Αποχαιρετώντας την Μάγδα

0
1083

Του Θανάση Καράβατου.

Περίοδος ΑΝΤΙ Β΄ τεύχος 376

17 Ιουνίου 1988

ΑΥΤΟ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

(Ένα βιβλιοπωλείο κλείνει)

 

Το βιβλιοπωλείο «Κοτζιά», ένα από τα πιο καλά της Θεσσα­λονίκης έκλεισε τις μέρες αυτές. Το βιβλιοπωλείο «Κοτζιά» ήταν κάτι περισσότερο από ένα μαγαζί που απλώς διακινού­σε βιβλία – από την πρώτη μέρα που άνοιξε ήταν το «στέκι» των βιβλιόφιλων της Θεσσαλονίκης που από κει περνούσαν για να ενημερωθούν, να διαβάσουν τον ελληνικό και ξένο Τύπο, να συναντήσουν τους φίλους τους. Κι όμως αυτή η ζωντανή κυψέλη πνευματικής ζωής παύει να λειτουργεί γιατί δεν μπόρεσε να αντέξει το υπερβολικό ενοίκιο της οδού Τσιμισκή. Το σημείωμα ενός φίλου που κράτησε την ανωνυμία του καταγράφει με τον «πρέποντα» σαρκασμό το «συμβάν».

 

*

Δυστυχώς, αντίθετα προς άλλους τομείς του βίου μας, παράγουμε περισσότερο «ελιτισμό» από όσον μπορεί να καταναλώσει «ο κόσμος των μικρομεσαίων» που κατά πα­λαιά (προ τριετίας περίπου) ρήση σεβαστού και στην εξου­σία πανεπιστημιακού καθηγητή (Καθηγητής Μπέης, Ελευ­θεροτυπία 11/12/85) «πασχίζει να μετασχηματίσει τις πολι­τικές, κοινωνικές, πολιτισμικές δομές του τόπου μας».

Οι ελάχιστες πιθανές περί αυτού αμφιβολίες δοκιμάσθη­καν οικτρώς σε όλες τις διαδοχικές κρίσεις που ως λαός αντιμετωπίσαμε κατά τα τελευταία χρόνια: αντίθετα προς ό,τι συνέβη σε άλλα ράφια, κανένα ράφι βιβλιοπωλείου δεν «λεηλατήθηκε».

Βάση λοιπόν αυτών των δεδομένων, η «έξωση» του βι­βλιοπωλείου «Κοτζιά» από το κέντρο της Θεσσαλονίκης —πώς να εναρμονήσεις το ενοίκιο με τα γύρω φασφουντάδικα, τράπεζες, μπουτίκ κλπ. πουλώντας (κάτι περισσότε­ρο) βιβλία— φαίνεται να μην είναι τόσο αρνητικό γεγονός καθώς, κατά την σήμερον επικρατούσα λογική, θα συμβάλ­λει στην αυτορϋθμιση του συστήματος.

Άλλωστε, αν και οι αναλφάβητοι τείνουν συνεχώς να μειώνονται, δεν πρέπει να αγνοείται ότι εκείνοι οι «λειτουργικώς» όμοιοι τους συντηρούν επαρκώς την κατάστα­ση.Τα «στέκια του βιβλίου» σαφώς πλεονάζουν. Ευτυχώς, οι νόμοι της αγοράς δρουν πάντοτε προς την ορθή κατεύθυνση.  

ΚΑΡ [Θανάσης Καράβατος]

 

 

