της Βαρβάρας Ρούσσου
Ένας διάλογος της ποίησης με την εικόνα, με άλλα ποιήματα/άλλους δημιουργούς, με μοτίβα, φόρμες, με ένα εσύ άλλοτε παρόν άλλοτε απόν είναι η πρώτη συλλογή της Μαρίας Καντ (Καντωνίδου- αναρωτιέμαι αλήθεια για την σύντμηση του ονόματος-υπόμνηση στον Καντ, πάντως όχι παρόντα στη συλλογή). Διάλογος για τη νοσταλγία, την απώλεια, τον έρωτα, την περιπλάνηση, με τρόπους ενδιαφέροντες και τρόπους κοινούς, δηλαδή ένα διακειμενικό και διακαλλιτεχνικό εγχείρημα.
- Η διαλεκτική λόγου-εικόνας.
Στις επτά ενότητες της συλλογής (το επτά είναι αριθμός με μυστικιστικό φορτίο που πολλοί αξιοποίησαν όπως επανειλημμένα και ο Ελύτης) η βασική ιδέα στηρίζεται κυρίως στη σχέση ποίησης- εικόνας/φωτογραφίας, πρακτική όχι νέα. Καθώς λογοτεχνία και φωτογραφία στοχεύουν στη μορφοποίηση της εμπειρίας έχουν δηλαδή κοινή βάση, ορισμένα στοιχεία της φωτογραφίας μεταγράφονται ώστε όχι απλώς να προκύπτει η απόδοση της εικόνας, η μεταγραφή της σε λόγο, αλλά η επανακωδικοποίησή της, η προέκτασή της στο λόγο. Είτε η διαλεκτική εικόνας-λόγου γίνεται ένα-προς-ένα (μια εικόνα ένα ποίημα) είτε μια φωτογραφία ξεκινά το νήμα περισσότερων ποιημάτων (π.χ. το καβαφικό-σεφερικό «τι άνθρωποι τα αγάλματα εις τα μουσεία» και «εφτά παιδιά έχω, φωνάζει» σαν την ελυτική «Μάγια»). Μερικές φορές το προφανές αυτής της μεταποίησης («σκιάς όναρ ή όνειρον») προβάλλει τη σύγκλιση των δυο διαφορετικών κωδίκων, άλλοτε η φωτογραφία είναι η αφόρμηση και μόνον και το ποίημα με τις δικές του συνάψεις λέξεων παγιώνει νέες εικόνες. Φαίνεται πάντως η απόπειρα το ποίημα να λειτουργεί αυτόνομα και αυθύπαρκτα ώστε η εικόνα να μην εγκλωβίζει τον αναγνώστη. Οπότε αναρωτιέται κανείς προς τι η παρουσία της και η χρονοτοπική αναφορά της λήψης που περιορίζει (π.χ. «να πληθαίνεις στη χάση του» όπου η πρόκληση επικέντρωσης στη φωτογραφία μετατοπίζει την προσοχή από το ποίημα).
- Η γλώσσα και η φόρμα
Αντιθέσεις-αντιφάσεις, συχνά επαναλήψεις λέξεων, απροσδόκητες προσωποποιήσεις και μεταφορές: «…τ’ ασημικά, λέω, αυτά τα απαστράπτοντα,/ χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους.» («οξείδωσέ μας»), προσεγμένη χρήση του επιθέτου, συγκροτούν στίχους σφιχτά δεμένους μεταξύ τους ενώ φράσεις και λέξεις γνωστές αναπλαισιώνονται: «Καθόταν ανεπαίσχυντα και ειρηνικά «καρέκλα») ή άλλες πλάθονται: «στο χώμα χ α μ ώ γ ε λ α (όχι χαμόγελα)», «γέλιο τιγρένιο» (από-θανάτισέ με»). Η γλώσσα που αντλεί από ποικίλα πεδία σε μεγάλη γκάμα -«εδωνά τα μορτάκια», «φλεβίδια bloody mary», «καλλικέλαδοι λύκοι», «λάμπουσα λύπη οξύαιχμη»- δημιουργώντας ένα φορμαλιστικό γλωσσοκεντρισμό, προβάλλοντας το υλικό-γλώσσα, αφήνει ωστόσο θετικό αποτύπωμα. Η εναλλαγή μορφών συνήθως συνδέεται με νοηματικό φορτίο: από το πεζό (ή πεζό ποίημα; ) σε σύντομα ποιήματα άλλοτε με ρυθμικότητα (και ορισμένα έμμετρα τμήματα) άλλοτε προκύπτει χωρίς εμφανή σχέση με αυτό.
