της Έφης Κατσουρού
Έρωτας και καλοκαίρι: εφηβικές ονειροπολήσεις, σάρκα αλμυρή και ηλιοκαμένη, ρούχα ευάλωτα στους ανέμους, εξομολογήσεις μυστικές άνευ όρων και ορίων, επιστέγασμα της κορύφωσης των αισθημάτων και των αισθήσεων. Όσο και αν προσπαθούμε να αντισταθούμε, στις μέρες μας, στην προέλευσή μας, δεν θα πάψουμε ποτέ να αποτελούμε κομμάτι της φύσης, με σάρκα που τα καλοκαίρια θα φλέγεται μαζί με τη γη και ψυχή που θα τρέμει ηδονικά σε κάθε σκίρτημα του ανέμου και λυσσαλέα θα αναζητούν η μία την άλλη και οι δύο μαζί την άλλη σάρκα και την άλλη ψυχή για να σμίξουν. Κι αν μες στους ατέλειωτους χειμώνες ξεθωριάζουμε μαζί με την επιθυμία, ας ανατρέξουμε τουλάχιστον το καλοκαίρι εκεί, που ο πόθος κι ο έρωτας, ρομαντικός, φανταστικός, ανεκπλήρωτος, σάρκινος ή πλατωνικός, τρελός, δεν χάνει ποτέ τις αποχρώσεις και την έντασή του, στα βιβλία.
Ακολουθούν 16 (κλασσικές και όχι) προτάσεις -και μία αντίστροφη πρόταση- βιβλίων για ένα ερωτικό καλοκαίρι για όλα τα γούστα.
Για μία εισαγωγή στο θέμα
Αυτό το μικρό βιβλιαράκι με το διήγημα του Τσβάιχ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μία ιδανική εισαγωγή στο θέμα, την ενσάρκωση της ηδυπάθειας του θέρους μέσα από αλληγορίες, αρχέτυπα και συνδηλώσεις όλα αριστοτεχνικά υφασμένα σε ένα τοπίο άκρατου αισθησιασμού. Πρόκειται για μία σύντομη ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται μία καυτή μέρα ενός θερμού και άνυδρου καλοκαιριού και στην οποία η Γυναίκα και ο Άνδρας, το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο της φύσης συναιρούνται με τη Γη και τον Ουρανό, ερωτοτροπούν και αναγεννώνται μαζί με το τοπίο μέσα από την υγρασία του έρωτα. Οι ερωτικές ενώσεις της φύσης, όπως ερμηνεύονται και αποδίδονται από τον συγγραφέα, σε συνδυασμό με τον αισθησιασμό των περιγραφών του παράγουν ένα κείμενο, αναγνωστικά, απολαυστικό, το οποίο, χωρίς να δηλώνει, εξηγεί γιατί το καλοκαίρι αποτελεί την πλέον επιρρεπή εποχή στα πάθη του έρωτα.
Τα κλισέ της νεοελληνικής ποίησης
που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από κανένα (αναγνωστικά) ερωτικό καλοκαίρι:
Αδιαμφισβήτητα, αν υπάρχει ένας Έλληνας ποιητής συνυφασμένος με το ελληνικό καλοκαίρι και τις ερωτικές του προεκτάσεις, αυτός είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε πόσο και αν περιορίζει αυτή η ταύτιση το έργο του ποιητή, τουλάχιστον για ένα μεγάλο εύρος αναγνωστών, είναι όμως μία καλή ευκαιρία να προταθεί μία λιγότερο γνωστή πλευρά του, εξίσου θερινή, εξίσου ερωτική και εγγενώς ποιητική. Το συγκεκριμένο δοκίμιο, το ερωτικότερο από όσα περιλαμβάνονται στα Ανοιχτά χαρτιά, αποτελεί μία ποίηση πίσω από την ποίηση του Ελύτη, με ερμηνείες, αποδόσεις, πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις, γραμμένο σε δύο χρονικές περιόδους [1944 και 1972] μέσα από το οποίο αναβρύζει η ποίηση ως μία πράξη βαθιά