Εφιάλτες και νόσοι «αποστατών αγγέλων» (της Μαίρης Σιδηρά)

0
140

της Μαίρης Σιδηρά

 

«Για να υπάρξει γραφή», παραδίδει ο Νίκος Χριστόπουλος, «απαιτείται ένα αίτημα: η εκλογικευτική συνθήκη η οποία υπαγορεύει στον συγγραφέα τη φύση τής προθέσεώς του, το αίτιο το οποίο τον κινεί, κατά τρόπο συνειδητό ή όχι, την ανάγκη του να αποδώσει υπό μία δεδομένη μορφή τα πράγματα, η ιδιάζουσα λογική η οποία γεφυρώνει ή διευρύνει την απόσταση μεταξύ του ιδίου του συγγραφέα και του προσώπου της αφήγησής του, του αφηγηματικού ήρωα. Δίδεται εξ αρχής, επαναλαμβάνεται εν συνεχεία εν είδει ηθικής προτροπής, ανεκπλήρωτης επιθυμίας […]».[1] Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, μιλάμε για καθαρόαιμη ποίηση και όχι για πεζογραφία. Μια ποίηση ωστόσο που σταδιακά συνθέτει ένα αφήγημα περί ψυχικής απόκλισης, με τους ήρωές της και τις ένδον και εξωτερικευμένες περιπέτειές τους. Διότι οι Αποστάτες Άγγελοι, η πρώτη ατομική συλλογή της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου, εκδόσεις Κουκκίδα, Ιούνιος 2024, συντονίζεται, επιστρέφοντας εσαεί, στη μαύρη προαναφερόμενη πηγή της ψυχικής ασθένειας ως άρδευση θανάτου, είτε μεταφορική είτε κυριολεκτική. Το βιβλίο επιστέφεται από το επίμετρο του ψυχιάτρου – ποιητή Γιάννη Μ. Στρατούλια «Στην ψυχοπαθολογία ξανά…» που μυεί καίρια στην ιδιοπροσωπία των ηρώων της, λειτουργώντας εμμέσως ερμηνευτικά.

Η χοροστασία μορφών ετερότητας και ιδίως οι έσχατες για την εμπειρία μορφές θανάτου, οι καθαυτό νεκροί και οι λοξίες της σκέψης αλλά και οι μελαγχολικοί σχοινοβάτες του αισθήματος, διαρθρώνουν τη συλλογή, ενώ η κάθετη, αυστηρή πτώση του στίχου, ιδίως στο πρώτο μισό της συλλογής, υποβάλλει λυρικά, διασπείροντας ένα πνεύμα ηρωικής μελαγχολίας.

«Το στοίχημα της απόδοσης (μετάδοσης)», αναφέρει η Julia Kristeva, «είναι […] ένα στοίχημα πως το πρωταρχικό αντικείμενο μπορεί να κυριαρχηθεί. Από αυτή την άποψη είναι μία προσπάθεια καταπολέμησης της κατάθλιψης μέσα από ένα χείμαρρο σημείων που ακριβώς στοχεύουν να συλλάβουν το αντικείμενο της χαράς, του φόβου ή του άλγους. Η μεταφυσική και η εμμονή της στην απόδοση είναι ένας λόγος της οδύνης που διατυπώνεται και καταπραΰνεται χάρη σε αυτή την ίδια τη διατύπωση».[2]

