Ένα ταξίδι από τον Γιάννη Χουβαρδά «στην αγκαλιά της γης» (της Όλγας Σελλά)

0
397

 

της Όλγας Σελλά

 

Το «φουαγιέ» σ’ αυτό το θέατρο είναι δίπλα στη θάλασσα. Στο «Αναψυκτήριο». Εκεί πηγαίνουν πρώτα οι θεατές της παράστασης «Dont Look Back», που εμπνεύστηκε, έγραψε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» και είναι το Μυστήριο με αριθμό 76. Εκεί λοιπόν, στην Ελευσίνα, στο Αναψυκτήριο, δίπλα στη θάλασσα, με τους πανύψηλους γερανούς γύρω, πηγαίνουμε για ν’ αφήσουμε τα κινητά μας και να προμηθευτούμε άσπρες ολοπρόσωπες μάσκες, τις οποίες φοράμε σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιπατητικής παράστασης που θ’ ακολουθήσει.

Οι οδηγίες λένε ότι φοράμε τις μάσκες ώστε να μην αποσπώνται οι ηθοποιοί από ενδεχόμενες εκφράσεις ή  πιθανούς μορφασμούς των θεατών, αφού βρισκόμαστε ανάμεσα στους ηθοποιούς στη διάρκεια της παράστασης –για την ακρίβεια ή εμείς στεκόμαστε δίπλα τους ή εκείνοι περνούν ανάμεσα μας για την εξέλιξη της κάθε σκηνής. Η αλήθεια είναι όμως ότι μόλις φορέσαμε τη μάσκα, αυτομάτως νιώσαμε σα να μεταφερθήκαμε κάπου αλλού, σα να ανήκουμε κάπου αλλού. Σαν μέρος μιας ιστορίας, την οποία θ’ ακολουθήσουμε και θα παρακολουθήσουμε. Εκεί, στο Αναψυκτήριο, μας δίνονται οι τελευταίες οδηγίες: θ’ ακολουθούμε πάντα τους συνοδούς μας, που φορούν ολοπρόσωπες μαύρες μάσκες, και θα μας οδηγούν και καθοδηγούν με νοήματα. Ανάμεσά μας βρίσκεται ένα νεαρό ζευγάρι, που ανταλλάσσει κλεφτά φιλιά και χάδια. Ξαφνικά η κοπέλα πέφτει κάτω. «Ευριδίκηηηηηηη», φωνάζει έντρομος ο νεαρός κι αρχίζει να τρέχει προς το Παλαιό Ελαιουργείο για να βρει βοήθεια. Και η κοπέλα σηκώνεται, τρέχει ξοπίσω του και του φωνάζει: «Ορφέαααα, στάσου, πλάκα έκανα…»!

Ένα περιστατικό που συμβαίνει συχνά ανάμεσα σε ερωτευμένα ζευγάρια. Ένα παιχνίδι. Η παράσταση που μόλις άρχισε.  Ακολουθούμε τον Ορφέα (Σπύρο Ντόγκα) και την Ευριδίκη (Κωνσταντίνα Βέρρου) μέχρι τον αύλιο χώρο του Παλαιού Ελαιουργείου. Στην απαστράπτουσα είσοδος του Hotel Spectre μας περιμένει ο… οικοδεσπότης, ο Χάρων (Δημήτρης Παπανικολάου), μ’ ένα απόκοσμο, όσο και καταπληκτικό μακιγιάζ –έργο τέχνης. Κινείται ανάμεσά μας, φωνάζει στον σκύλο του, τον… Κέρβι (χαϊδευτικό του Κέρβερου) να σωπάσει, μας καλωσορίζει, σα να μας γνωρίζει. Είναι αυτός που καταλάβατε. Που μας υποδέχεται στο μεταίχμιο. Λίγο μετά και λίγο πριν…

Και μπαίνουμε στη ρεσεψιόν. Οι ρεσεψιονίστ (Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αποστόλης Τότσικας) μας περιμένουν. Ψάχνουν κλειδιά, μοιράζουν κλειδιά και κάνουν τη δουλειά τους με άψογα χορογραφημένη κουρδισμένη κίνηση. Και ξαφνικά αρχίζουν να παίζουν ένα κυνηγητό πρό(σ)κλησης και απόρριψης. Ένα ερωτικό κάλεσμα λίγο διαφορετικό. Είναι ένα ζευγάρι; Μήπως είναι ο Ορφέας; Μήπως η Ευριδίκη; Ή κάποιοι άλλοι;

