της Βαρβάρας Ρούσσου (*)
Αποτελεί παρατήρηση ποσοτικού και ποιοτικού χαρακτήρα το γεγονός ότι ένας υπολογίσιμος αριθμός κυρίως γυναικών αλλά και θηλυκοτήτων προτάσσει το φύλο και τη σεξουαλικότητα ως θεματική της ποίησης. Οι νέες ποιήτριες προωθούν ακόμη περισσότερο, λεκτικά και μορφολογικά, γενικότερα υφολογικά, το έμφυλο στοιχείο που ανέδειξαν ποιήτριες ήδη από τη δεκαετία του ’70. Με ανανεωμένους τρόπους συχνά τροφοδοτημένους από ένα ευρύτατο θεωρητικό υπόβαθρο και, ιδίως την τελευταία πενταετία, με αντίστοιχη κοινωνική δράση όπως το metoo κίνημα αλλά και με την κυριολεξία και συχνά με το ριζοσπαστισμό φαίνεται να συνιστούν, στο corpus της σύγχρονης ελληνικής ποίησης μια διακριτή τάση.
Στο πλαίσιο αυτού του έμφυλου λόγου η Βίκυ Κατσαρού συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση έχοντας καταθέσει πλέον τρεις συλλογές σε ένα βραχύ χρονικό διάστημα. Τα κεράσια της Εύας (2018), Παπούσα (2021) και, η τελευταία, Χαρακίδες (2023). Και οι τρεις φέρουν τίτλους με αναφορά σε γυναικεία υποκείμενα πράγμα που θεμελιώνει μια συγκεκριμένη οπτική προς διερεύνηση ενώ και οι τρεις αντλούν πρωτίστως από συλλογικούς μύθους και δευτερευόντως, και λιγότερο, από την Ιστορία. Οι δύο μάλιστα τίτλοι, Παπούσα και Χαρακίδες, διατηρούν το μυστήριο της άγνωστης λέξης που κινητοποιεί την αναγνωστική περιέργεια και προσδοκία ανοίγοντας και την πληροφοριακότητα στην ποίηση. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται και χειρίζεται το υλικό της η Κατσαρού έχει ενδιαφέρον ακριβώς για τη συμπλοκή των παραπάνω στοιχείων και την υφολογική προσέγγιση. Παράλληλα πρόκειται για βιβλία που κινούνται μεταξύ ενιαίας σύνθεσης -η Παπούσα– και μεμονωμένων νοηματικά ποιημάτων –Τα κεράσια της Εύας, έργα που η ίδια η Κατσαρού χαρακτήρισε «σπονδυλωτά», ιδιότητα ταιριαστή και στις Χαρακίδες που ισορροπούν μεταξύ σύνθεσης και αυτόνομων ποιημάτων με διακριτά στοιχεία που συνιστούν ενότητες.
Η συλλογή γενικά
44 έντιτλα ποιήματα απαρτίζουν το σώμα της συλλογής από τα οποία, το τελευταίο, η εκτεταμένη σύνθεση «Χαρακίδες», τιτλοδοτεί το βιβλίο. Θα έλεγα ότι με αυτό το ποίημα-κορύφωση, η Κατσαρού επιστρέφει στην τεχνική που χρησιμοποίησε στην Παπούσα, τόσο συνθετικά όσο και υφολογικά και ως προς την απώτερη τροφοδοτική πηγή, το μύθο. Οι «Χαρακίδες» έχουν τη βάση τους σε δημοτικό τραγούδι με καταγωγή από τη Λευκάδα, όπως εξηγεί η Κατσαρού στο εισαγωγικό σημείωμά της. Πρόκειται, κατά το θρύλο, για τα κορίτσια της Λευκάδας που εξαιτίας της ομορφιάς τους τα χαράκωναν στο πρόσωπο από μωρά. Είτε λειτουργώντας ως αποτρεπτικό βασκανίας για τις ίδιες είτε ως τιμωρία για την εγγενή πρόκληση της γυναικείας ομορφιάς το σημάδι στιγματίζει σωματικά και ψυχικά αυτή την ιδιόμορφη γυναικεία κοινότητα, μέχρι που, μια ανώνυμη νεαρή καλλονή επαναστατεί, όπως η Εύα και η Παπούσα, ενάντια στη βαρβαρότητα και με όχημα τον έρωτα διαφεύγει με τον αρχηγό αντάρτικης φυλής, αρνούμενη το συμβιβασμό και το έθος της φυλής, δηλαδή την ίδια την κοινότητα και το ανήκειν. «Χαρακίδα» ονομάζεται και το ένατο ποίημα της συλλογής, κομβικό κατά τη γνώμη μου, για το οποίο ο λόγος παρακάτω. Εκτενή είναι τα ποιήματα «Λαχταρώ» που παραπέμπει στη Σάρα Κέην και «Κωνσταντινάτο».
