της Έλλης Φιλοκύπρου
Η νέα ποιητική δουλειά του Νίκου Λάζαρη δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα. Αφενός όσοι αγαπάμε την ποίησή του νιώθουμε μεγάλη χαρά που μετά από πολλά χρόνια ποιητικής σιωπής ο Νίκος Λάζαρης επανεμφανίζεται· αφετέρου το θέμα του Σκοτεινού καθρέφτη είναι τέτοιο που μόνο βαθιά λύπη μπορεί να προκαλεί. Είναι πάντως πραγματικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Λάζαρης έχει μετατρέψει σε ποίηση τον προσωπικό του πόνο. Τα 23 ποιήματα που απαρτίζουν αυτήν την ελεγεία –ή μάλλον οι 23 ενότητες– μας συγκινούν όχι μόνο εξαιτίας της θεματικής τους, αλλά και χάρη στον λιτό, απέριττο αφηγηματικό τους λόγο. Έναν λόγο ο οποίος είναι, όπως θα προσπαθήσουμε να δούμε στη συνέχεια, εξαιρετικά δουλεμένος τόσο στις επιμέρους εικόνες που δημιουργεί όσο και στα νήματα τα οποία τεντώνει μεταξύ των ποιημάτων, κατασκευάζοντας ψηφίδες του βίου του απόντος, της σχέσης του με τον αδελφό του, και θέτοντας παράλληλα ζητήματα τα οποία αφορούν τη δική του υπόσταση: την αναμέτρηση της ποίησης με τον θάνατο και με την απώλεια.
Η πρώτη ενότητα εισάγεται με την αποδοχή του τετελεσμένου και του ανεπίστρεπτου: Δεν θ’ ακούσω ξανά το γέλιο σου στις σκάλες,/ δεν θα σε ξαναδώ […] δεν θα σε συναντήσω ξανά […]. Οι σκηνές που ανακαλούνται ανήκουν στην καθημερινότητα: η αγορά του ψωμιού από τον απέναντι φούρνο, το καφενείο της πλατείας, οι κουβέντες για ποδόσφαιρο. Αυτό που θα λείπει για πάντα από τον ποιητή είναι ακριβώς αυτή η καθημερινότητα, η οποία τώρα έχει αδειάσει από μια παρουσία που τη διέσχιζε τακτικά. Τώρα, η παρουσία έχει μετατραπεί σε ίσκιο. Με τους μεσαίους στίχους της πρώτης ενότητας μεταβαίνουμε από τον χώρο της υλικής πραγματικότητας σε έναν κόσμο άυλο: μια σκιά θα είναι πια ο αδελφός· ένα βαθύ ράγισμα στον καθρέφτη του σπιτιού. Ο ραγισμένος καθρέφτης υποδεικνύει τη ραγισμένη ψυχή όσων έμειναν πίσω, το κενό που έχει δημιουργηθεί στη ζωή τους, ίσως όμως και μια ύστατη δυνατότητα να κρατηθεί ο απών σε έναν χώρο απροσπέλαστο όχι μόνο για τους ζωντανούς αλλά και για τον θάνατο. Ο νεκρός αδελφός δεν θα φύγει οριστικά από το σπίτι· θα κατοικεί στη ρωγμή του γυαλιού, σημαδεύοντας με μια βαθιά ρυτίδα τις μορφές όσων κοιτάζονται στον καθρέφτη. Το όνομά του, γραμμένο στο γκρίζο, φτηνό μάρμαρο, θα μισοσβήσει με τον χρόνο, όχι όμως και η ρωγμή της καταλυτικά παρούσας απουσίας του. Στο επιτύμβιο όνομα αντιπαραθέτει ο ποιητής τον δικό του λόγο: Και μόνο εγώ θ’ αναπολώ/ τα χρόνια που περάσαμε μαζί,/ μόνο εγώ θα προσπαθώ/ με τρύπιες λέξεις/ και ξέφτια ονείρου/ τον ίσκιο της μορφής σου/ ν’ αναστήσω. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς (πως η γραφή στο μάρμαρο είναι ισχυρότερη και λιγότερο εφήμερη από τις τρύπιες λέξεις), αυτές θα εμπιστευθεί ο ποιητής, γνωρίζοντας τόσο τις δυσκολίες όσο και τις περιορισμένες του δυνατότητες: τον ίσκιο της μορφής θα προσπαθεί να αναστήσει, όχι την ίδια τη μορφή. Οι τρύπες στις λέξεις συστοιχούνται, πάντως, με το ράγισμα στον καθρέφτη, και τα ξέφτια του ονείρου με τη σκιά του αδελφού. Για να ανακληθεί η άυλη παρουσία, πρέπει ο ποιητής να συνεργαστεί με το κενό και να αποδεχθεί τους όρους της αναμέτρησης.
