Οι πειρασμοί της καθημερινότητας

2
709

 

Δημήτρης Φύσσας (*)

 Το 1976, αν θυμάμαι καλά, όντας στέλεχος της ΚΝΕ και μέλος του ΚΚΕ, πήγα ωστόσο με τη Χριστίνα Μ. και την Τέα Β. στις διαλέξεις του κ. Δημήτρη Μαρωνίτη για την «ποίηση της ήττας», που γίνονταν στην «Εταιρία Σπουδών» της «Σχολής Μωραϊτη», οδός Σίνα, δηλαδή  πολύ κοντά στην (τοτινή Φιλοσοφική) σχολή μας. Ήμουνα είκοσι χρονώ και νομίζω πως ήταν η πρώτη  διαφοροποίησή μου από το κόμμα όπου ανήκα. Τότε  ήρθα σ΄ επαφή με την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου και τον επόμενο χρόνο, αν δε με γελάει η μνήμη μου, πήρα τα «Ποιήματά» του στη συγκεντρωτική έκδοση του «Θεμέλιου». (Δούλευα τότε στο βιβλιοπωλείο «Δέλτα» του σπουδαίου Μίμη Δημακαράκου, Πατησίων 32,  κι εύκολα έβρισκα ό,τι ήθελα σε τιμές χοντρικής).

Έτσι γνώρισα το  ποίημα:

 ΟΔΟΣ ΔΕΡΒΕΝΙΩΝ

 

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες

Ακόμα μη χωρίσουμε, στη άλλη τη γωνιά.

Ασίγαστη η συζήτηση διώχνει την παγωνιά

πώς με φοβίζει η μοναξιά μετά τις καληνύχτες.

 

Κάθε πρωί μάς πάιρνουνε κι έναν ακόμα φίλο

Απ΄τις χιλιάδες που ώς χτες βαδίζαμε μαζί.

Άραγε ποιος σκοτώθηκε, ποιος χάθηκε, ποιος ζει,

Ποιος θα ΄ναι απ΄όλους το κατοπινό να πέσει φυλλο;

 

Ψίθυροι τα τραγούδια μας μένουν στα χείλη αρμύρα

Χάμω στις πλάκες πέτρωσε βημάτων ο αχός.

Όμως δεν ονειρεύεται κανείς μας μοναχός

Με την κλεμμένη μας ζωή αλλάζουμε τη μοίρα.

 

Το ποίημα μ΄ άρεσε εξαιρετικά  και το ΄μαθα απέξω. (Τώρα το αναπαράγω από μνήμης με κίνδυνο να σας το δίνω με  μικρολάθη στη στίξη ή άλλα, αλλά το προτιμάω έτσι, όπως μου ΄χει μείνει στο μυαλό). Ο προτελευταίος στίχος είναι, σχεδόν από μόνος του, υπεύθυνος που συντήρησα τις αυταπάτες μου παραμένοντας για κάμποσα χρόνια ακόμα στο ΚΚΕ- μέχρι που έφυγα κι εγώ όπως και τόσοι άλλοι.

 

Το ποίημα όμως μού ΄μεινε για πάντα. Το φωτύπησα  και το δίδαξα πολλές φορές, στα χρόνια που ήμουνα φροντιστής. Χρησιμοποίησα μάλιστα τον πρώτο στίχο του ως εναρκτήρο για ν΄αρχίσω δυο δικά μου τετράστιχα, ποτ αονόμασα «Από έναν άλλο στίχο».[1] Άσε που πήγα και ξαναπήγα κι έμαθα απέξω την ίδια την οδό Δερβενίων κι όλη την περιοχή Στρέφη.

 

Αργότερα, είδα κιόλας τον ποιητή (δε λέω «γνώρισα», γιατί δεν ξέρω αν θα θυμάται τις δυο, όλες κι όλες, φορές που συναντηθήκαμε). Η μια ήταν γύρω στο 2005, στον Πειραιά, σ΄ εκδήλωση προς τιμήν του, όπου του πήγα την παλιά έκδοση του «Θεμέλιου» και μου ΄γραψε μια αφιέρωση, αναδρομική κατά 30 χρόνια περίπου. Η δεύτερη ήταν τρία χρόνια πριν, στην εκπομπή «Αθήνα, το φελέκι σου» στον «9,84»,  όπου ήταν καλεσμένος από το Φίλιππο Παππά και το Αλέξανδρο Νομικό (πάντως όχι από μένα) κι εγώ είπα (όχι «απάγγειλα»!) στον αέρα το παραπάνω ποίημα- πράγμα που νομίζω ότι τον συγκίνησε.  Μετά ήπιαμε ένα κρασί  πολλοί μαζί και ο κ. Πατρίκιος κέρασε όλον τον κόσμο.

