Ευριπίδης Γαραντούδης [1]
Στον τόμο που τιτλοφορείται με τον εμβληματικό στίχο του Σεφέρη «Η μνήμη όπου και να την αγγίζεις πονεί» συγκεντρώνονται τα κείμενα πέντε κύκλων ομιλιών αφιερωμένων στον Σεφέρη και το έργο του. Οι εκδηλώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στο αμφιθέατρο της Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. από τις 20 Οκτωβρίου μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2022, με μεγάλη συμμετοχή φοιτητών, και διοργανώθηκαν από την Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής, με την αρωγή του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας και υπό τη γενική επιμέλεια του Στέφανου Κακλαμάνη, με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι πέντε κύκλοι των ομιλιών παρουσιάστηκαν παράλληλα με την έκθεση μιας σειράς 17 εικαστικών αποτυπώσεων των (ισάριθμων) ποιημάτων που αποτελούν τη σεφερική συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ´ από τον Γιώργο Κόρδη. Η συνέκδοση των ομιλιών και των ζωγραφικών έργων στο βιβλίο αποδίδει τη συνύπαρξή τους στον ίδιο χώρο αλλά και τη δυναμική των διαφορετικών αλλά και συμπληρωματικών προσεγγίσεων στο ίδιο έργο.
Το βιβλίο είναι αναμφίβολα μία ακόμη συνεισφορά στην ποσοτικά και ποιοτικά πληθωρική, συνεχώς διογκούμενη, σεφερική βιβλιογραφία. Οι πέντε ενότητές του, αντιστοιχισμένες στους πέντε κατά σειρά κύκλους ομιλιών, «Ο Σεφέρης σήμερα» (με κείμενα του Νάσου Βαγενά και του Δημήτρη Δασκαλόπουλου), «Ο Σεφέρης και η ιστορία» (με κείμενα της Χριστίνας Ντουνιά, του Τάκη Καγιαλή και της Εμμανουέλας Κάντζια), «Ο ποιητής και ο διπλωμάτης» (με κείμενα του Στέφανου Κακλαμάνη, του Βασίλη Παπαδόπουλου και του Γιώργου Βέη), «Το ποιητικό έργο του Σεφέρη από την πλευρά της διακαλλιτεχνικότητας» (με κείμενα του Γιώργου Κόρδη, του Δημήτρη Αγγελάτου και της Πολίνας Ταμπακάκη) και «Ο διάλογος των νεότερων ποιητών με την ποίηση του Σεφέρη» (με κείμενα του Ευριπίδη Γαραντούδη και του Θανάση Χατζόπουλου), εξ αντικειμένου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς αφορούν σε ζητήματα και σκοπιές ερμηνείας και αποτίμησης του έργου του Σεφέρη και του ίδιου του ανθρώπου, που παραμένουν λιγότερο ή περισσότερο ανοικτά, τουλάχιστον ως έναν βαθμό. Τα συνολικώς 13 κείμενα του τόμου, με γενικό αλλά όχι και περιοριστικό άξονά τους τα σεφερικά Ημερολόγια Καταστρώματος, εμφανίζουν αισθητή ανομοιογένεια, καθώς άλλα λειτουργούν με τους συγκεκριμένους όρους της εστιασμένης φιλολογικής μελέτης και άλλα με την εποπτική και γενικευτική προοπτική του δοκιμίου, αλλά η ανομοιογένεια αυτή είναι καλοδεχούμενη και λειτουργική για ένα βιβλίο που προγραμματικά δεν απευθύνεται σε ειδικό κοινό – και σε αυτό συμβάλλει καίρια η πλαισίωσή του, σε έγχρωμο δεκαεξασέλιδο, από την εξαίρετη «εικαστική αποτύπωση του Ημερολογίου Καταστρώματος Γ΄ από τον Γιώργο Κόρδη». Όσο για τους συγγραφείς των κειμένων, μελετητές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, ενίοτε με αλληλοσυμπληρούμενες αυτές τις ιδιότητες, πρόκειται για πρόσωπα ευρείας αποδοχής και κατά τεκμήριο έγκυρα σε σχέση με τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται. Στον επιμελητή του τόμου καλό φίλο και συνάδελφο