- Ο κρυπτικός τρόπος
Η ερμηνεία λοιπόν της εικόνας παράγει ένα λόγο που χαρακτηρίζεται από συνειρμούς ορισμένοι από τους οποίους μπορεί να θεωρηθούν άλογοι. Ωστόσο δεν πρόκειται για υπερρεαλισμό αφού είναι ευδιάκριτη η πρόθεση στη δόμηση των περισσότερων ποιημάτων, συχνά και ο βασικός θεματικός άξονας, με την τελική κορύφωσή τους (κάποτε σε ένα μικρό διάλογο), την επιλεγμένη χρήση της γλώσσας και τη φόρμα. Τις απρόσμενες συνδέσεις παράγουν τόσο οι λέξεις που αναδύονται για να επιβληθούν, όσο και η διαχείριση της εμπειρίας που σπάνια βρίσκεται εμφανής, σε πρώτο πλάνο (ίσως το πρώτο πλάνο το παρέχει η εικόνα) και «αλλοιώνεται» ώστε να μοιάζει μη λογική η ακολουθία. Ωστόσο δεν είναι όλη η συλλογή ερμητική, αντίθετα όπου το βίωμα του έρωτα τροφοδοτεί άμεσα τους στίχους ο λυρισμός περισσεύει: Ένα μέλι στο χώμα μου, δύο μέλια στα σκέλια/ [λαίμαργα, λαίμαργα με ανατρέφουν, τα ανατρέφω κι εγώ]/και μια πιρόγα στην τσέπη ad libitum. // Λεπτόκοκκη η επίγευση, θα διαπιστώσω αργότερα.
Η επιλογή του παραπάνω ποιήματος συγκεντρώνει βασικά γνωρίσματα της συλλογής όπως παρουσιάζονται στο κείμενο αυτό.
- Το διακείμενο
Το εξαιρετικά ευρύ διακείμενο, με πλήθος λέξεων ή εικόνων, συνήθως άμεσα αναγνωρίσιμο -προφανώς εμπρόθετα- είναι συχνά υπερβολικό και η παρουσία του δεν ενισχύει αλλά αποδυναμώνει τη δυναμική κάποιων ποιημάτων λειτουργώντας ως υπόμνηση στίχων/ποιημάτων και όχι ως οργανικό στοιχείο. Δίνεται εντέλει η εντύπωση ότι τα 115 ποιήματα στοχεύουν στον οφθαλμοφανή διάλογο με άλλα ποιήματα και εικόνες αδικώντας τη συλλογή. Έτσι, προς το τέλος της ανάγνωσης, διακείμενο και 78 φωτογραφίες, το διανοητικό αυτό παιχνίδι, δε συντελεί στη μεταφορά της ποιητικής συγκίνησης στον αναγνώστη-θεατή. Τέλος, αν και οι επτά ενότητες έχουν κοινούς άξονες ώστε να θεωρούνται πράγματι μέρη ενός όλου, η τελευταία «Ιστορίες του Δ.Χ.» θα μπορούσε να αυτονομηθεί αποτελώντας μια ακόμη συλλογή.
Μαρία Κάντ, stanza, Gutenberg 2021
Βρες το εδώ