Τα λοιπά ποιήματα είναι άλλοτε πολύ σύντομα -3στιχα έως 5στιχα- άλλοτε, συχνότερα, μιας ή μιάμισι σελίδας. Σε αρκετά ορισμένες θεματικές επανέρχονται συγκροτώντας ιδιαίτερες ομάδες αν και δεν περιορίζονται σε διακριτές ενότητες. Υπάρχει έτσι ένας ιδιόρρυθμος διάλογος: το ποίημα επιστρέφει στο ίδιο κέντρο για να εκταθεί κάθε φορά προς διαφορετική κατεύθυνση. Παράδειγμα τα ποιήματα που αφορούν τον πατέρα: η σχέση με την πατρική μορφή αποδίδεται σε μια γκάμα από την αμφιθυμία και το δισταγμό, τον αδιόρατο φόβο της εξουσίας έως την τρυφερότητα και νοσταλγία στα «Κίτρινο φως», «Λουναπάρκ», «Γοργώ», «Πατέρας». Διάλογο και ταυτόχρονα εγκαθίδρυση ενός ορίου σημαίνει και η επανάληψη του «επτά χρονών» και του «ετών τριάντα», χρονολογικά σημεία για την αναγνώριση του Πατέρα και του ενήλικου εαυτού.
Με όμοιο τρόπο η ερωτική σχέση και ο έρωτας γενικά, παρά τη λυτρωτική του διάσταση συλλαμβάνεται από τη σκοτεινή πλευρά του που σηματοδοτεί ένα είδος εκκρεμούς συναισθήματος: ενώ το ίδιο το συναίσθημα και η επιθυμία ξεκινούν να λειτουργούν λυτρωτικά καταλήγουν αδηφάγα πραγματικότητα, ένας αγώνας επιβίωσης με αρχή και τέλος στο ίδιο το σώμα.
Μύθος, ιστορία και θεολογικό υπόβαθρο
Η Κατσαρού δεν επιστρέφει στο ιστορικό παρελθόν κριτικά, πρακτική ενός σημαντικού τμήματος των σύγχρονων ποιητριών/ών. Χρησιμοποιεί ορισμένα στοιχεία της Ιστορίας που ανταποκρίνονται στο ευρύτερο προσωπικό ποιητικό της σχέδιο. Επιλέγει δηλαδή τα ιστορικά πρόσωπα, κυρίως γυναικεία, επί των οποίων αρθρώνεται το ποίημα και συμπλέκει τα ιστορικά δεδομένα με το μυθικό στοιχείο δομώντας έτσι ένα νέο μύθο, μια ποιητική εκδοχή και των δύο. Μύθος και θρύλος αποτελούν τη βάση και για τη συλλογή Χαρακίδες όπου στο ομώνυμο ποίημα ιστορικά δεδομένα και θρύλοι από την Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Ινδία συμπυκνώνονται στο πρόσωπο-σύμβολο της φανταστικής, χαρακίδας Ξανθής. Πάνω σε ιστορικά στοιχεία δομείται και το ποίημα «Κωνσταντινάτο» όπου η φωνή εκφοράς ανήκει στην Φλαβία Μάξιμα Φαύστα Αυγούστα, τη σύζυγο του Μ. Κωνσταντίνου. Η πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση ευθυγραμμίζει τη Φαύστα με το γυναικείο μοντέλο που έχει πλάσει η Κατσαρού στη συλλογή της: ενώ τα ιστορικά τεκμήρια περνούν στο παρασκήνιο η Φαύστα συμβολοποιείται ως επαναστάτρια.
Η ιδιαιτερότητα της Κατσαρού βρίσκεται ακριβώς στο ποιητικό κράμα που παράγει ως ποίημα με την τήξη του παραμυθιακού και μυθικού στοιχείου, ένας χειρισμός που αποτελεί γόνιμη επανανάγνωση με προσωπικό τόνο.
