Αγορίτσα Μπακοδήμου.
Ο Ιερεμίας Γκότχελφ (1797-1854) θεωρείται από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς Ελβετούς συγγραφείς. Αν και το πρώτο του μυθιστόρημα κυκλοφορεί όταν είχε φτάσει ήδη στην ώριμη ηλικία των 40 ετών, καταφέρνει μέσα στα 17 χρόνια μέχρι το θάνατό του να δημιουργήσει ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο που αποτελείται συνολικά από 13 μυθιστορήματα, 50 διηγήματα και 25 ημερολογιακές ιστορίες. Η ψυχολογική συναίσθηση και το χιούμορ του, η αιχμηρή παρατηρητικότητα και η υποδειγματική ικανότητά του να περιγράφει με αξεπέραστη ζωντάνια τον άνθρωπο και τον χαρακτήρα του, η αμείλικτη κοινωνική κριτική που ασκούσε σταθερά, αλλά και η επίμονη ενασχόλησή του με τα «αιώνια» ζητήματα της ανθρώπινης φύσης, του προσφέρουν μια ξεχωριστή θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον. Στην εποχή του τον συνέκριναν με τον Σαίξπηρ, ενώ ο άλλος μεγάλος Ελβετός του 19ου αιώνα, ο μεταγενέστερος Γκότφριντ Κέλερ, τον αποκαλεί «αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο επικό ταλέντο που έζησε εδώ και πολύ καιρό και θα παραμείνει ίσως το μεγαλύτερο για πάρα πολύ καιρό ακόμη». Ο διάσημος ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας Βάλτερ Μουσγκ εκφράζει το θαυμασμό του για τον συγγραφέα γράφοντας το 1954: «Ο Κέλερ σφράγισε έναν αιώνα, ο Γκότχελφ μια χιλιετία». Και δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να ανυψώσει αυτόν τον «περιθωριακό» στον μοναδικό ύψιστης σημασίας πεζογράφο της γερμανικής λογοτεχνίας, «τον μοναδικό που μπορεί να συγκριθεί με τον Ντίκενς, τον Μπαλζάκ, ή τον Ντοστογιέφσκι».
Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν πάνω από 160 χρόνια από το θάνατό του για να κυκλοφορήσει με την μικρή αυτή νουβέλα το πρώτο αυτοτελές λογοτεχνικό κείμενο του Γκότχελφ στην ελληνική γλώσσα. Είναι πια καιρός να τον γνωρίσει επιτέλους και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό:
O συγγραφέας Ιερεμίας Γκότχελφ γεννιέται ως γιος ενός προτεστάντη πάστορα με το όνομα Άλμπερτ Μπίτσιους στις 4.10.1797 στο Μούρτεν, στο δίγλωσσο Καντόνι Φριμπούρ της Δυτικής Ελβετίας. Σπουδάζει θεολογία στη Βέρνη και στο Γκέτινγκεν, υπηρετεί ως βοηθός εφημέριος σε διαφορετικές ενορίες στο Καντόνι της Βέρνης, και το 1831 αναλαμβάνει καθήκοντα ιερέα στο Λίτσελφλι, μια κωμόπολη της κοιλάδας του Έμενταλ. Εκτός από τα θρησκευτικά κηρύγματα που επιβάλει το λειτούργημά του, αναλαμβάνει και το ρόλο του κοινωνικού ιεραπόστολου και αγωνίζεται κατά της παιδικής εργασίας και του αλκοολισμού, υποστηρίζει την καθιέρωση της γενικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και επιτιμά τους εύπορους πολίτες επειδή αδιαφορούν για τους κοινωνικά αδύναμους. Το 1833 παντρεύεται την Χενριέτε Ζέεντερ, κόρη ενός καθηγητή θεολογίας από τη Βέρνη, και αποκτούν δύο κόρες και ένα γιο. Ενώ δημοσιογραφεί ήδη από το 1828, συντάσσοντας πληθώρα άρθρων πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου, πρωτοεμφανίζεται ως λογοτέχνης μόλις το 1837, όταν κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα, Der Bauernspiegel oder Lebensgeschichte des Jeremias Gotthelf, von ihm selbst beschrieben («Ο Καθρέφτης των Χωρικών ή η βιογραφία του Ιερεμία Γκότχελφ, όπως την αφηγείται ο ίδιος»). Η υπαρξιακή ανάγκη του για τη συγγραφή αποκαλύπτεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο γράμμα της 10ης Δεκεμβρίου 1838 προς τον εξάδελφό του, Καρλ Μπίτσιους:
