του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
«Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός/γύριζε στους δρόμους/ ξέφευγε απ’τα σύρματα ο τρελός λαγός/ έπεφτε στις λάσπες»
[Μίλτος Σαχτούρης, «Η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)]
****
Ένα φθινοπωρινό πρωϊνό, που έμοιαζε ευχάριστα με καλοκαιρινό, κατέβαινα με ταξί στο κέντρο της Αθήνας. Το ραδιόφωνο μετέδιδε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.
-Τί ακούς; του λέω. Γίνονται αγώνες και το πρωϊ τώρα;
-Όχι, μου λέει. Χθες έγινε, και αναμεταδίδουν στιγμιότυπα. Παίζω «Στοίχημα», και ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες: τί πήγε στραβά κι έχασα πάλι…
-Δεν βαριέσαι; Διακόσιοι αγώνες την ημέρα γίνονται πιά! Κι είναι κι αυτοί οι ποδοσφαιριστές που μπορεί νάχουν σιχαθεί τη μπάλα, έτσι που τους βάζουν να παίζουν νύχτα μέρα, χωρίς να προλαβαίνουν να πάρουν μια ανάσα, άσε τους τραυματισμούς και τα ιατρικά που μπορεί να τους σακατέψουν για μια ολόκληρη ζωή…
Με κοιτάζει απορημένος.
-Και τί με νοιάζουν οι ποδοσφαιριστές; Πληρώνονται, δεν πληρώνονται; Άμα πληρώνονται, θα παίξουν και θα πουν κι ένα τραγούδι! Και νύχτα, και μέρα, και μεσημέρι. Κι εμείς έτσι δεν δουλεύουμε; Κι εμείς δεν αρωσταίνουμε μ’αυτές τις κωλοδουλειές που κάνουμε, και λέμε κι ευχαριστώ;
Με κοιτάζει. Ήταν αξύριστος και κουρασμένος. Κάτι περισσότερο από αυτό: αποθαρρημένος, παραδομένος.
Δεν είχε θέση η χαρά της ζωής σ’όλο αυτό. Επιχείρησα να σπάσω αυτή την περικύκλωση:
-Σου άρεσε ποτέ η μπάλα; Πήγαινες ποτέ στο γήπεδο για γούστο, τότε που γινόταν ένας αγώνας κάθε δεκαπέντε μέρες και δεν είχε βρισιές και επεισόδια;
Δεν γύρισε να με κοιτάξει.
-Ούτε που θυμάμαι πότε τάκανα αυτά. Πέρασε πολύς καιρός από τότε που έκανα πράγματα για το γούστο μου. Έχασα τον δρόμο μου, φίλε, ξέρεις τί θα πει αυτό;
Ήταν οι μέρες που (ξανα)διάβαζα τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη. Σαν αστραπή έλαμψε στο μυαλό μου το ποίημα «Έχασα τον δρόμο μου»:
«Έχασα το δρόμο μου, βρέθηκα σε μια ξένη γειτονιά που δεν μου θύμιζε τίποτε από τη δική μου…
…σ’ένα δρόμο η αγωνία μου κορυφώθηκε: στο τέρμα αυτού του δρόμου ήταν μια απόκρημνη ακτή με μια θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Στη γειτονιά μου δεν βρίσκεται καμιά θάλασσα. Έχασα τον δρόμο μου.»
*****
Μου έκανε εντύπωση ο συντονισμός της ποίησης του Σαχτούρη, αυτού του πολύ ξεχωριστού ποιητή (1919- 2005), έτσι όπως τον διαβάζω, με μια πολύ σημερινή σκοτεινιά, που ώρες ώρες φτάνει στα όρια του ζόφου: κάτι δεν πάει καλά, αυτό το είχαμε βεβαίως από χρόνια συνηθίσει, μα τώρα πιά η αίσθηση είναι ότι αιυτό το «κάτι δεν πάει καλά», έχει πιά πολύ πιό κινδυνώδη σημασία.
Μια δυσφορία απλώνεται στην Αθήνα, και στην Ελλάδα ολόκληρη. Μια δυσφορία που δεν αφορά μόνο έναν κουρασμένο ταξιτζή. Μιλώντας κάθε τόσο με νέα παιδιά προκύπτει πως ενώ διψούν να ζήσουν στα γεμάτα τη μοναδική ζωή που τους δόθηκε, είναι από αποξενωμένα έως αηδιασμένα από τις βαλτωμένες από δημιουργικότητα δουλειές τους με τις γλίσχρες αποδοχές χωρίς προοπτική. Σε μια τέτοια συναναστροφή, ένα άλλο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη έρχεται να ταιριάξει στις κουβέντες μας. Τα παιδιά, χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τον ποιητή, σχεδόν μου διηγήθηκαν, με άλλα λόγια, το ποίημα με τον τίτλο «Στο καφενείο με τις λίρες»:
«Στο καφενείο έρχεται ο χοντρός νονός μου με τις λίρες. Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει, γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου που περίμενα…
…Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι πλάι μου
-Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.»
(Τα δύο ποιήματα είναι από την έκδοση «Μίλτου Σαχτούρη Ποιήματα (1980- 1998»), εκδόσεις Κέδρος).