ερωτική την ίδια στιγμή που αναδύεται ο έρωτας, ως ποιητική κατοίκηση του κόσμου. Εδώ ο Ελύτης συστήνει τον Παναή, μέσα από ένα λογοπαίγνιο με τον θεό Πάνα, το «παν» και το «αεί», ως άλλο Κάλιμπαν, λιγότερο σκιώδη, ένα πλάσμα που κυκλοφορεί τις μέρες και τις νύχτες του Δεκαπενταύγουστου και κυριεύει τα αισθήματα και τις αισθήσεις, αποδίδοντας πάντοτε το φως, συντροφεύοντας τα παιδιά τα μεσημέρια, όταν όλο το σπίτι κοιμάται κι αποθέτοντας όνειρα γεμάτα φως και υγρασία στα μαξιλάρια τις νύχτες. Εγώ από τότε που πρωτοδιάβασα τα κορίτσια, στην εφηβεία ακόμη, κάθε τέτοια εποχή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάπου τον συναντάω…
Τα Γραπτά, κατά την απόλυτα προσωπική μου άποψη, αποτελούν την κορυφαία στιγμή της ποίησης του Ανδρέα Εμπειρίκου. Πρόκειται για μία σύνθεση ποιητικών κειμένων, που ξεπερνά το αιθέρια υπερρεαλιστικό στίγμα της Υψικαμίνου και δεν φτάνει μέχρι τις ακραίες ερωτικές ιστορήσεις των Χαϊμαλιών του έρωτα και του Μεγάλου Ανατολικού, ισορροπεί ιδανικά στον ενδιάμεσο χώρο ενός ηδονικού τοπίου, το οποίο εξερευνά και τέρπεται από όλες τις υφές και τις κλίμακες του. Ο έρωτας, επιτακτικός, προβάλλει σε κάθε αναδίπλωση του λόγου, αλλού οραματικός («Αμούρ-Αμούρ»), αλλού απόλυτος και βαθιά ενωτικός («Γήπεδο»), αλλού αναπότρεπτος («Ο Ρώμος και ο Ρωμύλος») μα πάντοτε ανενδοίαστα σάρκινος γεννάται και ακμάζει μέσα σε περιβάλλοντα αιθρίας. Από τις σύντομες ποιητικές αφηγήσεις έως τις σπαραγματικές εικόνες, τα στιγμιότυπα του ποιητή που στοιχίζονται κάτω από ενιαίους τίτλους, εκπέμπεται, μεστός και γινωμένος, ο πόθος ως θερινό προϊόν, ως εκπλήρωση της ίδιας της ζωής συνθέτοντας ένα βιβλίο που προγραμματικά θα έπρεπε να διαβάζεται πλάι στη θάλασσα, υγρό από τις αλμυρές σταγόνες ερωτικών κυμάτων.
Ανέφερα, ήδη, τον Μεγάλο Ανατολικό, το magnus opus του Εμπειρίκου όπου ο έρωτας πια δεν εισβάλλει από το φως του παραθύρου, δεν τρεμουλιάζει στα ακροδάχτυλα της παιδίσκης, δεν επαναστατεί για να υπάρξει, δεν δηλώνεται, απλά κατακλύζει το σύμπαν. Είναι ο ίδιος ο έρωτας το ταξίδι, το υπερωκεάνιο, η εκκίνηση και ο προορισμός και συντελείται σε κάθε μορφή, σε κάθε στάση, αδιαφορώντας για κάθε όρο ή όριο της κοινωνικής συνθήκης. Υπάρχει ως πράξη ή ως φαντασίωση, ως ηδονοβλεψία, παντού γύρω, στα καταστρώματα και τις καμπίνες, τις βιβλιοθήκες, τους διαδρόμους για να διαχέει την ηδονή στα σπλάχνα του σύμπαντος. Πολλοί έχουν μιλήσει για ένα κείμενο που φλερτάρει με την πορνογραφία, έχουν ηθικολογήσει και έχουν εναντιωθεί στην έκδοσή του, όπως παρουσιάζεται πολύ σφαιρικά από τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη στην εισαγωγή αυτής της έκδοσης. Στην πραγματικότητα ο Μέγας Ανατολικός απενοχοποιεί τη σάρκα και μέσα, τόσο από τους μοναδικούς γλωσσικούς χειρισμούς του Εμπειρίκου, που εδώ φτάνουν στις πιο ακραίες στιγμές τους, όσο και από την