«Ένιωθα να παραλύω ολοκληρωτικά, να με δαμάζουν… Τώρα συνειδητοποιώ ότι μια άγρια ζωή κυμάτιζε μέσα μου… και έπρεπε ή να αυτοκαταναλωθεί ή να βρει τρόπο να ξεσπάσει. Το έκανε με τη γραφή. Και τώρα πρόκειται για το συγκλονιστικό ξέσπασμα μιας από καιρό καταπιεσμένης δύναμης… για το ξεχείλισμα μιας ορεινής λίμνης. Μιας ορεινής λίμνης που φουσκώνει και ξεχύνεται σε τρομερές πλημμύρες για να βρει διέξοδο παρασέρνοντας με αγριότητα πέτρες και βρομιές. Μετά διυλίζεται και μπορεί να μετατραπεί σε όμορφο νεράκι. Έτσι ήταν και το γράψιμό μου, ένα ξέσπασμα, ένα άνοιγμα καινούριων διεξόδων, ένα άγριο χτύπημα προς όλες τις πλευρές, προς όπου υπήρχε πίεση, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ελεύθερος χώρος».
Το όνομα του πρωταγωνιστή του πρώτου μυθιστορήματός γίνεται έκτοτε και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα: Ιερεμίας Γκότχελφ. Οικειοποιούμενος το όνομα του προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει το 1842 μια νουβέλα, τη “Μαύρη Αράχνη” που θα μπορούσε κάλλιστα να ξεπηδά από τις σελίδες του ιερού βιβλίου. Οι άνθρωποι του Θεού υποφέρουν υπό τον ζυγό ενός σκληρού κυβερνήτη και χάνουν την αγάπη και την πίστη τους στο Θεό – μια γυναίκα θα παίξει κι εδώ έναν καταλυτικό και αμαρτωλό ρόλο. Οι άνθρωποι τιμωρούνται, μόνο οι πιστοί σώζονται. Ένας ιερέας ξεφορτώνεται το κακό, και οι χωρικοί και οι απόγονοί τους ξαναβρίσκουν την πίστη και την ευσέβειά τους. Αλλά αργότερα υποκύπτουν πάλι, παραδίδονται στην αμαρτία, και το κακό απελευθερώνεται ξανά, για να φυλακιστεί αργότερα, αυτή τη φορά από έναν ευσεβή απλό άνθρωπο (που, φυσικά, στην αρχή είχε παρασυρθεί στον κακό δρόμο από τις γυναίκες της ζωής του). Μια προειδοποίηση για τους κινδύνους της αμαρτίας και τις αρετές της μετάνοιας. Ένας Θεός που δοκιμάζει σκληρά τα πλάσματά Του και τα δέχεται μεγαλόψυχα ξανά στην αγκαλιά Του, αφού βέβαια πρώτα πληρώσουν το απαραίτητο τίμημα και πάρουν οριστικά – ή τουλάχιστον για μερικές γενιές- το μάθημά τους. Αλλά όχι μόνο αυτό.
Όπως σε όλα σχεδόν τα έργα του Γκότχελφ, έτσι κι εδώ διακρίνει κανείς την ύπαρξη μιας βαθιάς πραγματικότητας, χαοτικής και βίαιης, που βρίσκεται εκτός κάθε ηθικής και προηγείται κάθε πολιτισμού. Στη “Μαύρη Αράχνη” βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορία αρχετυπικού τρόμου, ένα αφήγημα για την αιώνια πάλη του Καλού και του Κακού, μια εκδοχή χριστιανικού μύθου, με εμβόλιμα παγανιστικά στοιχεία που σκοτεινιάζουν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες φρίκης τις ηλιόλουστες πλαγιές του αλπικού τοπίου. Ο Τόμας Μαν, αναφερόμενος στη Μαύρη Αράχνη, την οποία θαύμαζε όσο σχεδόν κανένα άλλο δείγμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισχυρίζεται ότι “ο Γκότχελφ αποκτά συχνά μια ομηρική διάσταση”.
