα κάνουμε ένα σύντομο οδοιπορικό στα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ της προσωπικής της δισκογραφίας, δηλαδή στους δίσκους της όπου καταγράφηκαν συναυλίες της.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το παρθενικό άλμπουμ της στην προσωπική της δισκογραφία το έκανε το 1974 στην ιαπωνική δισκογραφική εταιρεία Trio Records. To άλμπουμ που είχε τον τίτλο «Afro Blue» και κυκλοφόρησε μόνο στην Ιαπωνία, ηχογραφήθηκε στις 10, 12, 13, 14 Μαρτίου 1974 και στυλιστικά ανήκε στους χώρους της soul jazz και της modal. Η Dee Dee Bridgewater εντυπωσιάζει με τις ερμηνείες της και τις αστείρευτες φωνητικές της δυνατότητες στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου που αποτελεί σύνθεση του Mongo Santamaria, αλλά και σε κομμάτια των Horace Silver, Bobby Hutcherson-Doug Carn, Burt Bacharach-Hal David, Richard Clay, Linda Creed-Thom Bell και σε ένα μέντλεϊ των παραδοσιακών μπλουζ τραγουδιών «Everyday I Have The Blues» και «Stormy Monday Blues». Οι ενορχηστρώσεις-διασκευές είναι του τρομπετίστα Cecil Bridgewater (συζύγου της Dee Dee) και του Horace Silver. Το μουσικό χαλί πάνω από το οποίο ίπταται η θεσπέσια φωνή της, στρώνουν οι Roland Hanna (ακουστικό και ηλεκτρικό πιάνο), Cecil Bridgewater (τρομπέτα, kalimba), Ron Bridgewater (αδελφός του Cecil στο τενόρο σαξόφωνο και κρουστά), George Mraz (κοντραμπάσο) και Motohiko Hino (ντραμς κρουστά).

Πριν όμως από αυτή την πρώτη εκτεταμένη έκθεση του μεγάλου της ταλέντου στη δισκογραφία, η φωνή της Dee Dee Bridgewater ακούγεται με εντυπωσιακό τρόπο σε ένα άλμπουμ άλλου μουσικού. Παρότι ήδη η Dee Dee ήταν μέλος από τα 16 της ενός Rock και R&B τρίο τραγουδώντας σε κλαμπ του Μίτσιγκαν και με το συγκρότημα του σχολείου της περιόδευσε στη Σοβιετική Ένωση το 1969, δεν είχε ηχογραφήσει κάτι. Ακόμα και όταν είχε την πρώτη επαγγελματική της εμπειρία ως μέλος της θρυλικής μπάντας Thad Jones/Mel Lewis Big Band στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, δεν ηχογράφησε με την ορχήστρα.

 