δημιουργία, στο σύνολο της αφήγησης, μίας συνθήκης του αναπότρεπτου το κείμενο υψώνεται σε κάτι πολύ υψηλότερο της πορνογραφίας. Ο Εμπειρίκος δεν πορνογραφεί σμιλεύει τη γλώσσα ερωτικά, μοιάζει να ερωτοτροπεί μαζί της σαν να ήταν το ποθητό σώμα, σαν κάτι το εκλεκτό. Και αν κάτι διαφοροποιεί την ποίησή του, συνολικά, από οτιδήποτε άλλο έχει γραφεί για τον έρωτα είναι ότι τον οικειώνεται πάντοτε σαν μία συνθήκη αιθρίας, σαν ένα χαρμόσυνο συμβάν που δεν φέρει ή δεν κρύβει μέσα του καμία πληγή, παρελθούσα, παρούσα ή μέλλουσα.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου, πρώτη σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου, έχει πολλές φορές χαρακτηρισθεί ως η θηλυκή εκδοχή του. Κι όμως, αυτή η ανάγνωση είναι άκρως παρωχημένη, περιοριστική και στην ουσία της άκρως ανεδαφική. Ακόμη και αν υπήρξε γυναίκα του και αν εκείνος υπήρξε μέντοράς της, η Χατζηλαζάρου έχει μία γνήσια και αρθρωμένη ποιητικά απόλυτα προσωπική φωνή. Άκρως ερωτική, η ερωτικότερη (και πρώτη υπερρεαλίστρια) Ελληνίδα ποιήτρια, από την πρώτη ακόμη συλλογή της Μάης, Ιούνιος και Νοέμβρης, μέχρι και την Αντίστροφη αφιέρωση κατασκευάζει το δικό της ποιητικό σύμπαν, θερινό, ελληνικό, ερωτικό. Ίσως είναι η μόνη (τουλάχιστον για την εποχή της) που τολμά με τους στίχους της να υμνεί το αντρικό σώμα, να λατρεύει τον ανδρικό πόθο, όπως θα το έκανε ένας άνδρας για τον γυναικείο, όχι όμοια γιατί αυτό θα την αυτοαναιρούσε αλλά επί ίσοις όροις, ελεύθερα και με τη θηλυκή της φύση σε πλήρη εγρήγορση. Οι λέξεις της κοκκινίζουν πάντοτε από πόθο και ποτέ από ντροπή, λατρεύουν με τέτοιο τρόπο που τα ποιήματα της νοιώθω ότι ορίζουν τη στιγμή (για την νεοελληνική ποίηση) που η γυναίκα από αντικείμενο της ερωτικής ποίησης προβιβάζεται σε υποκείμενό της.
Άλλη μία γυναίκα ποιήτρια εξίσου τολμηρή με την Χατζηλαζάρου, για την δική της εποχή, που αξίζει να διαβαστεί κάτω από την απολυτότητα του θερινού ήλιου. Μία απολυτότητα που εκπέμπεται όμοια από το στίχο της όταν ομολογεί σ’ αγαπώ δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω πιο βαθύ πιο απλό πιο μεγάλο και ένα ρυθμό τόσο εσωτερικό (στο φορτίο του) όσο και εμφανή στην ομοιοκαταληξία και το μέτρο της που συντονίζονται με τον κυματισμό της θάλασσας. Εγγενώς ερωτική η Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) ζει μία ζωή πολυτάραχη, μέσα στην οποία αποδέχεται και ταυτόχρονα σπάει τις συμβάσεις με μοναδικό γνώμονα την ελευθερία της ύπαρξής της, τον πόθο για αυτοδιάθεση της ψυχής και του σώματός της. Σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι ανθολογείται και μάς συστήνεται από τον Γιώργο Μπαλούρδο, μέσα από μία εκτενή εισαγωγή και ένα προσεγμένο ανθολόγιο. Το βιβλίο αποτελεί τον 14ο τόμο της σειράς «εκ νέου», όπου η ποιήτρια συστεγάζεται μαζί και με άλλους «ελάσσονες» ποιητές. Η σειρά, δυστυχώς δεν κυκλοφορεί πια.
