της Έφης Κατσουρού (*)
Είναι στα αλήθεια η μνήμη η πιο στέρεη ύλη της ποίησης – μια εμπειρία σμιλευμένη από το χρόνο και χωνεμένη τόσο καλά από την ύπαρξη που το πραγματικό και το φανταστικό συμπράττουν ερωτικά και αποδίδονται σε ένα σώμα τόσο υλικό και αέρινο συνάμα. Είναι το τοπίο μέσα στο οποίο μπορούμε να μιλάμε για την σύντηξη του χρόνου, την επανακατοίκησή του, την διεύρυνση ακόμη και την ανακατασκευή του. Μία οδός απόλυτα ιδιωτική με χαράξεις ελεύθερες για τον καθένα και σταθερά μοναδική την παιδική ηλικία, όσο ευθεία ή καμπύλη και αν εκτείνεται, πάντοτε, διέρχεται επαναληπτικά από εκείνα τα μικρά πλατώματα της αχειροποιήτης αθωότητας. Πολλοί ποιητές, με διαφορετικές καταβολές, εμπειρίες, προβληματισμούς και σε διάφορες χρονικότητες, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, έχουν εκφράσει μία κοινή και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια: ότι η μόνη πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Σε μία τέτοια μνήμη-πατρίδα των ακατέργαστων αισθημάτων της παιδικής ηλικίας και της πρώτης νεότητας επιστρέφει και ο Γιάννης Τζανετάκης στην πρόσφατα εκδοθείσα ποιητική του συλλογή Μετά από μένα, και εκκινώντας από αυτό το σημείο συνθέτει και οργανώνει τον δικό του προσωπικό χώρο της μνήμης, ο οποίος ανοίγεται στον αναγνώστη σαν φωτογραφικό άλμπουμ αισθημάτων και αισθήσεων -μία ιδιωτική αναστήλωση της αθωότητας που αποκτά χαρακτήρα συλλογικό και χώρο διευρυμένης κατοίκησης όταν τοποθετείται χρονικά και χωρικά, κάποιο καλοκαίρι της δεκαετίας του 60 σε κάποια παραλιακή κωμόπολη, που για τον ποιητή μας τυγχάνει να λέγεται Μεθώνη [Θέρος το αλάτι / πάνω σου // π’ άσπριζε στη Μεθώνη // την πλάτη / όπως έλιαζες // με τ’ άδετο κορδόνι, «Το αλάτι πάνω σου»]. Το γεγονός ότι επιλέγει να τοποθετήσει τη μνήμη χωρικά και χρονικά και να μην δημιουργήσει ένα ασαφές αλλά ένα συγκεκριμένο μνημονικό τοπίο, δημιουργεί τις αναμονές εκείνες που βοηθούν τον αναγνώστη να γαντζωθεί πάνω στο στίχο, να τον οικειοποιηθεί και να κατασκευάσει πολύ άμεσα συγκειμενικές αναφορές και τις προσωπικές του συν-εικόνες.
Η σύνθεση των ποιημάτων δουλεύεται σε τρεις ενότητες με τίτλους «Με πάνω τους το χνούδι», «Άδεια ακρογιαλιά» και «Δίχως εσένα» πάνω στις οποίες οικοδομείται σπονδυλωτά η μεγάλη εικόνα μίας υπαρξιακής αναδρομής. Το ποιητικό υποκείμενο εγκλωβίζει στο κλείστρο του ποιητικού του φακού χρώματα, υφές και εντάσεις αισθήσεων που κατασκευάζουν μικρές αφαιρετικές αφηγήσεις αδρότητας της νιότης. Μέσα από αυτά τα θραύσματα του χρόνου που άλλοτε εστιάζουν στο αίσθημα και άλλοτε στο ερέθισμα, άλλοτε στο προσωπικό και άλλοτε στο συλλογικό βίωμα της εποχής του (σε ένα εθιμικό που χάνεται ή έχει χαθεί ανεπιστρεπτί), δομείται η ιστορία, μια ιστορία, τόσο ιδιωτική όσο και κοινόχρηστη, δυνητικά κατοικήσιμη από τον κάθε ένα αναγνώστη – η μεγάλη αφήγηση της σάρκας που εξασθενεί, της ύπαρξης που θρηνεί για την απώλεια (του πρότερου εαυτού και του άλλου/αγαπημένου προσώπου) μέσα στον αταλάντευτο ρυθμό του χρόνου. Η εξελικτική αυτή πορεία αλλοιώνει τα χρώματα των αποτυπωμάτων μέχρι αυτά να αποδοθούν (στην τρίτη πλέον ενότητα) με τις μοβ αποχρώσεις ενός προσωπικού Επιταφίου. Ο Τζανετάκης έχοντας τον απόλυτο έλεγχο, τόσο του υλικού όσο και της τεχνικής του, καταφέρνει παρά την δυσκολία του θέματος με το οποίο καταπιάνεται να μην διολισθαίνει σε συναισθηματισμούς και συγκινησιακές εξάρσεις. Μέσα από τη μελετημένη αφαίρεση του στίχου του και τον στέρεο, ρυθμικά, βηματισμό του, τα αισθήματα εκλύονται αβίαστα και ο μνημονικός χώρος λειτουργεί διττά ως πυκνωτής του προσωπικού και του συλλογικού βιώματος της εποχής του.
