της Όλγας Σελλά
– «Μήπως είμαστε στο μέρος που το λένε Σανίδι;». Είναι μία από τις φράσεις που ακούγονται στο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» (που ασφαλώς υπογραμμίζει τη θεατρική διαδικασία στην οποία βρισκόμαστε και την οποία κατονομάζει ο συγγραφέας του έργου). Μια φράση που μπορεί να αντιληφθεί ο θεατής την 5η, 8η ή 10η φορά που βλέπει το ίδιο έργο (γιατί όλοι το αγαπούν, και οι σκηνοθέτες και οι θεατές). Κι είναι αυτή η διαρκής «ανακάλυψη» και «συνάντηση» με τις λέξεις και τις φράσεις που υπάρχουν σ’ αυτό το κλασικό, πλέον, κείμενο, ο λόγος που δεν σταματάμε να το βλέπουμε ξανά και ξανά.
Το πόσο απρόσκοπτα θα συναντήσουμε και θα ανακαλύψουμε τις «κρυμμένες» λέξεις και φράσεις που βρίσκονται, φυσικά, μπροστά μας σε κάθε παράσταση, εξαρτάται από τον σκηνοθέτη της. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που το σκηνοθετεί φέτος στο θέατρο «Πόρτα», το αποκάλυψε και μας το πρόσφερε πεντακάθαρο, τραγικωμικό, σουρεαλιστικό, έξυπνο, πονεμένο, απελπισμένο, θεατρικό. Όπως ακριβώς είναι δηλαδή.
Ένα έργο που συνοδεύεται από δεκάδες αναλύσεις από το 1949 –λίγο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο δηλαδή-, οπότε ολοκληρώθηκε η γραφή του στα γαλλικά, «γιατί στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος» έλεγε ο Μπέκετ. Γιατί αυτό το έργο εμπεριέχει όλες τις σκέψεις της ανθρωπότητας, όλες τις ματαιώσεις της, όλες τις ελπίδες της, όλες τις απέλπιδες προσδοκίες σε κάτι υψηλό πνευματικό ή σε κάτι αναγκαίο και υλικό.
Η ιστορία του είναι πασίγνωστη: δυο ρακένδυτοι φτωχοδιάβολοι ο χαρούμενος και αισιόδοξος Βλαδίμηρος ή Ντιντί (Πάνος Παπαδόπουλος) και ο γκρινιάρης Εστραγκόν ή Γκογκό (Τάσος Ροδοβίτης) περιμένουν στο ίδιο μέρος την άφιξη του Γκοντό. Ένα κατάξερο, αφιλόξενο μέρος, μ’ ένα επίσης ξερό δέντρο, το μόνο σκηνικό στοιχείο που υπάρχει. Ελπίζουν, προσμένουν σε κάτι που δεν έρχεται. Περιμένουν να έρθει ο Γκοντό. Και προσπαθούν, με διάφορους τρόπους να περάσει η ώρα (ο χρόνος, η διάρκεια, η αναμονή, η επανάληψη είναι κυρίαρχα στοιχεία στο έργο του Μπέκετ): «Έλα βρε Γκογκό, δώσε καμιά πάσα, πέτα πίσω το μπαλάκι κι εσύ πότε πότε», λέει ο Βλαδίμηρος, και προσθέτει λίγο αργότερα: «Το βέβαιο είναι πως οι ώρες είναι ατέλειωτες, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμε με διάφορα καμώματα που, πώς να το πω, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν λογικά, μέχρι που μας γίνονται συνήθεια. Θα μου πεις, βέβαια, πως το κάνουμε για να μη χάσουμε τα λογικά μας. Αναμφισβήτητα. Μήπως όμως δεν έχουμε κιόλας χαθεί σε αέναα κι ανήλιαγα αβυσσαλέα βάθη;» Ο Εστραγκόν, όταν δεν γκρινιάζει, αυτοσαρκάζεται: «-Εσύ θα ‘πρεπε να ‘σουν ποιητής», του λέει ο Βλαδίμηρος. «– Ήμουνα. Δεν μου φαίνεται;» λέει ο Εστραγκόν και δείχνει τα κουρέλια του.
Ο Γκοντό δεν έρχεται, αλλά καταφθάνει ένα ακόμα περίεργο ζευγάρι, με τον Πότζο (Γιάννης Σαμψαλάκης), το πρόσωπο της χυδαιότητας, της σκληρότητας, της εξουσίας που σέρνει, κυριολεκτικά, από ένα σκοινί, τον δούλο του, τον Λάκυ (Γιάννης Βαρβαρέσος), ένα πλάσμα που έχει χάσει κάθε ανθρώπινη υπόσταση και βιώνει τον απόλυτο εξευτελισμό από τον Πότζο. Ένα πλάσμα που τρομάζει τους δύο φίλους που περιμένουν τον Γκοντό, μια απρόσμενη επίσκεψη δύο πλασμάτων που έρχονται από τον «κανονικό» κόσμο, δύο αλλόκοτες παρουσίες που γεμίζουν το χρόνο της αναμονής τους και αποκαλύπτουν όσα συμβαίνουν πέρα απ’ αυτό τον «λασπότοπο».