Έρωτας και πολιτική
Νερούδα, Ρίτσος, Πατρίκιος. Τρεις ποιητές των οποίων το όνομα έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον κομουνισμό, την αριστερά, τις εξορίες και όμως αποτελούν τρανή απόδειξη του ότι ο έρωτας και η επανάσταση αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της ίδιας ανάγκης του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερα, να υπάρξει, να δει το φως, να νοιώσει έστω και στιγμιαία ότι πραγματώνει το ακατόρθωτο.
Στη δίγλωσση αυτή έκδοση, σε απόδοση της Αγάθης Δημητρούκα, περιλαμβάνονται δεκαεννέα αμιγώς ερωτικά ποιήματα του ποιητή, όλα γραμμένα σε απεύθυνση σαν ένα ερωτικό γράμμα εν προόδω που αναπτύσσεται ρυθμικά και περνά από όλες τις κλίμακες του πόθου. Τρυφερός, παθιασμένος, ελεύθερος, ο έρωτας μέσα από τα ποιήματα αυτά του Νερούδα θριαμβεύει, ηγούμενος του αγώνα της ύπαρξης έναντι στο θάνατο. Μέσα σε τοπία γήινα, βραχώδη που λούζονται στο φως οι εραστές υπάρχουν πάντοτε για να νικούν και να νικούνται μέσα στον πόθο τους, να αναδύονται σαν δύο επαναστάτες της ύπαρξης.
Για μένα, μία από τις καλύτερες στιγμές του ποιητή και κάποια από τα ωραιότερα ποιήματα που έχουν γραφεί για τον έρωτα. Και οι τρεις συλλογές, που περιλαμβάνονται στα ερωτικά, «Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον», «Γυμνό σώμα» και «Σάρκινος λόγος», υμνούν τον έρωτα του καθημερινού, την ένωση των σωμάτων μέσα στη φθαρτότητά της σάρκας, την εξύψωση, την θέωση μέσα από την ερωτική συνεύρεση των ποθητών σωμάτων. Η σάρκα ανιχνεύεται σπιθαμή προς σπιθαμή και λατρεύεται όμοια, ολοκληρωτικά, απ’ άκρη σ’ άκρη της μέσα σε ταπεινά δωμάτια μεταχειρισμένα. Κι ο χώρος, τα αντικείμενα που τον πλαισιώνουν, οι καρέκλες, τα σεντόνια, τα φρούτα στο τραπέζι, οι κουβέρτες, δεν υπάρχουν παρά για να φυλούν επάνω τους τον έρωτα, τη μνήμη του αγαπημένου σώματος στην απουσία του. Μία λιγότερο γνωστή πλευρά του ποιητή του Επιταφίου, που πρέπει να προσεχθεί και ο Αύγουστος είναι μια καλή ευκαιρία.
Ευφυώς σε αυτή τη συγκεντρωτική, θεματική έκδοση συλλέγονται όλα τα ερωτικά ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, γραμμένα από το 1947 έως και το 2011, τα οποία δεν είναι λίγα και πολύ περισσότερο δεν είναι αμελητέα. Άλλοτε βαθιά αισθαντικός, φιλήδονος πλάθει εικόνες ερωτικές γεμάτες από χρώματα και αναφορές του ελληνικού τοπίου, εκθειάσεις του πόθου, εξομολογήσεις σάρκινες καθημερινές και άλλοτε αφοπλιστικά ειλικρινής, προσγειώνει το αίσθημα στον χώρο της επέλασης του χρόνου, αγγίζοντας την απώλεια με μία αμυντική ειρωνεία. Σε κάθε διαφορετική κλίμακά του, ο ερωτικός λόγος του Πατρίκιου διεγείρει τις αισθήσεις και τα αισθήματα και πάνω από όλα υπάρχει πάντοτε «πολιτικός» για να υπενθυμίζει (στην απολιτίκ εποχή μας, όπου οι ακροδεξιές κουλτούρες ακόμη βρίσκουν κοινό και οι κρυφές δικτατορίες έρεισμα) την πιο αδιαπραγμάτευτη αλήθεια για την δημοκρατία η πιο δημοκρατική στιγμή / είναι του αμοιβαίου οργασμού («Έρωτας και πολιτική, 1»). Αξίζει να το θυμόμαστε… και όχι μόνο το καλοκαίρι.
