Το Δουργούτι των προσφύγων: Η ανάδυση ενός τόπου μνήμης (της Ζέτας Παπανδρέου)

0
357
Μαγική πόλη, η ταινία

 

της Ζέτας Παπανδρέου (*)

Στο βιβλίο του Παντελή Αραπίνη, Το Δουργούτι των προσφύγων. «Η πόλη των παρτιζάνων». Το πρόσωπο μιας χαμένης πολιτείας, καθρεφτίζονται πολλές ετερόκλητες μνήμες. Με δυνατή αφήγηση και σπάνια αμεσότητα στον λόγο, ο συγγραφέας μάς γνωρίζει την προσφυγική, την ταξική, την οικογενειακή μνήμη μιας συνοικίας που ήταν γνωστή από το μπλόκο του Δουργουτίου (9 Αυγούστου 1944) και την εκτέλεση των αντιστασιακών από τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Σε περιορισμένη έκταση είχαμε γνωρίσει το Δουργούτι και το ιστορικό παρελθόν του, αφενός, από τις μελέτες του Ιάσονα Χανδρινού και, αφετέρου, πρόσφατα, στο βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, Οι δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής (Αλεξάνδρεια, 2023). Ο Γιώργος Κώτσου συνέβαλε σε μια γενναιόδωρη αισθητικά έκδοση, είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που το πλούσιο φωτογραφικό υλικό συνομιλεί με το κείμενο του Παντελή Αραπίνη.

Ο πολιτισμικός γεωγράφος Kenneth Foote, μελετώντας τόπους μνήμης επίμαχων και τραυματικών ιστορικών γεγονότων στις ΗΠΑ, προχωράει σε ένα σχήμα τεσσάρων κατηγοριών με βάση τους μετασχηματισμούς που συντελέστηκαν στη μελέτη περιπτώσεων που εξέτασε. Πρώτη περίπτωση: σε θεσμικό επίπεδο ένας τόπος μπορεί να καταχωρηθεί άμεσα (επίσημη ιεροποίηση) ή, δεύτερη περίπτωση: με το πέρασμα του χρόνου ως τόπος μνήμης (σταδιακή κατοχύρωση σε καθαγιασμένο τόπο μνήμης), τρίτη περίπτωση: να γίνει αποκατάσταση σε κατεστραμμένα σπίτια, να απομακρυνθεί ό,τι θυμίζει τα τραυματικά γεγονότα, ο τόπος να λειτουργήσει όπως πριν τα βίαια γεγονότα (αποκατάσταση και επαναλειτουργία) και, τέταρτη περίπτωση: «να εξαλειφθεί, να καταστραφεί ολοσχερώς, χωρίς να γίνει καμιά προσπάθεια αποκατάστασης των κτηρίων στην αρχική μορφή τους και χωρίς να αφεθεί κανένα δημόσιο ίχνος του συμβάντος» (εξάλειψη).[1] Στο Δουργούτι, εκτός από τις πολυκατοικίες, δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει την προσφυγική συνοικία.

Ήρθε το βιβλίο του Αραπίνη, με τον υπότιτλο Το πρόσωπο μιας χαμένης πολιτείας, να δώσει με γλαφυρότητα την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική διαμόρφωση των δύο προσφυγικών κοινοτήτων, των Αρμένιων και των Μικρασιατών: «Οι περισσότεροι Έλληνες του συνοικισμού ήταν τουρκόφωνοι, όπως και οι περισσότεροι Αρμένιοι, και η βασική γλώσσα συνεννόησης ήταν τα τούρκικα. Η μουσική και τα τραγούδια, η κατανάλωση παστουρμά, καβουρμά, […] τα κοινά φαγητά Ποντίων και Αρμενίων, δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε οι πρόσφυγες του συνοικισμού να αισθάνονται ότι τους συνέχουν πολλά στοιχεία που τους διαχώριζαν από τους γηγενείς κατοίκους της πρωτεύουσας» (σ. 70-71).

