Η ιστορία του Γάτου Φράνι (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)

0
350

Γεωργία Συλλαίου

Όλα ξεκίνησαν πριν από δυο χρόνια. Ήταν Ιούνιος και οι πρώτοι παραθεριστές είχαν αρχίσει να καθαρίζουν τα σπίτια τους, να ετοιμάζονται για τις διακοπές και εμείς ξερογλειφόμασταν – όλο και κάποιος απ’ αυτούς θα θυμόταν να αφήσει λίγο φαγητό και για μας, στην καλύτερη περίπτωση πάνω σε αλουμινόχαρτα, στη χειρότερη μέσα στα χώματα, αλλά πάλι καλά. Με την αδελφή μου ήμασταν πολύ αγαπημένοι, πηγαίναμε πάντα μαζί και τρίβαμε τα κεφάλια μεταξύ μας, η  συμμορία μάς κορόιδευε, αλλά δεν μας ένοιαζε. Είχαμε ο ένας τον άλλον. Η αδελφή μου ήταν πιο μικροκαμωμένη από μένα, όποτε βρίσκαμε φαγητό, πάντα την άφηνα να τελειώσει πρώτη κι εγώ έτρωγα ό, τι απέμενε. Μια μέρα, εντοπίσαμε μια Κυρία που μας παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της – πάντα αναγνωρίζουμε τις καλές προθέσεις, οπότε συνέστησα στην αδελφή μου να καθίσουμε και να περιμένουμε. Δεν έκανα λάθος. Η Κυρία κατέβηκε στην αυλή με ένα αλουμινόχαρτο και μια μεγάλη κονσέρβα, τι γλέντι ήταν αυτό, δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Στους εφτά μήνες της ζωής μας δεν είχαμε ξαναφάει τόσο καλά. Η Κυρία επιχείρησε να μας χαϊδέψει. Είχαμε ξαναδεί το έργο, αντί για χάδι έπεφτε φάπα, οπότε σπεύσαμε να γίνουμε καπνός. Την επόμενη μέρα, η Κυρία βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να σφυρίζει, κοιταχτήκαμε απορημένοι, μα καλά ποιος σφυρίζει στα γατιά; Ωστόσο, προσέξαμε ότι κρατούσε δύο κονσέρβες αυτή τη φορά, επομένως δεν πα να σφύριζε, τρέξαμε γρήγορα κοντά της και απολαύσαμε ένα γεύμα ακόμα πιο πλουσιοπάροχο από το πρώτο. Γεια σου Φράνι, γεια σου Τζέιν, είπε η Κυρία και τότε αντιληφθήκαμε ότι εκτός από φαγητό είχαμε και ονόματα. Να μην τα πολυλογώ, εκείνο το καλοκαίρι την περάσαμε ζάχαρη. Η Κυρία έβαζε κάθε πρωί το φαγητό μας στο μπαλκόνι της παρακαλώ, προσπαθώντας να αναχαιτίσει την οργή της δικής της γάτας, την οποία εμείς ονομάσαμε Μαρκησία. Τι Μαρκησία δηλαδή, εκεί, στην Επανομή την είχε βρει κι αυτήν η Κυρία πριν από δώδεκα χρόνια, και σε μαύρο χάλι όπως μας πληροφόρησε η συμμορία. Μόνο που τώρα η Μαρκησία είχε ύφος τριανταπέντε καρδιναλίων και δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί της. Χου και χου συνέχεια. Εμείς φροντίζαμε συνετά να κρατάμε τις αποστάσεις. Το καλοκαίρι τελείωσε μεν, αλλά η Κυρία βρήκε μιαν άλλη Κυρία που έμενε μόνιμα στην Επανομή και την εφοδίασε με κονσέρβες ώστε να βγάλουμε τον χειμώνα. Εννοείται ότι δεν μας άφησε έτσι, ερχόταν τακτικότατα για να ελέγξει την κατάσταση και να κατσαδιάσει  την άλλη Κυρία όταν διαπίστωνε ότι δεν ήμασταν θρεφτάρια. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τη μέρα που ένα αυτοκίνητο τρέχοντας με τα χίλια στο δρομάκι μας, σκότωσε την αδελφή μου. Ολομόναχος πια, στριφογύριζα στη γειτονιά, μου έλειπαν τα χάδια που ανταλλάσσαμε με την Τζέιν, οι απαλές κεφαλιές μας δηλαδή , και  μου κόπηκε τελείως η όρεξη, δεν έτρωγα σχεδόν τίποτα. Το επόμενο καλοκαίρι με βρήκε να σέρνομαι. Όταν η κανονική Κυρία επέστρεψε για τις διακοπές της με ρωτούσε βλακωδώς, Φράνι, πού είναι η Τζέιν; Με τάιζε καλύτερα