Όπως ήδη ανέφερα, νοιώθω ότι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία για την σύνδεση με την σύνθεση του Τζανετάκη είναι ότι αγκιστρώνεται στον πραγματικό χώρο και χρόνο του βιώματος και εκκινώντας από εκεί κατασκευάζει τον προσωπικό χώρο και χρόνο της μνήμης. Ενώ η ποίησή του βυθίζεται στην ενδοχώρα της ύπαρξης ακολουθώντας μονοπάτια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη συστροφή, αυτές οι μικρές αναφορές σε απτά τεκμήρια της καθημερινής μας μνήμης δημιουργούν τις απαραίτητες ανάσες, τα κρατήματα του ποιητή στον κοινόκτητο χώρο και χρόνο της συλλογικής μνήμης, πάνω στον οποίο μπορεί να βαδίσει η πιο ιδιωτική εκφορά της κάθε ατομικότητας. Θραύσματα βιωμάτων σαν σκισμένα αποκόμματα εισιτηρίων εισάγουν πρώτα τον ίδιο και στη συνέχεια τον αναγνώστη στον σκοτεινό και πολλές φορές απροσπέλαστο χώρο της μνήμης. Παραθέτω ενδεικτικά κάποιους από τους στίχους στους οποίους αναγνωρίζω αυτούς τους κατωφλιακούς χώρους εισόδου:
Το χιόνι που άρχισε / να πέφτει // -σαν ψέμα σαν παραίσθηση- // πρώτη φορά / σε μία πόλη παραλιακή // […] // να πέφτει / όλο να πέφτει // σιωπηλά // ένα πρωί του ‘68 / προτού ακόμα // γυρίσει ο Φελίνι το Amarcord, «Πριν το Amarcord» (1η ενότητα)
Κάθε Αγιαννιού τ΄ απόβραδο // όπως παλιά λες κι έρχονται / οι συγγενείς επίσκεψη // -με δώρα με φοντάν-, «Λες κι έρχονται» (1η ένοτητα)
Ο πατέρας σε μια θάλασσα / θέρος του εξήντα // πίσω του / εφέ ευφρόσυνο / οι λάμψεις στα νερά // ποιος να ‘ταν τάχα / σκέφτομαι // της πλαζ ο φωτογράφος, « Γκρο» (2η ενότητα)
των πεθαμένων φίλων μου / είστε οι πικρές οι κάφτρες // που απόψε οι ψυχούλες τους / μ’ ένα Καρέλια στέκονται // απ’ το βουνό που αγάπησαν // στον κόλπο κάτω / όπως παλιά / λιγάκι να ρεμβάσουν, «Φώτα της Βέργας» (2η ενότητα)
Κάθε μνήμη υλική ή άυλη, απτή ή αφηρημένη, έρχεται να προστεθεί στο τοπίο που κατασκευάζει ο ποιητής ορίζοντας το χωροχρονικό πλαίσιο πάνω στο οποίο κινείται. Ο ιταλικός νεορρεαλισμός του Φελίνι, απόλυτα συμβατός με την εικονοποιία της ποίησης του Τζανετάκη, τα Καρέλια με όλη τη σημειολογία που ακολουθεί τη μάρκα, από το λογότυπο και το πακέτο, την τιμή και την αναφορά σε άλλους στίχους ποιημάτων ή τραγουδιών, τα φοντάν, που παραπέμπουν ευθεία στα ανοιχτά σπίτια της γιορτής και τα κεράσματα περασμένων δεκαετιών, όλα μαζί υφαίνουν ένα μαγικό πλέγμα συν-εικόνων που αυξάνει το ειδικό βάρος κάθε μεμονωμένου στίχου, αποτελώντας συνδηλώσεις μιας ρημαγμένης, από την επέλαση του χρόνου, αθωότητας. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα στοιχεία διαπλέκονται μαρτυρεί μία ευαισθησία της αφής ήδη κατακτημένη από όταν ο γηραιός μαέστρος ύψωσε το χέρι του // κι άδοξα / μόλις χωρίς κουμπί // -το αγόρι κάτω αισθάνθηκε / γι’ αυτό πως θα γινόταν ποιητής -// γλίστρησε στον καρπό του η μανσέτα.