νεοελληνιστή, εξειδικευμένο στην παλαιότερη ελληνική λογοτεχνία, Στέφανο Κακλαμάνη, που γνωρίζει το έργο του Σεφέρη περισσότερο και καλύτερα από αρκετούς νεοελληνιστές που συγγραφικά έχουν ασχοληθεί με αυτό, οφείλονται ο σχεδιασμός του κύκλου ομιλιών, η επιλογή των θεματικών αξόνων και των ομιλητών, η επιμέλεια των κειμένων του τόμου, προκειμένου να φτάσουμε σε ένα καλαίσθητο βιβλίο, καθώς και η δοκιμιακού χαρακτήρα συνεισφορά του, περιλαμβανόμενη στον τόμο, «Τόσος πόνος τόση ζωή και η αγωνία της αβύσσου» (σ. 79-88). Τέλος, οφείλεται μία μνεία στον πρώην κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. Αχιλλέα Χαλδαιάκη, επειδή εξαρχής, από τον σχεδιασμό των εκδηλώσεων, και μέχρι το τέλος, την έκδοση του βιβλίου, στήριξε το όλο εγχείρημα ως μέρος της συστηματικής, συνεπούς και ανιδιοτελούς προσφοράς του στη Σχολή· με δύο λέξεις, στη διάρκεια της κοσμητορικής θητείας του μεταμόρφωσε τον χώρο της Φιλοσοφικής Σχολής από τον «τόπο αυτό που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει» (διατύπωση του Σεφέρη για την Ελλάδα, που έβρισκε το αντίστοιχό της σε εικόνες και καταστάσεις που ζήσαμε στη Σχολή στη διάρκεια της κρίσης) στο σημερινό φιλόξενο περιβάλλον όπου εργάζονται καλοδιάθετοι και δημιουργικοί άνθρωποι.
Δεν προτίθεμαι, στη συνέχεια αυτής της σύντομης ομιλίας, να σχολιάσω ειδικότερα τα κείμενα του τόμου ένα προς ένα. Θα αναπτύξω μία σειρά από σκέψεις μου γύρω από το ζήτημα της διάρκειας του έργου του Σεφέρη, θέτοντας ερωτήματα και δίνοντας απαντήσεις – βασικά μία απάντηση, που ως ένα σημείο προκλήθηκε από τα γόνιμα ερεθίσματα της ανάγνωσης των κειμένων του βιβλίου. Το κύριο ερώτημά μου είναι γιατί συνεχίζουμε να ασχολούμαστε εντατικά ή και εμμονικά με το έργο του Σεφέρη, σε απόσταση μεγαλύτερη του μισού αιώνα από τον θάνατό του; Ας παραβλέψουμε την αυτονόητη απάντηση, δηλαδή επειδή το έργο του θεωρείται σημαντικό μέγεθος του λογοτεχνικού μας κανόνα – με αυτή τη λογική ασχολούμαστε και θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε και με τα έργα του Σολωμού, του Κάλβου, του Παλαμά και του Σικελιανού. Επίσης, δεν ασχολούμαστε επειδή αναγνωρίζουμε την ιστορική σημασία του ή τον κομβικό ρόλο του για τον σχηματισμό μίας ρηξικέλευθης ποιητικής φόρμας και μίας νέας ποιητικής ευαισθησίας – αυτά είναι δεδομένα πράγματα, μα πλέον πολύ παλιά. Ούτε επειδή ορισμένοι ως και στις μέρες μας σκιαμαχούν με αδειανά πουκάμισα στο πεδίο της αντισεφερικής κριτικής (αρκετοί το έκαναν όσο ήδη ζούσε ο Σεφέρης, ακόμη κι όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ), με στόχο πλέον όχι αυτό καθεαυτό το σεφερικό έργο, αλλά τη συγκροτημένη σε θεσμικό πεδίο ελλαδική ακαδημαϊκή νεοελληνική φιλολογία, βασικός πυλώνας της οποίας στάθηκε η μελέτη και η έκδοση του έργου του Σεφέρη ύστερα από τον θάνατό του. Η απάντησή μου είναι ότι συνεχίζουμε να ασχολούμαστε εντατικά ή και εμμονικά με το έργο του Σεφέρη επειδή αντιλαμβανόμαστε πως αυτό έχει ανθεκτική διάρκεια στον χρόνο, πνευματική ζωντάνια, το σφρίγος ενός ζωντανού κειμενικού σώματος που αποτύπωσε την ταυτότητα μίας εποχής και του ανθρώπου που την έζησε, με τρόπο που μας συγκινεί και μας κάνει να στοχαζόμαστε.