 

Στο πρόσφατο μυθιστόρημά μου «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης», που αναφέρεται (και) στη Μακρόνησο, υπάρχει ένα κεφάλαιο που λέγεται «Μετά το Λοιμό». Εκεί, ξεκινώντας από το περίφημο μυθιστόρημα «Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά, βρίσκω την ευκαιρία ν΄αποτίσω φόρω τιμής στον Τίτο Πατρίκιο και σε άλλους που με το έργο τους βόηθησαν ανθρώπους σαν εμένα ν΄απαγκιστρωθούν από το σταλινικό αγκάλιασμα –και το πλήρωσαν με λοιδορίες και απομόνωση–  την ώρα που  άλλοι ομότεχνοί τους κάνανε την πάπια:

 

«Τι άνθρωποι αυτοί, ο Φραγκιάς κι όσοι του μοιάζουνε λιγότερο ή περισσότερο στα γραψίματά τους, ο Αλεξάνδρου, ο Χάκκας, ο Κατσαρός, ο Νεγρεπόντης, ο Πατρίκιος, ο Κουλουφάκος, ο Ραφτόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Κοτζιάς. Ακόμα κι ο Χατζής κι ο Τσίρκας κι ο Ιωαννίδης κι ο Πατατζής  κι άλλοι που σίγουρα τους ξεχνάω ή δεν τους ξέρω καν, διαφοροποιούμενοι σταδιακά και σε ποικίλους βαθμούς  από το ΚΚΕ-  από πολύ νωρίς, από τα χρόνια του ΄50 μάλιστα μερικοί, με παράλληλες διανοητικές αποδομήσεις. Σκέψου τι απομόνωση τραβάγανε όσοι απ΄ αυτούς ήτανε στο Μακρονήσι ή σε καμιά άλλη εξορία ή φυλακισμένοι, εκφράζοντας το στραβό τους το κεφάλι μονάχα, χωρίς τοιχία κι αντερείσματα, χωρίς αυτολογοκρισία, τη στιγμή που ορισμένοι άλλοι, πεζογράφοι κι ακόμα περισσότερο ποιητές, είχανε την ησυχία τους και το σίγουρο κοινό για τα βιβλιαράκια τους, γλείφοντας με τη σειρά το Στάλιν, το Μαλένκοφ, το Χρουστσιόφ, τον Μπρέζνιεφ και τους ρέστους».[2]

 

Τα γράφω όλα αυτά για να καταλήξω πως όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούσα και παρακολουθώ σχεδόν ό,τι έγραφε ο Τίτος Πατρίκιος σε πεζό ή ποίηση, καθώς και αρκετές από τις μεταφράσεις του. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρόκειται για το σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα ποιητή, με θέση αντίστοιχη με του Βαλτινού ή του Βασιλικού στην πεζογραφία. Για το λόγο αυτό,  πολλά χρόνια ήθελα να βρω την ευκαιρία να γράψω ένα τέτοιο προσωπικού χαρακτήρα σημείωμα. Δεν πρόλαβα με τα περσινά ερωτικά του ποιήματα,[3] το κάνω όμως τώρα, κι ας μην πρόκειται για ποίηση.

 

Γιατί ο «Πειρασμός της νοσταλγίας» είναι ένα ψηφιδωτό βιβλίο αξιοσημείωτων σκέψεων, που πολύ σπάνια ξεπέφτει σε διδακτισμούς και ποτέ σε παραινέσεις,  δομημένο σε χρονολογική σειρά οιονεί ημερολογιακών «εγγραφών» (άλλοτε επίκαιρων κι άλλοτε όχι) από το 1980 μέχρι το 2014 (με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και τόπους όποτε κρίνει ο γράφων ότι πρέπει να μπούνε), στη διεισδυτική δύναμη του οποίου συμβάλλει ουσιωδώς και η από παλιότερα δοκιμασμένη εκδοτική αρτιότητα της «Κίχλης».

 

Στους «Πειρασμούς» συνυπάρχουν αφορισμοί, παραδοξολογίες, αντιθέσεις, ορισμοί, επιγράμματα, ξενόγλωσσες αναφορές (ο κ. Πατρίκιος ήταν, από πολύ νωρίς, «πολίτης του κόσμου»), συγκρίσεις, ένας πιθανός απόηχος από Μπρεχτ ή Λεμπέση και πολλά, μα πολλά  άλλα- καθώς μερικές «εγγραφές» είναι χαρακτηριστικά δυσταξινόμητες. Ωστόσο, δυο είναι οι συγγραφικοί τρόποι που κατά τη γνώμη μου κυριαρχούν.

 

Ο πρώτος είναι η αυτοϋπονόμευση. Μιλάμε για ένα αποσπασματικό «χρησμολόγιο» αντιφάσεων, διερωτήσεων, αβεβαιοτήτων, διλημμάτων, ερωτημάτων, ενδοιαστικών ερωτήσεων (τα «μήπως» είναι αμέτρητα), και λοιπών ασταθών γραφών: ο σημειωτής γράφει και ξεγράφει, σχολιάζει και  αναιρεί, διατυπώνει υποθέσεις και πισωγυρίζει- και πάει λέγοντας. Παράλληλα αναπτύσσεται και η καθαρή υπονόμευση: αρχίζει συνήθως μ΄ ένα συγκαταβατικής παράθεσης  «Λέγεται» ή «Λέμε» για να καταλήξει σε πλήρη άρση ή αντροπή του.

 

Ο δεύτερος είναι οι αναλογίες: οι υπέροχες αυτές ατελείς συγκρίσεις που γοήταψαν κατά καιρούς γραφιάδες τόσο διαφορετικούς,  από το Λουκιανό μέχρι το Σαμφόρ και από το Ροϊδη μέχρι τον Αρτ Μπούχβαλντ.