Ο ιερέας-συγγραφέας θέτει το αναμφισβήτητο ταλέντο του στην υπηρεσία του Θεού του, και δημιουργεί ένα αριστουργηματικό αφήγημα που λειτουργεί ως μια μορφή συγκαλυμμένου παιδαγωγικού κηρύγματος, χωρίς όμως να στερείται ψυχαναλυτικών προεκτάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία ξεκινάει την ημέρα της Αναλήψεως του Κυρίου, την ημέρα που ο Υιός επιστρέφει ξανά στον Πατέρα. Σύμβολο του προορισμού του ανθρώπου ο οποίος πρέπει να απελευθερωθεί από τη θηλυκή «μητέρα γη» προκειμένου να καταλήξει στην πραγματική πατρίδα του, τον ουράνιο πατέρα. Στη «Μαύρη Αράχνη» το θηλυκό φουσκώνει μέχρι να γίνει τεράστιο και σκορπίζει τη φρίκη και τον τρόμο μιας μυστικιστικής γοητείας, αποκτώντας μια ασυνείδητη ερωτική διάσταση. Το τέρας προκύπτει από ένα φιλί και γεννιέται στο πρόσωπο της Κριστίνε με ωδίνες τοκετού. Το τέρας μεταμορφώνεται διαρκώς, αλλά πάντα μέσα από θηλυκούς-μητρικούς τύπους. Η ανάμνηση των γυναικείων θεοτήτων της μητριαρχίας παραμονεύει σε κάθε σελίδα του έργου και εξορκίζεται.
Στο πλούσιο πεζογραφικό του έργο, ο Γκότχελφ εστιάζει κυρίως στον κόσμο της αγροτιάς ξεδιπλώνοντας με βαθυστόχαστο βλέμμα τη ζωή και τα ήθη των χωρικών, χρησιμοποιώντας επίτηδες το γλαφυρό ελβετικό ιδίωμα. Εκτός από τον «Καθρέφτη των Αγροτών» (1837) και την «Μαύρη Αράχνη» (1842), έχει γράψει μεταξύ των άλλων και τα μυθιστορήματα Leiden und Freuden eines Schulmeisters («Τα Πάθη και οι Χαρές ενός Σχολάρχη», 1938/39), Uli der Knecht («Ούλι ο παραγιός», 1841), Anne Bäbi Jowäger («Άνε Μπαίμπι Γιόβεγκερ», 1843/44), Geld und Geist («Χρήμα και Πνεύμα», 1843/44), Uli der Pächter («Ούλι ο μισθωτής», 1849), Käserei in der Vehfreude («Το τυροκομείο στο χωριό Φέφροϊντε», 1850), Zeitgeist und Berner Geist («Πνεύμα του Καιρού και Πνεύμα της Βέρνης», 1952) καθώς και πληθώρα αφηγημάτων και νουβελών, πολλά εκ των οποίων έχουν διασκευαστεί και για τον κινηματογράφο.
Ο Ελίας Κανέτι γράφει για τη Μαύρη Αράχνη: «Τη διάβαζα και ένιωθα συνεχώς να με ακολουθεί, είχα την αίσθηση πως είχε χωθεί μέσα στο ίδιο μου το πρόσωπο».
Μήπως αυτό το ρίγος που διαπερνά το κορμί του αναγνώστη δεν είναι παρά τα τριχωτά ποδαράκια μιας φρικιαστικής αράχνης που διατρέχουν την πλάτη του;
Μετάφραση Τέο Βότσος-Επίμετρο Αγορίτσα Μπακοδήμου
Εκδόσεις Γαβριηλίδης