Γνώρισα τη Μάγδα Κοτζιά στη Θεσσαλονίκη, την κοινή μας πατρίδα. Ομορφιά και προσωπικότητα απόλυτα συνταιριασμένες, με τις μικρές αναπόφευκτες «ακρότητες» που επιβάλλουν, στολίζοντας  την όρεξη για δουλειά μιας κοσμοπολίτισσας. Γίναμε φίλοι κουβεντιάζοντας για βιβλία και εκδόσεις, κατά τις τακτικές της επισκέψεις στη πόλη μας, όπου το 1973 «έχτισε» το βιβλιοπωλείο «Κοτζιά», επεκτείνοντας και μετακομίζοντας σε πιο κεντρικό σημείο της Τσιμισκή το παλιό πρακτορείο εφημερίδων του πατέρα της. Γρήγορα θα γίνει κάτι περισσότερο, θα γίνει «στέκι», όπου μπορούσες να συναντάς παλιούς φίλους και να δημιουργείς καινούργιες συντροφιές. Υπεύθυνοι, ο Κώστας Πύρζας και ο αδελφός της Αργύρης. Το 1974 θα χτίσει στην Αθήνα τον εκδοτικό οίκοΕξάντα, πραγματοποιώντας το όνειρο που τη έθρεφε από τον καιρό της αυτοεξορίας της στο Παρίσι.

Δεν ήταν μια απλή ενασχόληση με τα βιβλία, επειδή έτυχε να τα γνωρίσει μέσα από τις πατρικές δραστηριότητες. Ήταν «ανάγκη», όπως δήλωνε σε παλαιότερη συνέντευξή της. «Ανάγκη», που σίγουρα «ξεκίνησε από το διάβασμα» για να γίνει «κλίση», κι ύστερα «όλα τα άλλα ήρθαν από μόνα τους», ότανβρέθηκε «εξόριστη στο Παρίσι για έξι χρόνια». Θυμόταν ότι «πήγαινε στους Γάλλους εκδότες με πολλή άνεση» και τους έλεγε: «Όταν γυρίσω στην Ελλάδα, θα κάνω εκδοτικό οίκο, χωρίς να ξέρω ούτε πότε ούτε αν θα μπορούσα να επιστρέψω. Με εμπιστεύτηκαν. Εκλεινα τίτλους και πλήρωνα μεταφράσεις με τα χρήματα που μου έστελνε ο πατέρας μου». Σημαδιακός ο τίτλος του νέου εκδοτικού οίκου. Ναυτικό όργανο προσανατολισμού είναι ο εξάντας. Δάνειο, από το ομώνυμο  βραχύβιο περιοδικό [δύο τεύχη, αν θυμάμαι καλά] που κυκλοφόρησε μέσα στα ταραγμένα νερά της χούντας ο Μάκης Τρικούκης, φίλος από τα φοιτητικά μας χρόνια.

«Πολιτική πράξη» θεωρούσε την έκδοση κάθε βιβλίου και τέτοια ήταν αν ανατρέξεις στους χίλιους και παραπάνω τίτλους του Εξάντα που η Μάγδα εξέδωσε «με φαντασία, ρίσκο και πολλές καινοτομίες», όπως δήλωνε«Η βαθύτερη ανάγκη μου ήταν να μεταδώσω στον κόσμο αυτά που είχα μάθει ταξιδεύοντας και διαβάζοντας. Με ενδιέφερε η μείξη των πολιτισμών, η περιέργεια για το τι γίνεται στον κόσμο. Θέλησα να μεταδώσω το πολυπολιτισμικό στοιχείο στους Ελληνες, το άνοιγμα των οριζόντων, το κέφι για τη ζωή, τη δοκιμασία, την περιπέτεια».

Οι πρώτες κουβέντες που είχαμε στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκαν και πολλαπλασιάστηκαν στην Αθήνα, στο παταράκι του Εξάντα, όπου είχε στήσει το πάντα γεμάτο με βιβλία και τυπογραφικά δοκίμια γραφείο της, με το χαρακτηριστικό σημειωματάριο, χαμένο ανάμεσά τους, υπερπλήρες από διευθύνσεις και τηλέφωνα που είχε μισοδιαλυθεί από τη χρήση, αλλά έστεκε εκεί, δεμένο με ένα λαστιχάκι, αναντικατάστατο, δείγμα διάρκειας και ανεξίτηλων βιωμάτων. Εδώ θα πάρουν σάρκα και οστά οι «κουβέντες» μας, όταν το 1991 συνεχίσαμε στον Εξάντα με τον Θανάση Τζαβάρα τη σειρά Τρίαψις Λόγος [1994-2006], που περιλάμβανε πρωτότυπα ελληνικά δοκίμια και επιλεγμένες μεταφράσεις κειμένων με αναφορά στους διάφορους επιστημονικούς περί ψυχισμού λόγους – ψυχολογία, ψυχιατρική, ψυχανάλυση. Ενδιάμεσα [2003-2006] ανέλαβα και την ευθύνη της μικρής σειράς «Προσεγγίσεις», με μικρά δοκιμιακά βιβλία τσέπης, γενικού ενδιαφέροντος, καινοτόμου τότε σχήματος και προσεγμένων εξώφυλλων. Η φροντίδα της να προβάλλει τη δουλειά μας αυτή στάθηκε αφορμή να γνωριστούμε και να γίνουμε στενοί φίλοι με τον Γιάννη Μπασκόζο,όταν στις αρχές του 2000 κάλεσε δημοσιογράφους, που ασχολούνταν με το βιβλίο, για να τους παρουσιάσουμε τα τις δύο αυτές σειρές που διευθύναμε τότε στον Εξάντα.

