Ανασαίνοντας πολιτική ή μια συναρπαστική ιστορία «αποτυχίας» (του Δημήτρι Γαρρή)

0
1506
Μερικοί επώνυμοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστερας : ο Μιχάλης Ράπτης -Πάμπλο- ιστορική μορφή, τροτσκιστής στη Γαλλία και στην Ελλάδα, η Λιλή Ζωγράφου, Γιώργος Καραμπελιάς, Μιχάλης Παπαγιαννάκης (παλιά ΚΚΕ εσ) και ο Νίκος Μανιός. photo Ηλίας Σωτηρόπουλος

 

του Δημήτρι Γαρρή(*)

 

«Αυτή η παράταξη την έκανε τη Μεταπολίτευση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την έκανε τη Μεταπολίτευση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα και σας επέτρεψε να έχετε τη ζωή και τη διαδρομή την οποία είχατε». Τα παραπάνω λόγια αποτελούν απόσπασμα από τη δευτερολογία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Βουλή, στις 9 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις». Πρόκειται για μια πρόσφατη αναφορά στη «χιλιοτραγουδισμένη» στον δημόσιο λόγο Μεταπολίτευση· για νιοστή φορά κάποιοι την ψέγουν και άλλοι την υπερασπίζονται, με τους ρόλους να αλλάζουν, με το γαϊτανάκι να μοιάζει ατέλειωτο. Δύο μέρες μετά, το Σάββατο 11 Ιουλίου, καθόμουν σε ένα καφενείο στο Μεταξουργείο, φυλλομετρώντας το άρτι εκδοθέν βιβλίο του ιστορικού Δημήτρη Γλύστρα Η «άλλη» Αριστερά: Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση, 1974-1981. Αναζητούσα ορισμένα από τα «πικάντικα» χωρία σχετικά με τις πρακτικές σεξουαλικής απελευθέρωσης μελών της εγχώριας εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για να τα διαβάσω στην ομήγυρή μου. Όταν εντόπισα τη σελίδα, σήκωσα στιγμιαία το κεφάλι πριν ξεκινήσω την ανάγνωση. Τότε αντίκρισα μια κοκκινομάλλα κομψή κυρία –γύρω στα εξήντα πέντε– με στυλ εκδρομικό και αγέραστο, να με καρφώνει από το απέναντι τραπέζι. Δευτερόλεπτα μετά, σηκώνεται από την παρέα της και πλησιάζει. Μου δείχνει με το δάχτυλο το βιβλίο και, με μια συγκίνηση ανάμικτη με περηφάνια, δηλώνει: «Μιλάει για μας αυτό το βιβλίο, για τη γενιά μου. Τα λέει καλά;». Τα δύο παραπάνω περιστατικά καταδεικνύουν την επικαιρότητα της μελέτης του Γλύστρα. Στο βαθμό που, αφενός, η συζήτηση της τελευταίας δεκαετίας για την –άλλοτε εξιδανικευόμενη, συχνότερα δαιμονοποιούμενη– Μεταπολίτευση συνεχίζεται αδιάπτωτα και, αφετέρου, στο μέτρο που το βιβλίο του μιλά για ζωντανούς ανθρώπους, που διψούν να το διαβάσουν και ταυτόχρονα ανησυχούν αν «τα λέει καλά» εκείνος που γράφει την ιστορία τους, η πυρακτωμένη επικαιρότητα της «άλλης» Αριστεράς τεκμαίρεται, νομίζω, επαρκώς.