Και ίσως αυτός ο στίχος που αντλώ από το πρώτο ποίημα της συλλογής « Άνοιξη θα ‘ ταν Σάββατο» συγκεντρώνει την ουσία της ποιητικής του Τζανετάκη, μίας ποίησης εύθραυστης ευαισθησίας που στερεώνεται και ισορροπεί υποδειγματικά χάρη στην αρχιτεκτονική του στίχου και την συνθετική δεινότητα του ποιητή. Περνώντας, λοιπόν, στην καθ’ εαυτό συντακτική δομή του στίχου, στην μορφολογία των ποιημάτων του, παρατηρούμε ότι η συλλογή οικοδομείται πάνω στη σύντομη φόρμα – αποτελείται από ολιγόστιχα ποιήματα, τα οποία δεν ξεπερνούν την έκταση της μίας σελίδας και λειτουργούν ακαριαία, εικόνες και αισθήματα κρυσταλλωμένα τα οποία απαλλαγμένα από κάθε περιττή λέξη, αυτοαναφλέγονται υπακούοντας στον ρυθμό και το μέτρο που ανά περίσταση επιλέγει ο ποιητής. Ο στίχος, αν και ελεύθερος, σημειακά ομοιοκαταληκτεί και συντονίζεται με παραδοσιακά μέτρα (με σταθερή αναφορά στη δημώδη ποίηση), προσδίδοντας στην ποιητική αφήγηση έντονη μουσικότητα.
Οι τρεις ενότητες, που προανέφερα δεν είναι ισομερείς, αλλά ακολουθούν έναν κανόνα απομείωσης που θα μπορούσε να ιδωθεί ως ανάλογο της ανθρώπινης κίνησης μέσα στο χρόνο. Ο ποιητής μοιάζει να πάσχει, να υποφέρει από αυτή την πτώση, το διαρκές λιγόστεμα του χρόνου, της έντασης, των προσώπων, αγωνία την οποία επιλέγει να αποτυπώσει σε δύο επίπεδα τόσο νοηματικά όσο και μορφολογικά. Εκκινώντας από τις ανέφελες, ή ανεπαισθήτως σκιώδεις, μνήμες τις παιδικής ηλικίας και της νεότητας στην πρώτη ενότητα, στις οποίες δίνει όλη την έκταση να αναπτυχθούν -να βιωθούν απ’ αρχής, θα μπορούσαμε να πούμε, συνεχίζει στην δεύτερη ενότητα με τις μικρές ματαιώσεις της όψιμης ενηλικίωσης βαδίζοντας / στην άδεια ακρογιαλιά // -άδειος κι εκείνος- // φιλμ ακριβό / φέρνει στο νου του / ένα άλλο μεσημέρι («Φιλμ ακριβό»), για να καταλήξει στην πιο σύντομη και σφιχτή τρίτη ενότητα, που αποτελεί ένα απόλυτα ιδιωτικό μοιρολόι για την απώλεια της αδελφής του. Πατώντας πάνω στο δημοτικό τραγούδι, τόσο λεξιλογικά όσο και μετρικά, αρθρώνει έναν μικρό επιτάφιο λόγο που διαβάζεται σαν λυγμός, σαν μία ικεσία κάθαρσης μέσα από την γραφή αλλά και σαν ένα σύντομο και διαπεραστικό εγκώμιο στην αδελφική αγάπη. Τι έπαθες / καρδούλα μου // κι ο βόμβος σου εβουβάθη // σαν στον ανθό / η μέλισσα // η σφήκα στο αγκάθι, γράφει στο πρώτο ποίημα της ενότητας με τίτλο «Τι έπαθες», θυμίζοντας μας τις παρακλήσεις των δημοτικών τραγουδιών προς τα αποδημήσαντα αγαπημένα πρόσωπα για να συνεχίσει με αυτό το ύφος και τον ρυθμό και στα επόμενα τέσσερα ποιήματα της ενότητας και να σπάσει τελικά το μέτρο μόνο στο τελευταίο ποίημά της, που αποτελεί τον επίλογο αυτής αλλά και ολόκληρου του βιβλίου –μία υπόσχεση συνάντησης και ανάκτησης κάθε απολεσθείσας ευτυχίας στον μετά-χώρο και τον μετά-χρόνο, όταν το μέλλον που φτάνει από το παρελθόν κι απλώνεται σαν το χρώμα το ρόδινο του ουρανού, ηδύ μαζί κι επώδυνο («Κάτι απ’ το παρελθόν») δεν θα έχει πια σημασία και τα δυο παιδιά θα έχουν κατακτήσει τον κήπο του εγωιστή γίγαντα και θα γελάνε / θα γελάνε // όλο χαρά // θα ‘ναι άνοιξη / -για πάντα πια- // η αυλή θα λουλουδιάζει («Πλάι στη λεμονιά»).
(*) Η Έφη Κατσουρού είναι ποιήτρια. Τελευταία της συλλογή το “Δύο συν τέσσερα”, Μετρονόμος
Γιάννης Τζανετάκης, Μετά από μένα, Πόλις, 2023