Σε κλίμα αμφισβήτησης και μάχιμης πολιτικής η πρώτη της ηχογράφηση

Έτσι η πρώτη καταγραφή της φωνής της στη δισκογραφία γίνεται στο αριστουργηματικό άλμπουμ του Frank Foster «The Loud Minority» που ηχογραφήθηκε το 1972 και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από τη δισκογραφική εταιρεία Mainstream με παραγωγό τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Bob Shad, που ήταν το 1967 ο παραγωγός του σπουδαίου πρώτου άλμπουμ των Big Brother & The Holding Company με τη συμμετοχή της Janis Joplin. Από το 1970 η Dee Dee είχε γνωρίσει τον κορυφαίο τρομπετίστα Cecil Bridgewater που μετά τον γάμο τους μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη όπου αυτός έπαιζε στο γκρουπ του κορυφαίου πιανίστα και συνθέτη της τζαζ Horace Silver. Από τον Cecil κράτησε άλλωστε και το επίθετό της, ενώ το όνομά της πριν τον παντρευτεί ήταν Denise Eileen Garrett. Cecil και Dee Dee αποτελούν βασικούς συντελεστές στο άλμπουμ του Frank Foster, που ηχογραφήθηκε σε μια περίοδο έντονης αμφισβήτησης, σε μια περίοδο που τα θέματα της μαύρης κοινότητας και η διεκδίκηση ισότητας μαύρων και λευκών μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον στη Νέα Υόρκη. Είναι τα χρόνια που τα πολιτικά γεγονότα διαμόρφωναν τις εξελίξεις αφήνοντας έντονο ίχνος στην ιστορία: πολιτικές και φυλετικές συγκρούσεις, απόρροια των πιέσεων σχετικά με το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ και του Ρίτσαρντ Νίξον, δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, συνέχεια του πολέμου του Βιετνάμ με τις γνωστές συνέπειες. Μέσα στο εκρηκτικό αυτό κλίμα, ένας δίσκος με τον τίτλο «The Loud Minority» (Η Ηχηρή Μειονότητα) ήταν ο καθρέφτης της κατάστασης και αντανακλούσε τόσο τις κλιμακούμενες εντάσεις όσο και τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα για ελευθερία και αλλαγή. Στο ομώνυμο, εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου ακούμε τη Dee Dee Bridgewater με τη μαχητική, σχεδόν πολεμική φωνή της να μεταφέρει τις λέξεις: «Change must come», «Freedom must come», «We are a part of Loud Minority» δίνοντας ιδανικά το βάρος των εννοιών. Ποτέ αργότερα δεν συμμετείχε σε πολιτικά άλμπουμ, για αυτό άλλωστε ποτέ δεν θεωρήθηκε τραγουδίστρια διαμαρτυρίας, αλλά στα 22 της στο άλμπουμ «The Loud Minority» στην πιο μάχιμη στιγμή της καριέρας της γίνεται φορέας της φορτισμένης αντίδρασης που μόνο η ανθρώπινη φωνή, ή μάλλον κραυγή μπορεί να εκφράσει πειστικά. Αλλαγή και απελευθέρωση από την καταπίεση ευαγγελίζεται με τη φωνή της η Dee Dee. Δηλώσεις όπως «Η Loud Minority δεν είναι μη κερδοσκοπική οργάνωση» και «το κέρδος βρίσκεται στη νίκη» ανοίγουν τον επιθετικό φωνητικό της μονόλογο στην αρχή του 15λεπτου περίπου ομώνυμου κομματιού, ενώ επανέρχεται προς το τέλος του με μια αλησμόνητη ερμηνεία της με φωνητικά σε ύφος gospel και spiritual, προσαρμοσμένη στη σαφή επαναστατική διάσταση. Ανάμεσα στα επιθετικά φωνητικά προστάγματα-καλέσματα της Dee Dee Bridgewater και στην επουράνια, θεσπέσια ερμηνεία της προς το τέλος, ένας οργανικός χείμαρρος της big band με τα πνευστά, την ηλεκτρική κιθάρα, το ηλεκτρικό πιάνο, το μπάσο, τα κρουστά να κάνουν ασύλληπτα πράγματα και να περνούν μέσα από τις εξωστρεφείς funk, modal, fusion διαδρομές φτάνοντας σε free jazz εκτροπές. Εξαγριωμένοι funk ρυθμοί, υπέροχα σόλο και γενικότερα υποδειγματικά παιξίματα σε ένα από τα πιο ξεχωριστά κομμάτια που δονείται από ενέργεια και πρωτόγνωρο πάθος. Μουσική που απογειώνει, ξεσηκώνει αλλά και χαρακτηρίζεται για τον μοντέρνο παλμό της.

Τη φωνή της Dee Dee Bridgewater την ξανακούμε στην τέταρτη και τελευταία σύνθεση του άλμπουμ με τίτλο «Ε.W. – Beautiful People» που αρχίζει με αιωρούμενους ρυθμούς και ένα υπέροχο θέμα που παίζει το σοπράνο σαξόφωνο του Frank Foster. H Dee Dee με την καθαρή φωνή της μας προσφέρει μια μοναδική, ονειρική τζαζ ερμηνεία. Η σπουδαία φωνή της «πετά» πάνω από το σαξόφωνο και το πιάνο και με τρομερή ευελιξία αγγίζει τα ακρότατα όρια της απίστευτης γκάμας και του απεριόριστου εύρους της. Και το κυριότερο, υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το συναίσθημα και το αίτημα της εποχής: «I ‘m Black and I ‘m Proud».