 

Εξάλλου, από θεματική άποψη  περιλαμβάνονται περίπου τα πάντα: ποίηση, άλλες τέχνες, καλλιτεχνικές σχολές, θάνατος, γηρατιά, πραγματικά γεγονότα και περιγραφές, λέξεις και γλώσσα, Ιστορία και παρελθόν γενικότερα, γραψίματα άλλων, ο Στάλιν, σχέδια ματαιωμένα και λίγα πραγματωμένα, θρησκείες, η Αθήνα, η επαρχία, η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος, καθρέφτες, αρκετοί επώνυμοι (ημεδαποί και αλλοδαποί) και λίγοι ανώνυμοι άνθρωποι, φαντασιώσεις, η κρίση φυσικά (και οι «αξέχαστοι» αγανακτισμένοι), η δημοκρατία και οι διάφοροι ολοκληρωτισμοί, φιλία, οι διανοούμενοι, ο έρωτας, η αντίσταση, ο Δεκέμβρης του ΄44 κι ο εμφύλιος  και φυσικά αυτοσαρκασμός, εκφραζόμενος άλλοτε με λεπτότητα κι άλλοτε με απροκάλυπτη αυτο-διακωμώδηση.

 

Ιδού τώρα ένα απάνθισμα λίγων «Σημειώσεων», τέτοιων και τόσω (50, αν μέτρησα σωστά, από τις πολλές εκατοντάδες- ήταν πολύ δύσκολη η επιλογή), που ελπίζω να δείξει την ποιότητα, την ευρύτητα και το απρόσμενο της σκέψης του γράφοντος. Απολαύστε:[4]

 

1983

Ὁ στοχασμὸς ἑνὸς ποιητῆ πάνω στὴν ποίηση εἶναι, σὲ μεγάλο βαθμό, ἀπολογία τῆς ποίησής του. Σὲ ἀνάλογο βαθμό, ὁ στοχασμὸς ἑνὸς κριτικοῦ πάνω στὴν ποίηση εἶναι ἀπολογία τῆς μὴ-ποίησής του.

*

Εὐτυχῶς ποὺ οἱ πραγματικοὶ ἀναγνῶστες δὲν περιορίζονται στοὺς ἐπιθυμητοὺς ἀναγνῶστες ἑνὸς συγγραφέα. Ἀλλιῶς τὰ βιβλία του θὰ τὰ διάβαζαν τὸ πολὺ δέκα ἄνθρωποι.

1984

Ὁ Φ., γόνος εὔπορης οἰκογένειας τῆς ἐπαρχίας, πῆρε χάρη στὶς ἐπιδόσεις του ἀπανωτὲς ὑποτροφίες καὶ ἔκανε λαμπρὲς σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια γύρισε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε καθηγητὴς σ’ ἕνα πανεπιστήμιο. Προηγουμένως εἶχε γίνει καὶ πολὺ ἀριστερός. Προχτὲς μοῦ λέει ξαφνικά: «Ὣς πότε θὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τὰ σφάλματα τῆς ἀριστερᾶς; Νομίζω πὼς πρέπει ἐπιτέλους νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ τὰ σφάλματα τῆς δεξιᾶς».

Ἡ ἐπιθετικότητά του μὲ ἄφησε ἄφωνο. Τὸ βράδυ μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἀπάντηση ποὺ χρειαζότανε: «Τὰ σφάλματα τῆς ἀριστερᾶς ἐγὼ τὰ ἔχω πληρώσει, ἐνῶ ἐσένα οὔτε ποὺ σὲ ἄγγιξαν τὰ σφάλματα τῆς δεξιᾶς». Ἦταν ὅμως ἀργά. Καὶ τότε θυμήθηκα ἐκείνη τὴν ὡραία γαλλικὴ ἔκφραση «l’esprit de l’escalier», «τὸ πνεῦμα τῆς σκάλας». Δηλαδὴ τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση στὴν ἐπίθεση ποὺ δέχτηκες σὲ μιὰ συνάντηση ἡ ὁποία ὅμως σοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ἀργά, ὅταν πιὰ φεύγεις καὶ κατεβαίνεις τὴ σκάλα.

1986

Ὁ σουρεαλισμός, μὲ τὰ ποιήματα τοῦ Λωτρεαμὸν καὶ τοῦ Ρεμπώ, ἔδωσε κορυφαῖα ἔργα πρὶν ἀκόμα ἀποκτήσει αὐτοσυνείδηση καὶ ὀνομασία. Μὲ τοὺς ποιητὲς ποὺ οἱ ἴδιοι ὀνομάστηκαν σουρεαλιστὲς ἔδωσε συναρπαστικὰ ἔργα, ἄρχισε ὅμως νὰ βαδίζει πρὸς τὸ τέλος του.

Πολλὲς φορὲς ἕνα καλλιτεχνικὸ κίνημα, ἀλλὰ κι ἕνα πολιτικό, ξεκινάει πρὶν ἀπὸ τὴν ὀνοματοθεσία του. Καὶ συχνὰ ἡ ὀνοματοθεσία σημαδεύει τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους του.

 

1987

Σχεδὸν κάθε μυθιστόρημα, ἀκόμα κι ἕνα μὴ ρεαλιστικό, μοιάζει μὲ τὸν Ἀστικὸ Κώδικα. Καταγράφει περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρονται κυρίως στὸν ἰδιωτικὸ βίο, προσδιορίζει τὰ ὅριά τους, ρυθμίζει τὶς σχέσεις ἐκείνων ποὺ τὰ δημιουργοῦν ἢ τὰ ὑφίστανται. Καὶ ἰσχύει μέχρις ὅτου τροποποιηθεῖ ἀπὸ τὸ ἑπόμενο μυθιστόρημα.