Ο πρόσφατος «χαμός» της  Μάγδας ήταν αναπόφευκτο να ανασύρει όλες αυτές τις μνήμες κι ανάμεσά τους κάτι ακόμα που ξετρύπωσα την τελευταία στιγμή σε ένα αρχείο μου: Πρόκειται για ένα μικρό «θυμωμένο» κείμενο που προτάσσω εδώ και το οποίο είχα αποστείλει [με την υπογραφή ΚΑΡ] στο περιοδικό ΑΝΤΙ που το δημοσίευσε το καλοκαίρι του 1988, όταν το θρυλικό βιβλιοπωλείο Κοτζιά έκλεισε υπό το βάρος των κανόνων της αγοράς.Το «παράγουμε περισσότερο ελιτισμό από όσο ο κόσμος των μικρομεσαίων μπορεί να καταναλώσει» του σχολίου μου για το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου “Κοτζιά” παραπέμπει, κατ’ αντιστροφή, στο πολύ γνωστό τότε «δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερο από όσο παράγουμε» που εγκαινίασε, μαζί με την υποτίμηση κατά 15% της δραχμής, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Σημίτης το 1985 κατ’ εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου. Το “Τσοβόλα δώστα όλα” ήρθε λίγο αργότερα, εν όψει εκλογών.Δεν της φανέρωσα ποτέ ποιος ήταν ο συντάκτης του, μόνο ο Πύρζας το γνώρισε.

Το ανασύρω στη δημοσιότητα στη μνήμη της αξέχαστης Μάγδας που δεν έκρυβε τη θλίψη της για τη δύσκολη θέση των συγγραφέων και των εκδοτών στη σύγχρονη εποχή που δεν αφήνει πλέον περιθώρια για ελπίδες και αυταπάτες. Πράγματι, οι εκδότες χάνονται, αυτοί που ήταν μόνο εκδότες γιατί το ενδιαφέρον τους ξεκίναγε από το βιβλίο κι όχι το προσδοκώμενο μεγάλο κέρδος. Κάτι ανάλογο έχει γίνει με τις ιδιωτικές κλινικές. Έχουν χαθεί οι κλινικάρχες γιατροί, προέχουν ολοένα και περισσότερο οι επιχειρηματίες. Ανάλογη εξέλιξη βρίσκουμε και στις εφημερίδες. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις προβάλλεται η αδήριτη ανάγκη της επένδυσης μεγάλων κεφαλαίων, στις εκδόσεις, το κυνήγι του «ευπώλητου» που τυπώνει στο σωρό. Το «μικρό» χάνεται μπροστά στην επέλαση των super market, όσο κι αν υπάρχουν εστίες αντίστασης, σε όλους αυτούς τους τομείς.

Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την κατάσταση η Όλγα Σελλα αποχαιρέτησε την καλή της φίλη με τον λίαν εύγλωττο τίτλο «Αντίο σε μια ολόκληρη εποχή».

 

Προηγούμενο άρθροΟι πειρασμοί της καθημερινότητας
Επόμενο άρθροΑπό τη μεγαλόψυχη μητέρα στη μητριά πατρίδα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