******
Ο ζόφος: σκοτεινιάζουν και στενεύουν τα περάσματα
Υπάρχουν πολλοί ορισμοί για τον ζόφο, αναλόγως και της έντασης με την οποία εκδηλώνεται. Είναι η σκοτεινιά, η μαυρίλα, σε αντίθεση με το φως, τη λάμψη, το φέγγος. Το σκοτεινό μέρος του ορίζοντος. Σε έξαρση μπορεί να είναι συνώνυμος με τη σχεδόν τρομακτική λέξη «έρεβος», το βαθύ, απειλητικό, τρομακτικό σκοτάδι. Αλλά ως ζόφος μπορεί να οριστεί και η κατάσταση βαθιάς απογοήτευσης ή μελαγχολίας, παντελούς έλλειψης αισιόδοξων προοπτικών.
Ο ζόφος εμφιλοχωρεί παντού και ποικιλοτρόπως στις σύγχρονες κοινωνίες του 21ου αιώνα. Γράφει η κοινωνιολόγος Danièle Linhart σε πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο «Ένα νόημα για την εργασία: αλλά ποιό;» στη «Le Monde diplomatique» του Δεκεμβρίου του 2024: «Σηκώνεται, πίνει καφέ, παίρνει το αυτοκίνητο, το μετρό ή το τραίνο, κάνει το ταξίδι, ξαναμπαίνει, ξαναρχίζει, κάνει την εργασία του…Αλλά τί εργασία είναι αυτή; Γιατί; Για ποιόν;», «Τί προκύπτει από μια δραστηριότητα όπου ο εργαζόμενος λειτουργεί ως εξάρτημα σε ξεχαρβαλωμένη ή ισοπεδωτική μηχανή αλλοτρίωσης;» Στο ίδιο άρθρο η Linhart, συγγραφέας μεταξύ άλλων των βιβλίων «La comedie humaine du travail» και «Travailler sans les autres?», προσομοιάζει τη σύγχρονη εργασία σε πολλά πεδία απασχόλησης με τη δραστηριότητα των Άγγλων αιχμαλώτων του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έφτιαχναν για τους Γιαπωνέζους κατακτητές της Ασίας, τη Γέφυρα του ποταμού Κβάϊ, στην ομώνυμη εμβληματική ταινία του David Lean (1957).
Πέρα από το προβληματικό νόημα της (μη δημιουργικής) εργασίας, εκδηλώνεται όλο και περισσότερο γύρω μας η απειλή που αφορά την απώλεια της θέσης μας στον Κόσμο. Γύρω μας, η Γη «τρέμει», κράτη και κοινωνίες διαλύονται το ένα μετά το άλλο, κι άλλα τόσα κράτη απειλούνται με ολοσχερή διάλυση. Στη μικροκλίμακα, το αντίστοιχο είναι η απειλή της κοινωνικής χωματερής, που ξεκινάει με το να χάσεις τη δουλειά σου, με όλη την ψυχική ασφυξία ή και καταστρεπτική αποσάρθρωση που συνοδεύουν όλα αυτά. Παραθέτω στη συνέχεια σχετικό με το θέμα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Έξοδος», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2011:
/// Νάες Άναες
Έτσι είναι ο θάνατος;
Πουλιά χωρίς φτερά χτυπούσαν τα τζάμια με μανία. Σκυλιά που γάβγιζαν χωρίς ήχο γρατζουνούσαν με τα νύχια τους τα σεντόνια…Στριφογύριζε στο κρεβάτι του τρομαγμένος. Πού φωλιάζουν αυτά τα ζώα που δεν κάθονται να τα ταΐσεις; Ή να φύγουν ή να φανερωθούν κανονικά!
Πέθαινε ή είχε τρελαθεί; Έπρεπε κάτι να κάνει. Να κουνηθεί. Να φύγει από κει. Αλλά πού να πάει; Αυτό ήταν το δωμάτιό του. Μια ναυτία που δεν έλεγε να ξεσπάσει σε εμετό.
Κατρακύλησε στο πάτωμα κι ακουμπώντας τα χέρια του στον τοίχο σηκώθηκε αργά. Το μπάνιο ήταν δίπλα και είχε φως. Έσπρωξε την πόρτα, αλλά πριν προλάβει να μπει τινάχτηκε προς τα πίσω με φρίκη. Ποιος ήταν αυτός που έσταζε ολόκληρος από ιδρώτα και τον κοίταζε απελπισμένος μέσα από τον καθρέφτη;
Έσκυψε το κεφάλι για να μη βλέπει και προσπάθησε να καταβρέξει το πρόσωπό του. Τίποτα. Βρύσες βουλωμένες. Νερό που δεν ξεχύνεται…Άδειασε τελείως από δυνάμεις. Ρουφούσε το φόβο από παντού, σαν να του έκαναν ενέσεις με δηλητήριο σ’όλο του το κορμί.
