Θέατρο και τελετουργία: Μία γενεαλογική θεώρηση του έργου του Eugenio Barba (του Παναγιώτη Ροϊλού)

0
706

Παναγιώτης Ροϊλός *

 

Γεννημένος to 1936 στο Μπρίντιζι της Ιταλίας, ο Eugenio Barba σπούδασε στο Όσλο και το 1961 πήγε στην Πολωνία, όπου για τρία χρόνια μαθήτευσε κοντά στον Grotowski. To 1964 ίδρυσε στο Όσλο το θέατρο Odin, η έδρα του οποίου γρήγορα μεταφέρθηκε στο Holstebro της Δανίας. Έκτοτε το Οντίν έχει διαγράψει μία λαμπρή πορεία, με σημαντικότατη συμβολή στα θεατρικά τεκταινόμενα της βόρειας, και όχι μόνο, Ευρώπης. To 1976 o Barba ίδρυσε την Διεθνή Σχολή Θεατρικής Ανθρωπολογίας.

Ο Απολλώνιος “ομφαλός” αποτελεί έναν παραδόξως κατάλληλο τόπο για ένα τέτοιο συνέδριο προς τιμήν του Barba: κατάλληλος τόπος, αφού ο εν λόγω θεατράνθρωπος συχνά αντλεί την έμπνευσή του από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την μυθολογία, όπως άλλωστε σαφώς μαρτυρούν κάποιοι τίτλοι παραστάσεών του (π.χ. “Ανάβασις”, “Μύθος”, “Η ιστορία του Οιδίποδος” κ.α.).  Παραδόξως κατάλληλος τόπος για αυτό το συμπόσιο είναι οι Δελφοί, διότι, αν δεχθούμε το νιτσεϊκό δίπολο, το έργο του Barba εν πολλοίς προκρίνει τον διονυσιακό αντίποδα του θεού του οποίου η κατεξοχήν έδρα βρίσκεται εδώ: του Απόλλωνα, ο οποίος, ωστόσο, ήταν αρκετά πιο ευέλικτος από ό,τι η, ομολογουμένως γοητευτική, σχηματικότητα της νιτσεϊκής σκέψης μάς έχει συνηθίσει να θεωρούμε. όπως σύγχρονοι μελετητές, με κυριότερο, κατά την γνώμη μου, τον Marcel Detienne, έχουν πειστικά υποστηρίξει.

Ως μη ειδικός (δεν είμαι θεατρολόγος), θα αφήσω τους ομιλητές του συνεδρίου να διαφωτίσουν τις σύνθετες πλευρές του έργου του Barba. Ωστόσο, έχω ασχοληθεί κατά καιρούς στο επιστημονικό μου έργο με τις συγγένειες επιτελεστικών μορφών τέχνης και τελετουργίας και μελετήσει διάφορα πολιτισμικά φαινόμενα και διαδικασίες από ανθρωπολογική σκοπιά. Πρόκειται για ερευνητικό ενδιαφέρον που πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, το 2002-2003, όταν ο Dimitrios Yatromanolakis και εγώ δημοσιεύσαμε το βιβλίο Towards a Ritual Poetics (ελληνική μετάφραση με πρόλογο του Marcel Detienne δημοσιεύθηκε το 2005 από τις εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”). Θα ήθελα εδώ να καταθέσω μόνο κάποιους στοχασμούς ευρύτερου, ελπίζω, ενδιαφέροντος, προσφέροντας, αρχικά,  μία πολύ σύντομη, σχηματική και ως εκ τούτου αναπόφευκτα ελλιπή, αλλά νομίζω ενδεικτική, γενεαλογία, τρόπον τινά, της ιστορίας της διερεύνησης, επιστημονικής και δημιουργικής, των σχέσεων του δράματος με την τελετουργία, κυρίως τις αποκαλούμενες “διονυσιακές” της διαστάσεις, την σύγχρονη περίοδο.

Θα διέκρινα, λοιπόν, πέντε σταθμούς στην ιστορία αυτή:

1). Η δημοσίευση της Η γενέσεως της τραγωδίας του Νίτσε (1872).

