της Αγγελικής Πεχλιβάνη
Το βιβλίο με τον ανοίκειο όσο και εξωτικό τίτλο Ματάμπρε (παραδοσιακό αργεντίνικο ρολό με κρέας, λαχανικά, αυγά και καρυκεύματα) και υπότιτλο ιστορίες που σκοτώνουν την πείνα της πρωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου Σοφίας Μπραϊμάκου, είναι μια καλαίσθητη συλλογή (εκδ. Νεφέλη, 2018) δεκάξι διηγημάτων που αντλούν τίτλους από τον χώρο της γαστρονομίας. Το γεγονός καθαυτό δεν διεκδικεί εύσημα πρωτοτυπίας δεδομένου ότι δεν είναι λίγες οι αναφορές της λογοτεχνίας (και ειδικά της πιο «γειωμένης», αναφορικής, πεζογραφίας) στο φαγητό και εν γένει στη βρώση. Από τον Μαρσέλ Προυστ και τον Χένρι Τζέιμς που περιγράφουν λεπτομερώς (ειδικά ο πρώτος) τα πιάτα μιας παρακμάζουσας αριστοκρατίας φωτίζοντας προοπτικά τη δράση και τον χαρακτήρα των ηρώων τους, μέχρι τον Ίταλο Καλβίνο, που αναρωτιέται αν μπορεί να αγαπηθεί μια γυναίκα με κριτήριο την κουζίνα της, και τον Ουμπέρτο Έκο στο Κοιμητήριο της Πράγας, αλλά και τους δικούς μας Μαρία Ιορδανίδου (Λωξάνδρα), Ανδρέα Στάϊκο (Επικίνδυνες μαγειρικές), Αμάντα Μιχαλοπούλου (Γιάντες) κ.ά., η πεζογραφία αλλά και κάθε αφηγηματική τέχνη, όπως π.χ. ο κινηματογράφος (Η γιορτή της Μπαμπέτ, Το μεγάλο φαγαπότι, Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της, Είμαι ο έρωτας, Πολίτικη Κουζίνα κ.ά), αγαπούν το φαγητό.
Τα μικρά διηγήματα της Μπραϊμάκου συνδέονται με ισχυρά νήματα. Το ένα από αυτά είναι προφανές και απολύτως έκτυποˑ το φαγητό, που με όλες τις δηλώσεις και συνυποδηλώσεις του, λειτουργεί ως ιστός που συναρμόζει δομικά τις ιστορίες του βιβλίου. Ένας ιστός λεπτότατος — μια και το φαγητό, ή η παρασκευή του, δεν είναι το βασικό θέμα του Ματάμπρε και δεν δυναστεύει αφηγηματικά τα διηγήματα που περιέχει, απλώς επανέρχεται ως μοτίβο συνεκτικό και προωθητικό της δράσης — αλλά και ισχυρότατος, δεδομένου ότι η βρώση και η προετοιμασία της ευφραίνει, ενώνει (κατά κανόνα) αγαπητικά τους ανθρώπους, τους κάνει να προφέρουν λέξεις οικείες και μυστικές, να μοιράζονται βλέμματα, αισθήματα και όνειρα, αγάπη, μίσος αλλά και τον πόνο, την απώλεια, την απόγνωση μέσα σε μια διαλεκτική και διαδραστική “κοινότητα”. Το φαγητό είναι κοινή εμπειρία — και ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα είναι προεξάρχον στοιχείο κουλτούρας — είναι μηχανισμός που ανασύρει μνήμες, αναπλάθει παρελθόντα και «θερμαίνει» αισθήματα. Είναι συμμετοχή και ζύμωση. Κυρίως, όμως, όπως η ζωή αλλά και η λογοτεχνία είναι διαδικασία, θρέψη και απόλαυση. Βάσει αυτού του εύστοχου τριπλού παραλληλισμού, αυτής της τριπλής αναλογίας, η συγγραφέας δομεί τους ήρωές της. Πρόκειται για ανθρώπους απλούς, στην πλειονότητά τους μικροαστούς, εγκλωβισμένους στα περιβαλλοντικά και χαρακτηρολογικά δεσμά τους, ανθρώπους που γεύονται το φαγητό, όπως και τη ζωή, σε όλες τις δυνατές, γλυκόπικρες, εκδοχές. Το ίδιο και οι αναγνώστεςˑ γεύονται τη γλύκα και την πίκρα των καταστάσεων που ζούν οι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, αν και αυτό που μένει ως μακρά και έντονη επίγευση είναι η πίκρα και μια λανθάνουσα, για αυτό βίαιη, θλίψη.