Μπουσούλησε πίσω στο δωμάτιο και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι. Είχε ανάγκη από μια μικρή ανακωχή. Ως το πρωί. Οι μέρες του δεν ήταν εύκολες, αλλά πάντως ήταν καλύτερες από τις νύχτες. Τυλίχτηκε με τα ιδρωμένα σκεπάσματα κι έκλεισε τα μάτια…
…Ένα ανατριχιαστικό αίσθημα τον είχε κυριεύσει από πάνω μέχρι κάτω, στο σώμα και στο μυαλό. Βίωνε με τραγικό τρόπο μια απώλεια. Είχε χάσει ξαφνικά τη δουλειά του και μαζί μ’αυτήν τη θέση του στον κόσμο. Ήταν σαν να του είχαν κόψει το πόδι. Όχι ένα από τα δύο κανονικά του πόδια, αλλά ένα τρίτο, αυτό που του είχαν φυτέψει με το φόβο, αλλά και με την πειθώ, στο πατρικό του. Το τρίτο πόδι μπορεί να μην τον άφηνε να περπατήσει, όμως τον είχε μέχρι τώρα κρατήσει όρθιο δίνοντάς του την ευστάθεια ενός τρίποδου. Η απώλεια ενός άχρηστου μέλους δεν θα έπρεπε φυσιολογικά να τον τρομάζει, με τη διαφορά ότι ήταν ακριβώς αυτό το μέλος που του έδινε την αίσθηση της ισορροπίας, της ταυτότητας, τη δυνατότητα να υπάρχει χωρίς να σκέφτεται…///
**********
Προσεγγίζοντας τον ζόφο με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη
Ολόκληρος ο Κόσμος βρίσκεται λοιπόν σε μια διαρκή κινδυνώδη αναστάτωση, και η χώρα μας- με τις χρόνιες δυσλειτουργίες της- από κοντά. Μιλώντας για τα πρακτικά δεδομένα, δεν αναφερόμαστε σε ατομικά, προσωπικά προβλήματα χαρακτήρα, μα σε καταστάσεις που αφορούν τη συλλογικότητα και συνδέονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες της Αθήνας, και κατ’επέκταση της Ελλάδας ολόκληρης. Από τη χρόνια διάχυτη οικονομική δυσπραγία («δεν βγαίνουν τα νούμερα, οι λογαριασμοί» λένε οι άνθρωποι στον δρόμο), την κατάσταση στα Νοσοκομεία και τα Σχολεία, τα εξαθλιωμένα πεζοδρόμια, τους κάθε τόσο ανασκαμμένους δρόμους, τις μηχανές, ακόμα και τα αυτοκίνητα που σταθερά διασαλεύουν την ηρεμία των πεζοδρόμων- που είναι τα επιφαινόμενα ενός συνολικού προβληματικού τρόπου λειτουργίας των πραγμάτων-, ως την χρόνια στομωμένη ή ακόμα και ακρωτηριασμένη δημιουργικότητα, τις δουλειές που δεν είναι δουλειές, την πολιτική που δεν είναι πολιτική, τον ανύπαρκτο σχεδιασμό της προστασίας από τις αλεπάλληλες συλλογικές καταστροφές, την ακηδία στη θέση της πρόνοιας, τις προοπτικές που δεν είναι προοπτικές. Μια διάχυτη ασφυξία εξ αιτίας της αίσθησης μιας από καιρό συντελεσμένης- και αέναα εξελισσόμενης, επεκτεινόμενης, εμβαθυνόμενης-, μή αναστρέψιμης βαλτώδους κατάστασης.
****
Δεν διατεινόμαστε φυσικά ότι ο ζόφος είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό της κατάστασης της χώρας μας: μόλις προχθές γράφαμε ένα κείμενο υπέρ των θελκτικών παλμών της Αθήνας, με τη συνηγορία του ποιητικού έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου. Υπάρχει ένας λαμπρός ουρανός πάνω από την όποια λάσπη- κυριολεκτικά, και συμβολικά. Οι άνθρωποι πάντα εύρισκαν τον τρόπο να αντιστρατεύονται τη σκοτεινιά. Μέσα στη φρίκη του Τρωϊκού πολέμου, ο τυφλός Όμηρος τραγουδά την «ροδοδάκτυλον ηώ», ενώ από το ατίθασο των ταύρων κατάγεται η δύναμη του Γκόγια, με την οποία στο εικαστικό του έργο ξεπερνάει τις φρικαλεότητες της εποχής του. Γιατί τότε να μας ενδιαφέρει η ανάδειξη του ζόφου, αντί απλώς να τον προσπερνάμε κατά το δυνατόν, αποφεύγοντας να δηλητηριάζουμε τη ζωή μας, όσο τουλάχιστον η λάσπη δεν μας κατακλύζει ανεπανόρθωτα;
Πρώτα απ’όλα, επειδή ζούμε μια έκδηλη ανισορροπία, με την κατάσταση να μας υποχρεώνει να βλέπουμε το επώδυνο πρόσωπο του “ακρωτηριασμένου κάλλους”: κάθε τόσο πιά σχεδόν ψηλαφούμε το σημείο που η λάσπη μπορεί να μας κατακλύσει. Αλλά και επειδή δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα παθητικά στη σκοτεινιά, έχοντας ως άλλοθι το ότι κάπου κάπου φωτίζει. Είναι «μισή ζωή» αυτή. Και όπως μας λέει με ενάργεια ο Εμπειρίκος: «Όμως, όπως ο εξετάζων έναν αδάμαντα, δεν ημπορεί να κατανοήσει πλήρως και να απολαύσει εις βάθος την μονολιθικήν ακεραιότητά του, παρά αν εξετάσει εκ του σύννεγγυς και ενοήσει (νοιώσει) την πολυσχιδή συνάθρισιν και συσχέτιση των εδρών του…»
Δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό, αναφορικά με τον ζόφο. Ο δημόσιος λόγος που θα έπρεπε να είναι πολύ στιβαρός, ουσιαστικός, μελετημένος, συνολικός και συγκεκριμένος, ώστε να καθίσταται μέρος μιας συλλογικής ενσυναίσθησης, μήπως και μπορέσουμε επί της ουσίας να αρχίσουμε να βλέπουμε πώς θα ακυρώσουμε τη μηχανή που γεννάει τη σκοτεινιά, στην πραγματικότητα είναι ακόμα λειψός, και πάντως μη αποδοτικός- αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα. Και ως τέτοιο δημόσιο λόγο δεν εννοούμε βεβαίως τον πολιτικάντικο, τον ρηχά καταγγελτικό, ή την υπόκωφα εκφρασμένη γκρίνια, την κλάψα και τα σχετικά αγοραία, τα οποία αν έχουν κάποια λειτουργία είναι είτε αυτή της πελατειακής σκοπιμότητας, είτε αυτή του ψυχότροπου που καταστέλλει για λίγο τη δυσφορία, η οποία μετά επιστρέφει δριμύτερη και χωρίς πιά διέξοδο.
