Αναδύσεις εαυτού την εποχή του Fear Of Missing Out  (της Έφης Κατσουρού)

0
187

 

της Έφης Κατσουρού

 

            Το Βία και Φόμο αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της Ραφαέλας Χαμπίμπη, ένα βιβλίο που ήδη από τον τίτλο του τοποθετείται στον χώρο και τον χρόνο της γραφής του, αρθρώνοντας την πρώτη καταγγελτική δήλωση της ποιήτριας. Ζούμε σε ένα κόσμο βίας και φόβου, φόβου για το τι θα χάσουμε αν κλείσουμε τις οθόνες μας, φόβου πως θα χαθούμε μέσα σε αυτές, μέσα στην κίβδηλη εικόνα που άλλοι πλάθουν για εμάς, φόβου πως θα χάσουμε και θα χαθούμε μέσα στους ίδιους τους εαυτούς μας. Ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζει τον αναγνώστη για αυτό που θα επακολουθήσει, μία αγχώδη περιδίνηση σε υπερνεωτερικές δυστοπίες (εξωτερικό περιβάλλον) και μία επώδυνη ανασκαφή στον προσωπικό χωροχρόνο του ποιητικού υποκειμένου, της Ραφαέλας, όπως αυτοαποκαλείται μέσα στα ποιήματά της. ΥΠΑΡΧΩ ΣΑΝ ΑΛΛΗ, γράφει, Σαν τη δική μας τη Ραφαέλα. Κι ένιωσα μια ξένη. Σε ένα σπίτι που μια ζωή προσπαθούσα να γίνω πέτρα. […]Αλλά, ίσως πάλι να μην ήμουν εγώ η γυναίκα με το καμηλό παλτό και τα βαμμένα μαλλιά αλλά η άλλη, αυτή που υπήρχε ακόμα στο μυαλό της σαν πιθανότητα· σαν τη δική τους Ραφαέλα. Όλα αυτά τα πρόσωπα και τα προσωπεία, η Ραφαέλα και η Ραφαέλα των άλλων, εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στους στίχους, προφέροντας άλλοτε μία κραυγή και άλλοτε ένα λυγμό, που ζητά απεγνωσμένα να λυτρώσει κάθε έμφυλο αρχέτυπο, την Εύα, τη Γυναίκα, την μάνα, την κόρη, το παιδί, την τρωτή και άτρωτη, συνάμα, φύση κάθε θηλυκής εκφοράς του κόσμου.

Οι παρακάτω σελίδες αποτελούν τη διαστρεβλωμένη εκδοχή μιας ιστορίας κοινότοπης και χιλιοειπωμένης. Ας τις θεωρήσουμε έναν ακριβό καθρέφτη που μόνη μου έσπασα, έτσι, για να δω τα πράγματα λίγο πιο ενδιαφέροντα – κυρίως για να φανεί το είδωλό μου έτσι ακριβώς όπως το έχω στο κεφάλι μου. Αυτά είναι τα εισαγωγικά λόγια της ποιήτριας, ο κατωφλιακός χώρος που μας εισάγει σε μία ανάστροφη οδό ονείρων, σε ένα κόσμο που οι καθρέφτες πρέπει να σπάσουν, οι δεσμοί να διαρραγούν, τα δοχεία σώματα να αδειάσουν και οι προσδοκίες να συμβιβαστούν ή να συντρίψουν την ιδέα μιας μεταειρωνικής δυστοπίας. Οι εικόνες που πλάθει η Ραφαέλα έχουν πάντοτε την υφή του μεταχειρισμένου, δεν ακκίζονται, φυλλοροούν μέσα στη συνθήκη του καθημερινού και χάνονται σε ένα τοπίο κοινόχρηστο και κατοικημένο, μη θέλοντας να διεγείρουν τίποτε άλλο παρά μόνο το συλλογικό ασυνείδητο του υπερνεωτερικού ανθρώπου. Τα κατοικημένα τοπία, λέξεις και στίχοι που μπορούν να πυκνώσουν την φθαρτή μνήμη του καθημερινού εμφανίζονται επαναληπτικά στην πορεία της γραφής προσδίδοντας στον στίχο την διάσταση της αφής. Χαρακτηριστικά αναφέρω:

και το παρελθόν μοιάζει με μια ξένη ζωή / που θυμάσαι από μια ταινία

*

Γράφω νουβέλες να διηγούμαι τα μεθυσμένα βράδια / τους αγαπώ όσους ήρθαν κι έφυγαν / γιατί ασχολήθηκαν / και στα συμβατικά διαλύομαι χαμόγελα / κάποιων τυχαίων συναντήσεων

*

Κι όμως γράφουμε ιστορία / η πρωινή ρουτίνα / το βραδινό ξενύχτι / οι ελεύθερες ροές μέσα στο κεφάλι μας // […] // Τα μηνύματα στα κινητά μας / τα πόστερ στους τοίχους μας / οι μελανιές που έκρυψαν /οι βέρες που δεν κάνουν πια στα δάχτυλά τους // Η αυθάδεια που τις έκανε περήφανες / κι ας μη σου το ’παν

*

 δεν έχουμε ώρα για αυτά – αύριο / μα σήμερα θα πάρουμε το μετρό / για το γραφείο

*

Μην ξυπνάς, πλευρό γυρίζω / δεν πάω δουλειά ακόμα -έχω δέκα λεπτά / […] / το βράδυ να έχεις ανάψει τον θερμοσίφωνα, παρακαλώ

            Οι γειωμένη εικονοποιία της ρουτίνας, με τις σαφείς αναφορές σε αντικείμενα και καταστάσεις τόσο κοινότοπες που σχεδόν χάνουν την ιδιωτικότητά τους μέσα στη ροή του λόγου, βοηθά την ποιήτρια να αρθρώσει ένα ποιητικό σχόλιο, που μπορεί αφετηριακά να άπτεται του προσωπικού βιώματος αλλά πρακτικά προεκτείνεται και αγγίζει την μεγάλη εικόνα, ασκώντας κριτική στην κοινωνική συνθήκη με τρόπο τελικά ανεπιτήδευτο. Λίγο πριν τη μέση του βιβλίου ωστόσο, με το ποίημα «Υπάρχω σαν άλλη», μοιάζει να συντελείται μία συ-στροφή, μία εστίαση του φακού από το κοινωνικό βίωμα, στον χώρο του απόλυτα ιδιωτικού βιώματος και η Ραφαέλα δεν αναζητά πια τον εαυτό αόριστα ως κομμάτι μίας κοινότητας, ως αρχετυπική μορφή, αλλά κατανοεί ότι για να υπάρξει ως οτιδήποτε τέτοιο, πρέπει να αναζητήσει τον εαυτό μέσα στον εαυτό. Από αυτό το σημείο λοιπόν και έπειτα, η γραφή αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά έντονα υπαρξιακά, εγκαταλείπει κάθε προηγούμενη ευελιξία και ασάφεια και γίνεται ευθεία και αιχμηρή. Παλινδρομώντας ανάμεσα στη Ραφαέλα και την Ραφαέλα των άλλων, αρχίζει μία επώδυνη ανασκαφή με ποιήματα καθαρά εξομολογητικά, που όμως προικίζονται με δηλώσεις και συνδηλώσεις, έμφυλες προεκτάσεις, κοινωνικές αναιρέσεις και στίχους άμεσους που διαρρηγνύουν τα όρια ανάμεσα στο εγώ του ποιητικού υποκειμένου και το εσύ του αναγνώστη. Παραθέτω χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα:

Ό,τι νιώθω μεταφράζεται σε νερό

*

Πάντα ζούσα για τα άκρα / κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα

*

Δεν είχα σήμα στο κινητό /  καθαρή απόδειξη ανυπαρξίας  

*

Έμαθα να καταπίνω τα δάκρυα της μάνα μου /  για να μην πλημμυρίσει το σπίτι

*

Γι’ αυτό πρόσεχε τι μού λες / τι μου ορκίζεσαι / μη με προσέξεις / αν πρόκειται να φύγεις / νιώθω πολλά / νιώθω εύκολα

*

Βαρύ φορτίο / να με βαφτίσεις ελπίδα /  να περιμένεις να κάνω το ίδιο / παιδιά χωρίς μέλλον /  που τα είπαν ελπίδες

