Της Ιωάννας Μπατσή.
Μετά το εξαντλητικό κρύο των Άνδεων και τη δυσφορία λόγω έλλειψης οξυγόνου στη λίμνη Τιτικάκα, διψούσαμε και οι δύο για ζέστη. Όμως το ταξίδι για τον Αμαζόνιο έμελλε να είναι μακρύ, γεμάτο περιπέτειες. Η πτήση μας από Lima για Iquitos είχε έξι ώρες καθυστέρηση. Στη συνέχεια, το αεροπλάνο προσγειώθηκε στα μισά της διαδρομής, χωρίς καμία προειδοποίηση για να επιβιβαστούν μονάχα πέντε άτομα και συνέχισε τη πορεία του.
Πετούσαμε κάτω από μια στέγη από παχιά και γκρίζα σύννεφα. Ο ζεστός αέρας των καταιγίδων σχεδόν πλημμύρισε την καμπίνα. Από κάτω μας ο ποταμός ενώνεται με έναν άλλον και σχηματίζει έναν ακόμα μεγαλύτερο καφετί ποταμό, σαν ανακόντα σε ανάπαυση, έτοιμη να δεχτεί τη νεροποντή που δεν θα αργούσε να πέσει.
Η Αμαζονία είναι σαν μια πληθωρική, μοσχομυριστή, καπριτσιόζα ύπαρξη. Μπαίνει μέσα σου, γίνεται ένα με σένα. Χάρη σε αυτή τη διαδρομή που μας ταλαιπώρησε με την πολύωρη καθυστέρηση και αναμονή, καταφέραμε να δούμε από ψηλά μερικές σαγηνευτικές περιοχές, να πάρουμε μια γεύση από τα μυστήρια αυτού του σμαραγδένιου κόσμου. Ένιωσα ότι με κυρίευσε ο Αμαζόνιος, σαν μαγική ύπαρξη ή ιός και ότι θα θέλω πάντα να ξαναγυρίσω γιατί δεν θα μπορώ να ζω για πολύ μακριά του…
Όταν φτάσαμε στο Iquitos ήταν μεσάνυχτα. Στο αεροδρόμιο μας περίμενε ο οδηγός μας, ο Κλίβερ για να μας συνοδέψει ως τον καταυλισμό όπου είχαμε νοικιάσει μια καλύβα. Ένας κοντός, μελαχρινός άντρας με παιδικό, αμούστακο πρόσωπο και έντονα ζυγωματικά. Μικρά, κατάμαυρα μάτια και μυτερά αυτιά, τεντωμένα για να πιάσουν τον παραμικρό ψίθυρο του δάσους. Η ζωή στο δάσος είχε ποτίσει κάθε χιλιοστό του σώματός του. Με μυς αίλουρου, γνωρίζει το δάσος σαν την παλάμη του.
Φορτωθήκαμε σε ένα τρίκυκλο το οποίο μετά από είκοσι λεπτά χωματόδρομου μας οδήγησε σε μια όχθη. Βρισκόμασταν στη μέση του πουθενά, μέσα στη βαθιά καταχνιά. Εκεί, μέσα σε μια πιρόγα, μας περίμενε ένας δεύτερος άντρας που κρατούσε μια ματσέτα.
Η βάρκα γλίστρησε σιωπηλά πάνω στο ποτάμι, μέσα στο σκοτάδι που έκανε το δάσος να φαντάζει αδιαπέραστο. Πλέαμε έτσι για πολλή ώρα, χωρίς να τολμήσουμε να βγάλουμε άχνα. Κάθε κλαδί δέντρου που επέπλεε στον ποταμό μας ξεγελούσε και έμοιαζε με κροκόδειλο. Κοιτάζαμε για πολλή ώρα ο ένας τον άλλον και την κοφτερή ματσέτα του οδηγού και προσπαθούσαμε να σωπάσουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες.
Φτάνοντας επιτέλους στον καταυλισμό μας, ο οδηγός μας εξήγησε ότι δεν έχουν ηλεκτρισμό. Μας προσέφεραν ένα πιάτο τηγανητό ψάρι με ρύζι. Αφού δειπνήσαμε υπό το φως των κεριών, κατευθυνθήκαμε προς την όχθη του ποταμού όπου βρισκόταν η καλύβα μας. Διαπιστώσαμε ότι ήταν ανοικτή γύρω γύρω, με μοναδική προστασία την σκεπή της και μια κουνουπιέρα.
Τη νύχτα, ζώα γυρόφερναν την καλύβα μας βγάζοντας τρομακτικά γρυλίσματα, ενώ οι κραυγές των πιθήκων αντηχούσαν από μακριά. Ο παραμικρός ήχος μας έκανε να αναπηδήσουμε και εν τέλει δεν κλείσαμε μάτι. Υποδεχτήκαμε το πρωινό φως με μεγάλη ευγνωμοσύνη. Με τις πρώτες ακτίνες ανακαλύψαμε ένα θαύμα: μια απέραντη ζώνη πυκνής βλάστησης την οποία διαπερνά ο Αμαζόνιος. Πανύψηλα δέντρα και μια ανεξάντλητη ποικιλία φυτών, ζώων, πουλιών και ερπετών. Ο τόπος των χιλίων ποταμών μας ενέπνευσε μία πρωτόγνωρη εμπιστοσύνη υπό το φως της ημέρας. Ετοιμαστήκαμε για τον επόμενο προορισμό του ταξιδιού. Ο Κλίβερ θα μας φιλοξενούσε για τέσσερεις μέρες στο σπίτι του που βρισκόταν μιάμιση ώρα από το Iquitos, μέσα στην καρδιά της ζούγκλας του Αμαζονίου.