Ίσως αυτός είναι ο συνειρμός που οδηγεί στη δεύτερη ενότητα. Σου άρεσε η τάξη, η πειθαρχία, η τελειότητα, λέει ο ποιητής στον αδελφό του· για να του απευθύνει μετά μια τρυφερή και απελπισμένη κατηγόρια: Τώρα που ολόκληρο το σύμπαν/ γύρισε ανάποδα,/ […] τι απέγινε η περίφημη τάξη σου; Στη νέα τάξη πραγμάτων, πρέπει να ξεχάσει κανείς ό,τι ήξερε· να αντικρίσει το τίποτε και να ανακαλύψει νέους νόμους, γνωρίζοντας πως μια σκοτεινή χοάνη αβύσσου καραδοκεί για να τους ακυρώσει και αυτούς. Ανάμεσα σε όλα όσα έχει καταπιεί η σκοτεινή χοάνη, είναι και όσα έχει αγγίξει ή δημιουργήσει ο αγαπημένος νεκρός. Αυτό είναι το θέμα της τρίτης ενότητας: ό,τι ζωντανό (τα δέντρα) ή υλικό (τα σπίτια, τα πράγματα) συνδεόταν μαζί του, έχει πια εξαφανιστεί ή έχει περάσει σε άλλα χέρια. Αν υπάρχουν ίχνη της επίγειας παρουσίας του, αυτά δεν θα ανευρεθούν στην ύλη – αλλά στην υποχώρησή της: στους ίσκιους και στις ρωγμές. Γι’ αυτό και το μοναδικό αντικείμενο που φέρει τη μνήμη του απόντος είναι αυτή η παλιά συλλογή/ με τα γραμματόσημα. Όχι ως αντικείμενο, αλλά για τη δυνατότητα που προσφέρει: Για να σου γράφω γράμματα/ που δεν θα λάβεις ποτέ. Τα παλιά γραμματόσημα δεν ισχύουν, βέβαια, πια. Γι’ αυτό και αρμόζουν στα γράμματα που δεν θα φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους, για να θυμηθούμε τον Καρυωτάκη. Γράμματα που ταυτίζονται με τα ποιήματα του Σκοτεινού καθρέφτη, τα γραμμένα σε δεύτερο ενικό.
Το αντικείμενο των επιστολών αυτών, από την τέταρτη ενότητα και εξής, μετατοπίζεται από την ανάκληση της μνήμης στην αποτύπωση του πόνου, και αντιστρόφως. Στην τέταρτη ενότητα, η ανάμνηση της αγάπης με την οποία περιβαλλόταν ο αδελφός όταν ήταν παιδί, αντιδιαστέλλεται με τη σκληρότητα που αντιμετώπισε αργότερα: Κι ούτε μια λέξη τρυφερή/ δεν απάλυνε τον πόνο σου. Έτσι, στην επόμενη ενότητα, ο ποιητής επιχειρεί να φέρει τα παιδικά χρόνια στο παρόν καλώντας τον αδελφό του να παίξουν. Μόνο που αυτό το παιχνίδι είναι παιχνίδι ενηλίκων, και έχει άσχημη κατάληξη. Η αρχή του παιχνιδιού: Εσύ θα είσαι το σύννεφο/ κι εγώ η βροχή./ Εσύ θα είσαι το δέντρο/ κι εγώ τα φύλλα./ Εσύ θα είσαι η θάλασσα/ κι εγώ το κύμα, θυμίζει το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη: Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά […] Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει/ Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ – μόνο που η σύνδεση που υποβάλλει ο Λάζαρης είναι ακόμη πιο άρρηκτη. Η κλιμάκωση όμως των μεταφορών οδηγεί σε μία που επιτρέπει στον χωρισμό να παρεισφρύσει: Εσύ θα είσαι ο Κάστωρ/ κι εγώ ο Πολυδεύκης. Οι Διόσκουροι ήταν τόσο αγαπημένοι ώστε όταν χαρίστηκε στον έναν το δώρο της αθανασίας, εκείνος ζήτησε να το μοιραστεί με τον άλλον. Ο Δίας δέχτηκε, αλλά τους έκανε μια αμφίβολη χάρη. Την ημέρα που θα ο ένας θα βρισκόταν στον Άδη, ο άλλος θα κατοικούσε στον Όλυμπο. Αθάνατοι, λοιπόν, αλλά χωρισμένοι. Έτσι, το παιχνίδι αποκαλύπτει τη βαθύτερη αλήθειά του: ότι η άρρηκτη σύνδεση εντοπίζεται τώρα στον πόνο: Εσύ θα είσαι, αλίμονο, ο θάνατος/ κι εγώ το δάκρυ/ που στα μάγουλα πετρώνει.