 

Με την αφρόκρεμα των τζάζμεν της Νέας Υόρκης

Στο άλμπουμ αυτό ο τότε 44χρονος Frank Foster (σαξοφωνίστας, ενορχηστρωτής, συνθέτης με τη θρυλική Count Basie Orchestra κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50, επικεφαλής της μπάντας αυτής από το 1986 και μετά, μέλος του γκρουπ του Elvin Jones, συνεργάτης των Donald Byrd και Thelonious Monk, αλλά και leader σε προσωπικά άλμπουμ του στην Prestige και στην Blue Note) αποδεικνύει περίτρανα ότι γνωρίζει τη λειτουργία της big band. Για τις ανάγκες του άλμπουμ «The Loud Minority» συγκέντρωσε την αφρόκρεμα των mainstream και προοδευτικών μουσικών της τζαζ στη Νέα Υόρκη τότε: Kenny Rodgers (άλτο και βαρύτονο σαξόφωνο, μπάσο κλαρινέτο), Cecil Bridgewater, Charles McGee (τρομπέτα-φλούγκελχορν), Marvin “Hannibal” Peterson (τρομπέτα), Dick Griffin (τρομπόνι), Earl Dunbar (κιθάρα), Stanley Clarke, Gene Perla (μπάσο), Harold Mabern, Jan Hammer (πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο), Richard Pratt, Omar Clay (ντραμς), Elvin Jones (ντραμς, κρουστά), Airto Moreira (κρουστά) και  Dee Dee Bridgewater (φωνητικά). Ο ίδιος ο Frank Foster στο τενόρο, άλτο, σοπράνο σαξόφωνο και στο άλτο κλαρινέτο μεγαλουργεί οδηγώντας το σχήμα είτε με τα εξαιρετικά του σόλο είτε με τους έξοχους διαλόγους του με τα υπόλοιπα όργανα. Εκτός από το ομώνυμο κομμάτι και το «Ε.W. – Beautiful People» που ακούμε την Dee Dee Bridgewater το μουσικό υλικό του δίσκου συμπληρώνεται από δυο ακόμα θαυμάσια ινστρουμένταλ κομμάτια, το εξάλεπτο «Requiem for Dusty» και το δωδεκάλεπτο «J.P.’s Thing». Το πρώτο ήταν μια συναισθηματική, θλιμμένη, ελεγειακή μπαλάντα με έντονη δραματικότητα και το δεύτερο ένα υπέροχο κομμάτι με σπάνια ενέργεια, έξοχους οργανικούς διαλόγους, αξέχαστες μελωδικές γραμμές.

Το άλμπουμ «The Loud Minority» αποτέλεσε ένα άλμπουμ ορόσημο και ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά έργα της δεκαετίας του ’70 στη μουσική. Ωστόσο, παρά την ιστορική συνθήκη της εποχής και το κλίμα της αμφισβήτησης που είχε γιγαντωθεί τότε, ο ήχος του ακούγεται σήμερα απόλυτα σύγχρονος. Ένα ολοζώντανο πορτρέτο της αφροκεντρικής συνείδησης που εξακολουθεί να αντηχεί με σπάνια φρεσκάδα και τόσο επίκαιρο όσο πριν από τέσσερις δεκαετίες, κυρίως λόγω της έμπνευσης των μουσικών και της «πολυχρωμίας» του.

Ο θαυμάσιος δίσκος που τότε ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο ημέρες, επανεκδόθηκε σε cd το 1991 και έκτοτε το 2007 σε cd μιας ειδικής έκδοσης με βιβλίο 20 σελίδων. Εκεί υπάρχει μια αποκλειστική συνέντευξη των  Cecil και Dee Dee Bridgewater στον δημοσιογράφο Paul Bowler, που αναπολούν τη δημιουργία αυτού του θρυλικού άλμπουμ.