από πριν, μου έπαιρνε και ψάρια, μου τα έβραζε κιόλας, τέτοια περιποίηση. Έβαλε στο μπαλκόνι της και ένα ωραίο κάθισμα όπου αναπαυόμουν τα μεσημέρια και αργά το πρωί, όταν είχα κουραστεί από το κυνήγι. Την άφηνα να με χαϊδεύει, τώρα πια δεν είχα την αδελφή μου για να τρίβω το κεφάλι μου. Ακόμα και η Μαρκησία σταμάτησε τα χου και περνούσε από μπροστά μου κάνοντας ότι με αγνοεί. Μια χαρά. Μέχρι που μπήκε στη ζωή μου ο γιος του Γαμίκουλα. Έτσι λέγαμε έναν κοκκινότριχο κεφάλα που δεν άφηνε γάτα για γάτα. Ο γιος του Κεφάλα ( η αξιοπρέπεια δεν μου επιτρέπει να τον αποκαλώ με το παρατσούκλι του) ήταν ένα απολειφάδι, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Τα αδέρφια του το έδιωχναν, ακόμα και η μάνα του είχε μάλλον καταλάβει ότι ο μικρός δεν θα τα’ βγαζε πέρα, αδιαφορούσε πλήρως. Κούνια που τους κούναγε όλους! Τον πήρα υπό την προστασία μου, πήγαμε μαζί στην Κυρία. Πού να φανταστώ τη συνέχεια… Εκείνη, κατασυγκινημένη, διπλασίαζε τα χάδια της στο φτωχό μου κεφάλι και έβαζε στα αλουμινόχαρτα λιχουδιές. Ονόμασε τον γιο του Γαμίκουλα – τον αποκαλώ έτσι για τελευταία φορά γιατί με έπιασαν τα νεύρα μου, αναλογιζόμενος την εξέλιξη της ιστορίας που εγώ ο ίδιος ξεκίνησα – Κοκκινούλη. Ο οποίος Κοκκινούλης, σαν να μην του έφταναν όλα τα άλλα, έπαθε μόλυνση και στα δυο του μάτια. Δεν έβλεπε τίποτα. Αίφνης, όλη η γειτονιά, άνθρωποι που ήταν όλο ξουτ και ουστ, ενδιαφερόταν για την όραση και γενικά την τύχη του Κοκκινούλη. Η Κυρία, που τελικά ήταν μεγάλη Γάτα όπως αποδείχθηκε, συνεννοήθηκε με μία πολύ ευαίσθητη περί τα γατικά φίλη της και πήγαν το μισότυφλο γατί στο κτηνιατρείο. Τι αλοιφές, τι σταγόνες, νοσοκομείο έγινε το μπαλκόνι. Τα βράδια, ο Κοκκινούλης άραζε στο τραπέζι με τους βασιλικούς κι εγώ στο ανάκλιντρο, έτσι ονόμαζε η Κυρία το κάθισμα. Η Μαρκησία έδειχνε και πάλι ανήσυχη. Απέφευγε το μπαλκόνι και μια μέρα που ο ανυποψίαστος Κοκκινούλης βρήκε την πόρτα ανοιχτή και μπήκε μέσα στο σπίτι, τον έδιωξε κακήν κακώς, τον κατεδίωξε μέχρι την αυλόπορτα. Είχα αρχίσει πάλι να μελαγχολώ, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο ακριβώς. Αφηνόμουν στα χάδια της Κυρίας, ξάπλωνα ανάσκελα με τα πόδια στον αέρα, κάτι που ποτέ μέχρι τότε φανταζόμουν ότι θα έκανα.  Άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω ότι πολύ θα ήθελα να έχω την αποκλειστικότητα της αγάπης της. Μου κόπηκε πάλι η όρεξη. Η Κυρία με τάιζε τους καλύτερους μεζέδες και αντί να τους καταβροχθίζω, τσιμπούσα ανόρεχτα μια μπουκιά και μετά την κοίταζα βαθιά στα μάτια. Μια γειτόνισσα της είπε κάτι που με συντάραξε: Αυτό το γκάτο δεν τέλει φαγητό, τέλει αισθήματα. Ναι, αυτό ήθελα. Ήθελα να μπω στο σπίτι, να εκτοπίσω τη Μαρκησία και να ζήσω μια διαφορετική ζωή, κουλουριασμένος στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας. Δεν ήθελα να τη λέω πια Κυρία, όλες Κυρίες ήταν άλλωστε εκεί γύρω, οπότε έσπασα το κεφάλι μου να της βρω ένα όνομα που θα ήξερα μόνο εγώ. Την ονόμασα Αστερία, επειδή σηκωνόταν τις νύχτες και κοιτούσε τα αστέρια στον ουρανό. Ψιθύριζε λόγια που δεν καταλάβαινα, όπως και εκείνη δεν ήξερε ότι την παρακολουθούσα κρυμμένος μέσα στις πικραλίδες και στα αγριόχορτα.