Το ζήτημα λοιπόν παραμένει: είναι ανάγκη να μιλήσουμε δραστικά και ποικιλοτρόπως γι’αυτό το σταχτί πέπλο που ήσυχα, αθόρυβα μα ασφυκτικά απλώνεται και σκεπάζει τις ζωές μας. Όχι μόνο επειδή είναι ψυχωφελές να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους («…ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου γελώντας/ μονάχα η ψυχή στ’αυτί μου/ ψιθυρίζει λέγοντας: σκοτείνιασε σκοτείνιασες γιατί;/ δεν είσαι τρομαγμένος;…») γράφει ποιητικά ο Σαχτούρης, μα για να σταθούμε υψιπετώς απέναντι στο έρεβος («…ψηλά κοιτάζω σαν χαρταετός/ ο Σταυραϊτός να φεύγει/ αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα/ αυτά δέ με αγγίζουν…»), μήπως και το σπρώξουμε για να χωρέσει το φως. Το υψηλό φρόνημα ως προϋπόθεση της επιδίωξης μιας καλής, ποιοτικής ζωής με αξιοπρέπεια.
*****
Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό, να αναδείξουμε με τον λόγο τον ζόφο συμβάλλοντας στο «να τρυπήσουμε τον χάρτη» ή καλλίτερα «τα τείχη»; Τα τείχη, γιατί ο ζόφος εγκαθίσταται όπως τα τείχη στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη:
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/ μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη…Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ…Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω/ Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον/ Ανεπαισθήτως μ’έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»
Οι τρόποι είναι ασφαλώς πολλοί και σεβαστοί, μα εδώ διαλέγουμε έναν δρόμο πολύ ιδιαίτερο, αυτόν της ποίησης, έτσι όπως αυτή συνδέεται με ό,τι ωραία συνοψίζει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι: « Ο πιο άγριος αλλά και ο πιο έντιμος αγώνας δίνεται στα βάθη της συνείδησης: εκεί όπου υπάρχουν τα ευαίσθητα και ευθραυστότερα ράμματα των συναισθημάτων».
Στο παρόν κείμενο λοιπόν επικαλούμαστε τη συνέργεια της ποίησης. Εννοείται πως η ποίηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον λόγο της θεωρίας, ούτε της προσωπικής και συλλογικής δράσης στο πεδίο- τόσο πολύτιμα και τόσο απαραίτητα και τα δύο-: μολονότι είναι συναφής, και ιδανικά συνδυαστική η προσφορά της, είναι άλλη η λειτουργία της. Δι’αυτής θα επιχειρήσουμε να φτάσουμε «στα βάθη της συνείδησης», γιατί αυτά πάει να κατακλύσει ο ζόφος. Κι όταν λέμε «ποίηση» εδώ, στο παρόν κείμενο, εννοούμε συγκεκριμένα την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη.
********
Γιατί με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη;
Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919- 2005), από τους σπουδαίους μεταπολεμικούς ποιητές, έζησε το μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, και μάλιστα στην Κυψέλη, μα κατάγεται από την Ύδρα. Είναι δισέγγονος του ναυμάχου της Επανάστασης του 1821. Ο πατέρας του, ανώτερος δικαστικός και νομικός σύμβουλος του κράτους, με έντονη δημόσια δράση, τον προόριζε για νομικό. Ο Μίλτος Σαχτούρης ξεκίνησε όντως με νομικές πανεπιστημιακές σπουδές, μα τις διέκοψε για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Όσον αφορά τώρα την ποίησή του, που μας ενδιαφέρει, θα μιλήσουμε εδώ και με τις φωνές άλλων, όπως τις αντλούμε από το βιβλίο «Για τον Σαχτούρη/ Κριτικά κείμενα», (εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 1998, με εισαγωγή, ανθολόγηση κειμένων της Δώρας Μέντη).
Ο Σαχτούρης είναι, κατ’αρχάς, ο ποιητής της καταστροφής, συνολικά στο έργο του, μα κατ’εξοχήν στην παραγωγή του μεταξύ 1945 και 1971. Όχι της απειλής, μα της καταστροφής: η απειλή είναι θολή, δεν έχει χρώματα, ενώ η ποίηση του Σαχτούρη είναι σαν ζωγραφισμένη με χρώματα, σαν να αποδίδει εξπρεσσιονιστικά τα χρώματα του ζόφου, ως μάρτυρας μιας καταστροφής.
