της Βαρβάρας Ρούσσου
Η πρόσφατη συναγωγή μελετημάτων της ακάματης Χριστίνας Ντουνιά συνιστά απόσταγμα μακρόχρονης ενασχόλησής της με τον Πόε. Τη θέση του Αμερικανού ποιητή, πεζογράφου, κριτικού προδιαγράφει η Ντουνιά ήδη με το αντλημένο από τον Αντόρνο μότο και με τον τίτλο του πρώτου εισαγωγικού μέρους «Ένας ιδιοφυής πρόδρομος της νεωτερικής λογοτεχνίας». Σε αυτό εύστοχα και σύντομα συνοψίζει τεκμήρια για τον προδρομικό χαρακτήρα του έργου του Πόε με αναφορές στους Ευρωπαίους συνομιλητές του, στο ενδιαφέρον θεωρητικών -φιλοσόφων και ψυχαναλυτών- και στις διακαλλιτεχνικές μεταφορές που υποκίνησαν πεζά, ποιητικά και κριτικά κείμενά του. Επιβεβαιώνεται έτσι η ρήση του βιογράφου του Πόε, του Κέβιν Χέις, που σημειώνει: «Κανένας αμερικανός συγγραφέας δεν έχει επηρεάσει της ιστορία της λογοτεχνίας και των τεχνών περισσότερο από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε». Η Ντουνιά περνώντας στο ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο, στα έξι κύρια κεφάλαια, πραγματεύεται την πρόσληψη του Πόε και αποδεικνύει την επιρροή του έργου του σε εκείνο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών. Ήδη από το δεύτερο εισαγωγικό μέρος σκιαγραφείται η συγγένεια Ροϊδη-Πόε που οδήγησε τον πρώτο στη μετάφραση του δεύτερου. Η διαμεσολάβηση του Μπωντλαίρ, όπως είναι γνωστό, συμβάλλει στην παγίωση της θέσης του Αμερικανού στην Ελλάδα και τελικά η διάδοση του πεζογραφικού κυρίως έργου του αφήνει ίχνη σε συγγραφείς που κινούνται σε διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα: αισθητιστές, παρακμιακούς, συμβολιστές, μοντερνιστές και υπερρεαλιστές, όπως αναλαμβάνει να καταδείξει η Ντουνιά στο κύριο μέρος του βιβλίου της.
Στο πρώτο κεφάλαιο παρατίθενται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ο Ροΐδης καταλήγει στον Αμερικανό πράγματι ομόλογό του (με κοινά υφολογικά στοιχεία, κοινή λίγο ως πολύ αντιμετώπιση από τον περίγυρο κ.ά.) τον οποίον εισάγει στο ελληνικό κοινό με τη μετάφραση του «Μαύρου γάτου». Η αναλυτική παρουσίαση αυτής της μετάφρασης θέτει το ίδιο το ζήτημα των μεταφραστικών πρακτικών της εποχής που, κατά την κρίση, την ικανότητα, την δημιουργική φαντασία, τις περιστάσεις, το αναγνωστικό κοινό και μια σειρά άλλων παραγόντων, καταλήγουν σε παραφράσεις/αλλοιώσεις του αρχικού κειμένου. Εν προκειμένω η Ντουνιά ανιχνεύει και παραθέτει τους πιθανούς λόγους της παραποίησης από τον Ροΐδη συσχετίζοντάς τους με το δικό του, πρωτότυπο έργο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση διηγημάτων του Πόε με τα παράξενα διηγήματα του Ν. Επισκοπόπουλου, σχέση που καθορίζει το έργο του Έλληνα συγγραφέα και τον τρέπει προς διαφορετικό δρόμο από εκείνον της κυρίαρχης σύγχρονής του ηθογραφίας. Παράλληλα, η Ντουνιά βρίσκει την ευκαιρία, με άξονα το έργο του Τοντορόφ για τη λογοτεχνία του φανταστικού, να καθορίσει στοιχεία της αφηγηματικής τεχνικής του Πόε που θα ανιχνεύσει στη συνέχεια στους υπό εξέταση Έλληνες συγγραφείς.
Με το επόμενο κεφάλαιο το βιβλίο αφήνει τον 19ο αιώνα για να περάσει στο κομβικό για την ποίηση διάστημα του μεσοπολέμου και στον Καρυωτάκη. Έμπειρη στις μελέτες αυτής της περιόδου, την ντεκαντάνς, τον νεοσυμβολισμό και τον Καρυωτάκη, η Ντουνιά κινείται σε απόλυτο οικείο έδαφος. Με τη συνέργεια βιογραφικών στοιχείων και παραπομπές στο καρυωτακικό έργο (από τα ποιήματα έως και τα ύστερα πεζά), με γνωστότερο ποίημα την «Μπαλλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», αποδεικνύεται η σύνδεση Καρυωτάκη-Μπωντλαίρ-Πόε. Τα βιογραφικά διαπλέκουν ζωή και έργο, στο αφηγηματικής ροής αυτό κεφάλαιο, που όμως δεν χάνει καθόλου σε επιστημονική ακρίβεια και τεκμηρίωση: η αγάπη προς τον Πόε περνά από τον Καρυωτάκη στην Πολυδούρη, συνδέεται με το δεσμό τους ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατιθέμενες αναγνωστικές σημειώσεις της Πολυδούρη καθώς διαβάζει τον Πόε.