Η δημόσια συζήτηση της τελευταίας δεκαετίας σχετικά με τη Μεταπολίτευση συχνά την αντιμετωπίζει ουσιοκρατικά· ως εάν να πρόκειται για κάτι το συμπαγές και αδιαφοροποίητο, δίχως δηλαδή να λαμβάνει υπόψη τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας και τις κοινωνικοπολιτικές δυναμικές της συγκυρίας της μετάβασης, το κλίμα υπερπολιτικοποίησης και τη ριζοσπαστικότητα του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970. Ο Γλύστρας επιστρέφει εκεί, στη διακεκαυμένη ζώνη της Μεταπολίτευσης, και ανασυνθέτει ένα σύμπαν αγωνιζόμενων πολιτικοποιημένων ανθρώπων και το μωσαϊκό των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Το πράττει όμως αυτό με επιστημονική συστηματικότητα, ευαισθησία και, ταυτόχρονα, ψυχραιμία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατορθώνει να πραγματευθεί με ιστορικούς όρους μια περίοδο πρόσφατη, την πρώιμη Μεταπολίτευση (1974-1981), η οποία λίγο και δειλά έχει έως σήμερα ιστορηθεί και ιστορικοποιηθεί, σε αντίθεση με τη «σύντομη» δεκαετία του 1960 και τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974). Από το 2015 και έπειτα, αναδύεται σταδιακά μια ιστοριογραφική τάση που επιχειρεί να ιστορικοποιήσει τα πρώτα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και η οποία τείνει να συγκροτήσει ιστοριογραφικό πεδίο· ένα πεδίο εντός του οποίου εγγράφεται και η εργασία του Γλύστρα. Πρόχειρα έρχονται στο νου ως παραδείγματα αυτού του ρεύματος: το βιβλίο του Νίκου Παπαδογιάννη Militant around the Clock? Left-Wing Youth Politics, Leisure, and Sexuality in Post-Dictatorship Greece, 1974-1981 με το οποίο ο συγγραφέας της «άλλης» Αριστεράς συνομιλεί ευθέως και δημιουργικά, τα εκδοθέντα συλλογικά και μη έργα στην εκδοτική σειρά του Θεμέλιου για τη Μεταπολίτευση, ο διαδικτυακός κόμβος http://metapolitefsi.com/ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), και βέβαια το Ω, λε φιλαλάκο! Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της του Νίκου Γιαννόπουλου. Συνεπώς, το βιβλίο του Γλύστρα μπορεί να ιδωθεί ως συνέχεια στην από το 2015 και εξής προσπάθεια συστηματικής ιστορικοποίησης της αμφισβητησιακής κινηματικής πολιτικής πρακτικής των πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης.

Τι είδους ιστορία γράφει όμως ο Γλύστρας; Είναι η «άλλη» Αριστερά ένα ακόμη έργο πολιτικής ιστορίας; Όχι. Το βιβλίο δομείται στη βάση τριών πυλώνων: το πολιτικό –όχι όμως με τον τρόπο της παραδοσιακής πολιτικής ιστορίας– το κοινωνικό και το πολιτισμικό. Τα δύο σπουδαιότερα κατορθώματα του συγγραφέα μπορούν να χαρακτηριστούν μεθοδολογικά. Και αυτό καθώς περατώνει μια μελέτη πολιτισμικής και προφορικής ιστορίας με υποδειγματικό θεωρητικο-μεθοδολογικό τρόπο σε αμφότερα τα πεδία. Αναμετράται με την «πολιτισμική διάσταση του πολιτικού», εγχείρημα δύσκολο και σπάνιο, χρησιμοποιώντας ως κύρια πηγή προφορικές μαρτυρίες.

Η κεντρική πρωτογενής του πηγή αποτελείται από ένα σώμα τριάντα οκτώ προφορικών συνεντεύξεων. Ο ιστορικός πήρε συνεντεύξεις από δύο κατηγορίες ανθρώπων· από επώνυμα ηγετικά στελέχη και από ανώνυμα απλά μέλη. Σε όλο το βιβλίο αναδεικνύει τις διαφορετικές τονικότητες, τις διιστάμενες μνήμες ηγετικών στελεχών από τη μία και στελεχών βάσης από την άλλη. Είναι ωστόσο σαφές πως πρωτίστως τον ενδιαφέρει η εμπειρία και η μνήμη των απλών μελών· τι σήμαινε για τους ίδιους και για τη ζωή τους η ιδιότητα του μέλους αριστερής εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης; Για να μιλήσουμε στη γλώσσα του βιβλίου –μετερχόμενοι τους ιθαγενείς όρους των οργανώσεων– στρατηγική επιλογή του Γλύστρα είναι να ερευνήσει τις οργανώσεις και την εμπειρία των δρώντων υποκειμένων από τα μέσα και από τα κάτω. Καίρια και τελικά αποδοτική τακτική του, η έμφαση στο βίωμα των απλών μελών σε σχέση και αντίθεση με τα ηγετικά στελέχη. Στρέφει το φακό του στην εμπρόθετη δράση των απλών μελών, συχνά κόντρα στους μηχανισμούς της ηγεσίας της οργάνωσης.

Επιπλέον, στον τρόπο που αξιοποιεί τις μαρτυρίες, ο Γλύστρας αποφεύγει την εξής διπλή παγίδα: αφενός, να καταγοητευτεί από το πλήθος, τον πλούτο και το συχνά γαργαλιστικό των μαρτυριών και να καταλήξει σε μια παράθεση αυτών, δίχως αφήγηση και δίχως ερμηνεία και, αφετέρου, τις προσεγγίζει με σεβασμό και ευαισθησία, χωρίς να ζητά υπερερμηνείες κατακρεουργώντας τες χαρτοκοπτικά. Συνδυάζει τεκμήρια της υπό εξέταση περιόδου, όπως έντυπα και κείμενα των οργανώσεων, για να ανασυντεθεί η οπτική του τότε με τις συνεντεύξεις του παρόντος· συνεντεύξεις που αποτυπώνουν τη μνήμη, την αναστοχαστική, πολλές φορές αυτοκριτική, μα όχι σπάνια και νοσταλγική πτυχή της.

Όπως προαναφέρθηκε, ο Γλύστρας κάνει πολιτισμική ιστορία του πολιτικού. Τι σημαίνει όμως αυτό και γιατί είναι σημαντικό; Αρχικά, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αγνόηση του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικού πλαισίου και των μείζονων πολιτικών γεγονότων. Αντιθέτως, προβαίνει σε μνεία και ανάλυση των μεγάλων στιγμών του κινήματος, όπως ο εργοστασιακός συνδικαλισμός των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών, οι φοιτητικές καταλήψεις για το Νόμο 815 στα 1978-1979, η αιματηρή πορεία του Πολυτεχνείου το 1980 και άλλες. Ωστόσο, δεν αρκείται στο να φτιάξει ένα αφηγηματικό χρονολόγιο, ούτε μια γραμμική αφήγηση εδραζόμενη σε σχολιασμό κειμένων και ανακοινώσεων. Στο πρώτο μεγάλο κεφάλαιο –το πιο stricto sensu πολιτικό– δίνει το αναγκαίο πραγματολογικό βάθρο –οργανωτική δομή και εν γένει φυσιογνωμία των οργανώσεων– για να εκδιπλώσει στα επόμενα πτυχές του πολύτροπου πολιτισμικού σύμπαντος των οργανωμένων μελών.