Το καλοκαίρι συνεχιζόταν αμείλικτο, δεν έπεφτε ούτε μια σταγόνα νερό. Αν δεν ήταν η Αστερία θα τα είχαμε τινάξει από τη δίψα κι εγώ και ο Κοκκινούλης και ενδεχομένως όλη η συμμορία. Εν τω μεταξύ, μια που τον ανέφερα, ο Κοκκινούλης εξελισσόταν σε σταρ της περιοχής. Το τρίχωμά του και ιδίως η ουρά του – τεράστια και φουντωτή – προκαλούσε ανείπωτο θαυμασμό στις Κυρίες και σε αρκετούς Κυρίους. Όλοι τον είχαν στα ώπα – ώπα. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι ο τύπος ήταν μεγάλη μάρκα: ακολουθούσε δυο – τρεις ευαίσθητους παραθεριστές σχεδόν μέχρι την ακροθαλασσιά. Το ένα του μάτι θεραπεύτηκε εντελώς, το άλλο σχεδόν, εντάξει, τόσο φάρμακο που έπεσε, θα ανάσταινε και νεκρό. Εν τω μεταξύ και παραλλήλως, η Αστερία δεν τα πήγαινε τόσο καλά, άκουγα πιάτα να σπάνε, έγραφε σε χαρτιά τα οποία κατόπιν έσκιζε βρίζοντας – μέχρι και η γάτα της τρόμαζε και κρυβόταν.  Όταν ηρεμούσε – η Αστερία εννοώ – ερχόταν κρυφά από τη Μαρκησία, με έπαιρνε στα γόνατά της και ψιθύριζε με λατρεία Φράνι, Φράνι μου αγαπημένε. Τις νύχτες δεν κοιτούσε τον ουρανό, ακουμπούσε στα κάγκελα με το κεφάλι σκυφτό. Τότε πήγαινα κοντά της, μπερδευόμουν στα πόδια της και την έκανα να γελάει. Παρ’ όλα αυτά, ανησυχούσα. Λίγες μέρες αργότερα, η φίλη της ήρθε με ένα κλουβί και τρεις μικρές κονσέρβες. Άνοιξε τη μία, την έβαλε στο κλουβί και ο Κοκκινούλης μπήκε ήσυχα ήσυχα μέσα, ενώ το πορτάκι έκλεισε πίσω του. Δεν έβγαλε κιχ. Ήξερε πως αυτή η προσωρινή φυλακή ήταν και η σωτηρία του. Υιοθετήθηκε το ανάπηρο, το μισότυφλο… Είχε άστρο αυτό το γατί. Δεν τον ξαναείδαμε από τότε. Εκείνο το βράδυ, η Αστερία βγήκε στο μπαλκόνι και έκλαψε. Έκλαψε για τον Κοκκινούλη, αντί να σκεφτεί τη δική μου μοίρα!!! Εντάξει, εγώ δεν είχα ούτε το χρώμα της γούνας του, ούτε την μεγαλοπρεπή ουρά του, είμαι κοντότριχος και συνηθισμένος, αλλά ουδέποτε ακολούθησα άλλον άνθρωπο εκτός απ’ αυτήν. Η Μαρκησία καταχάρηκε. Άρχισε να βγαίνει πάλι στο μπαλκόνι προσποιούμενη πάντοτε ότι με αγνοεί. Μια μέρα κοιταχτήκαμε χωρίς έχθρα. Συνεννοηθήκαμε στη δική μας γλώσσα, την οποία δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω εδώ, διότι θα χρειαστούμε μεταφραστή και αυτού του είδους μεταφραστής δεν υπάρχει. Αυτά είχα να πω, κατέληξε η Μαρκησία και τα μάτια της πρασίνισαν δυσοίωνα.  Έκανα να οπισθοχωρήσω, αλλά την άκουσα να βήχει, στενοχωρήθηκα, ναι, ο ηλίθιος, συμπονούσα ακόμα και τη Μαρκησία! Η Αστερία βγήκε πανικόβλητη, την άρπαξε στην αγκαλιά της – η Μαρκησία δυσανασχέτησε φυσικά, δεν αρπάζεις ένα γατί τόσο άγαρμπα και μετά την άκουσα να κλαίει, την Αστερία, όχι τη γάτα. Εκεί άρχισαν οι αμφιβολίες μου. Ποια θέση θα μπορούσα να έχω σ’ αυτό το σπίτι, θα με άρπαζε έτσι στην αγκαλιά της η αγαπημένη μου εφ’ όσον υπήρχε μια τόσο δυνατή ανταγωνίστρια; Και με τόσα κατακτημένα με κόπο δικαιώματα; Και ψιλοάρρωστη από πάνω; Το καλοκαίρι τελείωνε. Από την αγωνία μου ήμουν αδύνατος σαν ζαργάνα. Εξακολουθούσα να κοιμάμαι στο ανάκλιντρο, αλλά τα όνειρά μου ήταν πλέον σκοτεινά.