Η DD σε πρόσφατη συναυλία της τον Μάρτιο 2024 στην Cirona της Καταλωνίας

Συνεχίζοντας την παράδοση της Ella και της Billie

 Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η Dee Dee Bridgewater έδωσε παραστάσεις πλάι σε μεγάλα ονόματα της αμερικανικής τζαζ όπως οι Max Roach, Sonny Rollins, Dexter Gordon, Dizzy Gillespie και Rahsaan Roland Kirk. Τη δεκαετία του 1980 στράφηκε προς την ποπ, την disco και πιο μοντέρνα είδη, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επέστρεψε στον χώρο της τζαζ. Θεωρείται από έγκριτους κύκλους η συνέχεια των θρυλικών ερμηνευτριών της τζαζ Ella Fitzgerald και Billie Holiday. Δεν είναι τυχαίο ότι δυο σπουδαία της άλμπουμ «έφεραν» τις δυο μεγάλες κυρίες της τζαζ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Το πιο πρόσφατο βραβείο Grammy που απέκτησε ήταν για το Καλύτερο Άλμπουμ Jazz Φωνής «Eleanora Fagan (1915-1959): To Billie With Love From Dee Dee» (DDB Records, 2010) βάζοντας τη μοναδική σφραγίδα της στην ερμηνεία κλασικών κομματιών που είχε τραγουδήσει η Billie Holiday. Είχε προηγηθεί το 1997 το προσωπικό της άλμπουμ «Dear Ella» (βραβείο Grammy) από τη δισκογραφική εταιρεία Verve φέρνοντας στο επίκεντρο αυτή τη φορά την Ella Fitzgerald.

Στην προσωπική δισκογραφία της Dee Dee Bridgewater ξεχωρίζουν θαυμάσια στούντιο άλμπουμ όπως τα «Just Family» (Electra, 1976), «Precious Thing» (Gala Records, 1989) με τη συμμετοχή του Ray Charles, «All Of Me» (Fonit Cetra, 1992), «Keeping Tradition» (Verve, 1993), «Love And Peace – A Tribute To Horace Silver» (Verve, 1995), «This Is New» (Verve, 2002), «J’Ai Deux Amours» (DDB Records, 2005), «Red Earth – A Malian Journey» (DDB Records, 2007), «Dee Dee’s Feathers» (Okeh, 2015) και «Memphis… Yes, I’m Ready» (Okeh, 2017).

 

Οι ζωντανές ηχογραφήσεις της

Κάνοντας μια περιήγηση στην προσωπική της δισκογραφία, θα σταθούμε στους live δίσκους της νιώθοντας την ατμόσφαιρα των ζωντανών ηχογραφήσεών της, εκεί που αποκρυσταλλώθηκε η μεγάλη δύναμη της Dee Dee Bridgewater, η άμεση επικοινωνία με το κοινό.

Πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ της ήταν το «Dee Dee Bridgewater – Live In Paris» (υποψήφιο για Grammy), που κυκλοφόρησε και στη μυθική εταιρεία Impulse! το 1987. Η τζαζ στα καλύτερά της και ειδικά η φωνητική τζαζ μέσα από τις απεριόριστες φωνητικές δυνατότητες της Dee Dee που ερμηνεύει το «All Blues» του  Miles Davis με τους στίχους του Oscar Brown Jr, το «Cherokee» συνδεδεμένο με τον Charlie Parker και τη φωνητική ερμηνεία της Sarah Vaughan, το «Misty» των E. Garner-J. Burke και πασίγνωστα στάνταρντς των A. J. Lerner-Burton Lane, A. Franklin, T. White, J. Van Heusen, J. Burke κ.α. Ηχογραφημένο στο New-Morning στις 24 και 25 Νοεμβρίου 1986, το άλμπουμ αποτυπώνει την σπουδαία φωνή της Dee Dee με τη συνεισφορά ενός εκλεκτού σχήματος μουσικών (Herve Sellin-πιάνο, Antoine Bonfils-κοντραμπάσο, Andre Ceccarelli-ντραμς).