Ενδιαφέρον και ιδιαίτερο είναι επίσης το θεολογικό στοιχείο που διαπερνά τα ποιήματά της. Ο Θεός στο έργο της είναι πότε το Υπέρτατο Ον που προσεγγίζεται μέσα από την κεντρική έννοια της αγάπης με παράδειγμα το ποίημα «Κύριέ μου» όπου κεντρική έννοια είναι εκείνη της ανοιχτής στην αγάπη καρδιάς («Μιλάει μόνο ο άνθρωπος που κρατάει την καρδιά του»), πότε ο νοηματοδότης Άντρας-Πατέρας, Το Όνομα. Ο λακανικός “πρωταρχικός λόγος και το όνομα του Θεού”, που συνεπάγεται την ηθική υπευθυνότητα των πράξεων και των λόγων του ανθρώπινου υποκείμενου έχει το σημείο του στο στοιχείο αυτό του βιβλίου. Συμπληρωματικά, όχι ο “θάνατος του θεού” αλλά η αδυναμία του δεν αποτελεί παρά τη σύγχυση και διάσπαση του υποκειμένου που απομακρύνεται από αυτόν για να γυρίσει μετά την πάλη. Για τη χρήση βιβλικού και ευαγγελικού στοιχείου αναφέρω παραδειγματικά τα ποιήματα: «Μη μου άπτου», «Εις σε προστρέχω», «Καρδία συντετριμμένη», «Παύλος» όπου οι τίτλοι είναι δάνειοι από την εκκλησιαστική παράδοση.
Η γυναίκα ως σώμα, τροφή και τραύμα
Η συλλογή αφιερώνεται πρώτα «Στις γυναίκες της γενιάς μου», σε αυτές δηλαδή που πέρασαν στη θαρραλέα δημοσιοποίηση του τραύματος, της βίας και κακοποίησης. Επιπλέον, στο τέλος των σημειώσεων η Κατσαρού αφιερώνει τη συλλογή σε γυναίκες και θηλυκότητες που πέθαναν πρόωρα, κακοποιήθηκαν ή αποτέλεσαν το παράδειγμα του αποκλεισμού από και της ξενότητας με την κοινωνική νόρμα. Αυτές οι αφιερώσεις που εν μέρει αντιστοιχούν και σε σημεία των ποιημάτων, ρητά ή υπόρρητα, αποκαλύπτουν τη διάθεση για διατράνωση όσων για χρόνια υπήρχαν ως ψίθυροι χωρίς να περνούν το όριο του ιδιωτικού χώρου.
«Γεννηθήτω άνθρωπος˙/ κι εγένετο Εύα» έγραφε στα Κεράσια της Εύας η Κατσαρού. Σε άμεσο διάλογο με την αντίληψη για τη γυναίκα ως πρώτο άνθρωπο βρίσκεται το ποίημα «Χαρακίδες» που ξεκινά «Ο θεός ήταν πάντοτε γυναίκα, όμως μας φοβήθηκαν». Η δύναμη της Εύας να παραιτηθεί και να φύγει από την παραδείσια εξάρτηση του Πατέρα και της Παπούσας να ακολουθήσει την παρόρμηση της ποίησης και την ερωτική επιθυμία διαπνέει τις Χαρακίδες. Μεταξύ επανάστασης και έκφρασης του τραύματος οι τραυματισμένες γυναίκες γίνονται οι ίδιες το σημάδι και το τραύμα γίνεται πρόσκληση και τρόπος να ακουστεί ξανά δυνατά η γυναικεία φωνή επειδή: «Ένας δυνατός αρσενικός αέρας/ κατακαίει τα σύμπαντά μου.» η γυναίκα γίνεται: «Χαρακίδα είμαι και κρυφές πληγές δεν έχω/».