Η Αστερία έφυγε στα μέσα του φθινοπώρου. Ήμουν ολομόναχος, είχα αποκοπεί από τη συμμορία, άσε που όλοι με κορόιδευαν. Κάθε πρωί κοιτούσα με ελπίδα το μπαλκόνι της αγαπημένης μου, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή, το ανάκλιντρο είχε εξαφανιστεί. Περίμενα. Είχα απελπιστεί, όταν μια μέρα άκουσα το γνωστό σφύριγμα. Έτρεξα σαν σκυλί, σκαρφάλωσα τα σκαλιά και τρίφτηκα στα πόδια της. Μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και με προσκάλεσε μέσα. Επιτέλους βρισκόμουν μέσα στο άδυτο! Και το κυριότερο, η Μαρκησία δεν ήταν παρούσα. Εκείνο το μεσημέρι, μετά το φαγητό ξαπλώσαμε μαζί στο κρεβάτι. Χουρχούριζα δυνατά, σαν χαλασμένη μηχανή χλοοκοπτικού. Δεν ήξερα ακόμα ότι πλησίαζε το τέλος. Το βραδάκι η πόρτα έκλεισε ξανά, το αυτοκίνητο έφυγε κι εγώ έμεινα να τρώω τη σκόνη που σήκωνε. Έρημος, βαρύς και μόνος σύρθηκα στη γωνιά μου και δεν κουνήθηκα όλη τη νύχτα. Λίγες μέρες αργότερα, η Αστερία ήρθε ξανά, αυτή τη φορά με τη Μαρκησία. Μου σφύριξε πάλι, όμως εγώ αυτή τη φορά δεν ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Στάθηκα στην αυλόπορτα και κοιτούσα ψηλά. Μα , έλα, έλα, τι έπαθες;, ρωτούσε με αγωνία η αγαπημένη μου. Τέλος κατέβηκε, με έπιασε από τις μασχάλες και με ανέβασε με το ζόρι στο μπαλκόνι. Δεν αντιστάθηκα, αλλά ένιωθα ένα ρίγος να δονεί όλο μου το σώμα. Μύρισα ανόρεχτα τα καλούδια στο αλουμινόχαρτο, δεν άγγιξα τίποτα. Τη νύχτα κάθισα στο χαλάκι της εξώπορτας. Ακίνητος σαν κούτσουρο. Η πόρτα άνοιγε κάθε τρεις και λίγο, η Αστερία ανησυχούσε. Φράνι; Φράνι; Χάιδευε το σκληρό μου τρίχωμα, το κεφάλι μου. Εγώ, βράχος. Όταν ξημέρωσε, κατέβηκα αργά τα σκαλιά και κρύφτηκα στα αγριόχορτα. Δεν ήθελα να με ξαναβρεί στο χαλάκι. Κάποτε άκουσα το σφύριγμα, μετά να επαναλαμβάνει όλο και πιο δυνατά το όνομά μου. Τέλος την είδα να μπαίνει στο αυτοκίνητό της με το κλουβί της Μαρκησίας. Δεν κουνήθηκα. Σκεφτόμουν τον γιο του Γαμίκουλα, του Κεφάλα ήθελα να πω, πώς χειρίστηκε το θέμα, πώς τα κατάφερε, πώς εγώ έχασα τα πάντα. Τα πάντα; Ίσως όχι. Η γατίσια μου καρδιά χτυπάει στο ρυθμό – πώς το είπε εκείνη η Κυρία; – , α, ναι, ενός αισθήματος που δεν ξέρω ακόμα πώς το λένε. ‘Όταν βρω τη λέξη θα σας την πω. Τώρα, θέλω να κοιμηθώ.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία (του Ιάσονα Νεύρη)
Επόμενο άρθρο«Αφηγήτρια ταινιών»: η ιστορία μιας γυναίκας, μιας τέχνης, μιας χώρας (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