 

1988

Πότε ἄραγε σὲ μιὰ τόσο σοβαρὴ συνάντηση, ὅπως αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο συμπόσιο γιὰ τὶς «Divergences culturelles dans l’espace européen et leur possibilité de dépassement» (Οἱ πολιτισμικὲς ἀποκλίσεις στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο καὶ ἡ δυνατότητά τους γιὰ ὑπέρβαση), θὰ καταφέρει κάποιος νὰ κάνει πλάκα; Ἔστω νὰ προβάλει μερικὲς σκηνὲς ἀπὸ μιὰ μπουρλὲσκ ταινία; Ἀπὸ μιὰ κωμωδία τῶν ἀδελφῶν Μὰρξ λόγου χάρη. Στὸ κάτω κάτω ἡ σκηνὴ μὲ τοὺς καθρέφτες στὸ Duck soup δὲν εἶναι, πιστεύω, λιγότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ καθρέφτη στὶς Meninas τοῦ Βελάσκεθ.

*

Μιὰ ἀκόμα σημαντικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν εὐρωπαϊκὸ καὶ τὸν ἀραβικὸ κόσμο εἶναι ὅτι στὸν πρῶτο ἡ μετάφραση τῶν ἱερῶν κειμένων ὄχι μόνο ἐπιτρέπεται ἀλλὰ καὶ προωθεῖται, ἐνῶ στὸν δεύτερο ἀπαγορεύεται αὐστηρά.

*

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ καλὰ βιβλία, ἢ καὶ τὰ μέτρια, ποὺ διαβάζονται ἀπὸ πολλούς, ὑπάρχουν καὶ χιλιάδες ἄλλα, ὄχι σημαντικά, ποὺ διαβάζονται ἀπὸ ἐλάχιστους. Ὅμως κι αὐτὰ εἶναι χρήσιμα. Ὄχι μόνο γιατὶ δίνουν τὴν εὐκαιρία σὲ τόσους νὰ ἐκφραστοῦν δημόσια, ἀλλὰ καὶ γιατὶ δείχνουν ὅτι ἡ ἀνάγκη νὰ ἐκφράζεσαι εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴν τάση νὰ μένεις σιωπηλός.

 

1989

Πῶς γίνεται καὶ κάθε ἑλληνικὸς δημόσιος χῶρος, ὅσο ὡραῖα φτιαγμένος, ὅσο καθαρὸς κι ἂν εἶναι στὴν ἀρχή, νὰ παίρνει γρήγορα τὴν ὄψη αἴθουσας ἀναμονῆς ἑνὸς σταθμοῦ τῶν ΚΤΕΛ;

 

1990

Ὅπως τὰ τέρατα ἀποτελοῦνται ἀπὸ μέλη πραγματικῶν ζώων ποὺ συναρθρώνονται σὲ ἀπίθανους συνδυασμούς, ἔτσι καὶ οἱ φαντασιώσεις μας ἀποτελοῦνται ἀπὸ τμήματα πραγματικῶν συμβάντων ποὺ συναρμολογοῦνται ἐπίσης σὲ ἀπίθανους συνδυασμούς.

*

Ἡ πρώτη ζωὴ ἑνὸς συγγραφέα περνάει στὸν στίβο. Ἡ δεύτερη στὸ πηγαινέλα ἀνάμεσα στὸν στίβο καὶ τὶς κερκίδες. Ἡ τρίτη στὶς κερκίδες.

 

1991

Ὁ φίλος μου ὁ Πέτρος Γαβαλάς, μόλις μὲ βλέπει μὲ ὅλο μου τὸ χέρι στὸν γύψο, μοῦ λέει: «Γλίτωσες ποὺ γλίτωσες ἀπὸ τὸν γκρεμὸ στὴν Κρήτη, τουλάχιστον δὲν ἔσπαγες τὸ δεξί σου χέρι γιὰ νὰ πάψεις νὰ γράφεις τὶς σαχλαμάρες ποὺ γράφεις…». Ὁ Πέτρος λέει πάντα πράγματα ποὺ ὅλοι τὰ σκεφτόμαστε ἀλλὰ κανείς μας δὲν τολμάει νὰ τὰ πεῖ.

 

1992

Γιὰ τὸν θάνατο ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ μιλᾶμε ὅλοι. Γιὰ τὸν θάνατο κάποιου ποὺ δὲν τὸν προκαλέσαμε ἀλλὰ πάντως τὸν ἐπιθυμήσαμε δὲν λέμε κουβέντα.

*

Μέσα σὲ τί ἐρημιὰ ζοῦνε αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πὼς ἔχουν πάντα δίκιο. Καὶ σὲ τί κατάθλιψη βυθίζονται ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται πὼς ἔχουν διαρκῶς ἄδικο.

*

Καλὰ βιβλία εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε σοῦ γεμίζουν τὰ κενὰ ποὺ ἔχεις ὅσο νὰ ξεχειλίσουν εἴτε σοῦ δημιουργοῦν κενὰ ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ γεμίσεις. Τὰ μεγάλα βιβλία εἶναι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο.

 

1994

Ὅποιος λέει πότε πότε καμιὰ ἀνοησία δὲν σημαίνει πὼς εἶναι βλάκας. Ἀνοησίες ὅλοι λένε, ἀκόμα καὶ οἱ ἰδιοφυεῖς. Μόνο ποὺ ἐκεῖνοι τὸ ἀντιλαμβάνονται ἐγκαίρως. Ἄλλωστε ἕνας σοβαρὸς δείκτης εὐφυΐας εἶναι καὶ ὁ χρόνος ποὺ χρειάζεται κανεὶς γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ πὼς εἶπε μιὰν ἀνοησία.