Ο θάνατος και τα εν ζωή ίχνη του, το στοίχειωμα του παρόντος από υπερδοσολογία παρελθόντος, τα απολεσθέντα μέλη του οικογενειακού δέντρου, οι χαμένοι στα Ηλύσια πεδία φίλοι, το παραισθησιογόνο κλίμα, ο θρυμματισμός του εγώ και της απορρέουσας εκ τούτου αυτογνωσίας των ηρώων, η περιπέτεια του χαλασμένου εσωτερικού ρολογιού που νοσεί χτυπώντας ασυντόνιστα τον χρόνο, η άφατη σκληρότητα επαναληπτικών εμμονικών τελετουργιών, η λήθη που κατατρώει τους πάσχοντες και η υπερμνησία που κυνηγά ανήλεα το ποιητικό υποκείμενο,  όλα υπόκεινται στην κλίμακα μιας ιδιότυπης ενοποιητικής των πάντων ποιητικής. Διηγηματικής, σκληρής και συνάμα λυρικής, εύθραυστης και συνάμα ικανής να χαράξει το μάρμαρο της τρέλας, της αμνησίας και της παγιωμένα παγωμένης ματιάς των πασχόντων ψυχικά, των νεόκοπων από αυτήν τη γη, και άλλων μαρτύρων. Έχοντας η ίδια στο ύφος της μια ισχυρή ποσόστωση μέλανος υγρού μα συνάμα ρυθμικότητα, αρχαιελληνικό κάποτε τέμπο, ιδιαίτερα επιτυμβίου επιγράμματος, απόηχους Ελύτη, κυρίως από το Άξιον Εστί, και άλλες υποδόριες αναμίξεις, η Ψυχογυιοπούλου γεννά, καταδεικνύοντας τα σκοτάδια των παθών, και δοξαστικά εγκωμιάζει τους έρποντες ή πίπτοντες στο σκληρό μέτωπο της ψυχής και της τύχης. Πρόκειται για μια ζυγισμένη ποσόστωση από έμπονο στοιχείο, από πεζολογικές σφήνες απροσδόκητων εξεικονίσεων ή βαθέος, μεταφυσικού σχεδόν ρεαλισμού, μια επίγευση Ρίτσου, έτσι καθώς με συγκινητική προσοχή σχεδιάζει τα ποιητικό της σκηνικό. Κάποτε, μια μεταφυσική αχλή ζώνει τα πάθη, αλλοιώνοντας τους όρους της πραγματικότητας με μπαρόκ εικονοποιία, εξπρεσιονιστικούς στροβιλισμούς ή και υπερρεαλιστικές αστραπές. Ο στίχος, συνήθως ολιγόλεκτος, φορτίζει αποφασιστικά τη νοηματική επίγευση, αναζητώντας συχνά νέα ανάγνωση. Η θεατρικότητα των μονολογικών ποιημάτων έκδηλη, σε σημείο ώστε η συλλογή εν συνόλω να γειτνιάζει με σπερματικούς μονολόγους, σκετς της οδύνης. Όπως και η  μουσικότητα, εντεινόμενη, μάλιστα, από τις μελετημένες παρηχήσεις και την εμφανή αναζήτηση απροσδόκητων αντιστίξεων και τονισμών.

Το 1ο και το 3ο ποίημα της συλλογής ορίζουν τον φιλοσοφικό και τεχνοτροπιακό της ορίζοντα. Η τελετουργική μανιέρα, η επισημότητα του άτρωτου κακού, το σεμνό σκάψιμο της λύπης, καβαφικές μνείες: Καθώς οι ψυχές αναδεύονται/ άκου πώς σέρνεται το κακό. Νυχτερινή κουστωδία η επέλασή τους.[3] Ο θάνατος κυνηγά το ποιητικό υποκείμενο, διατρέχοντας σαρδόνια της συλλογή, λανσάροντας μια ποικιλία μασκών, από την έσχατη ετερότητα της νεκρικής φύσης έως την εκφυλιστική δράση της παράνοιας, της άνοιας και της κατάθλιψης. Κάθε οίκος εστία οδύνης, αυτοκαταργείται ως χώρος, γινόμενος ο χρόνος μιας μαρτυρικής επαναληπτικής ανάφλεξής της. Το θηλυκό ποιητικό υποκείμενο, διατείνεται ο Jean  Starobinski «εμπεριέχει την εσωτερική ήττα, αναβιώνει την ανάδυση της σκιάς, την αποστέρηση∙ συχνά επιστρέφει στο αρχέγονος σκότος και το πρωταρχικό ύδωρ».[4]