Πριν από τους τελευταίους αυτούς στίχους, μνημονεύεται ο άνεμος: Εσύ θα είσαι ο άνεμος/ κι εγώ η σκόνη που σηκώνει. Ο άνεμος αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο με τις επόμενες ενότητες. Σε αυτόν εναποθέτει, στη συνέχεια, ο ποιητής τις ελπίδες του να μείνει έστω ο αντίλαλος της φωνής του αδελφού του, έστω και ο αντίλαλος του πικρού παράπονού του, και να μεταφέρεται από κορυφή σε κορυφή. Στην έβδομη όμως ενότητα ο άνεμος δεν είναι πια σύμμαχος. Μορφοποιεί την απουσία: Κάθε φορά που σε πλησιάζω/ φεύγεις, γίνεσαι κακός αέρας,/ χάνεσαι. Οι κινήσεις του εκκρεμούς είναι ατελεύτητες: το ρήμα χάνεσαι ανακαλεί μια μνήμη που εμπεριέχει και τον τρόμο και την ευτυχισμένη έκβαση (χάνοντας κάποτε τον αδελφό του σε ένα ρέμα, ο ποιητής τον βρήκε ώρες μετά να μαζεύει λουλούδια κόκκινα/ για το Μαγιάτικο στεφάνι). Ωστόσο, αμέσως μετά η έκβαση αυτή υπονομεύεται από την αναδρομική γνώση του θανάτου: το στεφάνι έγινε αργότερα ακάνθινο, και το φόρεσε ο ίδιος. Μόνος και προδομένος σαν τον Χριστό, αλλά και με σχεδόν υπεράνθρωπες ιδιότητες όπως ο Χριστός, παρουσιάζεται ο αδελφός στις επόμενες ενότητες: δεν κρύωνε, περπατούσε γυμνός πάνω στο χιόνι, ζητούσε πάντα το αδύνατο, ήθελε να εισχωρ[εί] στις χώρες του άρρητου. Ο Νίκος Λάζαρης φροντίζει, ωστόσο, να αποφύγει τη θεοποίηση του αδελφού του: στη συνέχεια προσγειώνει εσκεμμένα την αφήγηση στην καθημερινότητα την οποία μοιράστηκε μαζί του. Και πάλι, οι ενότητες οργανώνονται σοφά: η ενδέκατη αφορά την αδελφική ζήλια: φθονώντας τον θαυμασμό που έδειχναν για τα ματοτσίνορα του νεογέννητου μωρού οι πιο όμορφες κοπέλες της γειτονιάς, οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί αποφάσισαν να του βγάλουν τα μάτια. Η δωδέκατη αφορά τον αδελφικό δεσμό που φτάνει ώς την ταύτιση: ο αδελφός σπάει το χέρι του· και ο αφηγητής θυμάται: ένιωθα τον πόνο σου/ σαν να ήταν δικός μου πόνος.
