Αναζητώντας το πουθενά

0
244

 

 

Της  Νίκης Κώτσιου.

Το σχολείο καταπιέζει ανελέητα. Όχι μόνο με τα μαθήματα και τους βαθμούς αλλά και μέσω της μικροκοινωνίας που δημιουργεί περιθωριοποιώντας και εξοβελίζοντας όσους δεν εμπίπτουν στη νόρμα. Οι μαθητές που δε χωράνε στα καλούπια και δεν πληρούν τα προδιαγεγραμμένα κριτήρια της μαθητικής κοινότητας σπρώχνονται στο περιθώριο με συνοπτικές διαδικασίες και πρέπει, εκτός των άλλων, να διαχειριστούν και την απόρριψη των συμμαθητών τους. Αυτή είναι η περίπτωση των Τσίκ και Μάικ, δυο δεκατετράχρονων βερολινέζων εφήβων με διαφορετικές καταβολές αλλά με κοινές ευαισθησίες, που πρωταγωνιστούν στο εφηβικό (και όχι μόνο) μυθιστόρημα «Βερολίνο,γεια» του Wolfgang Herrnndorrf (εκδ. Κριτική). Ο Μάικ, που είναι ο αφηγητής, προέρχεται από ευκατάστατη οικογένεια αλλά έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά ενδοοικογενειακά προβλήματα και κυρίως τον αλκοολισμό της μητέρας του μαζί με την ανευθυνότητα του πατέρα. Επιπλέον, είναι ο σπασίκλας της τάξης. Όσο για τον Τσίκ, είναι ένας εκκεντρικός μικρός Ρώσος με αδιευκρίνιστη οικογενειακή κατάσταση που φοιτά σε γερμανικό σχολείο και αδιαφορεί για τα πάντα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που εμφανίζεται στην τάξη πιωμένος και κακοπαθημένος.

Αυτοί οι δυο τύποι, παρά τις επιμέρους διαφορές τους που γρήγορα γεφυρώνονται, θα συμφωνήσουν να πάνε μαζί καλοκαιρινές διακοπές με ένα κλεμμένο, στραπατσαρισμένο Λάντα. Προορισμός τους η Βλαχία, ένας τόπος στο πουθενά, μια νεφελώδης τοποθεσία κάπου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας (στα γερμανικά η Βλαχία δεν είναι μόνο ο γεωγραφικός προσδιορισμός της νότιας Ρουμανίας αλλά και μία έκφραση για το «πουθενά»). Για τον Τσικ, η Βλαχία υποτίθεται ότι είναι ο τόπος διαμονής των παπούδων του, για τον Μάικ είναι μια απροσδιόριστη ουτοπία. Το σαραβαλιασμένο Λάντα είναι το ευτελές αλλά θαυμαστό όχημα, που θα τους μεταφέρει στον τόπο της ελευθερίας και του ονείρου, στον μη-τόπο που δεν υπόκειται στο βασίλειο της αναγκαιότητας και που φαντάζει  ασύλληπτα φιλικός και φιλόξενος  για μικρούς  ελευθερόφρονες σκασιάρχες.

Οδηγός είναι ο Τσικ. Κουμαντάρει το αυτοκίνητο με σχετική άνεση, ξέρει να κάνει μανούβρες και παρακάμψεις κάθε λογής, γνωρίζει ύποπτα κόλπα για να παραβιάζονται οι κλειδαριές. Άλλωστε, από δική του πρωτοβουλία ξεκίνησε αυτό το καλοκαιρινό ταξίδι στο πουθενά, χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό, με γνώμονα  μόνο την τύχη, το κέφι  και τη διαίσθηση. Για τον Μάικ, η εμπειρία είναι πρωτόγνωρη και απελευθερωτική. Λειτουργεί συλλογικά με τον Τσικ, μαθαίνει πράγματα και κυρίως αναπτύσσει ένα βαθύ κι αληθινό αίσθημα φιλίας για τον μέχρι τότε άγνωστο συμμαθητή του. Ίσως αυτό είναι και το νόημα ολόκληρου του βιβλίου, που επιμένει εμφαντικά  στη φιλία των δύο αγοριών. Μια φιλία που καταφέρνει να ανθίσει με τρόπο συγκλονιστικό  παρά τις τόσες αβυσσαλέες μεταξύ τους διαφορές, κοινωνικές, πολιτισμικές, μορφωτικές και οικονομικές.

Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη των δύο φίλων δίνεται μέσα από ξεκαρδιστικές περιπέτειες, που τις διηγείται ο Μάικ με τη χαρακτηριστική φρεσκάδα και αμεσότητα που διέπει το λόγο των εφήβων(καταπληκτική η ευρηματική απόδοση της νεανικής αργκό από το μεταφραστή Απόστολο Στραγαλινό). Το πηγαίο χιούμορ κατακλύζει την αφήγηση του αγοριού και διαπερνά ακόμα και τις πιο κρίσιμες φάσεις του ταξιδιού , όταν όλο το εγχείρημα κρέμεται από μια κλωστή και οι δυο έφηβοι είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν. «Είχαμε μαζί μας κονσέρβες, αλλά όχι ανοιχτήρι. Είχαμε τρεις φρυγανιές, αλλά όχι βούτυρο. Οι έξι κατεψυγμένες πίτσες είχαν ξεπαγώσει και δεν ήταν για φάγωμα. Προσπάθησα να ψήσω ένα κομμάτι με τον αναπτήρα, αλλά δε γινόταν τίποτα. Στο τέλος, έξι δίσκοι του φρίσμπι πέταξαν έξω από το Λάντα σαν ιπτάμενα αντικείμενα που εγκαταλείπουν φλεγόμενο μετεωρίτη». Ωστόσο, οι δυο φίλοι δεν ορρωδούν προ ουδενός και δεν υποχωρούν με τίποτα. Θέλουν να φτάσουν στην «Ιθάκη» τους και είναι έτοιμοι να τα βάλουν με όσους Λαιστρυγόνες ή Κύκλωπες εμφανιστούν στο διάβα τους. Η ακατάβλητη διάθεσή τους  να φτάσουν μέχρι το τέλος και η αποφασιστικότητά τους να υποστηρίξουν το διάβημά τους με κάθε κόστος εικονογραφεί την εφηβική ψυχή  και τα αθώα αλλά ανειρήνευτα πάθη που τη συγκροτούν.

Η ιστορία ρέει αβίαστα και το μυθιστόρημα δρόμου ξετυλίγεται συναρπαστικά καθώς το σαραβαλιασμένο Λάντα καταπίνει τα χιλιόμετρα οδεύοντας στο πολυπόθητο «πουθενά». Τα παιδιά αυτενεργούν και παίρνουν πρωτοβουλίες, δοκιμάζουν τα όρια της ελευθερίας τους και, μολονότι φλερτάρουν με την παραβατικότητα, δεν υποπίπτουν σε ασχήμιες, σα να διαθέτουν ένα αίσθημα ευθύνης και αυτοπεριορισμού, ακόμα και σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες όπου δεν υφίστανται περιορισμοί και απαγορεύσεις. Λες και μια ενδιάθετη δύναμη τα κρατά μέσα στο πλαίσιο μιας φυσικής «κοσμιότητας», που δε διανοούνται να καταπατήσουν. Μ’ αυτό τον τρόπο διαχειρίζονται την απροσδόκητα αποκτημένη ελευθερία τους κι έτσι τη χαίρονται ακόμη περισσότερο.