Το 1ο ποίημα λειτουργεί μυητικά για τη διάβαση της συλλογής. Με μια επιδέξια θεατρικότητα ο πατέρας – λόγος κατά Lacan κείται νεκρός, ενώ το id κρυφογελά επιχαίροντας για το επικείμενο μαρτύριο που επιφυλάσσει στο ποιητικό υποκείμενο. Με μαεστρία, το περιβάλλον του θανάτου εικαστικοποιείται, ενώ συγχρόνως το ποίημα αναδύεται, συγχρονισμένο με το προκείμενο νυχτέρι του πατέρα: […] Οι λάμπες έχουν θαμπώσει,/ ποτισμένες λιβανιού θυμίαμα./ Ο πολυέλαιος φωνάζει «αλλαγή»,/ έβγαλε υγρασία η οροφή,/ τρεμοπαίζοντας στην οθόνη/ το ποίημα μάχεται ν’ αρθρωθεί. […]

Στο 3ο ποίημα, ήδη ο τίτλος «Εικονο – στάσεις» παραπέμπει ευθέως στο θρησκευτικό μας λεκτικό, παρά το παίγνιο της διακοπής με παύλα των συνθετικών «εικόνα» και «στάση». Εξαρχής η διαβεβαίωση της νίκης του ενόρμησης του θανάτου: Ο έρωτας έρμαιο/ στη φθορά και στον θάνατο. Με μάτια άγρυπνα/ σ’ όλα τα οράματα/ παράτολμο χάδι/ φόρο τιμής αποτίω/ σε κάθε νεκρό/ αόρατο ή ορατό.[5] Μοιάζει να υπακούει στις φροϋδικές επιταγές η ποιήτρια, εντάσσοντας στον κύκλο του έντονου ενδιαφέροντός της κάθε νεκρή μορφή, οργανική και ανόργανη, και εντείνοντας έτσι την κατά κράτος νίκη της ενόρμησης του θανάτου[6]: Σπάνια ομορφιά/ του φθαρτού κοσμου/ αποθέτω ευλαβικά./ Το σπίτι/ καταφύγιο φυσικής ιστορίας.// Φτερά σταχτιά πάνω/ σε πέτρα, φωλιά σε κοχύλι,/ καβούκι χελώνας/ με αυγά φιδιών/ ανεμώνες και κάκτοι,/ συμβιώνουμε ως ένα.// Επιβάλλουν στο χώρο/ τη δική τους σιωπή,/ αναμένοντας την Ανάσταση.[7]

Στο «Υπέρ ψυχών»,[8] μια πελώρια μνήμη ορίζει το ζην. Το ποιητικό υποκείμενο, δεσμώτης εθελούσιος στα πλοκάμια της, «ασφυκτιά κι αναπολεί» αφημένο στη μαρτυρική της δράση. Ταφική η ατμόσφαιρα, ο σκηνικός χώρος. Μια σύγχρονη ματιά στον μεγάλο ερωτικό Καβάφη, καθώς το ποίημα σωματοποιείται, «αναδεύεται» μέσα στα τελετουργικά του σημαινόμενα. Συγχρόνως, μια αλεξανδρινή ιεροπραξία συντελείται στις γραμμές του και στα σκονισμένα της μνήμης στενά. Έρωτας και θάνατος συντήκονται και απαθανατίζονται, ενώ η «πεταλούδα» – ψυχή «πεταρίζει επίμονα/ στα βλέφαρά της./» […]

