της Μαρίζας Ντεκάστρο
Κεντρικός χαρακτήρας του Μινόρε μανές είναι ο Φωτεινός (Φώτος) Χαρισιάδης. Γεννιέται στη Σμύρνη του πλούτου, του εμπορίου, της καλοπέρασης και της ανεμελιάς, ανδρώνεται στα χρόνια που οδηγούν στην καταστροφή και έχει την τύχη να σωθεί από τη λαίλαπα που σάρωσε την πόλη. Στο περιβάλλον του, η μητέρα, δάσκαλοι, πλήθος ενήλικοι και νεαροί φίλοι και σύντροφοι, κυρίως μουσικοί Τούρκοι, Έλληνες, Αρμεναίοι, Εβραίοι, οι οποίοι θα διαμορφώσουν την προσωπικότητά του.
Φυσικά, κοντά του ο δυναμικός πατέρας Λεοντάρης Χαρισιάδης, πρωταγωνιστής του προηγούμενου μυθιστορήματος της συγγραφέως (Λιόντας, ένα ταξίδι σε ήχους, τραγούδια, μουσικές παλιών επαγγελμάτων, πρόλογος Μάρκου Δραγούμη).
Στο Μινόρε μανές διαβάζουμε πολύ περιληπτικά τα πεπραγμένα του πατρός Χαρισιάδη όπως τα αφηγείται στον γιο και συμπρωταγωνιστή του- τη μακρά πορεία και το καταστάλαγμά του στη μεγάλη πόλη της Μικρασίας, το φευγιό ξυπόλητος από το χωριό του στην Ήπειρο, το πέρασμά του από τον κάμπο της Θεσσαλίας κι από κει στα σφουγγαράδικα της Καλύμνου όπου παντρεύεται την καπετανοκόρη Θεμελίνα. Τώρα, τον βλέπουμε εγκατεστημένο στη Σμύρνη, οικογενειάρχη και φτασμένο οργανοποιό, ο οποίος δίνει πατρίδα στον γιο του, τον μεγαλώνει δωρίζοντάς του όσα στερήθηκε μικρός, τον σπρώχνει στη μουσική και του δείχνει τον περίπλοκο δρόμο της ζωής. Γιος και πατέρας εισάγουν τον αναγνώστη πολύ ρεαλιστικά και ζωντανά στους βίους της θαυμαστής πολιτείας και ιδιαίτερα στη μουσική της κολυμπήθρα.
*****
Τα γλέντια, τα μουσικά καφενεία, το ταξίδι στην Αμέρικα, οι εικόνες των εξαθλιωμένων Ελλήνων μεταναστών στο αμπάρι της γ’ θέσης του υπερωκεάνιου, οι οποίοι ξεθάρρεψαν, ακούγοντας από τον πατέρα και τον γιο τη μουσική των πατρίδων τους, και καταλάγιασαν προσωρινά την αγωνία και τον φόβο για την εγκατάσταση στον μακρινό τόπο, σκιαγραφούνται με δύναμη και παραπέμπουν μέσω της μυθιστορηματικής σύνθεσης σε άγνωστες για τους πολλούς κοινωνικές καταστάσεις ή ιστορικά γεγονότα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι από τις επαφές των Χαρισιάδη με τους μουζικάντηδες της Νιου Γιορκ στο διερευνητικό ταξίδι τους λίγες εβδομάδες πριν την άλωση της Σμύρνης, μαθαίνουμε για τα στέκια των μεταναστών και την ύπαρξη μιας αξιόλογης μουσικής σκηνής που άνθισε χάρη στις εταιρείες παραγωγής ελληνικής μουσικής στον Νέο Κόσμο τις οποίες είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει. Και ακόμα, ο φανταστικός χαρακτήρας της αρμενοπούλας Αρουσιάκ, παιδικής και μοναδικής αγάπης του Φώτου, μας δίνει την πληροφορία για την κατάληξη μεγάλου αριθμού νεαρών γυναικών προσφύγων στο πορνείο των Βούρλων στον Πειραιά.