Γράφει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: «Φαντάζομαι τον Μίλτο Σαχτούρη σαν έναν άνθρωπο που μόλις τα κατάφερε να απομακρυνθεί από το επίκεντρο κάποιου άγριου μακελειού και που καταματωμένος, πανικόβλητος, γυρίζει, τρέχοντας σαν τρελός, έξω από πόρτες κλειδαμπαρωμένες, με τα μάτια γεμάτα τρόμο, φωνάζοντας, με όσες λέξεις του επιτρέπει ο εφιάλτης της συμφοράς να χρησιμοποιήσει…Ο φόβος του εφιάλτη όχι μόνο δυσκολεύει στην άρθρωση του λόγου, αλλά του αφαιρεί και αυτόν ακόμα τον ήχο, κάνοντάς τον άηχο, παρά την πρόθεση της κραυγής…Μια ποίηση που κραυγάζει με έντονα χρώματα, μα χωρίς ήχο…»: «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είναι ο ουρανός/ και λίγο χιόνι…» ξεκινάει το ποίημα με τίτλο «Ο ελεγκτής». Ή αλλού: «…το φάντασμα απελπισμένο κλαίει στη γωνιά/ ματωμένο μοσχάρι φράζει τον ουρανό/ στο δρόμο καθώς έβγαινε απάντησε μιάν αγία ντυμένη στα βυσσινιά».
Στο ίδιο βιβλίο, γράφει ο Τάσος Πορφύρης: «…Σε κάθε ποίημα υπάρχει θρονιασμένη μια ολόκληρη καταστροφή. Μιά καταστροφή που δεν έχει προέλθει από πλημμύρα ή τυφώνα, αλλά από τρομερή έκρηξη ή σφοδρή σύγκρουση…Στην ποίηση του Σαχτούρη δεν υπάρχουν προκαταρκτικά σχέδια για μια εξοικείωση με τους στίχους ούτε κλιμάκωση του συναισθήματος ή της συγκίνησης. Φανταστείτε ένα νοσοκομείο χωρίς αίθουσες αναμονής και διαδρόμους, ανοίγεις την πόρτα- για το ποίημα, πόρτα είναι οι τίτλοι- και βρίσκεσαι στο χειρουργείο.
Γράφει ο ποιητής: «Σ’αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα, σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια/ από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι, πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες…μία μία ανοίγουν τα φτερά οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου».
Ή αλλού: «Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα πάνω από το κεφάλι μου/ η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια/ ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια…»
Μια δραστική αμεσότητα σε σχέση με μια εγκαθιδρυμένη καταστροφή: πώς αλλιώς να τρυπήσουμε τους τοίχους, που «μας έκλεισαν από τον κόσμον έξω»;
*****
Μια άλλη διάσταση της ποίησης του Σαχτούρη- πολύτιμη για τον σκοπό μας- είναι ότι ο Σαχτούρης δεν ομφαλοσκοπεί, δεν στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του ή από καθρέφτες του εαυτού: αναφέρεται στην κοινωνία.
Γράφει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: «Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι ένας ακραιφνώς κοινωνικός ποιητής». «Οικειοπείται τον τρόμο, τον φόβο, την απόγνωση, τον πανικό, τις ανοιχτές, αιμορροούσες πληγές, την οιμωγή, τον εφιάλτη που παραμορφώνει οικτρά τον κόσμο γύρω του…μετουσιώνονται όλ’αυτά από τον ευπαθή και σπαραγμένο ψυχισμό του, για να τα επιστρέψει, ύστερα, ως λόγο, με την ανεξίτηλη σφραγίδα της δικής του, βιολογικής και υπαρξιακής οδύνης, μέσα από την οποία τα διήθησε…Γίνεται, εν τέλει, αυτός ο ίδιος, αέναος δέκτης και πομπός της δυστυχίας του κόσμου που τον περιβάλλει».
«Η δυστυχία απ’έξω έγδερνε τις πόρτες» λέει ο ποιητής. Και αλλού: «Πάλι τί καννιβαλισμός αυτή την Άνοιξη/ λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες/ πουλιά τους φάγαν τα εντόσθια τα γεράκια/ το τριαντάφυλλο έμεινε ολομόναχο/ κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία».
****
Ο Γιάννης Δάλλας, δεινός μελετητής της ποίησης του Σαχτούρη (δικό του είναι το βιβλίο «Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη», εκδόσεις Κείμενα, 1979), αναδεικνύει και μια κρίσιμη ιδιότητα του ποιητή: «Του πηγαίνει η πνιγμένη κραυγή και η μουγγή παρουσία και όχι η ανοιχτή καταγγελία ή η όποια εξαγγελία. Του ταιριάζει ο μορφασμός και όχι το χιούμορ, ο ολοκληρωτικός σπαραγμός και όχι η εύκολη οργή και η ρητορεία».
Η καταστροφή, η φριχτή, εξοντωτική, ακυρωτική της ύπαρξης καταστροφή δεν συμβαίνει στον ίδιο (πώς θα έγραφε άλλωστε, αν είχε συμβεί στον ίδιο;), μα γύρω του, όπως ανοίγονται ξαφνικά μαύρες κόκκινες τρύπες: «….στο πλαϊνό μου διαμέρισμα μεταφέραν συνεχώς τους πληγωμένους…» Είναι μάρτυρας των καταστάσεων, δεν είναι ευθέως θύμα τους. Είναι ακριβώς αυτή η εκ των πραγμάτων απόσταση που δίνει έκτακτο βάθος και αξιοπιστία στην ποίησή του απαλλάσοντάς την από κάθε λογής σκοπιμότητες ή υποχρεώσεις, αλλά και από τη ρηχή ευκολία των διαθέσεων.