Κι όταν αυτοί οι δύο φεύγουν, έρχεται ένα Αγόρι (Πέτρος Δημοτάκης), που συστήνεται ως απεσταλμένος του Γκοντό, –μια νεότερη γενιά χωρίς ρόλο, χωρίς πρωτοβουλία, χωρίς όραμα-, για να τους πει ότι «ο κύριος Γκοντό δεν θα έρθει σήμερα, αλλά οπωσδήποτε αύριο». Αυτή είναι η πρώτη από τις δύο σκηνές του έργου.
Και η δεύτερη είναι παρόμοια. Ο Ντιντί και ο Γκογκό περιμένουν στο ίδιο μέρος, μπερδεύουν τις μέρες, τις ώρες, και τότε εμφανίζονται πάλι ο Πότζο και ο Λάκυ, μόνο που ο Πότζο είναι τυφλός και ο Λάκυ μουγγός. Ο χρόνος που πέρασε, η διάρκεια, αυτά που έγιναν, αυτά που θυμόμαστε, αυτά που θέλουμε να ξεχνάμε. «Μήπως κοιμόμουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι και τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ’ όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο. (…) Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας» λέει θυμόσοφα ο Βλαδίμηρος.
Αυτό είναι το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Ένα έργο που μοιάζει να μην έχει δράση, με δύο ανθρώπους που ονειρεύονται τη δράση, την εξέλιξη, τη συνέχεια, αλλά μένουν κολλημένοι στο ίδιο μέρος.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, έχοντας το συναρπαστικό σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα –έναν δρόμο που δεν έχει ισορροπία, έναν δρόμο που σε παρασύρει σε μια κατηφόρα, έναν δρόμο που γλιστράει μ’ ένα βέλος στην κορυφή του –μια κατεύθυνση απεγνωσμένη προς κάπου- ανέδειξε όλες τις πλευρές του και όλες τις εύγλωττες σιωπές του, το χιούμορ, τον σαρκασμό, την απορία, την ελπίδα, τον παραλογισμό, τη μελαγχολία, τη συνειδητοποίηση και, κυρίως, τη θεατρική του διάσταση, αφού πολλές φορές αυτό το κείμενο αναφέρει τον κόσμο του θεάτρου: από τον μονόλογο του Πότζο που αναρωτιέται αν τα είπε καλά και ο Ντιντί με τον Γκογκό του κάνουν «κριτική», ή τις βρισιές που ανταλλάσσουν παίζοντας ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος και ανάμεσά τους είναι το «Ψευτοδιανοούμενε της θεατρικής κριτικής», τους ρόλους που παίζουν ο Ντιντί με τον Γκογκό για να περάσει η ώρα τους, μέχρι εκείνη τη φράση-υπόμνηση «Μήπως είμαστε στο μέρος που το λένε Σανίδι;».
Σ’ αυτό το σανίδι στάθηκαν πέντε νέοι ηθοποιοί –ήταν η μόνη παρέμβαση του Θωμά Μοσχόπουλου, που κατά τ’ άλλα ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του Μπέκετ- και απέδωσαν με ευφυΐα, ταλέντο, ομαδικότητα και μια εξαιρετικά δύσκολη κίνηση το δυστοπικό σύμπαν αυτού του έργου. Ο Πάνος Παδόπουλος ήταν στην πιο ώριμη, μέχρι στιγμής στιγμή του, και σ’ έναν ρόλο που απείχε πολύ απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε. Ο Τάσος Ροδοβίτης ως Γκογκό έκανε ένα ταιριαστό δίδυμο με τον Πάνο Παπαδόπουλο. Το απόλυτο κακό γελοιοποιήθηκε εύστοχα από τον Πότζο του Γιάννη Σαμψαλάκη, ο Λάκυ του Γιάννη Βαρβαρέσου είχε την παραίτηση, την απελπισία και την άναρθρη κραυγή του ανθρώπου που δεν έχει ελευθερία και βούληση και το Αγόρι του Πέτρου Δημοτάκη ήταν η ενσάρκωση της συστολής και της υποταγής. Εντυπωσιακό και το μακιγιάζ που ενίσχυσε αποφασιστικά τη δυστοπία της όψης των προσώπων, με τρόπο που ταυτόχρονα την υπονόμευε.
Μια παράσταση με σημασία στις λεπτομέρειες, που αναδεικνύει το μεγαλείο κάθε λέξης αυτού του συναρπαστικού κειμένου, κάθε υπαινιγμό και σχόλιο που περιέχει, επιβεβαιώνοντας ότι το μέρος που βρεθήκαμε το λένε Σανίδι, δηλαδή θέατρο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, Δραματουργία: Δηώ Καγγελάρη, Σύμβουλος προσωδίας: Κορνήλιος Σελαμσής
Σκηνικά – κοστούμια – video teaser: Βασίλης Παπατσαρούχας, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Στρινόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλιος Θεοδώρου, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Σταύρος Μπαρμπουνάκης, Φωτογραφίες – trailer παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας, Σχεδιασμός μακιγιάζ: Όλγα Φαλέι
Ζωγραφική εκτέλεση κοστουμιών: Στέλλα Παγώνη, Βασίλης Παπατσαρούχας
Κατασκευή σκηνικού: LAZARIDIS SCENIC STUDIO
Παίζουν: Πάνος Παπαδόπουλος, Τάσος Ροδοβίτης, Γιάννης Σαμψαλάκης, Γιάννης Βαρβαρέσος, Πέτρος Δημοτάκης
Θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59).
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 7μ.μ.