Αντί για λουλούδια, ποιήματα: Ο λυρικός υδροβιότοπος της Σάντις Βασιλείου (γράφει η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου)

0
155
Έργο του Γιώργου Κυπρή

γράφει η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου

 

Στην πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή της Σάντις Βασιλείου, Οι ψυχές των ψαριών, ηχεί εξαρχής η παρήχηση του φθόγγου «ψι», ενός ψιθυριστού ήχου που συνοδεύει και στοιχειώνει την ανάγνωση των ποιημάτων. Το «ψι» της ψυχής, το «ψι» των ψαριών γίνεται ένα είδος γλωσσολογικού συμβόλου, ένας οδηγός ικανός να μας πλοηγήσει στο εσωτερικό τοπίο αυτής της ψ-ποίησης. Διόλου τυχαία δεν χρησιμοποιώ το ρήμα «πλοηγώ», καθώς το τοπίο που καλούμαι ως αναγνώστρια να διασχίσω είναι σωματικό και υγρό: ένας σκοτεινός, συχνά ανησυχητικός υγροβιότοπος. Όπως οι υδάτινες οντότητες ρευστοποιούν τα όρια των σωμάτων που βρίσκονται στο εσωτερικό τους, με ανάλογο τρόπο η κάποτε αυστηρή διχοτόμηση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή εδώ φθίνει αδιάκοπα και καταπίπτει.

Η γλώσσα είναι σωματική και η ποίηση, η πιο σωματική από όλες τις εκφάνσεις της. Στις Ψυχές των ψαριών, γράφει ένα θηλυκό σώμα που επιθυμεί και πληγώνεται, το οποίο διαρκώς μετεωρίζεται ανάμεσα στη γονιμότητα και την ακαρπία. Περνώντας μέσα από συμβολικούς θανάτους και απόπειρες αναγέννησης, το σώμα αφήνεται εκκρεμές σε μια αγο/ωνία μεταδομιστικού τύπου, η οποία γράφεται διττά και σημαίνει πολλαπλά. Δεν λησμονεί την καταστατική δισημία της ίδιας της γλώσσας: λόγος και σώμα μαζί, η γλώσσα παρουσιάζει την υλικότητα ενός μυ χωρίς να παύει να αποτελεί το όργανο της εκφοράς:  «Να τεντώσεις τη γλώσσα, /να την τραβήξεις/ να δεις πού και πότε θα σκιστεί /και αν θα αιμορραγήσει /να την πλέξεις σε νέα σχήματα /να δεις αν δένουν με το φρέσκο αίμα / κι αν θα μπορούσες να πεις/  κάτι/ έτσι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος.»[1]

Το στόμα μιλά όπως τρώει και γλείφει. Μια υγρή και κολλώδης μεμβράνη είναι η γλώσσα της επιθυμίας. Οι σκοτεινές της κηλίδες καθιστούν τη γραφή έναν χώρο θολό και δυνάμει επικίνδυνο.

Το βιβλίο αρχίζει «υποδόρια». Έτσι τιτλοφορείται το πρώτο του ποίημα. Δηλαδή όλα ξεκινούν κάτω από την επιφάνεια του δέρματος. Εξαρχής τα όρια ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό τίθενται δυσδιάκριτα: «Μια από έξω προς τα μέσα/Μια από μέσα προς τα έξω». Μια (γ)ραφή για να ράψει τις πληγές και ράβοντας να τις εκθέσει στο αναγνωστικό βλέμμα. Όπως συμβαίνει συχνά, όταν έχουμε να κάνουμε με παρόμοιες τολμηρές χειρονομίες, ακολουθεί ένας όρκος, ας πούμε μια υπόσχεση προς εαυτόν: «Να μην αφήσω ποτέ ξανά κανέναν να με καταπιεί». [2]  Συναντάμε εκ νέου το στόμα και μαζί του ένα ακόμα από τα θεμέλια των ποιημάτων, τη σχέση με τον Άλλο. Στον ποιητικό κόσμο του βιβλίου, ο δεσμός και η απεύθυνση προς την ετερότητα είναι ερωτογενής διασπείροντας έναν διακριτό ερωτισμό ο οποίος συχνά καταλήγει ματαιωμένος, κάποτε ακόμα και μακάβριος. Ο απροσδιόριστος Άλλος συγκροτεί μια απειλή που δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπιστεί ούτε και να εξουδετερωθεί. Ωστόσο, το έδαφος της ευάλωτης τρυφερότητας δεν εκχωρείται έτσι εύκολα.

Ο εξομολογητικός τόνος των ποιημάτων φέρει συχνά μια θλιμμένη βαναυσότητα. Να πηγάζει άραγε από τη βαθιά απώλεια; Από τον διασκορπισμό του εαυτού και τις προσπάθειες περισυλλογής των τεμαχίων του; Κυρίαρχη αναδεικνύεται μια εικονοποιϊα στην οποία η ταφή συμφύρεται με τη φύτευση. Το θάψιμο είναι μια στέρφα σπορά, το σώμα, ένας καρπός που παλεύει να καρποφορήσει. Γεμάτο με μεταφορές που αντλεί από μια θηλυκή ύλη, βυθισμένο στις μηχανές της επιθυμίας και τις φαντασιώσεις του, το βιβλίο παρουσιάζει μια υγρή σεξουαλικότητα: ανταλλαγές υγρών τη νύχτα, βρεγμένα πόδια, ιδρώτας, σωματικά όργανα και ποτάμια, κορμιά που γίνονται λίμνη πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Έτσι ποτίζεται και προσπαθεί να φυτρώσει το απλωμένο στην ποίηση σώμα, γνωρίζοντας υγρούς αφανισμούς.

