ανέκδοτο διήγημα του Γρηγόρη Γαϊτανάρου (*)
Ο Στράτος έπεσε για ύπνο στις τέσσερις το πρωί και σηκώθηκε στις δωδεκάμιση το μεσημέρι. Είχε συμπληρώσει οχτώμιση ώρες ύπνου. Τόσο πίστευε ότι ήταν το ιδανικό. ‘’Οχτώ ώρες είναι λάθος. Χρειάζομαι ακόμα ένα μισάωρο για να σηκωθώ καλά από το κρεβάτι. Ειδικά μετά από μια δύσκολη νύχτα. Αλλιώς εφτά. Ή οχτώμιση ή εφτά. Διαφορετικά, δεν πάει καλά η μέρα’’, έλεγε στη γυναίκα του, όταν τον ξύπναγε άγαρμπα στις οχτώ ώρες κατά τα ειωθότα. Πάντα ξενύχτης ήταν, αλλά με την καραντίνα ξέφυγε. Με την ‘’προβλεπόμενη ασφάλεια’’ φυσικά. Αυτήν που έκανε τις οχτώμιση ώρες να γίνουν εννιά και δέκα και βάλε. Αναλόγως βέβαια και πόσες ήταν οι ώρες του συνεχόμενου ξύπνιου του. Ρίξε κι αυτό στην εξίσωση, γιατί δεν ήταν αμελητέες κι αυτές. Τέλος πάντων, να ’ναι καλά η τηλεργασία που τον άφηνε να κάνει τα κουμάντα του με το χρόνο, παρόλο που κι αυτηνής κοντά της ήταν τα πόδια. Ασθμαίνοντας πήγαινε και κούτσα κούτσα, το χέρι του, η μέση του, τα μάτια του, κουτσάθηκαν στον υπολογιστή όλη μέρα. Και τα λεφτά, κουτσά ήταν κι αυτά. Ας όψεται όμως. Ποίος κόπτεται αλλά; ‘’Χεσμένους μας είχαν, χεσμένους μας έχουν, χεσμένους θα μας έχουν κατά πάσα πιθανότητα και εις τον αιώνα τον άπαντα.’’, σκεφτότανε στις μαύρες του. Η αλήθεια είναι ότι, αν το καλοσκεφτείς και βγάλεις μια δεκαετία από δω, άλλη μια από κει κι άλλη μια παρακεί, έτσι μας είχαν πάντοτε. Ποτέ της δεν την ένοιαξε ο άνθρωπος την ιστορία. Η καρδιά που πάλλεται, στο τέλος πάντα μένει. Τι άλλο όμως να έκανε εκείνος; Είχε κουραστεί να θυμώνει, να φωνάζει και να βγαίνει εκτός εαυτού. Γιατί αυτός ήταν ο φόβος του. Να χάσει τον εαυτό του, πριν καλά καλά τον βρει. Θεωρούσε μεγάλο κρίμα να μην χαρεί ποτέ κανείς αυτό που είναι ή αυτό που τελικά έγινε. ‘’Γιατί όταν θα ’ρθει η ρημάδα η στιγμή να χαιρετίσεις, πρέπει να ’χεις κάτι να παραδώσεις περήφανα, σε όσους πίσω θα αφήσεις. Κι αν δεν έχεις τίποτ’ άλλο, τουλάχιστον ας έχεις μια καλή ψυχή κι αν είν’ ας πάει στο διάολο’’, έλεγε αυτά τα βράδια, που κανείς δεν ξεχνάει τα λόγια του.