Για τους λάτρεις της κλειδαρότρυπας,
εκείνους που αγαπούν να ανοίγουν τα συρτάρια των συγγραφέων και να διαβάζουν τα βιωμένα πάθη ή απλά όσους θέλουν να εμπνευσθούν και να γράψουν ένα ερωτικό γράμμα, μια καρτ ποστάλ ή έστω ένα ερωτικό email στο αντικείμενο του πόθου τους. Τρεις καθ΄ όλα διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ανάγκης επικοινωνίας μέσα από το γραπτό λόγο με το αγαπημένο, το ποθητό πρόσωπο.
Γράμματα, ποιήματα, αφιερώσεις, όλα με μοναδικό αποδέκτη τη Ραχήλ, την Chere et divine Clarte, την Ελένη Κορτζά, την νεαρή ασθενική κοπέλα, την μαγική νύμφη, την ιέρεια που λάτρεψε ο ηλικιωμένος τότε ποιητής και γέμισε ζωή την ψυχή και το περίφημο κελλί του. Γράμματα γεμάτα ευγένεια και αγάπη, που κάτω από τις λέξεις τους η φλόγα καίει αδιάκοπα, σκιαγραφούν τον έρωτα ως δύναμη ζωοποιό, ως ακτίνα φωτός στους σκοτεινούς διαδρόμους του βίου, τόσο του γήρατος όσο και της νιότης. Θαμπωμένος ο Παλαμάς από την καλλιέργεια και την ομορφιά της νεαρής κοπέλας παραδίδεται ασκεπτί στη λατρεία της, σε ένα διάλογο, τα όρια του οποίου δεν γνωρίζουμε, που εκκινεί τα Χριστούγεννα του 1921 στο σπίτι του ανιψιού του και έπειτα κλείνεται μέσα στους τοίχους του κελιού του Παλαμά και τα γράμματα που οι δύο με πλήρη αμοιβαιότητα ανταλλάσσουν. Πρόκειται για μία ιστορία μυθιστορηματική, για έναν έρωτα με όλα τα χαρακτηριστικά των ρομαντικών ερώτων, που πάντοτε θα αφήνει ερωτηματικά για τα όριά του αλλά και πάντοτε θα συνεχίσει να σαγηνεύει για την ένταση με την οποία εκφράστηκε.
Συγκεντρωμένες σε αυτή την έκδοση βρίσκονται 43 επιστολές του Νίκου Εγγονόπουλου προς την μετέπειτα δεύτερη σύζυγο του, Λένα Τσιώκου. Γράμματα έρωτα, αγάπης, πόθου, αγωνίας, που συντροφεύουν την ζωή των δύο από την αρχή της σχέσης τους έως και την περίοδο μετά την απόκτηση της κόρης τους και ταυτόχρονα παρακολουθούν την ζωή και τις αναζητήσεις, τις καθημερινές ενασχολήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη. Ένα τεκμήριο για την μελέτη του ποιητή, με περισσότερο ψυχογραφικό ενδιαφέρον, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στην ευσύνοπτη και κατατοπιστική εισαγωγή του, διανθισμένο με έγχρωμες εικόνες πινάκων του Εγγονόπουλου (πάντοτε γύρω από τη θεματική του έρωτα) και ταυτόχρονα ένα υμνητικό κείμενο που προβάλλει τον έρωτα ως μεγάλη ιδέα, με αφορμή την εξομολόγηση των αισθημάτων του προς το αντικείμενο του πόθου του, τη γυναίκα για την οποία γράφτηκε το ποίημα «Περί ύψους».
Σάρκινα, ηδονιστικά, αγωνιώδη, απελπισμένα, γεμάτα πάθος και παραφορά, τα γράμματα του Τζόυς στη Νόρα, την αιώνια σύντροφό του, διαβάζονται απνευστί σαν ερωτική ιστορία σε απεύθυνση. Γραμμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τότε που τα γράμματα ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας εξ αποστάσεως θυμίζουν ότι η απομάκρυνση από το αγαπημένο πρόσωπο, η αδυναμία επικοινωνίας οδηγεί τη σκέψη στην παραφορά και πώς το γράμμα, σε αντίθεση με τους πιο άμεσους τρόπους επικοινωνίας, στους οποίους έχουμε σήμερα εθιστεί, αναζωπύρωνε τον πόθο, γιατί στην πραγματικότητα έφερε μέσα από την υλικότητά του κάτι παραπάνω από το μήνυμα, τις ίδιες τις αισθήσεις, το άρωμα και την αφή.