Με ρομαντικές ενσταλάξεις και παλαιικές ρυθμικές εντάσεις, το ποίημα «Κλαδιά κεριά» εικονογραφεί τα έγκατα, φέροντας ισχυρό αλληγορικό σθένος. Η φύση ενδίδει σε συνέργεια και συνενοχή, αντιφεγγίζοντας το πεπρωμένο των ανθρωπίνων. Κι ακόμα, η σαρδόνια ειρωνεία («Φύση νεκρή στη γιορτή ανοιχτή»), η συνειδητή χρήση ρετρό φόρμας (π.χ. «στάλες σταλάζουν δροσιάς/ σε υπόγειες θλίψης στοές», οι κομψές καθαρευουσιάνικες γενικές προσδιοριστικές («σαλιγκαριών οικίες», «θλίψης στοές», «στάλες δροσιάς») η επιτηδευμένη χρήση των παρηχήσεων, το γυμνό τοπίο, όλα συναιρούν στην κυριαρχία μιας ανά ριπάς απελπισίας που θα συμπαρασύρει τη φύση, τον ποιητικό αφηγητή, τον αναγνώστη: «Κι ο κόσμος μόνον νύχτα» διαβάζουμε στην έξοδο του ποιήματος: (Αποσπασματικά) […] Φύση νεκρή στη γιορτή ανοιχτή/ κερένια κλαδιά/ στάλες στάζουν δροσιάς/σε υπόγειες θλίψης στοές. Αντιφέγγοντας κέρινο φως/ σέρνουν μελαγχολία/ στο θολό μου τοπίο./ Κι ο κόσμος μόνον νύχτα.[9]

Στις «Ανοίκειες φωνές» ένα παράξενο θέατρο εκτυλίσσεται, νοσηρό και ιερό συνάμα.. Το ιερό, είτε  συνδεόμενο με το τυραννικό εγώ που ενδυόμενο τη θεότητα ή την πατρότητα κυριαρχεί στα υπολείμματα του συνθλιμμένου ego είτε ανακαλούμενο από ασύνειδες εντυπώσεις, αρδευμένες από μια κοινή δημώδη ή και παγανιστική μήτρα, μεγεθύνει την ειρκτή του ποιητικού υποκειμένου και  συνεργεί στην επίταση της φρίκης: Είσαι ο Δίας, κραύγασε η φωνή./ Εκείνη η μεταλλική, επίμονη, στριγκιά/ που το μυαλό του εξουσίαζε. (Παντοδυναμίας η ψευδαίσθηση αντιβουίζει.) […].[10]

Στη σύνθεση «Εκ του τάγματος δαιμόνων» ένας αναλογικός Ιερώνυμος Μπος υποβάλλεται, εξοικειώνοντάς μας, με το άλγος της σχιζοφρένειας. Το εξωλογικό πλανιέται δαιμονικά, ζωόμορφα, σε αέναη μεταμορφωτική λειτουργία: Μαύρες φτερωτές μορφές/ εξόχως γοητευτικές/ μυριάδες μυριάδων/ δαίμονες/ από το παραπέτασμα/ και έξω δεξιά του εγκεφάλου,/ κοσμώντας το κεφάλι/ συνείδηση νεκρώνουν.// Επιμελώς πασχίζουν/ στη σχιζοφρένεια να συρθώ/ με πλήθος εγγενή συμπτώματα.// […][11]