Τρία χρόνια αργότερα είναι η στιγμή της κυκλοφορίας του live της «Dee Dee Bridgewater – In Montreux» (Gala Records, 1990), που είναι πλημμυρισμένο από bop και soul-jazz. Διάσημα στάνταρντς όπως τα «Strange Fruit» και «Night In Tunisia», συνθέσεις από τα άλμπουμ της εκείνης της περιόδου και ένα τριμερές medley με αποσπάσματα από κομμάτια του Horace Silver («Sister Sadie», «Next Time I Fall In Love», «Senor Blues») αποτελούν το μουσικό μενού που σερβιρίστηκε στο κοινό του καταξιωμένου ελβετικού τζαζ φεστιβάλ στις 18 Ιουλίου 1990. Η Dee Dee Bridgewater συνοδεύτηκε από τον πιανίστα Bert Van Den Brink, τον κοντραμπασίστα Hein Van de Geyn και τον ντράμερ André Ceccarelli.

Κλείνουμε με το τρίτο και τελευταίο έως σήμερα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ της που κυκλοφόρησε το 1998 από τη Verve. «Dee Dee Bridgewater Live at Yoshis» είναι ο τίτλος του cd αποκρυσταλλώνοντας τη σπάνια μουσική εμπειρία που είχαν οι θεατές του Yoshi’s Jazz Club στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. O δίσκος ήταν κι αυτός υποψήφιος για βραβείο Grammy. Εδώ η Bridgewater ερμηνεύει μοναδικά πολλά τραγούδια από το προηγούμενο στούντιο άλμπουμ της Dear Ella (1997), το αφιέρωμα στην Ella Fitzgerald, η οποία είχε πεθάνει ένα χρόνο νωρίτερα. Ανεπανάληπτα τραγουδισμένα τα στάνταρντς «Undecided», «(I’d Like to Get You on Α) Slow Boat to China», «Stairway to the Stars», «Midnight Sun», « Love for Sale», «Cotton Tail» και το  πασίγνωστο «βρώμικο» φανκ «Get Up (I Feel Like Being A) Sex Machine» του James Brown μεταμορφώνονται από τη φωνή της Dee Dee Bridgewater και το πάθος με το οποίο ζωντάνεψε την τέχνη του scat τραγουδιού. Ιδανικοί μουσικοί συνοδοιπόροι της οι  Thierry Eliez (Hammond organ και πιάνο), Thomas Bramerie (κοντραμπάσο) και Ali Muhammed Jackson (ντραμς και κρουστά). Η ηχογράφηση είναι πολύ καλή και ο κρυστάλλινος ήχος του άλμπουμ σου θυμίζει ήχο στούντιο άλμπουμ. Συναρπαστική μουσική, υψηλός βαθμός συνοχής και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ και παιχνιδιάρικη διάθεση δημιουργούν τις καλύτερες συνθήκες για να ξεδιπλωθεί η καυτή ερμηνεία της Dee Dee Bridgewater. Δίσκος γεμάτος ενέργεια, συναίσθημα, πάθος, κέφι, εκφραστικότητα, τζαζ γεμάτη ζωντάνια και φρεσκάδα μέχρι και το τέλος που ακούγονται οι τελευταίες στιγμές του «Cotton Tail» του Duke Ellington, οι οποίες «πνίγονται» στο θερμό χειροκρότημα του κοινού. Αναμφίβολα το καλύτερο live άλμπουμ της που συνδυάζει το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα, τις υποδειγματικές εκτελέσεις και την απόλαυση της ακρόασης αποτυπώνοντας τη μεγάλη ικανότητα της Dee Dee Bridgewater να ξεσηκώνει και να διασκεδάζει τον κόσμο. Μια ικανότητα που διατηρεί ακέραιη έως σήμερα, μισό αιώνα από το προσωπικό δισκογραφικό της ντεμπούτο «Afro Blue». Πενήντα χρόνια προσωπικής δισκογραφίας δεν είναι λίγα, είναι ικανά να επικυρώσουν την εκτυφλωτική λάμψη του μεγάλου αυτού αστεριού της τζαζ, που σήμερα παρά τα 74 χρόνια της παραμένει δυναμικά στις επάλξεις.

Προηγούμενο άρθροΜαθήματα Αγάπης (διήγημα του Ριχάρδου Σωτηρίου)
Επόμενο άρθροΗ Ιφιγένεια, η δούλα της Εκάβης και η Μήδεια. Αλλά αλλιώς… (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