Παιγνιώδεις, σαρκικοί, ανεξάντλητα ερωτικοί Αμερικανοί φίλοι
- Ε. Ε. Κάμμινγκς, Λοιπόν ας φιληθούμε. Ερωτικά ποιήματα, Πατάκης
Μέσα από τη συνεργασία του Χάρη Βλαβιανού και του Γιάννη Δούκα, για την ανθολόγηση και τη μετάφραση των ποιημάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να διαβάσει συγκεντρωμένα (σε μία δίγλωσση έκδοση-καθότι η μορφική επεξεργασία των ποιημάτων του Κάμμινγκς το επιβάλλει αυτό) τα ερωτικά ποιήματά του. Όλα τους, παιγνιώδη, τρυφερά, έντονα σωματικά εκφράζουν ακριβώς το ίδιο αίσθημα με τα σκίτσα του ποιητή, τα οποία συμπληρώνουν την έκδοση. Οι λέξεις στοιχισμένες ή κατακερματισμένες κάτω από το ιδιαίτερο πρίσμα της μορφικής αντίληψης (σύνθεσης και ανασύνθεσης) του Κάμμινγκς θυμίζουν άλλοτε μία μονοκονδυλιά που περιγράφει την διάρκεια της ένωσης των σωμάτων και άλλοτε την διακεκομμένη αναπνοή των οργασμών του έρωτα. Πρόκειται για μία ανθολογία που πραγματικά δημιουργεί ένα αίσθημα ευφορικό στην ανάγνωσή της ιδανικό για τις ανέμελες ώρες της θερινής ραστώνης και ικανό να παρασύρει στις ερωτικές του καμπύλες και τεθλασμένες διαδρομές.
Γνωστός για το ειρωνικό του ύφος, την ωμότητα, συχνά, της γραφής του ο Μπουκόφσκι, σε αυτή την ανθολογία των ποιημάτων του, ερωτεύεται και με το δικό του μοναδικό στυλ εκφράζει την τρυφερότητα και τον πόθο του, κάνει σεξ, λυτρώνει και λυτρώνεται από την απελπισία και την απόγνωση, από τη μοναξιά του σώματος. Κι εδώ σκίτσα του ποιητή και φωτογραφικό υλικό συμπληρώνουν την έκδοση και συνδιαμορφώνουν τα σχεδόν κινηματογραφίκα καρέ των φτηνών και ακριβών στιγμών των ερωτικών συνευρέσεων μέσα στο αμερικάνικο αστικό τοπίο και τις κακοφορμισμένες κάμαρες που μυρίζουν αλκοόλ και τσιγάρο. Πρόκειται για ένα βιβλίο με αισθητικές και συναισθηματικές εναλλαγές, που παρά το βάρος της εσωτερικής ματαίωσης που φέρουν αρκετά ποιήματα, την σκληρότητα και τον κυνισμό στην έκφραση του ποιητή, το οξυδερκές χιούμορ και η ειλικρίνεια της γραφής του το κάνει να διαβάζεται ιδιαίτερα ευχάριστα. Σαν ένα road movie γεμάτο εθισμούς, σάρκα και πολύ συναίσθημα.