2). Οι ερευνες των λεγόμενων “Cambridge Ritualists”, των μελετητών, δηλαδή, της τελετουργίας στην αρχαία Ελλάδα (από συγκριτική εθνολογική οπτική), με σημαντικότερους εκπροσώπους την Jane Harrison και τους F. M. Cornford και G. Murray (που επηρεάσθηκαν κυρίως από το Golden Bough του James George Frazer).

3). Γαλλική πρωτοπορία του μεσοπολέμου και η έμφασή της στους προμοντέρνους πολιτισμούς και την ανθρωπολογία—με προεξάρχουσα την συνεργασία των Michel Leiris, Roger Caillois, Georges Bataille, που οδήγησε στην έκδοση του περιοδικού Documents, την έκθεση της προκολομβιανής τέχνης στο Παρίσι το 1930, την επιχείρηση Ντακάρ-Τζιμπουτί το 1931-33 και την ίδρυση του Collège de Sociologie. Βασικός στόχος των συνοδοιπόρων αυτών και των συνεργατών τους ήταν η επανακάλυψη του διονυσιακού πνεύματος και η αναθεώρηση του μετα῏διαφωτιστικού κλασσικισμού και ανθρωπισμού. Αυτές και διάφορες άλλες, εν πολλοίς ανεξερεύνητες, πτυχές του διαλόγου της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας με την αρχαιότητα μελετώνται στο ρηξικέλευθο βιβλίο του Dimitrios Yatromanolakis, Greek Mythologies: Antiquity and Surrealism (Harvard UP, 2012). Προΐόν της ριζικής αναθεωρητικής αυτής τάσης είναι ασφαλώς και το έργο του Antonin Artaud). Θυμίζω ότι ήταν η παρακολούθηση παραδοσιακού θέατρου, έντονα τελετουργικού, από το Μπαλί το 1930, που αποτέλεσε την αφορμή για την συστηματοποίηση των σκέψεων του Artaud για το “θέατρο της σκληρότητας”.

4). Η “σχολή” κλασσικών σπουδών του Παρισίου (Jean-Pierre Vernant, Pierre Vidal-Naquet, Marcel Detienne), που ανανέωσε αποφασιστικά την μελέτη του δράματος από ανθρωπολογική οπτική (κυρίως υπό την επίδραση του Levi-Strauss). Στην χορεία των σπουδαιότερων μελετητών του δράματος και της τελετουργίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα θα συγκατέλεγα και την Christianne Sourvinou-Inwood. Εξαιρετικά πρωτοποριακό, όχι μόνο για τις κλασσικές σπουδές αλλά και για θέματα ευρύτερου μεθοδολογικού ενδιαφέροντος, είναι το βιβλίο του Dimitrios Yatromanolakis, Sappho in the Making: The Early Reception (Harvard UP, 2007), το οποίο προσφέρει μία διεπιστημονικά τεκμηριωμένη (αρχαιολογία, επιγραφική, παπυρολογία κ.ά) μελέτη διαφόρων πτυχών της επιτελεστικότητας στην ελληνική αρχαιότητα και ανανεώνει με οξυδέρκεια τις σχέσεις ανθρωπολογίας και κλασσικών σπουδών.  Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η πρόσφατη μελέτη για την τελετουργία και την τραγωδία της Adriana Brook Tragic Rites: Narrative and Ritual in Sophoclean Drama (2018).

5).  Η πρωτοποριακή δουλειά του ανθρωπολόγου Victor Turner και του μαθητή/συνεργάτη του σκηνοθέτη και θεωρητικού της επιτελεστικότητας Richard Schechner, οι οποίοι μελέτησαν και εφάρμοσαν συστηματικά τους συχετισμούς δράματος και τελετουργίας. Ο Turner μελέτησε κυρίως τον λαό των Ndembu στην Ζάμπια. Σημαντικές είναι οι έννοιες του liminoid (“μεταιχμιώδες”), communitas, flow (που θα απέδιδα ως “συγκινησιακή ροή”). Σε αυτήν την τελευταία φάση της σχηματικής μου γενεαλογίας θα ενέτασα και το ρηξικέλευθο έργο του Barba.