 

1995

Διακινδύνευσα μερικὲς φορὲς τὴ ζωή μου ἀλλὰ ὄχι τὴν καθημερινὴ εἰκόνα μου. Γι’ αὐτὴν ἀπέφυγα κάθε ἐξτρεμισμό.

*

Ἀποφάσισα ἐπιτέλους νὰ ξεκαθαρίσω τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιῶ. Κυρίως νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ λέξεις ποὺ τὶς εἶχα ἐμπιστευτεῖ κι ἐκεῖνες μὲ παγίδεψαν. Πάνω στὸ ξεκαθάρισμα εἶδα πὼς κι αὐτὸ τὸ ἔκανα μὲ λέξεις ποὺ τὶς ἐμπιστευόμουν.

 

1996

Σ’ αὐτὸ τὸ ξενοδοχεῖο τὰ διαχωριστικὰ τοιχώματα τῶν δωματίων εἶναι τόσο λεπτὰ ποὺ ἀκοῦς τὰ πάντα. Ὡστόσο δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ ἀκούσω κάποια φοβερὴ σεξουαλικὴ σκηνή, ὅπως λένε ὅτι τοὺς συνέβη διάφοροι φίλοι. Τὸ μόνο ποὺ ἄκουγα ἦταν ὁ θόρυβος τοῦ διπλανοῦ ποὺ ἔκανε ντοὺς πρὶν ἀκόμα ξημερώσει. «Μὰ πότε θὰ τελειώσει…» ἔλεγα, προσπαθώντας νὰ ξανακοιμηθῶ. Πέρασε ὥρα γιὰ νὰ καταλάβω πὼς ὁ θόρυβος δὲν ἐρχόταν ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο. Ἦταν ἡ βροχὴ ποὺ ἔπεφτε ἀσταμάτητα.

*

Τὸ κοίταγμα τοῦ εἰδώλου μας στὸν καθρέφτη, ὅσο ἐρευνητικὸ κι ἂν εἶναι, δὲν πάει πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του. Καὶ ὅταν ἐπιμένει μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ἡ βαθύτερη ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας γίνεται ὅταν δὲν τὸν κοιτάζουμε. Μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ κουβέντα, κυρίως ὅμως γίνεται μὲ τὸ γράψιμο καὶ πολὺ περισσότερο μὲ τὸ διάβασμα.

Τὸ γράψιμο, καὶ τὸ πιὸ ἁπλοϊκό, εἶναι ἕνας στοχασμὸς καὶ πάνω στὸν ἑαυτό μας καὶ πάνω στὸν κόσμο. Τὸ διάβασμα εἶναι ὁ ἀναστοχασμὸς τοῦ ἀρχικοῦ στοχασμοῦ ποὺ ἀποτυπώθηκε μὲ τὸ γράψιμο. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀνάγνωση, καὶ ἡ πιὸ ἀπολαυστική, ἀπαιτεῖ πολὺ μεγαλύτερο κόπο.

 

1997

Τὸ ποίημα εἶναι ὅπως ἕνα κλειστὸ εἰλητάριο. Πρέπει νὰ τὸ ξετυλίξεις, νὰ τὸ διαβάσεις, νὰ τὸ ἀναπτύξεις. Τὸ πεζὸ εἶναι ὅπως ἕνα ἀνοιγμένο εἰλητάριο. Πρέπει νὰ τὸ διαβάσεις, νὰ τὸ ξανατυλίξεις, νὰ τὸ συμπτύξεις.

*

Τοπίο τῆς ἑλληνικῆς ἐπαρχίας, ἀπὸ τὸ παράθυρο ξενοδοχείου στὰ κράσπεδα τῆς πόλης: ὁλόγυρα πεταμένα χαρτοκιβώτια, πλαστικὰ καφάσια, ἕνα ξεκοιλιασμένο στρῶμα, σπασμένα καθίσματα, σκουριασμένες λαμαρίνες. Πιὸ πέρα τρύπιες περιφράξεις, λίγο πιὸ μακριὰ παράγκες, στὸ βάθος γυμνὰ βουνά.

Ἐσωτερικὸ τοπίο τοῦ δωματίου: μιὰ λιθογραφία μὲ ἀλπικὰ βουνά, ξεχαρβαλωμένα ἔπιπλα, μιὰ παλιὰ τηλεόραση. Τὴν ἀνοίγω, πατάω τὰ διάφορα κουμπιὰ καὶ ξαφνικὰ ἐμφανίζεται τὸ πιὸ σκληρὸ πορνὸ ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ.

*

Ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν μιὰ συμπληρωματικὴ ψευδὴ συνείδηση ποὺ μπορεῖ νὰ δικαιώνει τὶς πιὸ ἀντιφατικές, τὶς πιὸ παράλογες, τὶς πιὸ γελοῖες, τὶς πιὸ ἰδιοτελεῖς, τὶς πιὸ ποταπὲς πράξεις τους, θὰ πήγαιναν ὅλοι στὸ φρενοκομεῖο.

 

1999

Ἡ γραφή, γιὰ νὰ προκαλέσει ἔστω τὸν ἐλάχιστο φόβο στὴν ἐξουσία, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ ἔχει τρομάξει αὐτὸν ποὺ γράφει.

*

Λέμε συνήθως ὅτι τὰ κακὰ ἔργα εἶναι γεμάτα καλὲς προθέσεις. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ καλὰ ἔργα μὲ κακὲς προθέσεις.