Για να εξηγήσω πώς κατορθώνονται αυτά θα χρησιμοποιήσω μερικές φράσεις για τον Σεφέρη του αλησμόνητου δασκάλου μου Δ.Ν. Μαρωνίτη, διατυπωμένες το 1980, επειδή αποτιμούν συνολικά την αξία και τη σημασία του σεφερικού συγγραφικού έργου, όχι μόνο του ποιητικού: «Υπεύθυνον άνθρωπο, υπεύθυνο τεχνίτη και υπεύθυνο πολίτη τον θεώρησαν εξαρχής τον Σεφέρη. Αυτό που μπορούμε τώρα πια να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται και για σοφό άνθρωπο, σοφό τεχνίτη και σοφό πολίτη, αν στην έννοια της σοφίας δεν δώσουμε ένα σχολαστικό-ακαδημαϊκό νόημα, αλλά ένα νόημα βαθύτερο – ας πούμε ένα νόημα ωριμότητας που συμβαδίζει με την τέχνη, υποστηρίζει την τέχνη και υποστηρίζεται από την τέχνη».[2] Θα ξετυλίξω το νήμα αυτής της διαπίστωσης του Μαρωνίτη, όπως την αντιλαμβάνομαι, σημειώνοντας ότι, χάρη στην κριτική οξύνοιά του, την διατύπωσε σε απόσταση μίας μόλις δεκαετίας από τον θάνατο του Σεφέρη. Η διάρκεια, η ζωντάνια και το σφρίγος του σεφερικού έργου οφείλονται στον αξεδιάλυτο δεσμό των διαφόρων όψεών του, στην αντίληψή μας εντέλει ότι αυτό το έργο είναι ενιαίο και αδιαίρετο, χωρίς χάσματα ή σκιασμένες πλευρές, ο καθαρός καθρέφτης του ίδιου και απαράλλακτου πνευματικού ανθρώπου. Με άλλα λόγια, οι συστηματικοί τουλάχιστον αναγνώστες του τον Σεφέρη τον διαβάζουμε ως ποιητή (των επίσημων και των ανεπίσημων ποιημάτων του), ως δοκιμιογράφο (των μειζόνων «δοκιμών» του αλλά ακόμα και περιστασιακών σημειωμάτων του), ως ημερολογιογράφο (του προσωπικού και του πολιτικού ημερολογίου του), ως αλληλογράφο (της προσωπικής και της δημόσιας αλληλογραφίας του), ως διπλωμάτη (των υπηρεσιακών εγγράφων του), θα έλεγα ακόμα και ως φωτογράφο, με άλλα λόγια ως τον σοφό άνθρωπο της εποχής του που συγκρότησε και μας κληροδότησε ένα συγγραφικό έργο πολύ σημαντικό, ανεξάρτητα από τις επιμέρους όψεις του. Ύστερα από τον θάνατο του Σεφέρη και μέχρι σήμερα ήταν και παραμένει αγαθή τύχη ότι τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του τα διαχειρίστηκαν άνθρωποι που τον αγάπησαν, με σταθερή πεποίθηση ότι δεν έχουν λόγο να κρύψουν το παραμικρό. Και πράγματι, είναι η συνανάγνωση και συνεξέταση των διαφόρων όψεων του συγγραφικού έργου του δημόσιου και του ιδιωτικού Σεφέρη, του επίσημου και του ανεπίσημου, που τον αναδεικνύει σοφό ως τεχνίτη της ποίησης και του δοκιμίου, κι επίσης σοφό ως ενεργό πολίτη και καθολικά ως άνθρωπο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να λειτουργεί, τουλάχιστον για εμένα, ως καθοδηγητικό παράδειγμα επίγνωσης της ατομικής συνείδησης και της συλλογικής μας ταυτότητας. Αν δεχτούμε ότι όσοι ασχολούνται με την πολιτική είναι πολύ χρήσιμο να διαβάζουν τον ιστορικό ποιητή Καβάφη, αναρωτιέμαι ποια συγγραφική όψη του Σεφέρη μπορεί να αποκλειστεί προκειμένου να στοχαζόμαστε, διαβάζοντάς τον, ποιοι είμαστε, πώς σκεφτόμαστε και τι πράττουμε στη σημερινή Ελλάδα και τον σύγχρονο κόσμο;
Η βαθιά ριζωμένη στη γραμματειακή και πολιτισμική μνήμη ιστορική αίσθησή του, αναμετρημένη και με το ακανθώδες πολιτικοκοινωνικό παρόν των καιρών του και των τόπων του, τον οδήγησε στην εμπειρική γνώση ιδίως της ελληνικής αλλά και της διεθνούς πραγματικότητας ως κακοφορμισμένης πληγής, αλλά και στην υπέρβαση αυτής της αλγεινής γνώσης, χάρη στην ποιητική αναγωγή της ιστορικής αίσθησης, δια του μύθου, σε μία λυτρωτική διαχρονική αίσθηση της αντοχής μέσα στον χρόνο βασικών αξιών. Πρόκειται, βέβαια, για τις αξίες που κληροδότησε η ελληνική αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα και στον δυτικό πολιτισμένο κόσμο: τη διάρκεια του πολιτισμού τροφοδοτημένη από την αξία της πνευματικής παράδοσης, την ανθρωπιά, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία. Ο Σεφέρης, επίσης, τήρησε σταθερά και απαρέγκλιτα τον αξιακό κώδικά του, μέσα στις συμπληγάδες μίας αντίξοης δημόσιας και ενίοτε και ιδιωτικής πραγματικότητας· κι ο κώδικας αυτός του επέβαλε ένα απαραβίαστο ή αδέκαστο μέτρο αυστηρότητας και ιδιώτευσης – «Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι», όπως έγραψε στο ποίημά του «Ευριπίδης, Αθηναίος», αλλά συνάμα και δίκαιης, νηφάλιας κρίσης προσώπων, συμπεριφορών και καταστάσεων. Μερικές μόνο φορές, η πνευματική συγκρότησή του και ο αξιακός κώδικάς του τον οδήγησαν σε υπεροπτικές στάσεις έναντι κυρίως νεότερών του – «Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο», έγραψε πάλι ο ίδιος. Ο Σεφέρης δεν ήταν ούτε καιροσκόπος ούτε μηχανορράφος. Εύστοχα γράφει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στο περιλαμβανόμενο στο βιβλίο κείμενό του «Γιατί ο Σεφέρης σήμερα;»: «Πολλοί καλοθελητές αποδίδουν σήμερα μομφή στον ποιητή για την τόσο προσεκτική φροντίδα που έδειχνε ισοβίως για την τύχη του έργου του. Αν μην λησμονούμε πως αρκετοί σύγχρονοί μας επιδεικνύουν αναφανδόν ποικίλους ενοχλητικούς τρόπους για την προβολή και την υστεροφημία τους» (σ. 27) – με τα λόγια του Σεφέρη, «Κύριε, όχι μ’ αυτούς». Με δύο λόγια, ήταν ένας τίμιος άνθρωπος. Αυτό επαλήθευσα πρόσφατα, άλλη μία φορά, μελετώντας και ετοιμάζοντας για έκδοση το μικρό σώμα της αλληλογραφίας του με τον Έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Μιχαήλ Παπαδόπουλο, την περίοδο πριν από τη βράβευση με το Νόμπελ – η αλληλογραφία αυτή θα δημοσιευτεί την 1η Ιουλίου στο διαδικτυακό περιοδικό Χάρτης. Η αλήθεια αυτής της αλληλογραφίας είναι αναντίρρητη: ο Σεφέρης τήρησε απαρέγκλιτα τον αξιακό κώδικά του – σε μία επιστολή του γράφει ενδεικτικά: «Είμαι ανίκανος, μα ολωσδιόλου ανίκανος να προβάλω τον εαυτό μου – δεν υπάρχει βραβείο που να μπορεί να με κάνει ν’ αλλάξω». Η τιμιότητα, σε συνδυασμό με τη διορατικότητα και την πολιτική οξύνοιά του, στάθηκαν επίσης γνώμονας του τρόπου με τον οποίο υπηρέτησε την πατρίδα του ως διπλωμάτης, εκδηλώνοντας έτσι προς αυτήν την αγάπη του, ενώ παράλληλα έφερε το βάρος από το ισόβιο βίωμα του ανθρώπου που νιώθει πρόσφυγας, ψυχοσυναισθηματικά ξένος στον τόπο του, ανέστιος ανάμεσα σε ανθρώπους που οι περισσότεροί τους δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Όπως, τέλος, η πίστη στις αξίες του και η πολιτική του τόλμη τον έφεραν ευθέως αντιμέτωπο, με τα μνημειώδη τελευταία ποιήματα και τη δημόσια δήλωσή του, με τη δικτατορία των μικρόνοων συνταγματαρχών. Με λίγα λόγια, το συνολικό συγγραφικό έργο του Σεφέρη, φωτισμένο από την απόσταση του μισού αιώνα από τον θάνατό του, επαληθεύει τη διορατική διαπίστωση του Γ.Π. Σαββίδη, διατυπωμένη το 1963 στο γραπτό του «Γιατί αξίζει τον κόπο να διαβάζουμε Σεφέρη;» (την παραθέτει στο κείμενό του ο Δασκαλόπουλος): «[Επειδή ο Σεφέρης είναι] ένας από τους ελάχιστους εκείνους που, με την ιστορική τους συνείδηση και με την απόλυτη αφοσίωσή τους στην τέχνη του λόγου, μας βοηθούν και να αισθανθούμε ακριβέστερα, αλλά ιδίως να ζήσουμε και να πεθάνουμε ορθότερα, και ως ιδιώτες και ως πολίτες, και ως άνθρωποι και ως Έλληνες» (σ. 29-30).
Η δραματική αίσθηση της ιστορικής πραγματικότητας κι η λυτρωτική καταφυγή στον διαχρονικό μύθο, η γλωσσική καθαρότητα σε συνδυασμό με τον κουβεντιαστό τόνο μίας οικείας φωνής, η μεταφορική ευρηματικότητα, η εικονιστική ενάργεια, το αυστηρά φιλτραρισμένο συναίσθημα που κρατά αποστάσεις από τον συναισθηματισμό, ο βαθιά κατασταλαγμένος στο βίωμα και στα πάθη του σώματος στοχασμός συναρθρώνουν το οργανικό σώμα της σεφερικής ποίησης. Στο κείμενό μου «Ο Σεφέρης ως εστία ποιητικού διαλόγου: Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες;» (σ. 171-182) παρουσίασα στοιχεία της διάρκειας του ποιητικού έργου του παραθέτοντας και σχολιάζοντας μερικά σεφερογενή, νομίζω εύγλωττα ως τέτοια, ποιήματά μου, κυρίως σοβαρές παρωδίες. Θα κλείσω αυτή την ομιλία παραθέτοντας ένα ακόμη σύντομο ποίημά μου, από το ανέκδοτο βιβλίο Κομμάτια, όπου η οφειλή στη σεφερική ποίηση είναι πιο υπογειωμένη, γι’ αυτό, όμως, και περισσότερο ισχυρή:
(Alexandra Streliski, The hills)
Είναι πια αργά να γυρίσεις εδώ.
Μια εντάφια στάμνα, σπασμένη,
μην γυρίσεις να την πάρεις.
Σκόρπισε η στάχτη της
σ’ άγονη θάλασσα.
Έτσι τρυγάει κι ο καιρός
ρόγα τη ρόγα το φρυγμένο αμπέλι.
Το εκκύκλημα άρχισε να σ’ ανυψώνει:
ο αέρας, οι λόφοι, ο ουρανός,
όλα άφθαρτα.
[1] Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου, Αθήνα, Κεντρικό Κτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών, 7 Ιουνίου 2024.
[2] Οι σκέψεις του Μαρωνίτη έχουν ειπωθεί και περιέχονται στο ντοκιμαντέρ «80 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σεφέρη», Σύμβουλος εκπομπής: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Τηλεοπτική παραγωγή: Γιώργος Σγουράκης, Διεύθυνση παραγωγής: Ηρώ Σγουράκη, Σκηνοθεσία: Γιώργος Καριπίδης, 1980, απόσπασμα, 50΄12΄΄-50΄ 40΄΄. Βλ. https://www.youtube.com/watch?v=J0PVElaQV4I (ημερομηνία επίσκεψης: 8 Ιουνίου 2024).