Στην πορεία από την γαλλική πρωτοπορία και τον Αρτώ έως τον Barba θα έλεγα ότι έμφαση δίνεται σε μία σαφώς αντι-αριστοτελική και επομένως ριζικά αντι-κλασσιστική (και αντι-μεταδιαφωτιστική) αντίληψη της δραματικής πράξης-επιτέλεσης. Αυτό που προάγεται είναι η συναισθητική ενεργοποίηση των στοιχείων εκείνων που ο Αριστοτέλης θα ενέτασσε στην κατηγορία της ὄψεως, που θεωρούσε σημαντικά κατώτερη του λόγου. Ήδη η έννοια του ηθοποιού ως “έμψυχου ιερογλυφικού” σημείου, που ευαγγελιζόταν ο Αρτώ, και της υποταγής της ατομικότητας, χάριν και μέσω της συλλογικότητας (του κληρονομημένου, δηλαδή, μυθικού παρελθόντος ή του μυθοποιητικά κατασκευασμένου αντι-δομικού συλλογικού παρόντος και μέλλοντος), αποτελούν εκφάνσεις της δυναμικής αυτού που ο Dimitrios Yatromanolakis ονομάζει “μυθογένεση” στην πρωτοπορία—χαρακτηριστικό θεμελιώδες και του θεάτρου του Barba. Η χρήση του προσωπείου, ενδυματολογικών και σκηνικών στοιχείων αντλημένων από προ-μοντέρνους πολιτισμούς και ο τουλάχιστον ισότιμος με τον λόγο ρόλος του χορού και της μουσικής στην θεατρική πράξη, συνιστούν κατευθυντήριους δείκτες ενός ανθρωπολογικά προσδιορισμένου διαλόγου του θεάτρου με τις τελετουργικές του απαρχές (οι “απαρχές” νοούμενες με την έννοια της “Ursprung” του Walter Benjamin).

Και όλα αυτά, πιστεύω, ως διονυσιακός αντί-λογος προς τον κατακερματισμό του ατομικού εγώ—επακόλουθο, ο κατακερματισμός αυτός, της μεταβιομηχανικής νεοτερικότητας, πρώιμες λογοτεχνικές αποτυπώσεις του οποίου απαντώνται, για παράδειγμα, στα έργα του Κάφκα, του Πιραντέλλο, του Ναμπόκοφ και ο οποίος φθάνει το απόγειό του στον λεγόμενο μετα-μοντερνισμό και στις  ημέρες μας στον ψηιφιακό μετα-καπιταλισμό και την εδραίωση αυτού που ο Deleuze  ορίζει ως dividualism Πρόκειται για φαινόμενα μου μελετώ αναλυτικά στο υπό έκδοσιν βιβλίο μου Neomedieval Postcapitalism.

Αντλώντας από το πλούσιο ταμείο της μυθολογικής μεταφορικότητας, θα έλεγα, εν κατακλείδι, ότι η αξία του έργου του Barba έγκειται πρωτίστως στην πολύπλευρη και δυναμική αντιπρότασή του (μέσω και των εθνολογικών/ανθρωπολογικών του διαστάσεων) μίας διονυσιακής υπερ-ατομικότητας/συλλογικότητας έναντι του ναρκισσιστικού κατακερματισμού του ατόμου/προσώπου που χαρακτηρίζει, με διάφορες διακυμάνσεις, τον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό από την μεταβιομηχανική νεοτερικότητα έως και σήμερα. Ο Διόνυσος, λοιπόν, ως το αντίπαλον δέος όχι του Απόλλωνος, αλλά του Ναρκίσσου—η εκ-στατική χρονοτοπικότητα ως τρόπος επαναγνωριμίας του ατόμου με το εγώ του, μέσω της διαθλαστικής του επ-έκτασης προς την συλλογική ετερότητα/ταυτότητα, έναντι της ναρκισσιστικά αυτο-αναφορικής και, εν τέλει, αυτο-αναλωτικής εμμονής του (μετα)μοντέρνου ατόμου στον κατακερματισμένο του εαυτό.

 

* Εισαγωγικά σχόλια σε συνεδρία στο Συμπόσιο “Αφιέρωμα στον Eugenio Barba: Οντίν και Διόνυσος”, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Δελφοί, 4-6 Ιουλίου 2019.

Σημ. Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην Έδρα Γιώργου Σεφέρη και Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ

Προηγούμενο άρθροΚαιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν τους πάντες (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΈλληνες λογοτέχνες και Ε.Α.Πόε (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