Οι όμορφες αφράτες Σμυρνιές, οι αστές κυρίες, παρέα με τις πόρνες, η τυφλότητα μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, η ανεμελιά πλάι στις φιλοδοξίες, οι αγωνιώδεις σελίδες της καταστροφής, γραμμένες άλλοτε ως ημερολόγιο και άλλοτε σαν από εξωτερικό παρατηρητή, η σκληράδα, η απανθρωπιά του πολέμου και οι συγκρούσεις μεταξύ καρντάσηδων που ανήκαν στις αντιμαχόμενες πλευρές, τα διλλήματα, η ανιδιοτέλεια, οι φρούδες ελπίδες, η πολιτική-η ελληνική και των ξένων- όλα συνθέτουν ένα παλλόμενο έργο που συστηματικά λοξοδρομεί ρίχνοντας ματιές στα σοκάκια, στις συνοικίες και στις κοινότητες που συμβίωναν στη Σμύρνη (Έλληνες, Φράγκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Τούρκοι) έως ότου συμπληρωθεί το puzzle της πολυπολιτισμικής ποικιλίας που είχε αυτή η πόλη, με τα καλά και τα κακά της χωρίς να τα αποσιωπά.
*****
Καθοριστική για τον Φώτο η μυθοπλαστική σύνδεσή του με τον Έιζα Τζέννινγκς, τον γνωστό Αμερικανό πάστορα, σωτήρα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, του οποίου την προσπάθεια διάσωσης συνέδραμε μέχρι το τέλος, και ο οποίος στο μυθιστόρημα έχει ρόλο καθηγητή Αγγλικών στην Ευαγγελική Σχολή όπου φοίτησε. Στο τελευταίο μέρος, τις ημέρες της καταστροφής, πλάι στον νεαρό Χαρισιάδη συναντάμε πρόσωπα (τον διπλωμάτη Χόρτον, και τον πλοίαρχο Πάουελ, τον Γάλλο πρόξενο και άλλους) στα οποία πιστώνονται θετικές ενέργειες υπέρ των ορθόδοξων Οθωμανών πολιτών. Δεν ήταν δυνατόν να λείπουν γιατί είναι οι κρίκοι που ενώνουν την Ιστορία με τη μυθοπλασία!
*****
Στην προσωπική μου ανάγνωση του Μινόρε μανές με συνεπήρε η μεγάλη τοιχογραφία της Σμύρνης, των ευτυχισμένων και των τραγικών ημερών, έτσι όπως την ξεδίπλωσε η συγγραφέας, εξ ου και προσπέρασα τον υπότιτλο, Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη 1900-1922, ο οποίος επεξηγεί τον τίτλο και ορίζει το περιεχόμενο του έργου. Αναμφίβολα, αναγνώστες με πιο εξειδικευμένο ενδιαφέρον θα σταθούν περισσότερο στην ιστορία της μουσικής ζωής, η οποία είναι ο δεύτερος και ισότιμος πόλος ανάπτυξης του μυθιστορήματος.
Τέλος, η τεκμηρίωση των γραφομένων επέβαλε την αναφορά βιβλιογραφικών πηγών καθώς και επεξηγηματικών υποσημειώσεων που οπωσδήποτε συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση της πολιτικής κατάστασης και του ρόλου προσωπικοτήτων οι οποίες είτε ενεπλάκησαν στα γεγονότα, είτε αφήσαν το στίγμα τους στον μουσικό πολιτισμό της Σμύρνης. Επίσης, στο κείμενο παρεμβάλλονται ιστορικές φωτογραφίες της πόλης και άλλες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες από τις κομπανίες και τους μουσικούς/τραγουδιστές οι οποίες εστιάζοντας στο ύφος (εκφράσεις, στάσεις σώματος) και στο στιλ (ενδύματα, κομμώσεις, αξεσουάρ) εκείνης της εποχής εικονογραφούν παραστατικά τους Σμυρνιούς, άνδρες και γυναίκες.