Ο πόνος επανέρχεται στη μεθεπόμενη ενότητα, ενώ έχει μεσολαβήσει μια ανάπαυλα σχεδόν αναστάσιμη: αναπολώντας τον αδελφό, ο ποιητής νιώθει ότι αναδύεται ξαφνικά/ μπροστά στα μάτια του ένας ολόκληρος κόσμος, χαμένος πια· ο τόπος όπου μεγάλωσαν: Χελιδονού, ρέμα της Πύρνας,/ Υδατόπυργε,/ μονή Χρυσοβαλάντου,/ δάση του Κάσδαγλη/ και του Κοτζαμάνη. Κατά κάποιον τρόπο, είναι η μνήμη του αδελφού εκείνη που επιτρέπει την επίκληση στον τόπο της παιδικής ηλικίας. Ή, αντιστρόφως, είναι τέτοια η ένταση με την οποία ο ποιητής προσπαθεί να φέρει κοντά του τον αγαπημένο […] απόντα ώστε μαζί του ανασύρονται και τα αγαπημένα τοπία. Γι’ αυτό, την ενότητα που αναφέρεται στον πόνο θα την ακολουθήσει μία όπου μνημονεύεται και πάλι ο παράδεισος των παιδικών χρόνων. Παράλληλα, μπορεί κανείς να διακρίνει και άλλα νήματα μεταξύ των ενοτήτων: η δέκατη τέταρτη ενότητα κλείνει με τους στίχους: με μια κίνηση απρόβλεπτη/ καρφώθηκες σαν άστρο/ στον μαύρο ουρανό. Και η επόμενη ανοίγει με τη μνεία του παραδείσου –ενός επίγειου παραδείσου έξω από τη Μονή Χρυσοβαλάντου. Σχεδόν σαν να θέλει να φανταστεί τον αδελφό του στον παράδεισο ο ποιητής, και να διστάζει: ο παράδεισος ήταν εδώ, ανεπίγνωστος αλλά δικός τους. Τώρα υπάρχει μόνο ο μαύρος ουρανός, φωτισμένος όμως από το άστρο εκείνου. Του αδελφού ο οποίος δεν μέτρησε τη ζωή του με το κουταλάκι του καφέ, όπως ο Άλφρεντ Προύφροκ του Έλιοτ, αλλά τον πόνο του με το πλαστικό/ καλαμάκι του Νεσκαφέ: σαν να υπέτασσε τον πόνο, να τον υποβάθμιζε και να τον οικειοποιούνταν. Ίσως και για αυτή του τη στάση έγινε άστρο. Ένα άστρο σαν εκείνα που φώτιζαν τα παιδικά χρόνια. Η επόμενη ενότητα κλείνει με τους στίχους: Τις νύχτες κοιμόμαστε/ κάτω απ’ τ’ άστρα/ αγγίζοντας με τα δάχτυλά μας/ τον ουρανό.
Με μια θρησκευτική μεταφορά εισάγει ο ποιητής τη δέκατη έκτη ενότητα, κρατώντας το νήμα των προηγούμενων, για να μας αιφνιδιάσει στον επόμενο στίχο περνώντας από το ιερό στο καθημερινό: Ήσουν ο άρτος και ο οίνος μου/ η φόδρα στο σακάκι μου, θυμίζοντας τους γνωστούς στίχους του W. H. Auden: He was my North, my South, my East and West,/ My working week and my Sunday rest. Έτσι, μιλώντας άλλοτε για το παρελθόν όπου κυριαρχούσε η παρουσία του αδελφού, και άλλοτε για το παρόν που έχει αδειάσει από τη μορφή του, άλλοτε για τον ακατάλυτο δεσμό μεταξύ τους και άλλοτε για στιγμές αμφισβήτησής του, άλλοτε για την κυριαρχία του θανάτου και άλλοτε για τη δύναμη της αγάπης, ο ποιητής υψώνει τώρα/ ένα μνημείο από λέξεις/ – ταπεινό ανάχωμα στη λησμονιά, όπως είχε θελήσει ο Κωστής Παλαμάς να κάνει για τον γιο του, Άλκη: Το σπιτάκι σου έπλασα/ Παντοτινό για σένα// Μόνο με τον πνεύματος/ Τα μάγια: Σου το υψώνω/ Σ’ ένα τόπον άυλον,/ Απείραχτο απ’ το χρόνο. Το μνημείο του αδελφού αποτελείται από απλές λέξεις αλλά και από ονόματα και ονομασίες: αγαπημένων μουσικών, όπως των Μπητλς και των Ρόλινγκ Στόουνς, ταινιών, κινηματογράφων, κοριτσιών, γηπέδων, μπουάτ, καθώς και ηρώων από τη μυθολογία, από τη λογοτεχνία, από κόμικς: Αχιλλέα, Ηρακλή, Ιάσονα,/ Θησέα, Γιάννη Αγιάννη,/ Ντ’ Αρτανιάν, Κόμη Μοντεχρήστο,/ Χωκ Φιν, Γιώργο Θαλάσση: αυτούς επικαλείται ο ποιητής· αυτούς που φώτισαν τα πρώτα μας/ βήματα στη ζωή· και τους ζητά να κρατήσουν τώρα/ ενός λεπτού σιγή, αθάνατοι εκείνοι, για τους θνητούς εμάς.