 Ο περιγραφικός ρεαλισμός σε συνάφεια με σπασμούς τρυφερότητας, καμωμένους από υλικό ακριβόλογο  καλλιτέχνη της οθόνης και μια συνείδηση ευαίσθητου καταγραφέα – διασώστη των απόκληρων του κόσμου, εμφανίζεται σε πλήθος ποιημάτων. Αντιπροσωπευτικά παραθέτουμε από το «Τρελοτεχνείον»: Αλλόκοτη φιγούρα/ αλαφροπάτητη/ με αγριάδα στα ματόφρυδα/ και μαξιλάρι αγκαλιά/ το πατρικό της εμμονικά ζητά/ χρόνια γκρεμισμένο.// Τρεμάμενη/ με μάγουλα φλογάτα,/ σκαλιά δρασκελά,/ βαδίζοντας στης φυλλωσιάς/ την αγκαλιά/ ασυγκράτητη. […][12] Στο ανάλογης θεματικής «Επισκεπτήριο» επισημαίνουμε τη συνδρομή του θρησκευτικού στοιχείου (ένας πελεκητός σταυρός) στην αναπαράσταση της απ – ανθρωποίησης των άνευρων και ανέραστων νοσηλευόμενων – κρατούμενων: Φλεγόμενες σκιές/ με ξύλινο πελεκητό Χριστό/ κρεμασμένο/ από χοντρό σκοινί./ Αποστεωμένα τα κορμιά/ κυρτώνουν από το βάρος του/ εγκλωβισμένα στης πίστης τον λαβύρινθο.// Άραγε τι λογιών είναι τα άστρα τους/ και ποια η δύναμή τους;// Η ζωή εδώ έχει μεταμορφωθεί/ σε αέναη καταδίωξη.

Μονόπρακτο, λες, το «Πού υπάρχουν άραγε ακόμη καρτοτηλέφωνα;», μας παραδίδει συνταρακτικά τη μορφή μιας διαταραγμένης γυναίκας. Και εδώ, η απλότητα του λόγου συντονίζεται με την φυσικότητα της διαδοχής των εικόνων. Ωστόσο όλα εξεικονίζουν το παράδοξο και το τραγικό. Τόσο στα «Παράδοξα» όσο και στις «Αγγελίνες» το ειδολογικό υπόβαθρο έχει μετακινηθεί, καθώς η μονολογική φόρμα επιβάλλεται στην αναγνωστική μας συνείδηση. Ωστόσο, οι αναπάντεχες ποιητικές διασχίσεις και ο τρόπος της κυκλοφορίας του στίχου μάς διαψεύδουν. Στις «Αγγελίνες» η πτήση έξω από τα σύνορα του εγώ ποιητικοποιείται «(Αιωρούμαι αβοήθητος)», ενώ η απώλεια της συνείδησης και του έλλογου κέντρου μας αποδίδεται με ιατρική μαεστρία ως σύνθετη πολεμική εκστρατεία. Ο τελευταίος στίχος συναιρεί την ποιητική με τον υπαρξισμό και τη νόσο της σχιζοφρένειας αξεδιάλυτα: «Η ειμαρμένη υπερίπταται ως ποίημα»[13]. Πανίσχυρη η πορεία της αισθητοποίησης στο «Πέταλο αλόγου».[14] Εξπρεσιονιστικές σφήνες και παράλογο συνεργάζονται ενώ η ποίηση θα λειτουργήσει ως ψυχαναλυτικό όχημα προσέγγισης και ανάστασης του άλλου.

Τόσο στα «Ψίχουλα»[15] όσο και στο «Είδωλο»[16] μετέχουμε σε μια κατακτημένη προσωπική κλίμακα αξιών και τεχνοτροπίας. Η ησυχία του στίχου συμβάλλει στην ανάδειξη της νεκρικής ησυχίας του καθημερινού βίου, ενώ η προσήλωση στη λεπτομέρεια νοηματοδοτεί την α-νόητη εκδήλωσή της με τρυφερότητα και βαθιά υπαρξιακή αποδοχή. Η σημειωτική του θανάτου, που σφραγίζει την έξοδο του ποιήματος με τη συμμετοχή των ζώων και τη σχιζοφρένεια της γλώσσας («ασύλλαβες οι λέξεις») και του χρόνου, αδράχνει την αναγνωστική μας συμμετοχή. Και στα δύο, η αγάπη εγκολπώνεται την ασθένεια και η ποίηση τη μυθοποιεί. Επιπλέον, οι μεταφορικές αναγωγές, οι προσφιλείς στην ποιητική της Ψυχογυιοπούλου παρηχήσεις, η ευρηματικότητα της εικονοποιίας και πρωτίστως η λιασμένη λιτότητα της στιχουργίας  συνεργάζονται στο ποιητικό αποτέλεσμα.