Ακολουθούμε τους συνοδούς και πηγαίνουμε στα σαλόνια του lobby αυτού του αλλόκοτου ξενοδοχείου, όπου συναντούμε, εκτός από φινέτσα και υψηλή πολυτέλεια–σαν από παλιές ταινίες του Χόλυγουντ- δύο γυναικες: την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Ράνια Οικονομίδου. Οι μνήμες τους ζωντανεύουν. Αρχίζουν να ξεδιπλώνουν τις μνήμες ενός έρωτα που έζησαν, μαζί με τα βήματα του χορού, που κάποτε χόρεψαν μαζί τους –με τον Κώστα Κορωναίο η πρώτη, με τον Παντελή Παπαδόπουλο η δεύτερη. Η μία θυμάται έναν έρωτα-φυλακή, που ποτέ δεν χάρηκε το βλέμμα του αγαπημένου της. Αλλά αυτό ήταν το τίμημα για τον άντρα που την αγάπησε: να μην την κοιτάξει ποτέ στα μάτια. Υπάκουσε, αλλά δεν άφησε να την κοιτάξει και κανείς άλλος. «Τυφλοί έρωτες», κτητικοί έρωτες, θυσιαστικοί έρωτες, συνθλιμμένες ψυχές, απελπισμένα βλέμματα, παρεξηγήσεις που ποτέ δεν λύθηκαν, μόνο έγιναν δεσμά… Εμπόδια, αμφιβολίες, αντιρρήσεις, παράπονα, προσβολές. Κι όμως τους αναζητούν πάντα. Χτυπάει ένα τηλέφωνο  «από την άλλη πλευρά»; Η γραμμή έχει παράσιτα. Απογοητεύεται. «Γιατί δεν μπορώ να σε δω; Να σ’ ακούσω;». Η οδύνη της βίαιης διακοπής μιας κοινής διαδρομής. Η απουσία, η απώλεια, το κενό.

Μετακινούμαστε ξανά. Φτάνουμε στο μπαρ του Hotel Spectre. Ένα τεράστιο μπαρ, χωρίς κανένα μπουκάλι, μόνο τα περιγράμματά τους φαίνονται στον τοίχο (μια μόνο λεπτομέρεια από τη συναρπαστική σκηνογραφική δουλειά της Εύας Μανιδάκη). Η μπαργούμαν (Στεφανία Γουλιώτη) μ’ ένα λαμπερό κόκκινο κοστούμι, μας εξομολογείται ότι ήπιε όλα τα ποτά του μπαρ για να θρηνήσει έναν έρωτα, μιλάει ασθματικά για το «ιδανικό ζευγάρι» –έτσι βαφτίζει το τέλειο κοκτέιλ. Απεικονίζει τον άνθρωπο-ζευγάρι, το ανδρόγυνο, τα δύο φύλα σ’ ένα σώμα. Αναζητά, απελπίζεται, τραγουδάει, χορεύει, σπαράζει σαν δύο, σαν ένας, σαν μία. «Ήθελα να φύγω από το εγώ, να γυρίσω στο εμείς», λέει πριν τραγουδήσει με πάθος. Και πίσω της, πάνω στην μπάρα, δυο σώματα, ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο, σέρνονται προσπαθώντας ν’ αγγιχτούν…

Και μετά αρχίσαμε να μπαίνουμε στα δωμάτια αυτού του αλλόκοτου ξενοδοχείου. Σε κάθε ένα ένας ή μία ένοικος: Καλλιόπη Σίμου, Έκτορας Λυγίζος, Γιάννης Βογιατζής, Πηνελόπη Τσιλίκα. Δωμάτια μνήμης, τελετουργία της μνήμης, απελπισμένες, οδυνηρές  αναμνήσεις. Άνθρωποι μόνοι, παρέα με τα φαντάσματα της νοσταλγίας τους, το ίδιο απελπισμένοι, το ίδιο ρημαγμένοι. Με τα αντικείμενα-φυλακτά τους, μόνη σύνδεση με τις αναμνήσεις τους. Κι εμείς, οι θεατές με τις μάσκες, μέρος του ονείρου ή του εφιάλτη τους, φόντο στα τζάμια των παραθύρων του Hotel Spectre, μάρτυρες της αγωνίας τους, σαν φαντάσματα δίπλα στα δικά τους φαντάσματα. Είναι κυρίως η στιγμή της συγκλονιστικής συνειδητοποίησης ότι είμαστε μέρος αυτής της ευφυούς εικαστικής και θεατρικής σύλληψης, που βλέπουμε και μετέχουμε.

Μια διαδρομή από δωμάτιο σε δωμάτιο που δημιουργούσε δέος και καθηλωτική συγκίνηση, που μας θύμιζε μια ταινία παλιά –ίσως του Χίτσοκ-, ένα έργο ζωγραφικής –μάλλον του Χόπερ-, ένα μυθιστόρημα του Τολστόι (–ή μήπως του Ντοστογιέφσκι;), ένα έργο της Σάρα Κέιν. Ή μπορεί να θύμιζε στον καθένα έναν παλιό έρωτα. Κάποια «φαντάσματα» σίγουρα επισκέφθηκαν και τους θεατές.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έφτιαξε από την αρχή ένα σύνθετο, αλλά πλήρες και μοναδικό έργο τέχνης. Που δεν ήταν ακριβώς θέατρο, δεν ήταν ακριβώς περφόρμανς. Ήταν τα πάντα (και διαπιστώνω ότι του πάνε πολύ οι site specific παραστάσεις, κάτι που είχε ξεκινήσει ανιχνευτικά με το «Κάζιμιρ και Καρολίνα» τον Φεβρουάριο του 2018). Κούρδισε αυτή την περίπλοκη μηχανή με εξαιρετική ακρίβεια, με φαντασία, με γνώση, δίνοντας μια ιστορία απολύτως ενταγμένη στο τοπίο, εμπνευσμένη από τον τόπο και τους μύθους του, και απολύτως αρμόζουσα στις εκδηλώσεις μιας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Όλοι μα όλοι οι συντελεστές της παράστασης, δεν μπορώ πραγματικά να ξεχωρίσω κάποιον ή να διακρίνω κάποια αβλεψία, λειτούργησαν έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι κάτι ξεχωριστό και αλησμόνητο ως εμπειρία θέασης και συμμετοχής.