Έτσι όπως μάλιστα αυτό συνδυάζεται με τη θέση του- δεν είναι από κάτω, είναι από πάνω, έχει επίγνωση ότι έρχεται από μακριά και από επιλογή δεν λουφάζει, δεν καταδέχεται το βρώμικο ψωμί- πολλαπλασιάζει τη δύναμη της τέχνης του στο πεδίο. Γράφει: «…πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’αστέρια/ εγώ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω». Η υψιπέτεια τον αφορά: ούτε η βολή του, ούτε το κλαψούρισμα.
****

Ο ποιητής επίσης κάνει με το έργο του κάτι το μεγαλειώδες: στον κυρίαρχο «αντεστραμμένο», «ανάποδο», πολύ μακριά από τον ανθρωπισμό, Κόσμο, που επιδιώκει με ποικιλότροπη βία να εγκαθιδρύσει την απόλυτη δική του τάξη, παριστάνοντας ότι είναι αυτονόητο πως «το ανάποδο είναι το κανονικό», αντιπαραθέτει την «κανονική κανονικότητα» μα με έναν τρόπο που φαίνεται χαώδης επειδή ακριβώς δεν παραδέχεται την μη ανθρώπινη «τάξη της βίας». Τίποτα δεν είναι αυτό που σου λένε ότι είναι.
Το χάος δεν είναι αυτό που ο ποιητής επιθυμεί ως μόνιμο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της κοινωνίας, μα είναι αυτό που μπορεί να αντιτάξει τώρα κατά της ολοκληρωτικής ισοπέδωσης, της καταστροφής. Και ήσυχα το δηλώνει, φανερώνοντας το αληθινό, την προοπτική.
Γράφει ο Σαχτούρης: «Δεν είναι αυτό το αυλάκι αυλάκι αίματος/ δεν είναι αυτό το πλοίο πλοίο θύελλας/ δεν είναι αυτός ο τοίχος τοίχος ηδονής/ δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής/ δεν είναι αυτός ο σκύλος σκύλος λουλουδιών/ δεν είναι αυτό το δέντρο δέντρο ηλεχτρικό/ δεν είναι αυτό το σπίτι σπίτι δισταγμού…Δεν είναι η λευκή γριά γριά ετοιμοθάνατη…Είναι μιά κουταλιά γλυκό κρασί δύναμη χαράς/ για τη ζωή της λησμονημένης».
Και αλλού: «Δεν έχω άλλα λουλούδια να σου φέρω/ όμως μια μέρα θα γίνω ο μέγας κηπουρός/ φυτεύω θα κλαδεύω θα ποτίζω/ θα’χω το σπίτι μου πάνω σ’ένα σύννεφο/ θ’ανάβω τα όνειρά μου με τον ήλιο».
Ο Σαχτούρης σήμερα;
Μα, μπορεί να μας πούνε- ή κι εμείς οι ίδιοι να αναρωτηθούμε: «ταιριάζει η ποίηση του Σαχτούρη σήμερα»; Μια ποίηση που το μεγαλύτερο μέρος της γράφτηκε μεταξύ του 1945 και του 1971, ακριβώς την αγριότερη και ωμότερη περίοδο του σύγχρονου Κυλώνειου Άγους στην Ελλάδα; Ποια σχέση έχει αυτό με το σήμερα;
Αν μας ενδιαφέρει η κυριολεξία, όντως δεν έχει σχέση- όσο τουλάχιστον αναφερόμαστε στενά στη χώρα μας, κλείνοντας τα μάτια στα όσα συμβαίνουν στη γεωπολιτική γειτονιά μας. Μα η Τέχνη πάει πολύ πιο μακριά και πιο βαθιά από την κυριολεξία. Σε σχέση με αυτό το θέμα, έχω πολύ ζωντανά στο μυαλό μου δυο θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησα στα τέλη του 2024 στο Λονδίνο. Η μία με τον τίτλο «Οιδίπους», εμπνευσμένη από το έργο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, και η άλλη με τον τίτλο «Η Δούκισσα (του Μάλφι)», εμπνευσμένη από το συναφές έργο του John Webster, δημιουργού της ίδιας περίπου εποχής με τον Σαίξπηρ, στην Αγγλία.
Το πρώτο έργο στην Ελλάδα το γνωρίζουμε στην Ελλάδα από την αυθεντική εκδοχή του: μια πρωταρχική τυφλή αφόρητη βία, από άνθρωπο «δικό μας», που μένει ανομολόγητη, είναι στη βάση μεγάλων συμφορών, για πολλά χρόνια μετά. Όσο για το άλλο, το οποίο εξελίσσεται στην Ιταλία περασμένων αιώνων, έχει μια υπόθεση όπου «οι δικοί σου» σχεδόν «σε τρώνε ζωντανό», μα το έργο καταλήγει: «Integrity of life is fame’s best friend/ Which nobly, beyond death, shall crown the end». Έχει τη σημασία του πως το έργο είναι τόσο εντατικά άγριο, που ο T.S. Elliot χαρακτήρισε τον Webster ως αυτόν που «όταν κοιτάζει έναν άνθρωπο, βλέπει το κρανίο του». Υπάρχουν αυτές οι συνθήκες βίας στην Αγγλία ή στην Ελλάδα σήμερα, κυριολεκτικά; Όχι, βέβαια. Και όμως, οι συγκεκριμένες παραστάσεις συγκλονίζουν το σημερινό κοινό, τόσο πολύ που δημιουργείται το αδιαχώρητο στα Θέατρα που παίζονται. Πολύ σχηματικά, συμβαίνει αυτό που επισήμανε ο Παζολίνι και αναφέραμε πιό πάνω: «Οι άνθρωποι συντονίζονται διαχρονικά δια των όσων λαμβάνουν χώρα στο βάθος της συνείδησης». Μπορεί να παίρνουν άλλες μορφές στην επιφάνεια, μα η βία και η καταστροφή εξακολουθούν σήμερα να υπάρχουν, και η δυνατή Τέχνη που αναφέρεται σ’αυτές είναι διαχρονική.