Το δεύτερο νήμα με το οποίο η Μπραιμάκου “ράβει” καλά τις ιστορίες της, ωστε να μην ξηλωνονται, είναι οι ήρωες της. Οι περισσότεροι απο αυτούς δεν ολοκληρώνονται στο περιορισμένο πλαίσιο ενός διηγήματος αλλά σε περισσότερα. Είναι χαρακτήρες εκκρεμείς, όχι ημιτελείς, με την έννοια ότι θέλουν χώρο και χρόνο μυθιστορηματικό για αναπτυχθούν και να αναπνεύσουν. Επί παραδείγματι η Αγγέλα εμφανίζεται, στο τρίτο διήγημα, στο Στάρι, ως δευτεραγωνίστρια, ως μια μικρή αφηγηματική μνεία, για να την ξαναβρουμε πρωταγωνίστρια στο Αυγά μάτια, στο δέκατο διήγημα. Το ίδιο και η Αμαλία, εμφανίζεται μόνο ως ονομαστική προσήμανση στο τέταρτο κείμενο, Γιουβαρλάκια ή το πάτσι, για να πρωταγωνιστήσει εξ΄ολοκλήρου στο αμέσως επόμενο, Φανουρόπιτα. Οι πιο πολλοί ηρωές της, λοιπόν, “μπαινοβγαίνουν” στα διηγήματά της, αποκαλύπτοντας καθε φορά άλλες πτυχές του χαρακτήρα τους και κυρίως — και αυτο είναι το πιο ενδιαφερον — εμφανίζονται με άλλη εστίαση και αφηγηματική φωνή, γεγονός που δίνει μια πολυεστιακή μυθιστορηματική προοπτική στο βιβλίο της.
Τα θέματα αυτού του βιβλίου είναι η διάψευση, η μοναξιά, η ματαίωση, ο χωρισμός, η απώλεια, το πένθος, ο θάνατος. Θα ήταν από τα πιο θλιμμένα και “βαριά” βιβλία — και ίσως να είναι — αν δεν υπήρχαν επαρκείς ποσότητες χιούμορ και μιας νεότροπης ιλαρότητας, μιντιακής καταγωγής, που εξισορροπούν την εκδηλη τραγικότητα, αποδομώντας την. Η γλώσσα της Μπραιμάκου καταδεικνύει την επαγγελματική της θητεία στον περιοδικό τύπο, (είναι κειμενογραφος)ˑ είναι σύγχρονη, άμεση και μολονότι φαίνεται αυθόρμητη, εξαιρετικά επεξεργασμένη.
Ενα στοιχείο πολύ ενδιαφέρον, τελος, είναι ότι μολονότι η γλώσσα του Ματάμπρε είναι νεανική και προδίδει βιολογική νεότητα της Μπραϊμάκου, πολλές ιστορίες του ειναι παλαιικές, αναφέρονται σε μια παλιά καθημερινή Ελλαδα. Με τον τρόπο αυτό το βιβλίο της Σοφίας αποκτά μια μοντέρνα διαχρονία, ένα ιστορικό και ηθογραφικό βάθος που αν συνδυαστεί με την λοξή κοινωνική κριτική της και τη μυθιστορηματική δέση των ιστοριών και των ηρώων της, μόνο καλά πραγματα προμηνύει. Τα αναμένουμε.
info: Σοφία Μπραϊμάκου, Ματάμπρε, Νεφέλη