Το ποίημα «Χαρακίδες» ξεκινά ως εκφορά μιας ποιητικής φωνής γένους θηλυκού με το πρώτο πληθυντικό, την εναλλαγή μικρότερων και μεγαλύτερων στροφικών ενοτήτων και τις επαναλήψεις στίχων μετατρέπεται σε ένα χορικό που εξιστορεί τη γυναικεία μοίρα ως άλλη πτώση διαφορετική από τη βιβλική: «Ο θεός ήταν γυναίκα/τα πρώτα διακόσια χιλιάδες χρόνια/ της ανθρώπινης ζωής στη γη.» αλλά: «οι άνθρωποι μας ξέχασαν, στο παρελθόν μας έχτισαν». Στο ποίημα η ανάσταση των γυναικών διασαλεύει την τάξη: «Κι όμως να’μαστε εδώ, έτοιμες στο φως,/ τα σημάδια μας να φέρουμε,/το μονοπάτι που διαλέξαμε δεν έχει γυρισμό.», στίχος που επαναλαμβάνεται. Μαζί επανέρχεται και η μακρά, πανάρχαια σειρά γυναικείων θεοτήτων ως ενεργητική κινητήρια δύναμη του κόσμου αποκαλύπτοντας την αποσιωπημένη γυναικεία δύναμη του παρελθόντος ως μοχλό για το μέλλον. Αυτή η συνισταμένη συγκεντρώνεται στη μυθική Ξανθή μια Χαρακίδα που «τη πίστη μου στις Χαρακίδες δίδαξα/να μνημονεύουν στις γυναίκες/ γιατί ο Θεός ήταν γυναίκα». Η Κατσαρού δικαιώνει την δίωξη την εξορία των γυναικών από το χώρο της ιστορίας επιστρέφοντάς τους με την ποίηση στο Λόγο που έχασαν μέσα στην Ιστορία. Στο «Πικρία» -μια παραπομπή στο «Πικρία χώρα» της Σωτηρίου η εξόριστη σε άγονο τόπο γυναίκα θα μπορούσε να βρίσκεται σε μια κριστεβική χώρα τροφοδοτώντας τον ποιητικό λόγο και ενισχύοντας την σωματική εμπειρία. Μήπως οι γυναίκες της Κατσαρού δεν είναι, πάλι κατά Κρίστεβα, αποκείμενα υποκείμενα;
Όλες οι γυναίκες κατά την Κατσαρού έχουν σημαδευτεί: «καμία δεν παραμένει αμόλευτη γιατί δεν θα της το επέτρεπε η ίδια η ζωή, όπως και σε όλους τους ανθρώπους.» σημειώνει στην εισαγωγή. Τα σημάδια είναι τα σωματικά και ψυχικά που επιβάλλει ο αναπόδραστος νόμος της φθοράς αλλά είναι και η διαρκής καταπίεση και κακοποίηση που προκαλεί το τραύμα. «Ποιες λέξεις δεν έχετε βρει ακόμα; Τι έχετε ανάγκη να πείτε; Ποιες τυραννίες καταπίνετε μέρα με τη μέρα και προσπαθείτε να τις κάνετε δικές σας, μέχρι που θα αρρωστήσετε και θα πεθάνετε εξαιτίας τους, πάντα μέσα στη σιωπή;» αναρωτιέται η Ώντρ Λόρντ. Το γυναικείο τραύμα («με κοιτάνε μέσα από τα σημάδια τους.) εσωτερικευμένο και μεταπλασμένο σε υπομονή («Υπομονή τους λέω και θάρρος»).
Η υπομονή είναι παράγωγο της διαρκώς επαναλαμβανόμενης διαδικασίας του τραύματος και το θάρρος είναι η βάση για την αντίσταση. Καθώς τα σώματα των γυναικών της Κατσαρού γίνονται πεδία μάχης το ερώτημα είναι πώς κινητοποιούνται, πώς δηλώνουν το τραύμα. Τα γυναικεία υποκείμενα που εκφέρουν το λόγο στη συλλογή μεταβαίνουν από τη σφαίρα της περιθωριοποίησης και του τραύματος στο φως μέσω της διαμαρτυρίας ενάντια στη βιαιότητα. Στο ποίημα «Ποιήτρια» σε διάλογο με το «Μη μου άπτου», ο λόγος συγχέεται κι ενώ οι ποιητές φαίνεται να ενσωματώνουν αδηφάγα τις ποιήτριες εκείνες αποκτούν λόγο μέσω μιας που δηλώνει ταυτόχρονα τον τεμαχισμό της: «Χαρίζω τα κομμάτια μου γιατί τίποτα άλλο/ δεν μου ανήκει εκτός από τα ποιήματά μου[..]» και την επανάστασή της: «κι εγώ επαναστάτρια κλεισμένη στο μνήμα του Σωτήρα/ θα γράφω ποιήματα επάνω στο σταυρό των άλλων/»[…] Είμαι ποιήτρια/ δεν έχασα ποτέ καμία μάχη.».
Το γυναικείο σώμα είναι αναπόφευκτα ταυτισμένο με τη μήτρα. Η Κατσαρού επιμένει στην επιλογή της άδειας σωματικής/υλικής μήτρας για να περάσει στην πνευματική μήτρα, στην ποίηση αφού όπως είδαμε δηλώνει «Ποιήτρια».
Στο ποίημα «Χαρακίδα» εισάγεται η γυναίκα που χαρακτηρίζεται τρεις φορές «τεμαχισμένη», και δύο «άδεια». Η άρνηση του υλικού σώματος και της μητρότητας αυτόβουλη όσο και επιβεβλημένη από τη διάσπαση ως απότοκο της διαλυτικής πατριαρχικής κυριαρχίας οδηγεί πρώτα στην εξαφάνιση («Μα εσύ στο στόμα σου μ’ αρπάζεις,/τα αποτυπώματά μου καίγονται στα γαστρικά υγρά.») που ωστόσο μεταβάλλει τη γυναίκα, σχεδόν αθόρυβα, σε υπονόμευση: «δηλητήριο στις φλέβες σου.» κλείνει το ποίημα αφήνοντας την αίσθηση αντίστασης.