Μ’αυτή την έννοια, η ποίηση του Σαχτούρη είναι πολύ σημερινή: «Δεν αγαπώ το αεροπλάνο/ πάντα θα’χουμε ανάγκη από ουρανό/ η ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα/ πάντα θα’χουμε ανάκη από ουρανό» ή «Γέλασε ο μαύρος κόκορας όταν του είπαν πως θα τον σφάξουν/ όταν όμως ήρθε η ώρα, η κακή του ώρα/ έκλαψε ο μαύρος κόκορας, έκλαψε ο μαύρος κόκορας». Αλλά και: «Στην ξένη πόλη που βρέθηκα, ο Κύριος με το γκρίζο κοστούμι είναι ο χειρότερός μου εχθρός/ Λέει πως θα μου βρει σπίτι να μείνω, λέει πως θα μου δώσει χρήματα, λέει πως θα μου δώσει το ασημένιο κλειδάκι που κρατάει…Όμως όποτε τον χρειάζομαι εξαφανίζεται/ Ο Κύριος με το γκρίζο κοστούμι και με το μικρό ασημένιο κλειδάκι είναι ο χειρότερός μου εχθρός».
Μα ακόμα κι όταν η κυριολεξία της ποίησης αφορά «παλιές ιστορίες» («Με ζητούν στο τηλέφωνο/ μ’έχουν τρελάνει απ’το πρωΐ/ θέλουν να μου μιλήσουν για το καταραμένο απόγευμα, για την παλιά ιστορία…»), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουν και οι «παλιές ιστορίες» τα δικαιώματά τους- η Αθήνα, η Ελλάδα είναι εμποτισμένες από «παλιές ιστορίες»-, που όταν δεν δίνουμε χώρο σ’αυτές, μπορεί να βρυκολακιάσουν.
*****
Παρ’όλα αυτά, η κυριολεξία, και μαζί μ’αυτή η ποίηση που γεννήθηκε από την «παλιά πραγματικότητα», κάποτε μπορεί να μην συντονίζονται με τις καινούριες γενιές και τις εμπειρίες τους. Συζητούσαμε με ένα κορίτσι περίπου 20 χρόνων, για το πόσο ζορισμένο ήταν από τις περιρρέουσες συνθήκες. Της ανέφερα τους Καταστασιακούς του Μάη του 68 στο Παρίσι, μήπως και βοηθήσω: «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία…» Κούνησε αποφασιστικά το χέρι, για να φύγει από μπροστά της αυτό που τη μπέρδευε. Μπορεί να μην είχε καν ακούσει για τον Μάη του 68, πόσο μάλλον για την ποιητική του. «Εγώ είμαι δάσος!» μίλησε με πείσμα. Για τις ίδιες έγνοιες μιλούσαμε, μα άλλα μονοπάτια διαλέγαμε.
Όλα θέλουν τον τρόπο τους. «Η ομορφιά θέλει ειρήνη, και η ειρήνη προϋποθέτει ένα νέο συμβόλαιο» γράφει κάπου ο Γάλλος στοχαστής Michel Serres (1930- 2019). Μ’αυτή την έννοια, το υψηλής ενέργειας κοίτασμα της ποίησης του Σαχτούρη μπορεί να εμπνεύσει και ως βάση για νέες δημιουργίες που να αναφέρονται στην κυριολεξία της σημερινής εποχής. Κάτι ανάλογο κάνει ο δημιουργός του σύγχρονου «Οιδίποδα», Robert Icke, στην παράσταση του Λονδίνου που προαναφέραμε. Ο Icke, γεννημένος το 1986, «τρομερό παιδί» του βρετανικού θεάτρου, εμπνέεται μεν από το έργο του Σοφοκλή, μα γράφει και σκηνοθετεί ένα καινούριο, δικό του έργο, που αναφέρεται στο σήμερα. Το έχει κάνει, με εξαιρετικά δημιουργικό τρόπο, τόσο για την «Ορέστεια», όσο και για τον «Άμλετ». Ο Icke έχει πει για τη δουλειά του, σε σχέση με τα κλασικά έργα, ότι ερευνά την επιστροφή «στις ισχυρές δονήσεις του αυθεντικού έργου, μακριά από τη σκόνη των παλαιότερων θεωρήσεων που έχουν μαζευτεί πάνω του». Μια ριζική επιστροφή στη ρίζα, τον πυρήνα του έργου. Περιγράφει σχηματικά τη λογική της προσαρμογής στα σημερινά ως εξής: «όπως όταν βρισκόμαστε σε μια ξένη χώρα όπου δεν μας κάνουν οι πρίζες που φορτίζουμε το κινητό μας, και αναζητάμε τον μετασχηματιστή που θα δώσει μια καινούρια ενέργεια στις μηχανές μας».