Κάπως έτσι όμως –με οδηγούς πρόσωπα δημιουργημένα από τη φαντασία, με τον κατάλογο των ονομάτων και των τοποθεσιών, με τις αλλεπάλληλες και αλληλένδετες αναμνήσεις που αποτυπώνονται στο χαρτί– ο ποιητής παίρνει τα πράγματα στα χέρια του. Η πρώτη ενότητα εισάγονταν με τις φράσεις Δεν θ’ ακούσω ξανά […] δεν θα σε ξαναδώ· η τελευταία κλείνει με τους στίχους: Και λίγο πριν πέσει η νύχτα,/ χαράζω τ’ όνομά σου στην πέτρα/ για να μην το καταπιεί/ η δίνη του χρόνου. Είναι σαφής η αναφορά στον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος απευθύνεται στον Μπολιβάρ λέγοντας: Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα/ να ’ρχουνται αργότερα οι άνθρωποι να προσκυνούν. Στο χάραγμα του ονόματος αποσκοπεί η σύνθεση Σκοτεινός καθρέφτης. Του ονόματος που δεν προφέρεται σε κανένα ποίημα (το βρίσκουμε μονάχα στην αφιέρωση), γιατί το πιο βαθύ όνομα είναι: αδελφός. Ο ποιητής αντιστρατεύεται τον θάνατο με το όπλο που διαθέτει: την ποίηση. Ακόμη και ο τίτλος, άλλωστε, σε ποιητικό κείμενο παραπέμπει: στη «Μυστική πύλη» του Τάσου Λειβαδίτη: Φτερούγες σάλευαν κάτω απ’ τα έπιπλα, και στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης έκανε τα παιδιά ν’ αρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν. Στη σύνθεση του Νίκου Λάζαρη, τα παιδιά μεγάλωσαν και αρρώστησαν και χωρίστηκαν. Μα ο σκοτεινός καθρέφτης αντανακλά τα όσα έζησαν, μαζί με την απώλεια – αμφίσημος, δύσβατος, παρήγορος, επώδυνος, κρατώντας δέσμιο και αλύτρωτο εκείνον που πενθεί, αλλά και ανοίγοντάς του έναν ευρύ κόσμο. Εν θλίψει επλάτυνάς με, σημειώνεται κάτω από την αφιέρωση: Στη μνήμη του αδελφού μου Θεόδωρου Λάζαρη. Ο Δαυίδ, στον τέταρτο Ψαλμό, απευθύνεται στον Θεό. Διαβάζοντας την ελεγεία του Νίκου Λάζαρη, όπου το δεύτερο πρόσωπο ταυτίζεται σταθερά με τον απόντα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διεύρυνση έχει συντελεστεί όχι μόνο εξαιτίας της σκληρής θεϊκής απόφασης, αλλά και χάρη στον ίδιο τον αδελφό που, φεύγοντας από τη ζωή, δημιούργησε στην ψυχή του ποιητή χώρο για να συνεχίσει να υπάρχει. Κάτοπτρο, σκοτεινό μα έναστρο, του χώρου αυτού είναι η ποιητική σύνθεση.
Νίκος Λαζαρης, Σκοτεινός καθρέφτης, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα,2022