Μια αναδρομή σε ποιητικά αρχέτυπα με οδηγεί να συνδέσω αυτή τη γραφή με τη συμβολική μορφή της Οφηλίας. Ίσως να είναι η κάποτε σκληρή και γοερή της έκφανση που με στρέφει προς τα εκεί. Η Οφηλία προδομένη από τον εραστή της, κόρη ενός δολοφονημένου πατέρα, ενσωματώνεται εδώ νοερά ως υπόρρητο σύμβολο θηλυκότητας. Αντί για λουλούδια, ποιήματα. Το τραγούδι της Οφηλίας, ένα παιγνιώδες, μακάβριο παραλήρημα. Η μορφή της πλάι στο ποτάμι φτιάχνει νυφιάτικη και επικήδεια ανθοδέσμη. Έπειτα αφήνεται σε έναν υγρό θάνατο ανάμεσα σε ξεριζωμένα άνθη. Δεντρολίβανο της πένθιμης μνήμης, της σκέψης πανσέδες, μάραθα για την εξαπάτηση, κολομβίνες του αγνώμονος έρωτα, απήγανος που μας καλεί σε μετάνοια και αγνές μαργαρίτες που της κρατά μονάχα για εκείνη.[3] Ίσως τολμώ αυτή τη σύνδεση λόγω των παρακάτω στίχων από το ποίημα «κρυφτό»: «Είναι ωραία εδώ/ υγρά και γαλήνια/ ζεστά απ’ το αίμα/ είναι όμορφα τόσο όμορφα/ κυλούν παραπόταμοι/ πάνω στο στήθος μου/ σταμάτησε να ρέει/ ήταν όμορφα όσο περίμενα τόσο όμορφα».[4] Ή ίσως λόγω αυτού αποσπάσματος-προτροπής προς άλλα μελλοντικά κορίτσια: «Να απαρνιούνται τη σάρκα/ να καταπίνουν τους σπόρους/ να καταριούνται τα άνθη/ να μένουν πάντοτε μπουμπούκια ή να πεθαίνουν όσο είναι/ ακόμα νωρίς».[5] Μια ευχή βγαλμένη από μελανιασμένα χείλη. Το τραγούδι της Οφηλίας.

Το εσωτερικό τοπίο της «γυναικείας γραφής», αυτού του κειμενικού ύφους που γνώρισε διάφορες περιγραφές κυρίως στο πλαίσιο της γαλλικής φεμινιστικής κριτικής, είναι ένα σκοτάδι γεμάτο κοιλότητες και υγρά: ένα θηλυκό φαντασιακό ανεξερεύνητο και αποσιωπημένο που αναδύεται για να υπονομεύσει τη φαινομενικά στιβαρή κυριαρχία της αρρενωπής συμβολικής τάξης. Από μια τέτοια φωνή δεν αναμένει καμιά να καταλαγιάσει τη φλόγα ή να ωραιοποιήσει ένα υποκείμενο που πονά και παλεύει να βρει τρόπους για να επιβιώσει μέσα από έναν συμβολικό υδροβιότοπο, όπου ενοικούν φυτά, διάφορα ζώα και κυρίως ψάρια.

Οι λεπτοί ελιγμοί των ψαριών στο νερό αντικατοπτρίζουν τις ρευστές κινήσεις που τόσο γοητεύουν εδώ το ποιητικό υποκείμενο. Σε αντίθεση με τον συμβολικό ιππόκαμπο που χρειάζεται να αδράξει με τη γενετήσια ουρά του στέρεα σώματα για να υπάρξει, τα ψάρια αφήνονται στις ροές και ταξιδεύουν, κι έτσι η φωνή που μας μιλά για όλα αυτά μέσα από ποιήματα ταυτίζεται τελικά με το ίδιο της το σύμβολο: «Θέλω να γίνω ψάρι», δηλώνει. «Γεννήθηκα για να αποφεύγω τα δίκτυα των ψαράδων/ για να μεταναστεύω ανάλογα με τη θερμοκρασία του νερού/ για να τρώω τα μικρότερα ψάρια.»[6] Επιθυμεί έτσι ένα ιχθυολογικό πεπρωμένο, θαμπωμένη από τη λάμψη των λεπιών που μοιάζουν να υπαινίσσονται μια κάποια σωτηρία. Γιατί καμιά φορά μπορεί ανάμεσα στον θεό και το ζώο να μην είναι ο άνθρωπος, αλλά ένα υβρίδιο· ανάμεσα στη θεά και το ψάρι κρύβεται η γοργόνα, μια μυθική παρουσία που τραγουδά δείχνοντας τον δρόμο προς την επιφάνεια. Αν και για κάποιους το τραγούδι της μπορεί να είναι επικίνδυνο, για την ποιήτρια των Ψυχών καθίσταται αμετάκλητα λυτρωτικό, όπως για όλες όσες έχουν μεγαλώσει με ανάλογες μελωδίες κρυμμένες στο στήθος.

[1] Σάντι Βασιλείου, Οι ψυχές των ψαριών, «κήτος», Εκδόσεις Θράκα, Λάρισα, 2024, σ. 28.

[2] Ό.π., «υποδόρια», σ. 9.

[3] Αναφέρομαι στην περίφημη 5η σκηνή της IV πράξης του σαιξπηρικού Άμλετ.

[4] Ό.π., «κρυφτό»,  σ. 44.

[5] Ό.π., «το ωραίο φύλο», σ. 11.

[6] Ό.π., «τελετές ονοματοδοσίας των ψαριών», σ. 31.

 

Σάντι Βασιλείου, Ψυχές των ψαριών, (Εκδόσεις Θράκα, 2024)

Προηγούμενο άρθροΈξι βιβλία από επτά χώρες στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Booker 2025 (γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΤο spleen του Βερολίνου (γράφει ο Θανάσης Μήνας)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