Σε ανάλογο κλίμα κινείται και η βρετανίδα θεατρική συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτις Zinnie Harris, γεννημένη το 1972, που έγραψε και σκηνοθέτησε, με μεγάλη δημιουργική επιτυχία, μια σύγχρονη «Δούκισσα του Μάλφι» (όπως έκανε παλιότερα και με την «Ορέστεια» και τον «Μάκβεθ) στην άλλη παράσταση του Λονδίνου που προαναφέραμε. Μάλιστα, η ριζική ευστοχία τέτοιων προσεγγίσεων έχει πολλαπλές επιπτώσεις στο πεδίο της συλλογικής συνείδησης. Όπως μας είπαν δύο νέες κοπέλες, πολύ συγκινημένες στο τέλος της παράστασης: «Είχαμε παρατήσει το διάβασμα του πρωτότυπου του Webster, μπερδεμένες από όσα θεωρούσαμε αναχρονιστικά σ’αυτό. Μετά την τεράστια σημερινή αναστάτωση, διψάμε να το ξαναδιαβάσουμε από την αρχή».
******
Δεν μπορούμε λοιπόν παρά κι εμείς να κλείσουμε ανακαλώντας την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη καθ’εαυτή, που ξεκινάει: «Διαρρήχτες του ήλιου/ δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι/ δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα/ δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός…Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι/ δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν/ παραμονεύουν/ με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια/ με τ’άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα/ με τις πέτρες των δειλών στα χέρια/ παραμονεύουν σ’άλλους πλανήτες το φως».
Και καταλήγει: : «Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της/ από το χρώμα του το κάθε λουλούδι/ από το χάδι του το κάθε χέρι/ απ’τ’ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί».
Επίμετρο 1
Ο Σαχτούρης δεν είναι μόνος, ανάμεσα στους ποιητές, ούτε έρχεται «από το πουθενά», γράφει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, στο βιβλίο του «Τάκης Σινόπουλος/ Μίλτος Σαχτούρης, Μελετήματα», εκδόσεις Πατάκη, ξεκινώντας από τη (σχεδόν) μόνη μυθολογική αναφορά του ποιητή, αυτή που κάνει στον Οιδίποδα και την τραγωδία των Λαβδακιδών.
Στο ποίημά του «Δεν είναι ο Οιδίποδας» (1948), ο Σαχτούρης γράφει «…ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια που ανεμίζουνε/ νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα/ και μπαίνουν μέσα ο Κώστας σκοτωμένος/ ο Ορέστης σκοτωμένος, ο Αλέξης σκοτωμένος…τότε νυχτώνει η σιωπή στους δρόμους/ και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του/ παιδιά τον ακολουθάνε στις μύτες των ποδιών/ δεν είναι ο Οιδίποδας/ είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς/ παίζει μιάν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα/ είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς».
Με όχημα την τραγωδία των Λαβδακιδών, ο Μαρωνίτης παραθέτει ποιήματα του Χριστιανόπουλου- εμπνευσμένου από τον Καβάφη- και του Σεφέρη, που γράφηκαν γύρω στα 1945 με 1948, και καταλήγει: «Εδώ προτιμώ να τελειώσω απότομα, τονίζοντας μόνο πόσο, και δίχως να το ξέρουν, οι ποιητές κάποτε συνωμοτούν μεταξύ τους και συμπίπτουν. Κι ας ανήκουν σε άλλο μέγεθος, σε άλλον χρόνο και άλλη, όπως λέμε, ποιητική γενιά. Στη χρονολογική τους πάντως σειρά είναι εδώ: ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Σαχτούρης, ο Χριστιανόπουλος. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι, που ακόμα δεν τους πρόσεξα».
Επίμετρο 2
Έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εκλεκτική συγγένεια της ποίησης του Σαχτούρη μ’αυτή του Εμπειρίκου, κι ας κινούνται σε τόσο διαφορετικές ατμόσφαιρες. Η αίσθησή μου γι’αυτό που τους συνδέει είναι ότι και οι δυό τους, ο καθένας με τον τρόπο του, επιχειρούν να είναι “ζοφο- φθόροι”, δηλαδή, κατά το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddell Scott, οι «τον ζόφον εκδιώκοντες, διαλύοντες».
Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα που αφιερώνει ο Σαχτούρης στον Εμπειρίκο:
«Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο/ τα δάχτυλά του κίτρινα απ’τα τσιγάρα/ τσιγάρα να καίνε σαν κεριά/ γύρω γύρω στα τραπέζια/ τσιγάρα πάνω στις καρέκλες/ τσιγάρα παντού/ κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος, τα μάτια του να καίνε./- Πώς απ’τον Πόρο, Αντρέα; Εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο. -Κι εσύ, Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο, το φοβερό το γέλιο του/ πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια/ ένα σύννεφο σπουργίτια πέρα απ’ το θάνατό του».
info:
- Το άρθρο στον Αναγνώστη Η Αθήνα του Μίλτου Σαχτούρη (της Δώρας Μέντη)]
2 Τα υλικά από το Συνέδριο για τα 100 χρόνια του Μίλτου Σαχτούρη που έγινε το 2020 στην Ύδρα- Μια ευκαιρία στην Ύδρα (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων» κυκλοφορεί από τον Ιούλιο του 2024, από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στον λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, επικαλέστηκε μία περίφημη κραυγή του Φρειδερίκου Χαίλντερλιν: Wozu Dichter in dürftiger Zeit! (Τι νόημα έχουν οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς!). Η απάντησή του ήταν: Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο dürftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε.