του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Διαβάζοντας το ένα μυθιστόρημα μετά το άλλο (Πυθαγόρας, Τάϊσέ με) σχημάτισα την εντύπωση ότι διαθέτουν μια κοινή μεθοδολογική αρχή, έναν κατά αρχήν προγραμματικό χαρακτήρα με σκοπό την διερεύνηση ενός θέματος: Ο Γιώργος Περαντωνάκης στο Πυθαγόρας το αδελφικό μίσος, η Μαριαλένα Σπυροπούλου στο Τάϊσέ με το μεταφεμινιστικό δίλημμα: μόνη ή με οικογένεια; Μυθιστορήματα κλειστού χώρου και τα δύο αφού σε μεγάλο μέρος αποτελούνται από μονολόγους σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο που αναπτύσσονται σε ένα ή δύο χώρους κυρίως. Και τα δύο θα μπορούσαν γι αυτό τον λόγο να διασκευαστούν για το θέατρο. Επί πλέον και τα δύο έχουν διπλές αφηγήσεις, ο μεν Περαντωνάκης αναπτύσσει παράλληλα με κάθε κεφάλαιο ένα άλλο που φανερώνει τις ενδόμυχες σκέψεις του κυρίως αφηγητή, η δε Σπυροπούλου εγκιβωτίζει ένα δεύτερο μυθιστόρημα φαντασίας. Σημαντικό και για τις δύο αφηγήσεις είναι ότι τα παράλληλα κείμενα συνομιλούν με τους χαρακτήρες τής κυρίως αφήγησης, φωτίζουν πτυχές της προσωπικότητάς τους και ενδεχομένως επηρεάζουν δραματικά τις πράξεις τους. Χωρίς αυτές τις «διπλανές» ιστορίες τα μυθιστορήματα των δύο συγγραφέων θα ήταν «κουτσά». Τόσο στο εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα της Μ. Σπυροπούλου όσο και στις φαντασιώσεις του κυρίως ήρωα στον Περαντωνάκη εμφιλοχωρούν θεωρίες, σκέψεις, ιδεολογίες, οι οποίες σε ένα βαθμό δίνουν πτυχές του προγραμματικού χαρακτήρα τους . Αυτές οι θεωρητικές και ιδεολογικές αναφορές διακινούνται αρμονικά στην ανάπτυξη της ιστορίας , χωρίς να «αγκυλώνουν» την αφήγηση- μεγάλος σκόπελος σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η αγάπη
H Μαριαλένα Σπυροπούλου στο «Τάϊσέ με» μέσω της ηρωίδας της, Μαρίνας, αναρωτάται για τη θέση της νέας γυναίκας σήμερα, αυτής που δεν θέλει να μιζερέψει μέσα στην μικροαστική οικογένεια, με σύζυγο, παιδιά και κοινωνικές υποχρεώσεις έχοντας απτό το παράδειγμα της μητέρας της Όλγας και από την άλλη δεν θέλει να παραμείνει μόνη, χωρίς αγάπη, έρωτα και συντροφικότητα. Η Μαρίνα δέχεται αναπάντεχα πρόταση γάμου από τον εραστή της Γιάννη και εκεί αρχίζει το μυθιστόρημα με την κορύφωση όλων των διλημμάτων της. Αν αποδεχτεί την πρόταση θα γλιστρήσει στη σύμβαση αν την αρνηθεί θα κερδίσει μια αμφισβητήσιμη κυριαρχία του εαυτού της. Θέλει να μπορεί να χαίρεται το σώμα της, το σεξ, τον χρόνο και τον χώρο της χωρίς να τα μοιράζεται με άλλον. Να μπορεί ανά πάσα να αυτοδιαχειριστεί τον πνευματικό και σωματικό εαυτό της. Η ίδια θα ήθελε ιδανικά «να είναι και άλογο και αναβάτης». Αλλά το πόσο δύσκολο είναι αυτό θα φανεί στο ένθετο μυθιστόρημα που παρακολουθεί την κυρίως αφήγηση.
Η Μαρίνα στα ενδιάμεσα των αμφιβολιών της διαβάζει το μελλοντολογικό μυθιστόρημα μιας γιαπωνέζας με τον τίτλο «Τάισέ με». Το εγκιβωτισμένο αφήγημα διαδραματίζεται σε μια μελλοντική εποχή , όπου οι γυναίκες ηγούνται του πλανήτη, έχουν εξορίσει τους άνδρες, έχουν απαρνηθεί τη σεξουαλικότητα ως μέσο αγάπης και συνταύτισης με το άλλο φύλο αλλά και ως μέσο διαιώνισης του είδους. Η γυναικεία ηγεμονία με τον μεγάλο απρόσωπο Ηγέτη, του οποίου γνωρίζουν μόνον τη φωνή του (όπως στο 1984) οδηγεί σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. «Για μια ακόμα φορά οι γυναίκες παραπλανήθηκαν από έναν άνδρα», σημειώνει η γιαπωνέζα συγγραφέας. Μόνο μια γυναίκα (το κρυφό alter ego της Μαρίνας) η Μάγκντα θα προσπαθήσει να ξεφύγει και να φέρει φυσιολογικά στον κόσμο το μωρό της. Η Μαρίνα φοβάται την τεκνοποίηση, καθώς την αντιλαμβάνεται ως σκλαβιά ενώ η Μάγκντα την επιδιώκει, καθώς μέσα από αυτήν ξανακερδίζει την απελευθέρωσή της.
Οι ταλαντεύσεις, η αμφιθυμία, οι παρανοήσεις, οι ψευδαισθήσεις της Μαρίνας τροφοδοτούν το κυρίως σώμα του μυθιστορήματος και δίνουν λαβή για αναστοχασμό πάνω στις σχέσεις μητέρας – κόρης- αδελφής και πατέρα, όπως τις έχει η ίδια βιώσει στην οικογένεια της. Στο φόντο η ελληνική κοινωνία της κρίσης, οι στρεβλώσεις που επιταχύνονται, που αποκτούν δυσοίωνα παρακλάδια, που διαμορφώνουν ένα νέο περιβάλλον στις ήδη διαταραγμένες σχέσεις.
Το «Τάισέ με» είναι πολυσημικό και αναφέρεται στο μητρικό θηλασμό, στη δίψα για σεξ, στην ανάγκη για αγάπη, στην ανάγκη να υπάρχεις μαζί με κάποιον άλλο. Το εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα της άγνωστης γιαπωνέζας διατηρεί ένα έντονο ιδεολογικό-κοινωνικό προβληματισμό σχετικά με τον ρόλο των γυναικών στην εξέλιξη της κοινωνίας ενώ η ιστορία της Μαρίνας αναζητά το ψυχολογικό βάθος στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ο συνδυασμός τους δίνει ένα φάσμα προβληματισμών σε σχέση με το ανθρώπινο είναι, το ρόλο των φύλων, το μέλλον, την ιστορία, το νόημα της ευτυχίας.
Το μίσος
Ο Γιώργος Περαντωνάκης στο μυθιστόρημά του «Πυθαγόρας» αφηγείται μια ιστορία αδελφικού μίσους. Ο αφηγητής, ιατρός στο επάγγελμα, οικογενειάρχης, μαλθακός έχει δέσει τον μικρότερο αδελφό του, γυμναστή στο επάγγελμα, μονήρη και περίεργο, σε μια καρέκλα και του μιλά συνεχώς κατηγορώντας τον ότι έχει ξεκόψει κάθε επαφή μαζί του, πώς δεν θέλει να τον δει παρά τις προσπάθειες που κάνει ο ίδιος και ότι γενικώς αγνοεί την ευρύτερη οικογένεια ενώ η συμπεριφορά του γίνεται βίαιη και ακατανόητη. Η αφορμή είναι μικρή, υποτυπώδης, όπως συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Στην Ελλάδα οι οικογένειες τσακώνονται για ασήμαντο αφορμή, κληρονομικές διαφορές για ένα κτήμα ή μια μεσοτοιχία, για έναν κακό λόγο της πεθεράς, για μια στιγμιαία έξαρση του κακού στη σχέση πατέρα – γιού, για έναν παράταιρο γάμο, για …οτιδήποτε. Εδώ το πρόσχημα είναι το διαμέρισμα που βρίσκεται κάτω από αυτό του Πυθαγόρα και νοικιάζεται σε τρία κορίτσια που θορυβούν και τον ενοχλούν. Ο Πυθαγόρας είχε προσφύγει στον αδελφό του και ιδιοκτήτη του διαμερίσματος ζητώντας του να τις διώξει. Βαθμιαία τα δύο αδέλφια θα αποκοπούν. Ο Πυθαγόρας απομονώνεται, τσακώνεται μόνος του με τις νοικάρισσες, γίνεται ανυπόφορος για τους γύρω του – τουλάχιστον με όσα τον κατηγορεί ο ιατρός. Οι επικρίσεις δεν έχουν τελειωμό, καθώς μέσα από τον συνεχή μονόλογο του μεγάλου αδελφού φανερώνεται ένας Πυθαγόρας βίαιος, εθνικιστής, χρυσαυγίτης.
Το ενδιαφέρον στον Πυθαγόρα βρίσκεται στα ενδιάμεσα κείμενα στα οποία ο μεγάλος αδελφός μηχανεύεται νοητικά τρόπους εκδίκησης του αιχμάλωτου αδελφού. Τρόπους εκδίκησης αρκετά βίαιους όπως όταν σκέπτεται να τον τεμαχίσει αργά και βασανιστικά με τα χειρουργικά του εργαλεία. Αλλά και τρόπους ψυχολογικού εκβιασμού η κοινωνικού εκφοβισμού. Έτσι όμως ο μεγάλος αδελφός δεν φαίνεται λιγότερο, κακός και βίαιος από τον Πυθαγόρα. Φανερώνοντας τις ενδόμυχες σκέψεις του δεν είναι παρά η αντανάκλαση του Πυθαγόρα, εξίσου «βρώμικος» στις σκέψεις, βίαιος και κακός. Το μίσος είναι πάντα αμοιβαίο. Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε κι εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει, έγραφε ο Έρμαν Έσσε. Έτσι ο Πυθαγόρας αποκτά μια διπλή ανάγνωση: του άλλου και του εαυτού. Της εικόνας και του περιεχομένου. Της κατάφασης και της αντίφασης. Τα δύο αδέλφια δεν είναι παρά δύο κακοί παίκτες στην ίδια πλατφόρμα σκακιού, οι λάθος κινήσεις ακολουθούνται από λάθος αντιδράσεις. Οι νίκες είναι ήττες. Πολύσημο και το μυθιστόρημα του Γιώργου Περαντωνάκη μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους και όχι μόνον ως αναφορά σε ένα αδελφικό πόλεμο , με ότι μπορεί να συμβολίζει αυτό ιδιαίτερα για τη χώρα μας.
Είνια ιδιαίτερα και τα δύο μυθιστορήματα, όπως φαίνεται και από την διαπραγμάτευσή τους, ίσως είναι και αναπάντεχα μιας και η ελληνική αφηγηματολογία δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτιου είδους διπλές αφηγήσεις.