Η κατασκευή αυτή του διπόλου, μεταξύ εαυτού και ειδώλου, η οποία κατονομάζεται σαφώς, και προβάλλεται ως μία σχέση συγκρουσιακή αλλά και αλληλοτροφοδοτούμενη μεταξύ της Ραφαέλας και της Ραφαέλας των άλλων, καθιστά το όνομα της ποιήτριας αναπόσπαστο κομμάτι της ποιητικής της. Εισέρχεται στο χώρο της γραφής και μας συστήνεται ποιητικά με μία κίνηση δυναμική, θραύοντας τα όρια μεταξύ πραγματικού και ποιητικού χώρου, πλάθοντας ένα ρευστό τοπίο, το οποίο ως κάτοικος και ως αρχιτέκτονας του θα μπορεί με ευκολία να μεταποιεί, να εισέρχεται και να εξέρχεται από αυτό άλλοτε ως ποιήτρια και άλλοτε ως το ποιητικό της ανάλογο. Εισάγοντας στα ποιήματα δυναμικά το όνομά της, το ίδιο όνομα, που αρνείται (μέσα από τους στίχους της) να την χαρακτηρίζει, επιτυγχάνει δύο πράγματα, αφενός να αγκιστρώσει το στίχο σε κάτι πολύ χειροπιαστό για τον αναγνώστη και άρα άμεσα οικειοποιήσιμο και αφετέρου να προχωρήσει στον πολυπόθητο για εκείνη εξαγνισμό του ονόματος που την ακολουθεί κάποιες φορές σαν βαρίδι. Συνειδητά ή ασυνείδητα, διανοίγει έναν δίαυλο που επιτρέπει στην ποίηση να παρεισφρήσει ανάμεσα στις συλλαβές του ονόματός της και να γίνει ο συνδετικό τους κρίκος, να υπάρξει ως ύλη συνδετική ανάμεσα στο βάρος και την ελαφρότητα των είμαι που προφέρει παρακλητικά σε μια αγωνιώδη πορεία ανάδυσης:

Ποτέ δεν πίστεψα το όνομά μου

ακούγεται σαν κούφια λέξη

δεν έχει χρώμα, ούτε γεύση

δεν μου μοιάζει, δεν μου μιλάει

μόνο υπάρχει σαν αυτοκόλλητο

ξεβαμμένο από τα αγγίγματα

Με έχω βαφτίσει με όνομα βουβό

μπλεγμένο και πελώριο

δεν το χωράνε συλλαβές

ένα σπίτι το όνομά μου

με πολλούς διαδρόμους

κρυφά δωμάτια και παράθυρα σφραγισμένα

Κι όταν με ρώτησες ποια είμαι

εκείνο το πρώτο βράδυ

από αυτά που γίνονται πικρή ανάμνηση

σου είπα ψέματα

δεν έμαθες ποτέ σου την αλήθεια

κι ας έφτασες κοντά

Το κόβω, το ράβω, το αλλάζω

για άλλους κι άλλο νόημα

κι είναι κι εκείνοι που μου το φόρεσαν

πρωτότυπο, ανέγγιχτο, ιερό

όπως με φαντάστηκαν

πού να ’ξεραν

Το προφέρω σαν φάρμακο

σαν από ξένο λεξιλόγιο

σαν απάντηση σε πρόβλημα άλυτο -γιατί είναι

σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί

προσεκτικά

δύσπιστα

Και δεν έχει καμία σημασία πως με λένε

πως έγιναν βρισιά ή ηδονή

τέσσερις συλλαβές

εγώ μόνο με λέω

το κρατάω για ’μένα, έστω αυτό

αφού τίποτα άλλο δεν μπόρεσα

[ποίημα «Ταυτότητα»]

 

(Ραφαέλα Χαμπίμπη, Βία και Φόμο, Μετρονόμος, 2025)

Προηγούμενο άρθροMe & the devil blues: Αναζητώντας τον Ρόμπερτ Τζόνσον (γράφει ο Θανάσης Μήνας)
Επόμενο άρθροThe Brutalist, του Μπρέιντι Κόρμπετ: «Ο προορισμός, όχι το ταξίδι»(γράφει ο Μανώλης Γαλιάτσος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