 

2000

Ἀπὸ τὰ πιὸ δυσάρεστα ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ συμβοῦν εἶναι νὰ διαφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς καὶ νὰ συμφωνεῖς μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀπεχθάνεσαι.

 

2001

Κάθε τόσο κάτι συμβαίνει, κάτι μᾶς συμβαίνει, καὶ ἀλλάζει ὁ τρόπος ποὺ βλέπουμε τοὺς ἄλλους. Τότε ὅμως γιατί νὰ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ ὅτι ἀλλάζει καὶ ὁ τρόπος ποὺ οἱ ἄλλοι βλέπουν ἐμᾶς;

*

Κάποιος μιλάει ἀσταμάτητα. Εἶναι, λένε, σπουδαῖος ἐπιστήμονας. Γιατί νὰ εἶναι καὶ τόσο μαλάκας;

 

2002

Καμιὰ φορά, ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι κατὰ κανόνα συμβαίνει, πρῶτα ἐμφανίζονται κάποιες θεραπεῖες καὶ μετὰ ἔρχονται οἱ ἀρρώστιες. Οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε πὼς ὑπάρχει μιὰ θεραπεία καὶ τότε ἀνακαλύπτουν πὼς ἔχουν τὴ σχετικὴ ἀσθένεια. Τὸ ἴδιο μερικὲς φορές, πρῶτα φτιάχνονται κάποιες λέξεις καὶ μετὰ ἔρχονται τὰ ὅσα σημαίνουν. Οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε μιὰ λέξη καὶ τότε ἀνακαλύπτουν τὰ ὅσα ἔχουν κρυμμένα μέσα τους.

*

Κάποτε οἱ φίλοι κουβεντιάζαμε μὲ τὶς ὧρες. Τί ἄξιζαν ὅλα ἐκεῖνα τὰ λόγια; Συνήθως τίποτα τὸ σπουδαῖο. Ὁπότε καλὰ κάναμε καὶ δὲν τὰ ἀποτυπώναμε κάπου. Ὑπῆρχαν ὅμως φορὲς ποὺ μερικὰ κάτι ἄξιζαν. Οὔτε κι αὐτὰ τὰ ἀποτυπώναμε. Ἀργότερα στενοχωριόμαστε ποὺ ἡ ἀνεμελιά μας τὰ ἄφησε νὰ χαθοῦν. Πέρασε πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς δὲν εἶχαν σβήσει. Πώς, ἔστω παραλλαγμένα, ἐμφανίζονται κάθε τόσο στὶς σκέψεις μας καὶ στὰ γραφτά μας.

*

Ὑπάρχουν ὁρισμένα κατώφλια ποὺ ἅμα τὰ περάσει κανεὶς μπαίνει στὰ γερατειά. Τὰ περισσότερα εἶναι καταφανῆ. Ἕνα λιγότερο ἐμφανὲς εἶναι ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἂν τὸ αὔριο θὰ εἶναι καλύτερο ἢ χειρότερο.

 

 

2003

Γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἀληθινὰ καὶ ὄχι φωνακλάδικα ἀντιδογματικὸς πρέπει νὰ ἔχει ὑπάρξει δογματικός, νὰ ἔχει βιώσει τὶς καταστρεπτικὲς συνέπειες τοῦ δογματισμοῦ.

Ὅπως γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἀληθινὰ καὶ ὄχι ὑστερικὰ ἀντικαπνιστὴς πρέπει νὰ ἔχει ὑπάρξει καπνιστής, νὰ ἔχει ὑποστεῖ τὶς καταστρεπτικὲς συνέπειες τοῦ καπνίσματος.

Ἔτσι στὰ γραφτά μας πάντα κάτι φαίνεται ἀπὸ τὴν προϊστορία μας, κάτι δείχνει ἂν ἔχουμε ὑπάρξει δογματικοί. Ὅπως στὶς ἀκτινογραφίες θώρακος κάτι φαίνεται ἀπὸ τὸ ἱστορικό μας, κάτι δείχνει ἂν ἔχουμε ὑπάρξει καπνιστές.

 

2004

Ἂν γράφεις μόνο γιὰ ν’ ἀρέσεις στοὺς ἄλλους, ἔχασες. Ἂν γράφεις γιὰ ν’ ἀρέσεις μόνο στὸν ἑαυτό σου, πάλι ἔχασες. Ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς κερδίζεις δὲν ὑπάρχουν.

*

Παλιὰ εἶχα γράψει ὅτι ἡ μάχη συνεχίζεται μὲ νέα ὅπλα. Ὅμως πλέον συνεχίζεται καὶ μὲ νέα συντρίμμια.

 

2005

Οἱ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν διανοουμένων ξεκινοῦν πάντα ἀπὸ διανοούμενους. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι σέβονται τοὺς ἐγγράμματους, καὶ ὅταν νομίζουν ὅτι κάποιος παραλόγιασε λένε: «Αὐτὸς τὸ ἔπαθε ἀπὸ τὰ γράμματα…», χωρὶς ὅμως νὰ τὸν περιφρονοῦν. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ καταγγέλλουν τοὺς διανοούμενους εἶναι ἄλλοι διανοούμενοι ποὺ θέλουν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ ὅσους τοὺς ἀντιτίθενται, τοὺς ἀπορρίπτουν, τοὺς ξεπερνοῦν. Οἱ πολιτικοί, κυρίως στὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, ἀξιοποιοῦν πρὸς ἴδιον ὄφελος αὐτὲς τὶς ἐπιθέσεις. Καὶ ὅπως ἔχουμε δεῖ, σ’ αὐτὰ τὰ καθεστῶτα, ὅταν κάποιοι διανοούμενοι γίνουν ἐνοχλητικοὶ γιὰ τὴν ἐξουσία, οἱ πολιτικοὶ τοὺς ἐξοντώνουν υἱοθετώντας τὶς καταγγελίες ποὺ ἔκαναν γι’ αὐτοὺς ἄλλοι διανοούμενοι.

