της Κατερίνας Δ. Σχοινά
Το πακέτο
Δεν είναι έκπληξη ένα βιβλίο με τίτλο Τσιγάρο βαρ; από κάποιον μη καπνίζοντα, όπως είναι ο Σπύρος Κιοσσές; Μήπως πρόκειται για υπαινικτικό κλείσιμο του ματιού από έναν συγγραφέα που ούτως ή άλλως διαθέτει λεπτό χιούμορ και μια υφέρπουσα ειρωνεία στην ποίηση και την πεζογραφία του; Και όντως, διαβαίνοντας το παρακειμενικό κατώφλι αυτής της προσεγμένης έκδοσης που περιτυλίγεται σε εξώφυλλο εξίσου καλαίσθητο με κάποια από τα πακέτα των τσιγάρων που καπνίσαμε, βλέπεις πως ο ανάλαφρος λευκός του τίτλος και ο λευκός καπνός της μαύρης ώριμης γυναικείας φιγούρας φωτίζουν ένα βαθύ μπλε χρώμα του λυκόφωτος συνδεδεμένο συχνά με συνδηλώσεις μελαγχολίας: εξώφυλλο- trompe l’oeil, που υπαινίσσεται μιαν αναπάντεχη άλλη (σκοτεινή ίσως) εικόνα. Με άλλα λόγια, εξ αρχής, από την ώρα δηλαδή που θα κρατήσεις στα χέρια σου το βιβλίο, διαισθάνεσαι, νομίζω, ότι η αναγνωστική διαδρομή στις σελίδες του δεν θα είναι «ένα τσιγάρο δρόμος».
Και πώς να γίνει αυτό, όταν το βιβλίο αφιερώνεται ρητά στον πατέρα και όταν καλά γνωρίζουμε πως πλείστα σπουδαία κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίζουν έναν –καθόλου εύκολο- ημιτελή και αενάως συνεχιζόμενο διακεκομμένο διάλογο με τους γονείς; Αυτό φυσικά σημαίνει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανείς να ξαναπάει πίσω, να πιάσει το νήμα από την αρχή, να ξαναδεί τους γονείς του νέους, άρα να ξαναμικρύνει κι αυτός, να γίνει παιδί, να επιστρέψει στον γενέθλιο χωροχρόνο και στο πατρογονικό του, να μιλήσει στους γονείς του με τη γλώσσα που αυτοί τού έμαθαν. Με άλλα λόγια, ό,τι περίπου συμβαίνει στο βιβλίο. Τι καπνίζουμε, λοιπόν, όταν αρχίζουμε ένα τέτοιο «μουχαμπέτι», όπως θα το διατύπωναν ουκ ολίγοι ήρωες και ανθυποήρωες του βιβλίου; Στην ερώτηση απαντάει ο ίδιος ο Σπύρος Κιοσσές ήδη από το μότο του βιβλίου του, δια στόματος Παντελή Μπουκάλα (από το «Καπνός αι ημέραι μου», Ρήματα, Άγρα 2009): «λέξεις καπνίζουμε» «και ιστορίες». Αυτές που μας «απαρτίζουν», που τις ανασκάπτουμε μια ζωή στην αναζήτηση του ταυτοτικού μας αυτοπροσδιορισμού. Μάλλον για αυτό και τα δύο βιβλία με τα πεζογραφήματα του Κιοσσέ είναι πορτραίτα του συγγραφέα εν τω γίγνεσθαι με διττή σημασία, του ανθρώπου και του γραφιά ή του ανθρώπου δια της γραφής.
Ιστορίες σε τσιγαρόχαρτα
Κατά τον Φρόυντ, οι λέξεις είναι μια πλαστική ύλη με την οποία μπορεί κανείς να κάνει όλων των ειδών τα πράγματα∙ στην προκειμένη περίπτωση, και ωραίες, μικρές ιστορίες. Ο Κιοσσές συνηθίζει να προκαταλαμβάνει, άλλωστε, την αναγνωστική πρόσληψη, καθώς αγαπά να προσδιορίζει ειδολογικώς τα πεζά του κείμενα, τις καλοδουλεμένες λογοτεχνικές του μινιατούρες: «μικρή ιστορία ενηλικίωσης» προσθέτει ως επίτιτλο στα προηγηθέντα Πρωτοβρόχια, άρα τα συστήνει ως ενιαίο πεζογράφημα (εν είδει Bildungsroman) σε κειμενικά θραύσματα, «μικρο-διηγήματα και άλλα πεζά» συμπληρώνει αντιστοίχως εδώ, προτείνοντας μια σχετική αναγνωστική ελευθερία στην ειδολογική πρόσληψη των 48 αδιόρατα συγκοινωνούντων μικρών κειμένων του βιβλίου, διαχωρισμένων με λεπτά τοιχώματα (των ειδολογικών συμπεριλαμβανομένων) σαν τσιγαρόχαρτα. Και όντως, μπορείς να δεις τα κείμενα όχι μόνον ως διηγήματα ή διηγήματα αστραπή, βινιέτες ή στιγμιότυπα, αλλά και ως ποιήματα και κυρίως ως πεζά ποιήματα και βεβαίως ως σελίδες ημερολογίου ή επιστολικά σημειώματα, εν ολίγοις ως γραφές του εγώ που υποδηλώνουν εύλογα, μαζί με άλλους ανάλογους κειμενικούς δείκτες (ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια, αρκετή πρωτοπρόσωπη αφήγηση κλπ) το αυτοβιογραφικό αναγνωστικό σχήμα που εύκολα μπορεί να επιλέξει όποιος διαβάσει και αυτές τις πεζογραφικές μικρογραφίες του Κιοσσέ. Για αυτό, δεν πρέπει να παραπλανά τον αναγνώστη η φαινομενικά αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση στο εναρκτήριο κείμενο «ο πατέρας του», που μάλλον υπόσχεται ότι στις ιστορίες του βιβλίου θα πρωταγωνιστήσει το επινοημένο, ότι η συναισθηματική εμπλοκή θα υποχωρήσει και ότι οι μυρωδιές του πατέρα και της μάνας και του σπιτιού θα καλυφθούν από τη δυνατή μυρωδιά του τσιγάρου, που συνέχει μυθοπλαστικά όλες τις ιστορίες του βιβλίου. Σε αυτό παρεμπιπτόντως όλοι καπνίζουν έστω μια ρουφηξιά της παρηγοριάς, της απόλαυσης, του έρωτα, της ματαίωσης, της υπομονής. Μένει, όμως, εντονότερη η μυρωδιά από τα τσιγάρα του πατέρα αποτυπωμένα στα κιτρινισμένα χέρια του και κυρίως ένα «άδειο πακέτο», «ένας κόμπος γκρίζος», ένα αεράκι που τον φύσηξε μακριά «σαν καπνό τσιγάρου».
Πίσω από καπνούς
Ωστόσο και εδώ, όπως στα προηγηθέντα Πρωτοβρόχια, πρωταγωνιστούν οι γυναίκες (η γιαγιά, η μάνα, οι θείες, οι γειτόνισσες ή και οι περαστικές σαν κι αυτήν της ομώνυμης του βιβλίου ιστορίας, ανύπαντρες, παντρεμένες, «γεροντοκόρες», νέες και κυρίως φθίνουσες με «αυλακωμένα χέρια» και γερασμένο νου), σε μια αμφίβολη γυναικοκρατία, βαθιά και ολόπικρα ειρωνική: σιωπηλές (μάλλον «με το στόμα τους κλειστό»), εξοντωμένες, στην υπηρεσία όλων, χτυπούν ενίοτε σαν τον Ποσειδώνα που ταράζει τη θάλασσα τον «κόπανο», όταν τινάζουν το κουβερλί των προικιών τους, για να ξεθυμάνουν τον πόνο, τη θλίψη, την απαντοχή τους. Η συνομιλία του αφηγητή (μα και του συγγραφέα) είναι πρωτίστως με αυτές, τρυφερή, μπορεί και απολογητική για εκείνα που τις βάρυναν στις αγκυλωμένες νοοτροπίες του επαρχιωτικού μικροκόσμου τους και μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά των προσφυγικών σπιτιών τους. Και η λεπτή ειρωνεία με την οποία ο αφηγητής περιβάλλει τον κοινωνικό τους περίγυρο είναι φυσικά οξύτατα κριτική, όπως είναι εν γένει η ειρωνεία.
Στην πραγματικότητα το βιβλίο γίνεται εν πολλοίς ένα νεκρόδειπνο, γλυκόπικρο (με δάκρυ αλλά και γέλιο ως προστασία στα οδυνηρά συναισθήματα), ένα τραπέζι γενναιόδωρο για τις υπέροχες αυτές γυναίκες, αλλά και για τους υπέροχους αυτούς λαϊκούς ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας σαν τον παππού, τον θείο, τον ξάδερφο, τους συμμαθητές, τους γείτονες, τον παπά, τους τσακισμένους και σκυφτούς, τους γενναίους στο πένθος, τους διακριτικούς υπέρμαχους μιας ξεχασμένης ανθρωπιάς, τους όμοιους του πατέρα, δηλαδή αυτούς που «συνειδητά και αγόγγυστα» ήταν «διαιρετέοι», χίλια κομμάτια προσφοράς και αγάπης προς τους άλλους. Είναι, λοιπόν, το βιβλίο μία δεξίωση των σιωπηλών και αποσιωπημένων πίσω από τους καπνούς της επίσημης Ιστορίας, δηλαδή των αληθινών πρωταγωνιστών της. Όλοι συναντιούνται στον λογοτεχνικό μνημονικό τόπο του συγγραφέα, όπου εκδιπλώνονται ανάγλυφα κομμάτια της ζωής και του πολιτισμικού τους πλούτου (γλώσσα, συνήθειες, προλήψεις, έθιμα, παιχνίδια κλπ, κυρίως στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’70-’80, όπως και στα προηγηθέντα Πρωτοβρόχια). Ο Κιοσσές «καπνίζει» «λέξεις» και «ιστορίες» για να ανασυστήσει αυτόν τον κόσμο, συνθέτοντας λογοτεχνία με τον τρόπο της μικροϊστορίας σε μια εποχή όπου κυριαρχεί μια κουλτούρα λήθης.
Πώς τυλίγουμε το τσιγάρο
Ωστόσο σε αυτή την ανασύσταση συμβαίνει το εξής: σε διπλή εστίαση, αντιληπτική και εννοιολογική, ο αφηγητής του Κιοσσέ άλλοτε μιμείται το παιδί, τον έφηβο ή τον νεαρό που μετέχει στην εκάστοτε ιστορία υιοθετώντας τη δική του φωνή (άρα και γλώσσα), άλλοτε, όμως, γίνεται ο καλλιεργημένος ενήλικας –προφανώς φιλόλογος- που χρησιμοποιεί ένα λόγιο γλωσσικό επίπεδο, σχολιάζοντας, επικρίνοντας, παραπέμποντας σε (δια)κείμενα, ακόμα και διαπνεόμενος από διάθεση μετακένωσης της περιπέτειας της γραφής (που βιώνει ο ίδιος γράφοντας) στους αναγνώστες του, σαν να πρόκειται για μάθημα δημιουργικής γραφής: για παράδειγμα, ο αναγνώστης διαβάζει πώς συνυφαίνονται διαφορετικές εστιάσεις στο ίδιο θέμα (στο «Παραλλαγές σ’ ένα θέμα») και πώς δομείται μια ιστορία (στο ομότιτλο του βιβλίου διήγημα) ή παρακολουθεί τον συγγραφέα στο γραφείο του σε μια εναγώνια απόπειρα να σκαρώσει μια ιστορία στο «Η συναυλία (του Αντρέα)». Υπό αυτήν την έννοια το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλώς, συνιστώντας λογοτεχνικό ανάγνωσμα που προσφέρεται και ως αφόρμηση για εξοικείωση με την τέχνη αλλά και τη βάσανο της λογοτεχνικής γραφής (ας μην ξεχνάμε την έτερη ιδιότητα του Κιοσσέ ως Αναπληρωτή Καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας).
Τελευταία ρουφηξιά
Από την ελληνική επαρχία του ’70 ή τις πανεπιστημιουπόλεις του ευρωπαϊκού βορρά που πλαισιώνουν ιστορίες του βιβλίου τον Σπύρο Κιοσσέ αλλά και τον αφηγητή του τους χωρίζουν χρόνια, χιλιόμετρα, εμπειρίες πολλές. Η επάνοδος που συντελείται δια της λογοτεχνίας σε αυτό το βιβλίο δε νομίζω πως είναι απλώς μια νοσταλγική επιστροφή στα μέρη «που τον ακολουθούν» ή κλείσιμο προσωπικών λογαριασμών με το παρελθόν. Ίσως οι 48 μικρές ιστορίες του Κιοσσέ να αποτελούν, περισσότερο, απάντηση στη νεωτερική και μετανεωτερική συνθήκη αστάθειας και επισφάλειας ενός κόσμου ρευστού, ενός χαμένου κέντρου και μιας χαώδους διασποράς, της ατέρμονης ροής που παρακάμπτει την ανώνυμη ζωή, επιβάλλοντας τη μοναχικότητα και τη σιωπή. Σε αυτά ο Κιοσσές αντιτάσσει μιαν άλλη κοινωνία του ομού, μια σταθερή βάση αγάπης, μια κεντρομόλο δύναμη που, παρά τις παθογένειές της, παρέχει ασφάλεια και προστασία. Στερημένοι αξιών αναφοράς, καταπτοημένοι κι αποπροσανατολισμένοι σε αυτόν τον κυκεώνα, κλεισμένοι πλέον στο καβούκι μας, διαβάζουμε τις ιστορίες του επιστρέφοντας στην ομάδα που άλλοτε πληγώνει, άλλοτε θεραπεύει, ξέρει, όμως, να λέει και να ακούει ιστορίες. Και ο Κιοσσές μάς μαθαίνει από την αρχή πώς να ακούμε ή και να σκαρώνουμε τέτοιες, να τις λέμε στην παρέα μας, να δίνουμε και να παίρνουμε από τη ζεστασιά τους. Κι ας μην διαθέτουν τέτοια λεπτουργία, κι ας μην είναι τόσο αριστοτεχνικά καμωμένες, τόσο ποιητικές στην πεζολογία τους, τόσο σοφά λιτές και διαυγείς σαν και τις δικές του. Ιστορίες να είναι, βουτηγμένες στη μαγεία της αφήγησης. Δεν είναι λίγο αυτό.