του Κώστα Θ. Καλφόπουλου
Στη Νατάσσα και τη Φωτεινή του «Μαιγκρέ»
Στους καιρούς της πανδημίας, η καθημερινότητά μας άλλαξε άρδην: κοινωνική αποστασιοποίηση, περιορισμοί στην ελεύθερη μετακίνηση «στην πόλη και τον κόσμο», παραλυσία της οικονομίας, και, συνακόλουθα, κατεβασμένα ρολά στα καταστήματα, πέραν φυσικά της πίεσης που υφίσταται το σύστημα υγείας και των απωλειών. Αυτή η δυστοπία συνοδεύεται ακριβώς και από ένα μάλλον ζοφερό σκηνικό της πόλης, όπου ξεχωρίζουν ανάμεσα στ’ άλλα, τα κλειστά καφενεία και βιβλιοπωλεία. Στην πληθώρα των βιβλίων, χάρις και στην επίμονη προσπάθεια των εκδοτών, τα τρία κείμενα του Joris-Karl Huysmans (1848-1907) σίγουρα ξεχωρίζουν σε μία κομψή ελληνική έκδοσή τους.
Ο Huysmans, φανταιζίστ, εστέτ και «παρακμιακός», όπως χαρακτηρίστηκε, και φίλος του Εμίλ Ζολά, αποτελεί μία ξεχωριστή περίπτωση στα Γαλλικά γράμματα και ο Θαμώνας των καφενείων επιβεβαιώνει τις αρετές μίας ιδιαίτερης θέασης του κόσμου στο fin de siècle, απόμακρης, έκκεντρης και ταυτόχρονα διεισδυτικής. Στους «Θαμώνες των καφενείων», στον «Μπουφέ των Σταθμών» και την «Κλινάμαξα» αναδύονται κατ’ αρχάς οι «τόποι της νεωτερικότητας» ως χώροι και κόσμοι εμπειρίας στο Παρίσι των μποέμ. στην γαλλική Μητρόπολη. Αν «οι Παρισινοί μετατρέπουν τον δρόμο σε interieur» (Μπένγιαμιν), όπου ξεχωρίζει ο πλάνητας (flâneur), ο «άνθρωπος του πλήθους», τα καφενεία και τα εστιατόριά τους είναι τα «οχυρά» τους. Παράλληλα, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί θα γίνουν σύντομα, μαζί με τα πολυκαταστήματα, οι «νέοι καθεδρικοί» της πόλης, εκεί που η «μητροπολιτική αίσθηση» γίνεται ιδιαίτερα κυρίαρχη. Ο Huysmans περιδιαβαίνει αυτούς τους τόπους με την ανάλογη βραδύτητα του αργόσχολου, που τού επιτρέπει να παρατηρεί ενδελεχώς το σκηνικό στα καφενεία και στους σταθμούς, ακόμα και μέσα στην κλινάμαξα (wagon-lit), όχι απλώς προοικονομώντας τη μπενγιαμινική φιγούρα, αλλά δημιουργεί τρόπον τινά το πρόπλασμα του «στατικού πλάνητα», εκείνου δηλ. που «βοτανολογεί» τον δημόσιο εσωτερικό χώρο, όπου καταφεύγουν οι λογής-λογής θαμώνες, οι αργόσχολοι, αλλά και οι δραστήριοι αστοί, μικροαστοί, συλλέκτες, μελετητές, «ορκισμένοι εργένηδες» και περαστικοί, καθώς ακόμα και οι επιβάτες που περιμένουν «στη θλιβερή αποβάθρα της Γκαρ ντυ Νορ (Gare du Nord)»: στατικότητα και κίνηση, αναμονή και διαφυγή, ρέμβη και προσήλωση, ανάγνωση και περισυλλογή ως ατομικές συμπεριφορές στο καφενείο, στον μπουφέ, στην κλινάμαξα.