Το επόμενο κεφάλαιο αφιερώνεται στη σχέση Σκαρίμπα-Πόε και στα μοτίβα του διπλού, του σωσία (μοτίβα σε χρήση ήδη από την εποχή του Ρομαντισμού που περνούν κατόπιν από τον Ντοστογιέφσκι, τον Πόε έως τον Καχτίτση και τον Σκαρίμπα) και του ταξιδιού.
Το προτελευταίο κεφάλαιο ανιχνεύει τη συνάφεια Σεφέρη Πόε στον οποίον ο Έλληνας ποιητής φτάνει με όχημα το έργο των Βαλερύ, Μαλλαρμέ, Μπωντλαίρ. Εδώ η Ντουνιά παραθέτει στοιχεία για την μεσοπολεμική ντεκαντάνς που στοιχεία της απηχούνται στο σεφερικό έργο.
Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζεται η πράγματι όχι και τόσο αναμενόμενη σχέση Πόε -υπερρεαλιστή Εμπειρίκου. Μέσω του Πόε ως προδρόμου του συμβολισμού, και πάντα με τη διαμεσολάβηση του Μπωντλαίρ, ο Πόε φτάνει έως τους υπερρεαλιστές που εκτιμούν στον Πόε τα γνωρίσματα της μεταιχμιακής κατάστασης ονείρου-εγρήγορσης και απώλειας αίσθησης του χρόνου. Καίρια αναδεικνύεται η ψυχαναλυτική ανάγνωση που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο έργο του Πόε και τον προσεγγίζει με τους υπερρεαλιστές.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται η ροϊδική μετάφραση του «Μαύρου γάτου», όπως δημοσιεύτηκε το στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα το 1886.
Η Ντουνιά σε αυτό το βιβλίο, εξαιρετικά πλούσιο σε παραθέματα, με ποικίλες αναφορές, παραπομπές και εύστοχα σχόλια, δεν περιορίζεται στη στενή ενασχόληση με τις τύχες του έργου του Πόε ή την σχέση του αποκλειστικά με συγκεκριμένα έργα Ελλήνων. Εκτείνει τη μελέτη της σε περισσότερα πεδία και στο έργο περισσότερων λογοτεχνών από αυτούς που διαφαίνονται στους τίτλους των κεφαλαίων θέτοντας υποθέσεις εργασίας, δημιουργώντας νέα ερωτήματα στη βάση των δικών της ερευνών. Για παράδειγμα σχολιάζεται η παρουσία ονομάτων ξένων διηγηματογράφων στα αποτελέσματα του διαγωνισμού της Εστίας το 1883 (τίθεται λοιπόν ένα ερώτημα: ποιοι, πώς, γιατί, κλπ), αναφέρονται οι παρατηρήσεις του Ξενόπουλου ή του Παλαμά για την επίδραση του έργου του Πόε σε σύγχρονούς τους συγγραφείς (που προϋποθέτει γνώση του έργου του Πόε άρα διευρύνει τον κύκλο απήχησης του Αμερικανού) κ.ά. Έτσι, καταδεικνύεται το ευρύ πεδίο εντός του οποίου ο Πόε εγγράφεται και τρόπον τινά παράγεται συντελώντας, μέσω των αναγνώσεών του, στη γένεση μιας σειρά άλλων έργων .
Επιπλέον, Η σαγήνη του Ε. Α. Πόε αναδεικνύει το ζήτημα της ιστορίας των λογοτεχνικών μεταφράσεων και έμμεσα υποδεικνύει την ανάγκη και άλλων μελετών για το θέμα. Καθώς η Ντουνιά παραθέτει συνεχώς στοιχεία για τις μεταφράσεις του Πόε που ανθούν από το 1910 έως το τέλος του μεσοπολέμου παρέχει πληροφοριακό υλικό για το ίδιο το λογοτεχνικό πεδίο και τους συσχετισμούς του ή το είδος των αναγνώσεων της εποχής. Έτσι, φαίνεται ότι ο Πόε δεν αποτελούσε αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνον των λογοτεχνών αλλά διαβάστηκε και το ευρύτερο κοινό των οικογενειακών περιοδικών ποικίλης ύλης όπου δημοσιεύτηκαν μεταφράσεις του, γεγονός που συμβάλλει στην ανασύσταση του αναγνωστικού πεδίου.
Το βιβλίο έχει λοιπόν πρόσθετο ενδιαφέρον διότι επιχειρεί να ανασυνθέσει εποχές, να φέρει στο φως υποκείμενες συνομιλίες κειμένων, σε ένα ευρύ πλέγμα σχέσεων (αναγνώστες-έντυπα-μεταφράσεις-τύχες έργων, σχέσεις λογοτεχνών, κριτικός λόγος κ.ά.) ενισχύοντας την ιστορικότητα όλων των αναφερόμενων έργων.
info: Χριστίνα Ντουνιά, Στη σαγήνη του Ε.Α. Πόε, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019