*

Οἱ ἀλλαγὲς στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ὅταν εἶναι διαδοχικὲς θεωροῦνται θετικές. Ὅλοι λένε πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐξελίσσεται. Ὅταν εἶναι ταυτόχρονες θεωροῦνται ἀρνητικές. Ὅλοι λένε πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς διαλύεται μέσα στὶς ἀντιφάσεις του.

2006

Τὸ νὰ μένεις μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα μπροστὰ στὰ ὅσα ἀπίθανα συμβαίνουν γύρω σου ἔχει δύο καλά:

Πρῶτον, τὸ ὅτι φχαριστιέσαι ποὺ μπορεῖς ἀκόμα νὰ ἐκπλήσσεσαι.

Δεύτερον, τὸ ὅτι ἐλπίζεις πὼς κάποτε θὰ πάψεις νὰ εἶσαι ἀφελής.

Ἔχει ὅμως κι ἕνα κακό: τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ χάψεις μιὰ μύγα.

 

2008

Τὴ ματαιότητα πολλῶν πράξεων, ἀκόμα καὶ τὴ σπουδαιότητα μερικῶν ἄλλων τὶς ἀνακαλύπτουμε πάντα ἐκ τῶν ὑστέρων. Εὐτυχῶς. Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ κάναμε ἀπολύτως τίποτα.

*

Ἀξίζει νὰ θυμόμαστε συχνότερα αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Ἀραγκόν, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμα σουρεαλιστής. Ὅταν κάποιος τὸν ρώτησε ἄν, υἱοθετώντας τὴ σουρεαλιστικὴ μέθοδο γραφῆς, θὰ ἔγραφε καλύτερα, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ὅποια μέθοδο κι ἂν υἱοθετήσει κανείς, ἅμα εἶναι μαλάκας θὰ γράφει μαλακίες».

 

2009

Ἡ ποίηση ξεκινάει σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ποιητῆ καὶ ὁλοκληρώνεται σὰν αὐτοβιογραφία τοῦ ἀναγνώστη.

*

Τίποτα δὲν δίνει μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι δύο ἄνθρωποι μπόρεσαν νὰ ταυτιστοῦν παραμένοντας διαφορετικοί. Τίποτα δὲν προκαλεῖ μεγαλύτερη ὀδύνη ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶς νὰ γίνεται σιγὰ σιγὰ ἕνα πλάσμα ποὺ πάει νὰ σβήσει.

 

2010

Ὁ Στάλιν, ποὺ τόσο ἀγάπησε τὴν ποίηση, ποὺ ἔγραψε ἀδέξια ἀλλὰ συγκινημένα ποιήματα στὰ νιάτα του, ἀπ’ τὸ πολὺ νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ ἐλέγχει τί γράφουν οἱ ποιητὲς δὲν μπόρεσε νὰ εὐχαριστηθεῖ οὔτε ἕναν στίχο.

*

Ὁ καθρέφτης εἶναι τὸ ἀπόλυτο παρόν. Δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τίποτα ἀπὸ τὸ παρελθόν, νὰ προοιωνιστεῖ τίποτα γιὰ τὸ μέλλον. Ὁ θανάσιμος ἐχθρός του εἶναι ἡ φωτογραφία.

 

2011

Ἐκεῖνες τὶς παρελάσεις μπροστὰ στὸν Μεγάλο Ἀρχηγό, μὲ τοὺς ἀναρίθμητους νέους νὰ προχωροῦν μὲ ὁμοιόμορφο καὶ ὁμόψυχο βηματισμό, μὲ τὶς ρυθμικὲς ζητωκραυγὲς μόλις δινότανε τὸ σύνθημα, ὀνειρευόμουν κι ἐγὼ νὰ μοῦ δοθεῖ κάποτε ἡ τύχη νὰ τὶς ἀκολουθήσω. Γιὰ νὰ τιμήσω τὸν καλό, ὄχι τὸν κακὸ Ἀρχηγό. Διότι ὑπῆρχε πάντα ἕνας κακὸς Ἀρχηγὸς ποὺ ὁ καλὸς τὸν καταπολεμοῦσε. Ἀπὸ χρόνια τώρα μοῦ φέρνουν ἕνα ρίγος φρίκης ἅμα τὶς βλέπω σὲ παλιὰ ἀλλὰ καὶ σὲ σύγχρονα ἐπίκαιρα. Ποῦ νὰ φανταζόμουν ὅτι θὰ ὑπῆρχαν σήμερα ἐδῶ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ τὶς ἀναβιώσουν.