Εκείνο που σταθερά ενδιαφέρει τον Γλύστρα είναι η ανασύνθεση της καθημερινότητας των μελών. Μας μιλά για το πώς διασκέδαζαν, τι βιβλία διάβαζαν, τι έργα έβλεπαν σε σινεμά και θέατρο, ποιες μουσικές προτιμούσαν, πώς ντύνονταν και εν γένει πώς έμοιαζαν εξωτερικά, ποιες ήσαν οι σεξουαλικές τους πρακτικές και αρκετά άλλα συναφή. Όλα αυτά όμως φιλτραρισμένα μέσω της κεντρικής έγνοιας του βιβλίου, η οποία δεν είναι άλλη από το πώς συγκροτείται πολιτισμικά η πολιτική ταυτότητα των οργανωμένων. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό. Σύσσωμες οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διατηρούσαν σχέση οξέως συγκρουσιακή με την ΚΝΕ. Οι διαφορές τους ήσαν ιδεολογικοθεωρητικές, πολιτικής πρακτικής στη συγκυρία αλλά και πολιτισμικής υφής. Καταλόγιζαν στο ΚΚΕ και τη νεολαία του λεγκαλισμό, αντικινηματική δράση και κοινωνικό και πολιτισμικό συντηρητισμό. Έτσι, ενώ ο «Κνίτης» ως εχθρός αναδεικνυόταν σε κοινό, ενωτικό για όλες τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις σημείο, από την πολιτισμική σκοπιά η εικόνα είναι διαφορετική. Τούτο καθώς οι οργανώσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού (μ-λ) ρεύματος, το οποίο ήταν και το πολυπληθέστερο εντός της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τη δεκαετία του 1970, βρίσκονταν εμφανώς εγγύτερα στον πολιτισμικό κανόνα του ΚΚΕ. Απέρριπταν την «ξενόφερτη» ροκ και τα ρεμπέτικα, προτιμούσαν τις ταβέρνες από τα μπαρ, εκδήλωναν δισταγμό έναντι των πιο φιλελεύθερων σεξουαλικών ηθών τροτσκιστών και μελών οργανώσεων της «Νέας Αριστεράς»· ήσαν εν γένει πιο συντηρητικές πολιτισμικά και κοινωνικά. Αυτό είναι κάτι που μια αμιγώς πολιτική ιστορία δεν μπορεί να το ανιχνεύσει. Η πολιτισμική ιστορία του πολιτικού αποκτά με το βιβλίο του Γλύστρα ένα έργο αναφοράς.

Καταληκτικά, η «άλλη» Αριστερά είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, ιστοριογραφικά άρτιο και αφηγηματικά καλογραμμένο, με πλούσια πραγματολογική τεκμηρίωση και σημαντική θεωρητική σκευή. Ποιος όμως ο πολιτικός απολογισμός της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς της δεκαετίας του 1970; Ποια η επίγευση της μελέτης; Ποια τα κέρδη και ποιες οι ζημίες του συλλογικού υποκειμένου, η πορεία του οποίου ιστορείται στο βιβλίο; Ο συγγραφέας αποτυπώνει με ενάργεια τα όρια των οραμάτων και των πρακτικών της «ζωηρής άκρας Αριστεράς». Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι διηγείται μια ιστορία αποτυχίας: οργανωτικές παθογένειες, επάλληλες διασπάσεις, στιγμές ματαίωσης και αποτυχία έναντι των διακηρυκτικών στόχων των οργανώσεων συνθέτουν κατά μείζονα λόγο την εικόνα. Εντούτοις, αν χρησιμοποιήσουμε το γνωστό δυιστικό σχήμα ταξίδι – προορισμός, ενώ αναμφίβολα ο προορισμός δεν κατακτήθηκε, ο αναγνώστης νιώθει πως τα μέλη των οργανώσεων ταξίδεψαν ωραίο, ριζοσπαστικό και συναρπαστικό ταξίδι. Κατάφεραν οι άνθρωποι αυτοί, εκείνοι που όπως προσφυώς γράφει ο Γλύστρας «ανασαίναν πολιτική», να «συντηρήσουν φωλιές νερού μέσα στις φλόγες». Όσο για τον προορισμό που δεν έφτασαν, όπως γράφει και ο Αλτουσέρ που τον διαβάζαν στη Β’ Πανελλαδική, «το μέλλον διαρκεί πολύ».

 

* Ο Δημήτρις Γαρρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ)

 

info: Δημήτρης Γλύστρας, Η «άλλη» Αριστερά: Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση 1974-1981, Θεμέλιο, 2020, σελ. 340

 

Προηγούμενο άρθρο“Πυθαγόρας”- “Τάϊσέ με” : Δύο ιδιαίτερα και ίσως αναπάντεχα μυθιστορήματα (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΜΑΤΑΜΠΡΕ, ένα ζιπαρισμένο μυθιστόρημα (της Αγγελικής Πεχλιβάνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