 

Ο Γιάννης Χουβαρδάς έφτιαξε μια ιστορία που δεν έμεινε στο παρελθόν και στον μύθο. Γιατί στην έξοδό μας από το Hotel Spectre μας περίμενε το σήμερα, σε μια σκηνή που μας εξέπληξε ευχάριστα, όχι μόνο γιατί ανέτρεπε την ιστορία που τόση ώρα παρακολουθούσαμε, αλλά κυρίως γιατί ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν είχε ποτέ άλλοτε δώσει τέτοια έμφαση στο σκωπτικό και σχολιαστικό χιούμορ στις παραστάσεις του. Αφήνοντας, λοιπόν, τα δωμάτια του Hotel Spectre, βγαίνουμε στην αυλή, όπου βρίσκεται ένα τεράστιο τραπέζι γλεντιού με τα υπολείμματα των εδεσμάτων. Και μπροστά μας εμφανίζονται όλοι οι ηθοποιοί που είχαμε συναντήσει όλη αυτή την ώρα μέσα στο ξενοδοχείο, αλλιώς. Είμαστε σ’ έναν σύγχρονο γάμο, του Ορφέα και της Ευριδίκης. Σ’ ένα λαϊκό γλέντι, με λαϊκούς ανθρώπους, με σχεδόν αγοραία συμπεριφορά και αισθητική, που αποτυπώνεται σε όλες τις συμπεριφορές τους: στα τραγούδια που ακούνε και χορεύουν, στον τρόπο που μιλάνε, στις ενδυματολογικές τους επιλογές (τίγκα στην παγιέτα), στον τρόπο που διεκδικούν το αντικείμενο του πόθου τους, στον τρόπο που τσακώνονται μέχρι χειροδικίας… Οι συγγενείς και το συμπεθεριό έχουν ονόματα αρχαία -Περσεφόνη, Δήμητρα, Αγησίλαος- παραπέμποντας, με οξεία ειρωνεία, στη στρεβλή συνέχεια του πολιτισμού. Χορεύουν όλοι μαζί έναν κυκλικό χορό, και είναι τόσο μόνοι… Μας προσγειώνει απότομα στη σύγχρονη τοξικότητα της καθημερινότητας ο Γιάννης Χουβαρδάς με μια σκηνή για ανθολογία. Αλλά δείχνει και διέξοδο, αισιόδοξη διέξοδο. Αφού οι νεόνυμφοι, ο Ορφέας και η Ευριδίκη, ανεβαίνουν σ’ ένα διπλοκάμπινο Datsun, και φεύγουν από ένα τοπίο που μοιάζει πεθαμένο, κοιτάζοντας πίσω. Για να μην το πάρουν μαζί τους…

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

 

Σύλληψη | Κείμενο | Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Συνεργασία στη δραματουργία: Έρι Κύργια, Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου, Σχεδιασμός φωτισμού: Χριστίνα Θανάσουλα, Κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη, Σχεδιασμός ήχου: Κώστας Μιχόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη Α: Χαρίκλεια Πετράκη, Βοηθός σκηνοθέτη Β: Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη, Βοηθός σκηνοθέτη Γ: Δέσποινα Λάρδη, Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια, Βοηθός ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρή, Ηχοληψία-Μίξη: Κώστας Μπώκος, Στούντιο Ηχογράφησης: Studio 19

 

Οργάνωση παραγωγής: Two Monkeys Productions | Δήμητρα Δερνίκου

Stage Manager: Μαρίτα Βλασσοπούλου, Φωτογραφίες: John Kouskoutis.

 

Ερμηνευτές: Γιάννης Βογιατζής, Στεφανία Γουλιώτη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κώστας Κορωναίος, Έκτορας Λυγίζος, Ράνια Οικονομίδου, Παντελής Παπαδόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου, Καλλιόπη Σίμου, Αποστόλης Τότσικας Πηνελόπη Τσιλίκα, Σπύρος Ντόγκας, Κωνσταντίνα Βέρρου

 

 

Μέχρι τις 29 Μαΐου. Δύο παραστάσεις κάθε μέρα. Στις 9μ.μ. και στις 10.30μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΕβδομάδα Μικρών Βιβλιοπωλείων, 22 – 27 Μαΐου
Επόμενο άρθροΗ γυναίκα ως σώμα, τροφή και τραύμα στην ποίηση της Βίκυς Κατσαρού (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