Η ώρα ήταν περίπου δύο το μεσημέρι, όταν άκουσε εκείνον τον ιστορικό καυγά. Σηκώθηκε από το γραφείο του και κατευθύνθηκε γρήγορα στο παράθυρο. Πρώτη φορά είδε όλα τα σπίτια απέναντι, με τα μπαλκόνια και παράθυρά τους γεμάτα από βλέμματα, παρόλο που τη γειτονιά του, μόνο ήσυχη δεν θα την έλεγες. Το θέαμα λοιπόν ήταν το εξής: Δύο άντρες κάτω απ’ το σπίτι του έπαιζαν ξύλο στο δρόμο, έχοντας σταματήσει τελείως την κίνηση των πεζών και των αυτοκινήτων. Ο ένας εκ των δύο προσπαθούσε να μπει μέσα στ’ αμάξι του, έχοντας δίπλα του τη γυναίκα και το παιδί του και ο άλλος μαινόμενος προσπαθούσε να τον βγάλει απ’ έξω πυξ λαξ, με σκοπό να τον ακινητοποιήσει μέχρι να ’ρθει η αστυνομία για να τον καταγγείλει. Η δικαιολογία του τελευταίου, που βροντοφώναζε με μια φωνή που ήταν ικανή να τραυματίσει ψυχολογικά έναν ενήλικο, πόσο μάλλον ένα παιδί, ήταν ότι ο πρώτος τον είχε απειλήσει ότι θα τον σκοτώσει. Στο μεταξύ, όταν πεταγόντουσαν διάφοροι από τα μπαλκόνια τους, για να του πουν να σταματήσει λόγω της παρουσίας του παιδιού, αυτός άφριζε ότι ο ίδιος έχει τρία παιδιά, κρατώντας την παλάμη του μπροστά τους σαν τρίαινα. Τα αίματα άναψαν, η συμπλοκή γενικεύτηκε με την παρέμβαση των περιοίκων από τις ισόγειες κατοικίες και τα καταστήματα του δρόμου, ώσπου ο άντρας με τη γυναίκα και το παιδί κατάφεραν να μπουν στ’ αμάξι τους και να φύγουν. Το συγκλονιστικό σε όλη αυτήν την ιστορία, ήταν ότι το παιδί (ένα κοριτσάκι τεσσάρων, πέντε ή έξι χρονών, κάπου τόσο έπρεπε να ’ναι), δεν έβγαλε κιχ. Ούτε έκλαψε, ούτε φώναξε, ούτε και έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του, η οποία ούρλιαζε σαν υστερική. Στεκόταν εκεί αγέρωχο, με μια στωική χαλαρότητα που πραγματικά τραβούσε την προσοχή, περισσότερο κι απ’ τα κροσέ που έπεφταν ζωντανά, μπροστά στα μάτια όλων. ‘’Φαντάσου πόσο εξοικειωμένο είναι το παιδί με τη βία’’, μονολόγησε ο Στράτος κι άνοιξε το παράθυρο. Η αστυνομία ήρθε (όπως πάντα κατόπιν εορτής), είδε και απήλθε, καθώς η ηχηρή αγανάκτηση από τους μάρτυρες του περιστατικού απέναντι στον άντρα που υπερέβη την προβλεπόμενη άμυνα έναντι της απειλής που υποστήριζε ότι είχε δεχτεί απ’ αυτόν με τη γυναίκα και το παιδί, δεν του επέτρεπε να το συνεχίσει.
‘’Ο τύπος πρέπει να κοιμήθηκε τις λάθος ώρες’’, σκέφτηκε ο Στράτος κι έκλεισε αργά το παράθυρο. Έπειτα, γύρισε στο γραφείο του και μπήκε στο ίντερνετ. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε στη γυναίκα του, που ήταν ακόμα σε τηλεδιάσκεψη και δεν είχε παρακολουθήσει τι είχε συμβεί. ‘’Τι έγινε κάτω;’’, τον ρώτησε απορημένη, κλείνοντας απότομα την κάμερά της και το μικρόφωνο. ‘’Θα σου πω μετά’’, της απάντησε και της έδωσε ένα φιλί. Ο Στράτος πριν να γυρίσει στο γραφείο του, κοντοστάθηκε στο παράθυρο. Ο δρόμος είχε αδειάσει και η κίνηση των πεζών και των αυτοκινήτων είχε αποκατασταθεί. Τα μπαλκόνια και τα παράθυρα τριγύρω, δεν φιλοξενούσαν πλέον τα βλέμματα των κατοίκων τους. Ο ουρανός είχε ανοίξει το χρώμα του και το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού ήταν ήδη στη διάθεση των ανθρώπων. Η αρρώστια όμως που τους έτρωγε, δεν το ’χε σκοπό να φύγει.
(*) Του ιδίου κυκλοφορεί και η συλλογή διηγημάτων :
Γρηγόρης Γαϊτανάρος, Μια ντουζίνα στα δύο, Τόπος
Βρες το εδώ