Η αφήγηση προχωρά με ρυθμούς καταιγιστικούς, τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς σταματημό κι εμείς παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τους δυο μικρούς ταξιδευτές. Ο συγγραφέας αποφεύγει τις φλυαρίες. Κάθε κεφάλαιο περιέχει γενναίες δόσεις δράσης αλλά χωρίς περιττούς πλατειασμούς ή άλλα παραγεμίσματα, που ίσως βάραιναν το αποτέλεσμα. Ο Τσικ κι ο Μάικ περιηγούνται ανάλαφροι τον τόπο της ελευθερίας τους. Κουβαλάνε μόνο τη φιλία που τους ενώνει. Αλλά η φιλία δεν είναι βάρος. Ίσα-ίσα που τους εξυψώνει και τους εξευγενίζει, ακόμα και όταν κυλιούνται στις χωματερές αναζητώντας σύνεργα για μια μικροκομπίνα που αίφνης σκαρφίζονται προκειμένου  να προμηθευτούν βενζίνη.

Μέσα όμως σ’αυτό το «αγορίστικο» βιβλίο, που ανιχνεύει εφηβικές ταυτότητες λίγο πριν την ενηλικίωση, υπάρχουν και κορίτσια. Και μάλιστα κορίτσια με εξόχως σημαίνοντες ρόλους, τουλάχιστον για τον Μάικ. Είναι η πανέμορφη συμμαθήτρια Τατιάνα που, με τη λάμψη της, σαγηνεύει τον αφηγητή, μολονότι απόμακρη, απρόσιτη και ίσως απορριπτική απέναντί του. Είναι και η «βρώμικη» Ίζα, το μυστηριώδες αγοροκόριτσο της χωματερής , που τριγυρίζει ανέστιο εδώ κι εκεί αλλά με τη γήινη ουσία του κεντρίζει το ενδιαφέρον και την περιέργεια των αγοριών. Η Τατιάνα παραμένει μέχρι τέλους μια όμορφη ιλουστρασιόν εικόνα, εξιδανικευμένη και πάντα άπιαστη, μακρινή. Όμως η Ίζα είναι απτή και απολύτως πραγματική, ήδη «ψημένη» και διαθέσιμη για φιλία, ακόμα και για τον έρωτα.

Το κεφάλαιο της Ίζας είναι από τα ωραιότερα  του βιβλίου καθώς αποτυπώνεται με θαυμαστή ενάργεια η συνάντηση των αγοριών με τη διαφορετικότητα που ενσαρκώνει το άστεγο κορίτσι. Μια διαφορετικότητα που μοιάζει αρχικά ανοίκεια, γκροτέσκα, ακόμα και εχθρική αλλά, στην πορεία, «εξημερώνεται» μέσα από το αμοιβαίο πλησίασμα, για να γίνει στο τέλος καθησυχαστική και απόλυτα φιλική. Η προσέγγιση της Ίζας και η φιλία που προκύπτει σταδιακά μέσα από αυτή τη διαδικασία έχει κάτι από το εμβληματικό εκείνο «ξημέρωμα της αλεπούς», όπως το θυμόμαστε να ξετυλίγεται στο «Μικρό Πρίγκιπα».

Νευρώδες, καλογραμμένο, «σπιντάτο», το «Βερολίνο,γεια» αφορά εφήβους και μη, αφορά όλους όσους υπήρξαν κάποτε έφηβοι. Ο συγγραφέας  Wolfgang Herrndorf(1965-2013) σπούδασε καλές τέχνες και εργάστηκε ως σκιτσογράφος στο σατιρικό περιοδικό Titanic. Γνωρίζοντας ότι είναι βαριά άρρωστος, είχε προαποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του και να βάλει  ο ίδιος τέλος στη δοκιμασία του. Έφυγε στα 48 του χρόνια, αφού αυτοπυροβολήθηκε στην όχθη του καναλιού Χοεντσόλερν. Στο τελευταίο του σημείωμα στο ιστολόγιο που διατηρούσε έγραφε: «Χιόνι.Αύγουστος,Σεπτέμβριος,Οκτώβριος,Νοέμβριος,Δεκέμβριος».

info: Wolfgang Herrndorf : Βερολίνο,γεια, μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, σελ.280, εκδ. Κριτική,2015

Προηγούμενο άρθροΘαυμαστός Μεσαίωνας
Επόμενο άρθροΗ βιβλιοθήκη του επαγγελματία κριτικού

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