*****
Πολλές φορές αναρωτιέμαι πόσο απέχει η λογοτεχνία για ενήλικους αναγνώστες από εκείνη που ονομάζουμε «για νεαρούς ενήλικες» και σκέφτομαι ότι αυτός ο διαχωρισμός που δημιουργεί η κατηγοριοποίηση είναι περιοριστικός. Στην πράξη, η εμμονή της ηλικιακής κατάταξης των λογοτεχνικών έργων καταρρίπτεται όταν αναλαμβάνουν εκπαιδευτικοί, βιβλιοθηκονόμοι ή καλοί αναγνώστες να εισάγουν νέους και παιδιά σ’ εκείνη τη λογοτεχνία που τυπικά δεν είναι για την ηλικία τους.
Τέτοιο είναι το μυθιστόρημα της Νάσης Τουμπακάρη, Μινόρε μανές, το οποίο μπορεί να διαβαστεί υπό προϋποθέσεις από νεαρότερους αναγνώστες, γιατί εκτός την πλοκή που αναδεικνύει κυριολεκτικά το θέμα της ζωής του καθένα ως περιπετειώδες ταξίδι (συνηθισμένο θα μου πείτε, όμως εξαρτάται πώς είναι γραμμένο!), αναπλάθει τα παιδικά χρόνια του πρωταγωνιστή του μέχρι την ενηλικίωση πολύ πιο γόνιμα και ζωηρά από τα περισσότερα παιδικά/νεανικά μυθιστορήματα.
Αναμφίβολα, κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι η ανοίκεια γλώσσα, το σμυρναίικο ιδιόλεκτο και τα εξελληνισμένα φραγκολεβαντίνικα που είχαν περάσει στην καθομιλουμένη των Μικρασιατών, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά. Αντιλέγω: προϋπόθεση για την ανάγνωση είναι λίγη τόλμη εκ μέρους του αναγνώστη και το ενδιαφέρον του να τα αποκρυπτογραφήσει, να ανακαλύψει τη γοητεία της γλώσσας που δεν βρίσκει στα αποσπάσματα παλαιότερων κειμένων όταν τα μελετά στα σχολικά ανθολόγια. Λογοτεχνία σπάνια γίνεται με τη γλώσσα που μιλάμε στο σπίτι μας, όσο κι μας αν τη μεταφέρουν συστηματικά τα εύπεπτα αναγνώσματα. Άλλωστε, σιγά σιγά, ο αναγνώστης συνηθίζει τις ιδιομορφίες και τον ρυθμό των σμυρναίικων.
Γιατί, λοιπόν, να μη διαβάσει ένας 15ντάρης τις σκέψεις για το μέλλον ή τις ερωτικές ανησυχίες του συνομήλικού του (βλ. Τέρλες, Μωλν, κ.ά.) ή και ένας 10χρονος τα κεφάλαια για το σχολείο ώστε να αντιληφθεί τις διαφορετικότητες σε σχέση με όσα ζει σήμερα;
ΥΓ.
Όταν συνάντησα στις σελίδες του Μινόρε μανές τον Τζεφ, τον μαύρο κατράμι μουσικό και ναύτη στο σωτήριο USS EDSALL, ο οποίος μύησε τον νεαρό Φώτο Χαρισιάδη στη τζαζ, θυμήθηκα τον Κώστα Γιαννουλόπουλο, τον δικό μας τζαζάνθρωπο. Στην εύλογη ερώτησή μου πώς και μπλέχτηκε με τούτη τη μουσική μού αποκάλυψε ότι, την εποχή που τελείωνε το γυμνάσιο, το ισόγειο του οικογενειακού σπιτιού στην Κηφισιά νοικιάστηκε σε έναν στρατιωτικό της αμερικάνικης βάσης. Από τα παράθυρα έβγαιναν βουίζοντας τα σαξόφωνα και τα κοντραμπάσα μαγεύοντας τον Κώστα που έκανε τη τζαζ δική του μέχρι το τέλος.
INFO
Νάση Τουμπακάρη, Μινόρε μανές, Μυθιστορηματική ανάπλαση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη 1900-1922
Εκδ. Άγρα, 2022.
Νάση Τουμπακάρη, Ο Λιόντας- ένα ταξίδι σε ήχους, τραγούδια, μουσικές παλιών επαγγελμάτων, Εκδ. Φίλοι Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ- Music Corner, 2006.