Ο κόσμος του Huysmans, εδώ, είναι ένας κόσμος «των μοναχικών καρδιών» στον πρώιμο μητροπολιτικό λαβύρινθο. Το δικό του καφενείο δεν συντίθεται μόνο από τη χαρτογράφηση και το ομαδικό πορτραίτο των θαμώνων που παρατίθεται μέσα από διαδοχικά ενσταντανέ. Σαν να προβάλλει σε εναλλασσόμενα πλάνα, κοντινά στα πρόσωπα και γενικά στον χώρο, ενός ντοκυμανταίρ από λέξεις και παραγράφους, καθώς αποτυπώνεται πρωτίστως η αίσθηση της μόνωσης, η πρόσκαιρη «απόσυρση», η μοναξιά (ο τρόμος της) στο καφενείο ως ύστατο καταφύγιο, πρόσκαιρο έστω, αλλά σωτήριο, εκεί όπου ο χρόνος μένει στάσιμος και ταυτόχρονα αποκτά μιαν άλλη διάσταση, για τον καθένα διαφορετική. Ο «μπουφές των σταθμών» είναι ένας ενδιάμεσος χώρος που γεφυρώνει την αναμονή με την αναχώρηση, δλδ ένας μεταβατικός, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τόπος. Ο Huysmans εδώ συχνάζει χωρίς πρόθεση να ταξιδέψει, υποδυόμενος τον επιβάτη και υποκύπτοντας σε ένα «ελάχιστα αξιέπαινο συναίσθημα», όπως σημειώνει, για να μάς μυήσει στην ατμόσφαιρα ενός σκηνικού που χαρακτηρίζεται «από τη δίνη των τρελαμένων ανθρώπων», στην οποία αντιστέκεται σθεναρώς η «παντρόνα», οχυρωμένη πίσω από τον τεράστιο μπουφέ της.
Τέλος, αφήνοντας τον μπουφέ, ο Huysmans επιβιβάζεται στην «Κλινάμαξα» (ο Huysmans στο πρωτότυπο χρησιμοποιεί τον αγγλικό όρο sleeping car) και εισχωρεί σε έναν άλλο κόσμο, εκείνο των επιβατών του βαγκόν-λι, γεμάτος ψευδαισθήσεις για μία «εξασφαλισμένη ασφάλεια». Εδώ, όμως, εκ των πραγμάτων, δεν παρατηρεί απλώς, αλλά υφίσταται ταυτόχρονα την ασφυκτική πίεση που ασκείται στους περιορισμένους χώρους των βαγονιών από τον συνωστισμό των επιβατών, ενώ διακατέχεται, αυτός ο μπλαζέ χαρακτήρας, και από μία υπερένταση της αναγκαστικής «συγκατοίκησης» με τον «μαραγκιασμένο, καραφλό» συνεπιβάτη του στην πάνω κλίνη, ακόμα και από τον φόβο μήπως εκείνος πέσει πάνω του, όπως έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
Τα γαλλικά cafés, ειδικά τα παρισινά, κατέχουν ξεχωριστή θέση στον ευρωπαϊκό χάρτη των καφενείων και των ζαχαροπλαστείων, όχι μόνο ως ιδιαίτεροι τόποι συνάθροισης και συνάντησης του ετερόκλητου πλήθους και στέκια των διανοούμενων (των «μανδαρίνων» της Μπωβουάρ) στη γαλλική Μητρόπολη, αλλά και ως ιδιόμορφοι, οιονεί «μη-τόποι» (Μ. Augé), στην αστεακή ανθρωπολογία, όπου αποτυπώνεται ποικιλόμορφα, πρισματικά σχεδόν «η μοναξιά και η ομοιομορφία». Αυτή ακριβώς την «ποιητική του χώρου» και ανθρώπινη κατάσταση διεμβολίζει με οξυδερκές, προυστικό σχεδόν βλέμμα και το εξ-αιρετικό ύφος του ο Huysmans, προηγούμενος δεκαετίες των αμερικανών θεωρητικών και ερευνητών της (ποιοτικής) κοινωνιολογίας της καθημερινότητας και ανοίγοντας τρόπον τινά τον δρόμο στον Ζυλιάν Γκρην και τον Ζωρζ Περέκ.
Οι Θαμώνες των καφενείων δεν είναι απλώς μια άσκηση ύφους ενός βιρτουόζου. Είναι «καθαρή λογοτεχνία», ένα ελκυστικό, απολαυστικό ανάγνωσμα, ταυτόχρονα, μια ωδή -και μικρή παρηγοριά- στα κλειστά καφε(νεία) της πόλης. Στεγάζεται σε μία αρκούντως επιμελημένη έκδοση, με γραφιστικό, έκκεντρα γεωμετρικό εξώφυλλο του εξαιρετικά καφκικού και αναρχικού ζωγράφου Flavio Constantini (που πάντως συνεργάστηκε με τη Shell και την Esso!), σε εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά, από τα ιταλικά έστω, και με ένα προσωπικό επίμετρο του εκδότη που υμνεί τα ιταλικά ταξίδια (του) και τα καφενεία. Ένα απαραίτητο ανάγνωσμα στους ανάλογους χώρους, όταν με το καλό ανοίξουν.
Joris-Karl Hyusmans, Οι θαμώνες των καφενείων, Παρέγκλισις, Αθήνα 2021
Αναζητήστε το εδώ