*

Ἑφτὰ τὸ ἀπόγευμα βγαίνω ἀπὸ τὸ σπίτι, πάω γιὰ τὸ σουπερμάρκετ, κάτι νὰ ψωνίσω. Κάνω δυὸ βήματα στὸ πεζοδρόμιο καὶ ξαφνικὰ ἀκούω πίσω μου μιὰ δυνατή, βραχνὴ φωνή, σὰν οὐρλιαχτό: «Νά τος ὁ φασίστας ποιητής. Αὐτὸ τὸ κάθαρμα, αὐτὸς ὁ πουλημένος. Ἐλᾶτε, ἀγανακτισμένοι, νὰ τὸν διαπομπεύσουμε… ἐλᾶτε…». Κοντοστέκομαι, τελικὰ δὲν γυρίζω, οὔτε κὰν γιὰ νὰ δῶ ποιὸς εἶναι. Λέω νὰ ἀποφύγω τὰ ἐπεισόδια καὶ συνεχίζω, ὄχι τελείως ἀτάραχος, τὸν δρόμο μου. Ἡ φωνή, στὸ ἴδιο πάντα οὐρλιαχτό, μὲ ἀκολουθεῖ γιὰ δύο τετράγωνα. Καὶ ξαφνικὰ χάνεται.

 

2012

Δὲν ἀρκεῖ νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ σκοτάδι ἂν δὲν καταλάβεις ὅτι βγῆκες. Δὲν ἀρκεῖ νὰ φτάσεις στὸ φῶς ἂν δὲν καταλάβεις ὅτι ἔφτασες. Κάποια στιγμὴ μπορεῖ νὰ σὲ τυφλώσει ὄχι τὸ ἴδιο τὸ φῶς ἀλλὰ ἡ συνείδηση τοῦ φωτός. Ὥσπου κάποια ἄλλη στιγμὴ ἀναρωτιέσαι μήπως ὅλα αὐτὰ εἶναι λόγια.

 

2014

Ἀπὸ τὴν ἀρχαία Θήβα τίποτα δὲν ἔμεινε, μονάχα κάτι σκόρπιες πέτρες. Ἀλλὰ κι αὐτὲς τὶς πέτρες τὶς σώζει πάντα ὁ στίχος τοῦ Πινδάρου: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος».

*

Λίγες, ἐλάχιστες, οἱ μονίμως παροῦσες ἀπουσίες.

*

Οἱ γελωτοποιοὶ εἶναι διασκεδαστικοί, κάποτε καὶ χρήσιμοι ὅταν κοροϊδεύοντας τοὺς σκυθρωποὺς ἡγεμόνες τοὺς κάνουν νὰ χαμογελάσουν. Ἔτσι γελᾶμε κι ἐμεῖς λιγάκι. Ὅταν ὅμως ἀποκτήσουν κάποια ἐξουσία, στρέφονται πρὸς ἐμᾶς καὶ κοροϊδεύοντας μᾶς διδάσκουν. Ἔπειτα, σοβαρολογώντας, ἀλλὰ ἄθελά τους κοροϊδεύοντας, προσπαθοῦν νὰ μᾶς κατευθύνουν. Τίποτα πιὰ δὲν τοὺς σταματάει.

 

(*)Σημείωμα προσωπικού χαρακτήρα

d.fyssas@gmal.com

 

 


[1] ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΣΤΙΧΟ

                                   Τίτος Πατρίκιος

Α΄

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες

Δεν έχει αλλού πιο κει να πας απ΄ το Σταθμό Λαρίσης

Κι ενώ όλοι περιμένουνε τρένων ανταποκρίσεις

Εσύ, πάνω στη γέφυρα, ακούς τις καληνύχτες.

Β΄

Πάνω στο δώδεκα κι οι δυο του ρολογιού οι δείχτες

Οι τελευταίοι μείναμε στο μαγαζί πελάτες

Γιατί χορτάριασαν οι αυλές, μάς κλείστηκαν κι οι στράτες.

Κι έτσι η ζωή μας, μοναχή, γλιστράει μέσα στις νύχτες.

 

 

[2] Δημήτρης Φύσσας, «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης», Εστία 2015. Σελ.  169

[3] «Λυσιμελής πόθος», Κίχλη 2014 (επανέκδοση). Ευτυχώς ο κ. Πατρίκιος έβγαλε σχεδόν αμέσως τούτο δω

[4] Ευχαριστώ τη φίλη Γιώτα Κριτσέλη από την «Κίχλη» που μου παραχώρησε το κείμενο σε word κι έτσι γλίτωσα τη σχετική πληκτρολόγηση. Εξού και το πολυτονικό των ορίτζιναλ αποσπασμάτων, μια και βαρέθηκα  να ξε-πολυτονίσω (ή, αν προτιμάτε, να το μονοτονίσω «βιαίως», για ν΄ αντιστρέψω την έκφραση του φίλου μου του Γιάννη Πατίλη, κάθε φορά που πολυτονίζει μονοτονικά κείμενα)

 

INFO: Τίτος Πατρίκιος, «Ο πειρασμός της νοσταλγίας. Σημειώσεις καθημερινότητας». Κίχλη, 2015.

 

Προηγούμενο άρθροΙερεμίας Γκότχελφ: Μαύρη Αράχνη
Επόμενο άρθροΑποχαιρετώντας την Μάγδα

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Αγαπαμε τον Τιτο Πατρικιο,ποιητη που συνδυαζει την νεοτητα και την σοφια .Διαβαζουμε παντα τον τρυφερο Δ.Φυσσα.Τωρα αντιλαμβανομαι γιατι αμεσα,χωρις αποδεικτικα στοιχεια,δημιουργουνται αυτες οι αδιαπραγματευτες
    εκλεκτικες συγγενειες !!!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