Καθώς το σώμα είναι το ορατό πεδίο των τραυμάτων, οι εμπειρίες, και ιδίως η ερωτική, δεν βιώνονται απλώς με το σώμα αλλά εγγράφονται σε αυτό ως σημεία-σημάδια και πιθανόν τραύματα όπως στο «Εξάρχεια» (σ.56) Στην ομάδα πέντε συνεχόμενων ποιημάτων («Εξάρχεια», «Φτερά», Βαγόνια», «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», «Ιθάκη») η εμπειρία της ερωτικής σχέσης που μένει μονόπλευρη ως προς τη δοτικότητα και το συναίσθημα, συμπυκνώνεται στον τελικό στίχο: «Σημάδι γενετήσιο» και η ενότητα αυτή κλείνει με την προσθήκη της εικόνας του τραύματος. Η απόλυτη άδολη προσφορά, ως καθαρό θρησκευτικό συναίσθημα υπάρχει και στο ποίημα «Παύλος»: «Μα εγώ την κεφαλή μου επί πίνακι/ από έρωτα προσφέρω,/με τα επτά πέπλα σκεπασμένης». Το γυναικείο σώμα είναι επίσης συχνά τροφή, η γυναίκα είναι φαγώσιμη. Στο ομώνυμο βιβλίο της Μάργκαρετ Άτγουντ του μακρινού 1969 οι τροφές αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες και η βασική ηρωίδα αρνείται να τις καταναλώσει. Εδώ η γυναίκα άλλοτε ακούσια άλλοτε εκούσια γίνεται τροφή για τον άντρα και για τον εαυτό της. Στο «Μάχες»: « Το σώμα μου στο τραπέζει τρως και πίνεις,/τη μάχη κέρδισες, λες,/ με το μαχαιροπίρουνο πρώτα με σταυρώνεις/[…] μπουκιά μπουκιά με τρως,/ το πιρούνι τρυπάει τα πλευρά μου,» «Αιώνια εξορία»: το δέρμα μου στη σχάρα απλώνω/τα κομμάτια μου τακτοποιώ μέσα στο τηγάνι.» (σ. 52). Καταναλώσιμη η γυναίκα φθείρεται και διαρρηγνύεται η σωματικότητά της που επιχειρεί να την ανασυστήσει στην απόπειρα να επαναπροσδιοριστεί ως ολότητα.
Από τη «Χαρακίδα» το ποίημα όπου η γυναίκα στέκει μόνη, άδεια αλλά και απαλλαγμένη από επιβεβλημένους ρόλους η έννοια της διάλυσης και της θραυσματικότητας επανέρχεται σε πολλά ποιήματα: «είναι που γεννήθηκα σπασμένη/ Είναι που τα άκρα μου τσακίστηκαν/» («Ρολόι» σ. 24), «Τεμαχισμένη στέκω μπροστά στις ράγες,» («Χαρακίδα» σ. 30) «Γεννήθηκα κομμάτια,[…] με ρωγμές αντί για φλέβες» («Εγώ είμαι» σ 53). Η αταξία «Είμαι ένα σώμα σε αταξία» («Μαμά» σ. 44). «Το να είσαι το αντικείμενο κοινής αποδοκιμασίας -αυτές οι ματιές μπορούν να σε κόψουν, να σε τεμαχίσουν. Μια εμπειρία αποξένωσης μπορεί να συντρίψει έναν κόσμο.» γράφει η Σάρα Άχμεντ.
Το απόσταγμα λοιπόν του ατομικού έμφυλου βιώματος, μεταποιημένο ποιητικά αλλά και συναρμοσμένο με το συλλογικό μέσα από την ιδιαίτερη διαπλοκή μυθικών στοιχείων η Κατσαρού το μεταφέρει τόσο με ιδιοπρόσωπο τρόπο όσο και συστηματικό εφόσον και η τρίτη αυτή συλλογή συναποτελεί ουσιαστικά έως τώρα ένα σπονδυλωτό έργο με ξεκάθαρα ιδιαίτερη στόχευση.
(*) Το κείμενο σε αυτή τη μορφή του διαβάστηκε στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Χαρακίδες
Βίκυ Κατσαρού, Χαρακίδες, ενύπνιο 2023