Η τρυφερή πεζολογία που επιφυλάσσει η ποιήτρια για την ανοϊκή ζωή, ο αίνος της ακρισίας, ο λυγμός της επιμονής, η «παράφρων» νύχτα που γνέφει σε περασμένες αγάπες διατρέχουν το «Πρελούδιο».[17]

«Συναγερμός» ηχεί λίγο πριν την έξοδο της συλλογής, καθώς ο ποιητικός αφηγητής, επίκουρος σταθερός των αδυνάτων που άνοιξαν τις φτερούγες τους ως «αποστάτες άγγελοι», εκφράζει τη βαθιά κούραση που τον κατέβαλε, την προσωπική του διασάλευση από την ποικιλία μορφών θανάτου, από τα λυγμικά λεκτικά σημεία αλλά και από τις πράξεις, που μοιάζουν να γεννώνται σ’ ένα «λεξιπλαστείο θανάτου».

Στα επόμενα ποιήματα, η επίδραση του Καρυωτάκη ήδη από τον ρυθμικό τους απόηχο είναι αναγνωρίσιμη. Το «Πισωγύρισμα» που επισύρει στη μνήμη «Τα γράμματα» του Κώστα Καρυωτάκη αλλά και στη «Σκοτεινή γραφίδα» που τόσο με τη διάρθρωσή της ως σονέτο αφενός όσο και με τα έμμονα «σημάδια θανάτου», τη «σκιά θανάτου», τη «θλίψη» του, ενδίδουν στη μετακαρυωτική ποιητική της μελαγχολίας.

Η συλλογή κλείνει με τρία όντως «κατακλείδια» ποιήματα που ισχυροποιούν την κατακτημένη καλλιτεχνικά και θεματικά γλώσσα. Μια γυναικεία φωνή -που ορισμένως σύρει πατήματα της Sylvia Plath- ακούγεται στα επικίνδυνα χωράφια της σχιζοφρένειας, της άνοιας και της κατάθλιψης, διασχίζοντας ελληνικώ τω τρόπω και τη φωνή δυστοπίες δύστοκες. Το αποτέλεσμα τη δικαίωσε με το παραπάνω.

 

 

[1] Νίκος Παπαχριστόπουλος, Το ψυχαναλυτικό ίχνος. Κείμενα για τη νέα ελληνική λογοτεχνία. Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Πεντζίκης, Εμπειρίκος, Πάτρα, Opportuna 2010, σ. 140.

[2] Τζίνα Πολίτη, Συνομιλώντας με τα κείμενα, Αθήνα, άγρα 1996, σ. 25.

[3] Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου Αποστάτες Άγγελοι, Αθήνα, Κουκίδα – Ποίηση 93 2224, σ. 11.

[4] Jean Starobinski, Τρεις μανίες. Δοκίμια, Μετάφραση Χρήστος Αγγελάκος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1992, σ. 13.

[5] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π.,  σ. 15.

[6] Jean Laplance, Ζωή και θάνατος στην ψυχανάλυση, Μετάφραση Ναταλία Παπαγιαννοπούλου, Αθήνα, Νεφέλη – Ψυχανάλυση, σ. 200-213.

[7] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π.,  βλ. σημ. 5.

[8] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π.,  σ. 19.

[9] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 22.

[10] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 30.

[11] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 33-34.

[12] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π.,  σ. 35.

[13] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 46-47.

[14] [14] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 58-59.

[15] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 60.

[16] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., σ. 61-62.

[17] [17] Π. Ψυχογυιοπούλου, ό.π., 63.

 

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες άγγελοι, Κουκκίδα

 

Προηγούμενο άρθροΚαμέλ Νταούντ ο νικητής του βραβείου Γκονκούρ 2024 προκαλεί την αλγερινή κοινωνία (της Φιλού Μαυροδέλλου)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