Κοινωνικός κόσμος και περιθώρια ελευθερίας (του Μιχάλη Ρόθου)

0
240

 

του Μιχάλη Ρόθου

Ο εθνικός  εορτασμός των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση ο οποίος συμπίπτει με τα δέκα χρόνια από την έναρξη της  «Μεγάλης Κρίσης» που βιώσαμε και κατέληξε σε μια κρίση του κυριάρχου τρόπου αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας, προσφέρεται, πράγματι, για έναν συλλογικό αναστοχασμό, όπως τον προτείνουν και τον προωθούν οι υπεύθυνοι του εθνικού εορτασμού. Όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν αλλά και με το παρόν. Στη δεύτερη διάσταση ενός τέτοιου αναστοχασμού επικεντρώνεται το δίτομο έργο του καθηγητή κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, Νίκου Παναγιωτόπουλου υιοθετώντας την εξής προοπτική: Πως ζουν και προσπαθούν να διαιωνιστούν στην σημερινή Ελλάδα οι αφανείς Έλληνες πολίτες; Σε ποια Ελλάδα θέλουν  να ζήσουν; Πως και τι  σκέφτονται προκειμένου να φτάσουν  σε μια τέτοια Ελλάδα;

Προκειμένου να υλοποιήσει ένα τέτοιου είδους αναστοχασμό, επιστημονικά θεμελιωμένο, κοινωνικά χρήσιμο και, όσο το δυνατό πιο  αποτελεσματικό πολιτικά,  έδωσε χώρο και λόγο στους αποκλεισμένους από την δημόσια θέα και διάλογο έλληνες, στους λεγόμενους, χωρίς αιδώ,  «καθημερινούς» πολίτες , όπως επισημαίνει, στις  απόψεις τους για τις σχέσεις που  διατηρούν με το παρόν και το μέλλον της χώρα τους, και, κατ’ επέκταση, την κοινωνία της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.

Η αναγκαιότητα υλοποίησης του έργου του αυτού φαίνεται να απορρέει από την διαπιστωμένη, εδώ και χρόνια από τις ίδιες τις έρευνες του  πάνω σε  διάφορους τομείς και αντικείμενα, συνεχώς αυξανόμενη συλλογική τάση απογοήτευσης των πολιτών σχετικά με το Κράτος,  καθώς «έχουν όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι η ύπαρξη και τα προβλήματα τους, οι οδύνες και τα όνειρα τους, δεν έχουν χώρο για να εκφρασθούν, πως κανείς δεν τους ακούει, πως κανείς δεν επιμελείται πραγματικά τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους για τη ζωή τους και τη ζωή των οικογενειών τους».

Το έργο του έχει μια δίτομη μορφή. Στο πρώτο βιβλίο του με τίτλο Οι αφανείς, Κοινωνιολογία των λαικών τάξεων στην Ελλάδα, εξετάζονται, για πρώτη φορά, οι μακρές και σύνθετες διαδικασίες κοινωνικής μετάταξης και απόταξης που έπληξαν τις συνθήκες ύπαρξης και την κουλτούρα των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα τα τελευταία 70 χρόνια. Μ’ ένα πολύ πλούσιο πρωτογενές εμπειρικό υλικό, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, ο συγγραφέας αντικειμενοποιεί τα κρίσιμα δομικά χαρακτηριστικά των λαϊκών τάξεων: τη σταδιακή κοινωνική υποβάθμιση, διάσπαση και ενδυνάμωση των εσωτερικών διαιρέσεων των λαϊκών τάξεων. Στο δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα, μαζί με τους συνεργάτες του, διερευνά τον τρόπο συγκρότησης τις σχέσεις  με το παρόν και το μέλλον, με το εφικτό και με το ανέφικτο που διατηρούν σήμερα μια σειρά από κοινωνικά υποκείμενα διαφόρων κοινωνικών ομάδων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία στην παρούσα συγκυρία.

Βασική επιστημονική λειτουργία του συνολικού έργου αποτελεί η συμβολή του στο να κατασταθεί επιστημονικά θεμελιωμένο το αθεμελίωτο της απόσχισης του οικονομικού από το κοινωνικό. Αυτή η απόσχιση η οποία συνίσταται και βασίζεται σε μία σταδιακά  όλο και περισσότερο διαδεδομένη και κυρίαρχη στον χώρο της κοινωνικής επιστήμης αντίληψη για το κοινωνικό γίγνεσθαι, και η οποία απορρέει από την παραγνώριση της επιστημονικής αντίληψης για το πώς παράγεται το κοινωνικό.

Ένα έργο που μπολιάζει την ελληνική κοινωνιολογία με κάτι το οποίο έχει ξεχαστεί και δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι ο κοινωνικός κόσμος είναι ουσιωδώς ένας κοινωνικός καταναγκασμός. Η προσπάθεια του Νίκου Παναγιωτόπουλου να καταδείξει τη σκληρότητα του κοινωνικού κόσμου συνοδεύεται  από μία προσπάθεια αναζήτησης των περιθωρίων ελευθερίας και τρόπου διαφυγής από τις πιο  δεσμευτικές επιπτώσεις των κοινωνικών καταναγκασμών, κάτι το οποίο επιχειρεί να ισορροπήσει μέσω αυστηρής και παρεμβατικού τύπου, δημόσιας, όπως την ονομάζει ο ίδιος, κοινωνιολογίας και, ίσως τελικώς, να αποτελεί και τον λόγο που εμφανίζεται αυτό το έργο διπλό: δύο τόμοι, δύο τρόποι αντιμετώπισης και λειτουργίας της επιστήμης του κοινωνικού.

 

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Για την Ελλάδα του ’21, Εκ. Πεδίο, 2021

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΗ μπαλάντα του «γερασμένου καφενείου» (του Κώστα Θ. Καλφόπουλου)
Επόμενο άρθροΜια δύσκολη συμβίωση: Ντόπιοι και πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Μακεδονία (του Γιώργου Κόκκινου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