Για όσους θέλουν να δουν το θέμα από φιλοσοφικής απόψεως
Όσο ο έρωτας έχει απασχολήσει την ποίηση και την πεζογραφία άλλο τόσο έχει απασχολήσει και την φιλοσοφία από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας. Ο Αλαίν Μπαντιού, έχοντας και άλλες ιδιότητες, όπως αυτές του μυθιστοριογράφου και του θεατρικού συγγραφέα, του πολιτικού αγωνιστή, προσεγγίζει σε αυτό το κείμενό του τον έρωτα με την απαραίτητη ευαισθησία, τον δέοντα σεβασμό και μία ειλικρινή διάθεση επαναμάγευσής του, όταν ο μεταμοντερνισμός έχει καταφέρει να τον υποβιβάσει στο επίπεδο της ανταλλαγής σωμάτων, επιθυμιών, έμφυλων διεκδικήσεων. Μέσα από τις αναφορές στο παρελθόν της φιλοσοφίας αλλά και σε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα και ποιητές, επιχειρεί (και τα καταφέρνει) να παραδώσει ένα κείμενο βατό και για τον αμύητο, στη φιλοσοφία, αναγνώστη. Ένα κείμενο ουσιαστικά εγκωμιαστικό για τον έρωτα, για την ψυχοσωματική ένωση των ερωτευμένων, που δεν μπορεί να αποδεχθεί το σχίσμα ψυχής και σώματος που επιβάλλει η υπερνεωτερική συνθήκη, για την άκρατη και ανερμήνευτη εμπιστοσύνη στην τυχαιότητα, που αποτελεί την βασική παραδοχή για την εκκίνηση, για την μοναδική στιγμή που ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κομμάτι της γέννησης του Κόσμου. Ένα κείμενο που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί.
Όχι, όχι, όχι. Αυτό το βιβλίο αποτελεί το -1 μου. Σημαντικό ναι, αντιπροσωπευτικό για την κουλτούρα της αποδόμησης, από έναν σημαντικότατο στοχαστή, αλλά όχι. Αν θέλετε να ερωτευτείτε αυτό το καλοκαίρι, να κάνετε έρωτα με πάθος σε καυτές αμμουδιές, μην παρασυρθείτε από τον τίτλο του. Το έπαθα εγώ κάποιο καλοκαίρι και το απεύχομαι. Πρόκειται για ένα κείμενο που έχει διαβάσει πολύ, ο συγγραφέας του δηλαδή έχει διαβάσει πολύ, και έρχεται να αποδομήσει ό,τι διάβασε. Στον αντίποδα του Μπαντιού και όντας μέρος της ναυαρχίδας του μεταμοντερνισμού ο Μπαρτ παραδίδει ένα πραγματικά εντυπωσιακό κείμενο, το οποίο όμως έρχεται να αποστεώσει τον ερωτικό λόγο, να εξασθενίσει τη δυναμική του έρωτα, να αποδομήσει την ίδια την επιθυμία, να απαλλάξει την κοινωνική συνείδηση του έρωτα από τους «περιττούς συναισθηματισμούς», που κατά την προσέγγισή του γεννούν την άκρατη μοναξιά. Όπως και να έχει αν θέλετε να δείτε περί τίνος πρόκειται αφήστε το για Σεπτέμβρη.
Το απόλυτο. Το κράτησα για το τέλος, γιατί αν έχω ένα βιβλίο που πιστεύω ότι αποτελεί την επιτομή της έκφρασης για τον έρωτα είναι αυτό. Ο Μπρετόν στην καλύτερη στιγμή του (πάντα κατά την υποκειμενική εκτίμηση της γράφουσας) μέσα σε μία αμιγώς υπερρεαλιστική συνθήκη, όπου αυτό που προγραμματικά έχει αναζητήσει μέσα από τα μανιφέστα του πραγματώνεται. Σκιαγραφεί έναν έρωτα, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα δεν δύναται να διαχωρισθούν. Τόσο αέρινος και τόσο σάρκινος ο τρελός του έρωτας αποδίδεται με υπερρεαλιστικές εικόνες άφατης ομορφιάς, χωρίς εκπτώσεις στο για πάντα, το μόνο εσύ, το δικός-ιά μου, που ακόμη κι αν κάποτε εκλείψουν θα συνεχίσουν να υπάρχουν γιατί τότε υπήρξαν. Ο Μπρετόν εκθειάζει μέσα από τις λέξεις του, με ένα τρόπο μαγικό, τον έρωτα και τη γυναικεία ύπαρξη ολοκληρωτικά, τον πόθο ως μόνο κίνητρο του κόσμου. Πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο επαληθεύει την κυριαρχία του υπερρεαλισμού στην επικράτεια των ερώτων, ένα ποίημα σε γραφή πεζού που καταλήγει σε μία ευχή, μία ευχή που ο Μπρετόν απευθύνει στον καρπό του τρελού έρωτά του, την κόρη του:
σάς εύχομαι να σάς αγαπήσουν τρελά…
ακόμα ένα καλοκαίρι…