Σε πολλούς προσφυγικούς οικισμούς «η απόκτηση κατοικίας αντιπροσώπευε για τους ξεριζωμένους πληθυσμούς, που εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο στη νέα πατρίδα. Η στέγασή τους διευκόλυνε σε σημαντικό βαθμό την προσαρμογή και ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία υποδοχής, διότι τους παρείχε το αίσθημα της ασφάλειας και της μονιμότητας». Επιπλέον, συνέβαλε «στη συγκρότηση της γειτονιάς και στη συνέχιση των πολιτισμικών αξιών στον χώρο της εγκατάστασης, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις εμπόδισε τη μετατροπή των υποβαθμισμένων προσφυγικών συνοικιών σε γκέτο».[2]

Το 1914 εγκαταστάθηκαν στο Δουργούτι οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στις γειτονιές του περισσότερες αρμένικες οικογένειες, αλλά και Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Το καλοκαίρι του 1923 έμεναν στον συνοικισμό περίπου 5.000 πρόσφυγες. Στην αρχή αντίσκηνα, στη συνέχεια πρόχειρες κατασκευές, ισόγειες ή διώροφες παράγκες, στέγαζαν τους κατατρεγμένους ανθρώπους.

«Στην αρχή εγκατέστησαν τους πρόσφυγες σε αντίσκηνα. Τα διαπερνούσε όμως το νερό της βροχής και το κρύο, γι’ αυτό οι πρώτοι οικιστές άρχισαν να φτιάχνουν μικρές αυτοσχέδιες παράγκες. “Με τον καιρό μέσα απ’ τα αντίσκηνα φτιάξανε πλίθρες και χτίσανε τοίχους και μετά βγάλανε τα αντίσκηνα κι από μέσα βγήκανε οι παράγκες”» (Μπερτς Κουγιουμτζιάν, συνέντευξη στον Παντελή Αραπίνη, σ. 19-20). «Βρίσκανε και κουβαλούσαν παλιόξυλα και τενεκέδες συνήθως σκουριασμένους, καθώς και ποικίλα υλικά που ανέσυραν από σωρούς σκουπιδιών και από τα φερτά υλικά του ποταμιού του Μπραχαμιού και του Βουρλοπόταμου. Η στήριξη της παράγκας γινόταν με ξύλινες δοκούς μπηγμένες στο έδαφος και οι τοίχοι ήταν πλίνθινοι ή από “μπαγλαντί”. […] Οι στέγες ήταν από τενεκέδες και πισσόχαρτο για να μην τις διαπερνά η βροχή. Συχνά όμως οι γάτες σκαρφάλωναν και έσκιζαν το πισσόχαρτο, […] με αποτέλεσμα τον χειμώνα να δημιουργούν πρόβλημα τα νερά της βροχής. Έπρεπε τότε να τοποθετούν στο κατάλληλο σημείο δοχεία και να τα αδειάζουν συνεχώς» (σ. 20). Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες, οι συνθήκες υγιεινής εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Το 1935, μετά από πρωτοβουλία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, δίνονται σε κατοίκους διαμερίσματα σε οκτώ πολυκατοικίες σε ρυθμό Bauhaus που κατασκευάστηκαν στο Δουργούτι. Εγκαταστάθηκαν κάτοικοι σε 237 διαμερίσματα με δύο δωμάτια, εσωτερική τουαλέτα και ηλεκτρικό ρεύμα.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, το γεγονός ότι στο Δουργούτι, τον σημερινό Νέο Κόσμο, το κράτος έστελνε τους πρόσφυγες που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για αποκατάσταση από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) –όπως στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, στην Κοκκινιά– απαντά στο γιατί το Δουργούτι ήταν μια εξαιρετικά υποβαθμισμένη προσφυγική συνοικία. «Ο Σιμπάτ Μπαλιάν έμενε με τους γονείς του στα Λιπάσματα. Στον βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου 1944 αναγκάζεται να πάει στην Κοκκινιά. Το 1948 η οικογένεια μετακόμισε στο Δουργούτι. Συγκρίνοντας την κατάσταση στην Κοκκινιά με εκείνη του Δουργουτίου, έλεγε “φύγαμε από τον πολιτισμό και πήγαμε στους τενεκέδες”» (σ. 67).

Ο πρόσφυγας είναι αντικείμενο κοινωνικής βίας και στον τόπο από τον οποίο έρχεται και στον τόπο όπου καταλήγει.[3] «Σε μεγάλο μέρος τους, οι κάτοικοι του συνοικισμού ανήκαν στον κόσμο της επισφάλειας, δουλεύοντας εποχικά στις οικοδομές, στα συνεργεία ή ευκαιριακά σαν χαμάληδες και πλανόδιοι μικροπωλητές συνήθως χωρίς άδεια». Ο εκδότης του περιοδικού Αρμενικά, Μάικ Τσιλιγκιριάν, του οποίου η οικογένεια έμενε στο Δουργούτι, αφηγήθηκε στον Παντελή Αραπίνη: «Εμείς καταλάβαμε τον ρατσισμό όταν μετά το γκρέμισμα των παραγκών μετακομίσαμε στο Παλαιό Φάληρο. Εκεί ο μπακάλης έδιωχνε τη μητέρα μου από το μαγαζί επειδή ήταν Αρμένισσα» (σ. 71).

Είναι γνωστό ότι οι πρόσφυγες σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο –όχι μόνο στην Ελλάδα– μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 αντιμετωπίζονται ως «απόβλητοι» ή οι «άλλοι» που δεν ανήκουν στον τόπο που η ζωή τούς έφερε. «Το συλλογικό τραύμα, οι αφηγήσεις περασμένων τραυμάτων αποτελούν ισχυρό συνδετικό κρίκο μεταξύ των παθόντων σε βάθος αρκετών γενεών». Σύμφωνα με την Τατά Αρσέλ, η προσφυγική εμπειρία συνιστά τραύμα που συνδέεται τόσο με τη διαταραχή στη διάσταση της ταυτότητας όσο και με καθαρά ρεαλιστικά ζητήματα, όπως η μη ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών.[4]

Κάθε κοινότητα γίνεται αντιληπτή ως μια ομάδα προσώπων με κοινή κουλτούρα και την αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια ομάδα. Παρόλα αυτά, η ταυτότητα δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση, αλλά μάλλον μια διαδικασία. Η χρήση της γλώσσας αποτελεί, επίσης, μια σαφή συνθήκη που έχει ως αποτέλεσμα την ένταξη ή μη των προσφύγων στον νέο τόπο της εγκατάστασής τους. Στο πλαίσιο της πολιτισμικής αφομοίωσης και της υιοθέτησης εκ μέρους των προσφύγων νοητικών εργαλείων και πολιτισμικών προτύπων της κοινωνίας υποδοχής, χρειάστηκε να επιτευχθεί η εκμάθηση των ελληνικών. Στο πλαίσιο της πιο γρήγορης ένταξής τους, της συνθήκης του επιπολιτισμού (acculturation), «τα πρώτα χρόνια της έλευσής τους στον συνοικισμό αρκετοί πρόσφυγες αποφάσιζαν να ελληνοποιήσουν τα επίθετά τους. Αυτό γινότανε χωρίς να συνεννοηθούν οι οικογένειες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα αδέρφια να έχουν τελικά διαφορετικά επίθετα. […] Ο πατέρας λεγόταν Πρόδρομος τα παιδιά του έκαναν το επίθετό τους Προδρομίδης» (σ. 25).

Είδα πρόσφατα την έκθεση Αστυγραφίες στην Εθνική Πινακοθήκη. Με γοητευτική αμεσότητα, πίνακες (ελαιογραφίες – υδατογραφίες), φωτογραφίες και αποσπάσματα από ταινίες έδιναν τη διάσταση της ζωής, κυρίως της Αθήνας, στις δεκαετίες 1950, 1960, 1970. Αντίστοιχα, το βιβλίο του Παντελή Αραπίνη γράφει τη μνήμη, όχι μόνο της «χαμένης του πολιτείας» αλλά και της Αθήνας ευρύτερα, με μαρτυρίες, αρχειακό υλικό και φωτογραφίες.

Θα δώσω κάποια παραδείγματα. Ακόμη και για τις περιπτώσεις που έχουμε εικόνα του πώς ήταν το Δουργούτι, π.χ. στην ταινία Μαγική πόλη του Κούνδουρου (1954), έρχεται ο Αραπίνης που, μιλώντας για την καθημερινότητα εκεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και εξέχουσες προσωπικότητες που έζησαν στο Δουργούτι, δίνει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον σημαντικό διανοούμενο Άρη Αλεξάνδρου και συμπληρώνει το παρασκήνιο του γυρίσματος της ταινίας. «Στον Αλεξάνδρου οφείλεται η επιλογή του Δουργουτίου σαν σκηνικού για τη γνωστή ταινία […] με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν στα δύσκολα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια της δεκαετίας του 1950. Το 1953, μετά από 4 χρόνια εξορίας στη Μακρόνησο, ο Νίκος Κούνδουρος μετέφερε ένα μήνυμα του συγκρατούμενού του συγγραφέα Άρη Αλεξάνδρου, που έπρεπε να το παραδώσει στη μητέρα του, κάτοικο Δουργουτίου: “Δεν βρήκα τον άνθρωπο που αναζητούσα. Βρήκα όμως το Δουργούτι”» (σ. 166).

Άλλο παράδειγμα. Έδωσε τον κόσμο της αρμένικης κοινότητας που ουσιαστικά απουσιάζει από τα ιστορικά αφηγήματα. Έναν κόσμο που με ευστροφία μπήκε στο εμπόριο. Αναφέρει ο Αραπίνης πως υπήρχε ένας άγραφος νόμος στο Δουργούτι, που τον υπενθύμιζαν συνεχώς και στα μικρά παιδιά, ότι το χειρότερο ελάττωμα στον άνθρωπο είναι η τεμπελιά. Ήταν αδιανόητο για τους μεγάλους έστω και για μια ημέρα να είναι άπραγοι και τα παιδιά, όταν έκλεινε το σχολείο, ήταν αυτονόητο ότι θα δούλευαν προκειμένου να ενισχύσουν την οικονομική κατάσταση της οικογένειας (σ. 39).

«Το σουβλάκι στην Αθήνα το έκαναν γνωστό από τη δεκαετία του 1920 οι Αρμένηδες του Δουργουτίου. […] Στην αρχή οι Αθηναίοι του κέντρου, που δεν γνώριζαν το κεμπάπ, ήταν επιφυλακτικοί. Ο Θανάσης Γκόλας θυμάται ότι “βγαίναμε στους δρόμους για να πουλήσουμε ένα σουβλάκι στους οδηγούς των διερχόμενων αυτοκινήτων και στους επιβάτες τους για να εισπράξουμε μερικές δραχμές”. Οι πελάτες αρχικά ήταν λιγοστοί. Τότε ο Σάββας Ατζεμιάν είχε την ιδέα να προσφέρει δωρεάν κεμπάπ στους εργάτες της αγοράς. Το δώρο έγινε ανάρπαστο και γρήγορα όσοι το είχαν δοκιμάσει πήγαιναν και αγόραζαν» (σ. 58).

Τρίτο παράδειγμα. Στον τίτλο του βιβλίου διαβάζουμε Το Δουργούτι των προσφύγων. «Η πόλη των παρτιζάνων». Οι Έλληνες Μικρασιάτες και οι Αρμένηδες με μαχητικότητα πήραν μέρος στην αντίσταση. Γίνεται εμφανές πώς οι ευρύτερες λαϊκές τάξεις στήριξαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Στο βιβλίο με γλαφυρό τρόπο περιγράφονται σαμποτάζ από μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε γερμανικά αεροπλάνα στην Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου της περιοχής.

Τα μπλόκα στην ουσία ήταν προσπάθεια για ανακατάληψη περιοχών που ήλεγχε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Στο Δουργούτι πολλοί Αρμένιοι έχουν ενταχθεί στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ. Ο Αραπίνης αναρωτιέται και εξετάζει τις διαφορετικές εκδοχές απαντήσεων στο ερώτημα που θέτει «γιατί δεν εφαρμόστηκε σχέδιο υπεράσπισης του Δουργουτίου στο μπλόκο του Αυγούστου 1944;» Και ταυτόχρονα με μαεστρία ξετυλίγει το αρχειακό υλικό του και τις προφορικές μαρτυρίες, προκειμένου να περιγράψει με απτό τρόπο την τρομοκρατία και την κατάφωρη βία από Γερμανούς και Έλληνες καταδότες (σ. 262) –τους «“τσουβαλάδες” οι οποίοι ήταν κουκουλωμένοι με ένα σακί μέχρι τη μέση και τους “μασκοφόρους” οι οποίοι φορούσαν μάσκα»– που έλαβαν χώρα στις 9 Αυγούστου 1944 στη συνοικία. Οι μαζικές σφαγές και τα αντίποινα κλιμακώθηκαν από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943. Το Δίστομο, τόπος μαρτυρικός εξαιτίας της μαζικής σφαγής αμάχων από τα ναζιστικά στρατεύματα (10 Ιουνίου 1944) έχει σοκάρει το πανελλήνιο, γι’ αυτό –όπως διαβάζουμε στο βιβλίο– δύο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944, ο καπετάνιος του 2ου Συντάγματος Ορέστης Μακρής αναφέρεται στο μπλόκο του Δουργουτίου με τη φράση «Μπλόκο στο Δουργούτι – Φάρο – Κατσιπόδι. Το “Δίστομο της Αθήνας”» (σ. 303). Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι όπως στα αντίποινα και τις μαζικές σφαγές, κατά τον ίδιο τρόπο μετά τα μπλόκα έχουμε ενδείξεις «διαιρεμένης μνήμης», δηλαδή κάποιοι κάτοικοι επιρρίπτουν ευθύνες στους αντάρτες για τις μαζικές εκτελέσεις. Διαβάζουμε σε μαρτυρία του Βαγγέλη Ντερμιντζόγλου: «μετά τον αντιπερισπασμό γυρίσαμε στο Δουργούτι. Μας κυνηγήσανε οι γυναίκες. Φύγαμε κακήν κακώς».

Η κριτική Ιστορία μάς βοηθά να «θυμηθούμε» το παρελθόν απελευθερωμένοι από τις «αγκυλωμένες» ερμηνείες και προσεγγίσεις του. Η συμβολή της δουλειάς του Παντελή Αραπίνη είναι εξαιρετικά σημαντική. Απέχει από μια νοσταλγική προσέγγιση της μνήμης που συνεπάγεται εξιδανίκευση –άρα παραμόρφωση– του παρελθόντος.[5] Η ενεργοποίηση της μνήμης στο βιβλίο του έχει πρόσημο την πολυπρισματική ιστορική κατανόηση. Ο Carretero προσδιορίζει «τρία νοήματα της ιστορίας: την ακαδημαϊκή, τη σχολική, την καθημερινή ιστορία». Ο Αραπίνης, με υποδειγματικό τρόπο, μας δίνει την άκρη του νήματος ώστε να ξετυλίξουμε το κουβάρι με όλες τις πολυπλοκότητες της καθημερινής ιστορίας στη «χαμένη πολιτεία» του. Καθιστά πολύτιμη τη δουλειά του το γεγονός ότι δίνει άπλετο χώρο για την έκφραση εναλλακτικών μνημών, δημιουργεί μια συνθήκη αντιμνήμης με πρωταγωνιστές τους Αρμένιους και τις Αρμένισσες που η φωνή τους απουσίαζε από την ελληνική ιστοριογραφία.

Ο Τοντόροφ εστιάζει στη στάση των απογόνων των θυμάτων που αρνείται να καθηλωθεί στις συνέπειες του τραυματικού γεγονότος (κυριολεκτική μνήμη), απεγκλωβίζεται από την ανατροφοδότηση ενός αέναου πένθους και από τη θυματοποίηση και αφήνει το περιθώριο για την επεξεργασία του τραυματικού παρελθόντος σε ένα πλαίσιο που αφορά ανανοηματοδοτήσεις και κινητοποιήσεις στο παρόν (παραδειγματική μνήμη). Η παραδειγματική μνήμη κινητοποιεί τον Αραπίνη να αντιδράσει για τη μαρμάρινη πλάκα –χωρίς ονόματα των θυμάτων– «που η δημοτική αρχή τοποθέτησε στην πλατεία Καλαβρύτων προκειμένου να τιμηθούν οι νεκροί στο μπλόκο Δουργουτίου». Είναι εκείνος που μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου του είχε την έμπνευση για τη δημιουργία ενός κινητού «Μνημείου Προσφυγικής Κατοίκησης Δουργουτίου».

Η τέχνη είναι ο καταλύτης στο να αφουγκραστούμε ετερόκλητες εκκλήσεις για μνήμη, οι οποίες απευθύνονται στο κοινό με εξόχως κινηματικό τρόπο. Σε αυτή τη βάση έχουν ενδιαφέρον τα αντισυμβατικά μνημεία –το «Μνημείο των γκρι λεωφορείων» στη Γερμανία και το «Μνημείο Προσφυγικής Κατοίκησης Δουργουτίου»– τα οποία έχουν ως άξονα την αυτό-κίνηση και ως στόχο να λειτουργήσουν καταλυτικά, προκειμένου δήμοι και κοινότητες να αναμετρηθούν με «δύσκολες» μνήμες. Η μνήμη σε αυτή την περίπτωση αποκτά δυναμική, αυτονομείται από το κινητό μνημείο. Στο «Μνημείο των γκρι λεωφορείων», «το βάρος της μνήμης πετιέται πίσω στα πόδια της πόλης»[6] και αιφνιδιάζει συναισθηματικά και διανοητικά τους περαστικούς, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ιστορικές συζητήσεις σε δημόσιους χώρους. Η υποδοχή του κινητού μνημείου σε κάθε δήμο, οι εκδηλώσεις που οργανώνονται, ο χρόνος παραμονής του σε κάθε κοινότητα, αντικατοπτρίζουν τον βαθμό πρόθεσης που έχουν οι θεσμικοί φορείς αλλά και οι κάτοικοι να οικειοποιηθούν / να αντιμετωπίσουν το βάρος αυτής της τρομακτικής μνήμης.

Στο υπό κατασκευή «Μνημείο Προσφυγικής Κατοίκησης Δουργουτίου», ο συγγραφέας Παντελής Αραπίνης και μια πολυπληθής ομάδα, μέλη της οποίας είναι αρχιτέκτονες/ισσες, παλιοί και νέοι κάτοικοι του συνοικισμού, φοιτητές/τριες σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, ιστορικοί και πολίτες ευαισθητοποιημένοι στην ιστορία του προσφυγικού Δουργουτίου, ξεκίνησαν την κατασκευή σε κλίμακα 1:3 εμβληματικής διώροφης παράγκας του συνοικισμού.[7]

Πρόθεση της ομάδας είναι η «παράγκα μνήμης» να ταξιδεύει στην Ελλάδα, να εγκαθίσταται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε προσφυγικές ή μη γειτονιές. Το κινητό αυτό μνημείο θα λειτουργήσει ως πόλος συζητήσεων για την ιστορία του Δουργουτίου και, ταυτόχρονα, όπου εγκαθίσταται προσωρινά θα δίνει το έναυσμα για τη γνωριμία και με άλλες περιπτώσεις προσφυγικών οικισμών. Ασφαλώς, το ίδιο το κέλυφος έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Παράλληλα, ενδεχομένως στο εσωτερικό της παράγκας, θα λειτουργεί έκθεση που θα αποδίδει τις συνθήκες διαβίωσης των ενοίκων προσφυγικών κατοικιών. «Η μητέρα μου μας έστρωνε τρία στρώματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Εγώ κι ο Ζιράιρ κοιμόμαστε στο ένα στρώμα, οι γονείς μου στο κρεβάτι τους. Κάθε πρωί η μητέρα δίπλωνε τα στρώματα, τα σεντόνια, τα παπλώματα και τα μαξιλάρια και τα στοίβαζε σε μια γωνιά. Φυσικά τύχαινε καμιά βραδιά, κάποιο από τα παιδιά να έβρεχε το κρεβάτι του. Το λούσιμό μας γινόταν κι αυτό στην κουζίνα μας, μέσα σε μια μεγάλη σκάφη. Οι γονείς μου λούζονταν αργά το βράδυ. Η παράγκα μας ήταν όλα κι όλα ένα δωμάτιο που μεταμορφωνόταν ανάλογα σε τραπεζαρία, υπνοδωμάτιο, κουζίνα ή μπάνιο. […] Όταν έγινα 13 ετών κουβαλούσα εγώ αντί για τη μάνα μου το νερό στο σπίτι…» (σ. 27-28).

Επιπλέον, εκτός από την ανασυγκρότηση της τοπικής ιστορίας με εκθέσεις φωτογραφιών και αρχειακού υλικού, είναι πιθανό η «παράγκα μνήμης» να λειτουργήσει ως έναυσμα για συζητήσεις που αφορούν προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Τα μαζικά κύματα της παγκόσμιας μετανάστευσης και των προσφυγικών ροών δημιουργούν επίμαχα ζητήματα υποδοχής, σχηματισμού ταυτότητας και προσαρμογής των ανθρώπων που αφήνουν πίσω τις πατρίδες τους.

Η «καθημερινή ιστορία» που γοητευτικά ξετυλίχθηκε στο βιβλίο Το Δουργούτι των προσφύγων. «Η πόλη των παρτιζάνων». Το πρόσωπο μιας χαμένης πολιτείας εξελίσσεται σε καλλιτεχνικό ακτιβισμό. Η αξία της δουλειάς του Παντελή Αραπίνη για το Δουργούτι θα μας δώσει κι άλλες όψεις. Ανυπομονούμε.

 

* Η Ζέτα Παπανδρέου είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας και μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΕΜΠ.

 

 

Παντελής Αραπίνης, Το Δουργούτι των προσφύγων – «Η πόλη των παρτιζάνων», Το πρόσωπο μιας χαμένης πολιτείας, Εκδόσεις Ιδιομορφή, Σπάρτη 2023

 

 

 

 

 

[1] Christopher J. Hewer – Evanthia Lyons (επιμ.), Πολιτική Ψυχολογία. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Ν. Μποζατζής, Τ. Ιατρίδης, Κ. Πετκανοπούλου, Α. Σαπουντζής, Λ. Φίγγου, Ξ. Χρυσοχόου, Πεδίο, Αθήνα 2024, σ. 304.

[2] Έλσα Κοντογιώργη, «Προσφυγικό ζήτημα. Η αποκατάσταση 1922-1930», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (σχεδιασμός – διεύθυνση έκδοσης), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, 7ος τόμος: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940. Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 112. Κομβικό ζήτημα στην κοινωνιολογία της μετανάστευσης αποτελεί η ενσωμάτωση των μεταναστών (κατ’ επέκταση και των προσφύγων) στην κοινωνία που τους υποδέχεται. Η «αφομοίωση» στάθηκε ζωτικής σημασίας έννοια σχετικά με τον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν τα μεγάλα κύματα των μεταναστών και των απογόνων τους στο διάστημα 1880-1920 και θεωρούνταν συνώνυμη με την πρόβλεψη ότι οι διαδοχικές ομάδες μεταναστών θα υιοθετούσαν γραμμικά και μη αναστρέψιμα τους πολιτισμικούς σταθερότυπους της κυρίαρχης ομάδας στην κοινωνία υποδοχής. Σχετικά με ζητήματα όπως: α) με ποιους τρόπους θεωρήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα ότι θα υλοποιηθεί ο επιπολιτισμός των μεταναστών, β) ποια ήταν η μετέπειτα κριτική ματιά στην κανονιστική θεωρία της «αφομοίωσης», γ) ποιες μορφές πήρε η ανάπτυξη των πολυπολιτισμικών πολιτικών ένταξης στις δεκαετίες 1980-1990, βλ. Περικλής Παπανδρέου, Παιδιά της μετανάστευσης στην Αθήνα. Η πολιτική του ανήκειν και οι σκοτεινές πλευρές της προσαρμογής, Νήσος, Αθήνα 2013.

[3] Λίμπυ Τατά Αρσέλ, Με τον διωγμό στην ψυχή. Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενιές, Κέδρος, Αθήνα 2014, σ. 103.

[4] Ό.π., σ. 56, 72 και 73.

[5] Charles S. Maier, «A Surfeit of Memory? Reflections on History, Melancholy and Denial», History and Memory: Studies in the Representation of the Past, 5.2 (1993), στο: Jeffrey Blustein, The Moral Demands of Memory, ό.π., σ. 17.

[6] James E. Young, «The Counter Monument: Memory against itself in Germany Today», Critical Inquiry,18.2 (1992), σ. 267-296, σ. 277, όπως αναφέρεται στο Ευγενία Αλεξάκη, «Η μνήμη της “ανάξιας ζωής”. Tiergartenstrabe 4 – Μνημεία για τα θύματα της ναζιστικής “ευθανασίας”», στο Γιώργος Κόκκινος – Έλλη Λεμονίδου (επιμ.), Εγκλεισμοί και Ιστορία, Πεδίο, Αθήνα 2024, σ. 320.

[7] Η πρώτη μελέτη έγινε από τον μηχανικό Εμμανουήλ Μακρή με βάση τις μαρτυρίες παλαιών κατοίκων του συνοικισμού. Κάποια από τα μέλη της πολυπληθούς ομάδας είναι οι Παντελής Αραπίνης, Παναγιώτης Λιανός, Ευγενία Μιχαλοπούλου, Νίκος Μπελαβίλας, Τάσης Παπαϊωάννου, Σταύρος Σταυρίδης, Κάλια Φυσαράκη, Ζέτα Παπανδρέου.

Προηγούμενο άρθροΠεριδιάβαση στο στοχαστικό σύμπαν του Καζαντζάκη με τον τρόπο του Ραπτόπουλου (του Θανάση Αγάθου)
Επόμενο άρθροΗ διάρκεια του έργου του Σεφέρη: Ερωτήματα και απαντήσεις (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