Η Μαρία στη Νίκη:
Γράφει, βέβαια, «βασισμένο σε παραμύθι από τη Φινλανδία», αλλά εμένα αμέσως μου ήρθαν στο μυαλό οι Γκριμ. Ίσως γιατί πριν κάμποσα χρόνια είχα μεταφράσει η ίδια το παρόμοιο παραμύθι των Γκριμ («Του ψαρά και της γυναίκας του»), που κυκλοφόρησε στον Μεγάλο Παραμυθοθησαυρό. Προφανώς είναι ένα πολύ παλιό κοινό μοτίβο των ευρωπαϊκών τουλάχιστον παραμυθιών.
Σκέφτομαι τώρα, συγκρίνοντας τη δυο αφηγήσεις, πόσο εντυπωσιακά μπορεί να παραλλάξει κανείς μία και την αυτή ιστορία, ώστε να δημιουργεί μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα. Να κινείται σε άλλο κλίμα, από την αρχή ως το τέλος. Στην ιστορία των Γκριμ η πρώτη φράση είναι «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ψαράς κι η γυναίκα του, ζούσαν μαζί σε μια παλιοκαλύβα κοντά στη θάλασσα κι ο ψαράς πήγαινε κάθε μέρα και ψάρευε». Παλιοκαλύβα και κοφτά λόγια. Κρύο πράγμα και σκληρό. Και μετά ακολουθεί, βήμα-βήμα, η δυσοίωνη κορύφωση, με τη σταδιακή δαιμονοποίηση της γυναίκας, ενώ ο καημένος ο ψαράς δεν θέλει αλλά υποτάσσεται. Και στο τέλος η γυναίκα θέλει να γίνει «θεός». Το σύμπαν γύρω τους στοιχειώνει εξαιτίας της ύβρεως: «Μαύρα κύματα, ψηλά σαν καμπαναριά, κατρακυλούσαν και αφροί άστραφταν λευκοί στην κορυφή των κυμάτων». Και τους αφήνουμε εντέλει στην ψαροκαλύβα, στην αρχική μιζέρια τους, όπως και στην αρχή. Δεν θα μπω στις βαθιές αναλύσεις και τους αυτονόητους συνειρμούς που θα κάνει, είμαι βέβαιη, η σημερινή αναγνώστρια/της για την πηγή κάθε δεινού που είναι η άπληστη γυναίκα, ούτε για το πόσες συμφορές περιμένουν τον άντρα που, αντί να της επιβάλει δυναμικά τη θέλησή του, σαν άντρας, την υπηρετεί. Δε μ’ άρεσε ποτέ αυτό το παραμύθι.
Όμως, τα παλιά παραμύθια είναι φτιαγμένα ακριβώς για να πηγαίνουν από στόμα σε στόμα, και από πένα σε πένα. Έτσι, μέσω Φινλανδίας, πιάνει τον μύθο η έμπειρη ελληνίδα παραμυθού Ξένια Καλογεροπούλου.
Είδατε πουθενά μαύρα κύματα και ζόφους και απειλητικά στεγνά λεξιλόγια; Όχι βέβαια. Κι όμως, κατά βάθος, είναι απλά η ίδια ιστορία. Αλλά ακόμη και τα χρώματα στην εικονογράφηση της Μεταλληνού ξεχειλίζουν από φως και χαρά και ζωντάνια. Δεν υπάρχει έγκλημα και τιμωρία. Δηλαδή κάτι υπάρχει αλλά πολύ μα πολύ «πειραγμένο». Τόσο πειραγμένο, που ξεκίνησα να διαβάζω και μόνο μετά από μερικές σελίδες πονηρεύτηκα: βρε λες να είναι εντέλει το παλιό γνωστό παραμύθι; Και μετά σκέφτηκα: ναι, είναι, ΚΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ. Αλλά πόσο διαφορετικό.
Να θυμηθώ να σημειώσω ότι αν θέλει κανείς να κάνει ένα βασικό, πολύ χρήσιμο μάθημα σε επίδοξες ποιήτριες/ές και συγγραφείς για να τις/τους βοηθήσει να μάθουν ότι το 90% της τέχνης του λόγου είναι το ύφος, το πώς και όχι το τι, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη σύγκριση ανάμεσα στις δυο παραλλαγές. Γιατί παραλλαγή κάποιας αρχικής προφορικής αφήγησης είναι, όπως γνωρίζουμε, και η εκδοχή των Γκριμ.
«Ήταν κάποτε ένας ψαράς, ο Μάτε, που ζούσε με τη γυναίκα του τη Μάρθα σε ένα καλυβάκι χτισμένο σε ένα μικρό νησί.» Πολύ διαφορετική εισαγωγή. Και τους βλέπουμε κιόλας στην εικονογράφηση, χαμογελαστούς, με τα κόκκινα μαγουλάκια τους, να λοξοκοιτάζουν ο ένας τον άλλον με αγάπη. Με επιθυμία. Το θρησκευτικό στοιχείο είναι και εδώ ενδιαφέρον· πολύ σπουδαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι μεταφέρεται ως στοιχείο του μακραίωνου ιουδαιο-χριστιανικού πολιτισμού μας η ενοχή απέναντι στην εργασιομανία και τον επιδιωκόμενο πλούτο: «το Σαββατόβραδο ο Μάτε ποτέ δεν έριχνε δίχτυα στη θάλασσα, γιατί τότε θα έπρεπε να τα σηκώσουν Κυριακή. Και καθώς ήταν θεοσεβούμενος, ποτέ δεν έκανε καμιά δουλειά την Κυριακή.» Να που μπορεί κανείς και στην παράδοση να μείνει πιστός καθώς αφηγείται, και να μεταδώσει χαρά και αισιοδοξία αντί για φόβο και συντριβή.
Η αναγνώστρια/ης θα σκεφθεί, είμαι βέβαιη, ότι ευτυχώς που η Μάρθα του γύρισε τα μυαλά, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε ούτε περιπέτεια ούτε παραμύθι, μόνο ρουτίνα και βαρεμάρα.
Όλα τα υπόλοιπα στην αναδιήγηση της Καλογεροπούλου είναι απλώς απολαυστικά, από τον σκύλο που λέγεται «Μεγαλειότατος» και τρώει σοκολατάκια, μέχρι τους φοιτητές που αποκαλύπτουν παλιούς μύθους και την αγελάδα που βόσκει φύκια. Και τον κοκκινομάλλη βασιλιά της θάλασσας, που τρώει την πέτρα στο κεφάλι και θυμώνει. Και όλα ήταν ένα όνειρο εντέλει! Που τελειώνει αφήνοντας την πύλη για τη μαγεία ανοιχτή, το επόμενο πρωί, όπως οφείλουν να κάνουν τα όνειρα. Τέλειο βιβλίο, κι ελπίζω να μην με βγάλεις ψεύτρα, τουλάχιστον όχι ολότελα.
Η Νίκη στη Μαρία:
Πάνω στο γραφείο μου έχω μια μικρή πλαστική καφέ-πορτοκαλί αγελάδα: μοιάζει με αυτή που ονειρεύτηκε η Μάρθα, με την υπόσχεση για γάλα, βούτυρο και τυρί. Το βρήκα κάπως αστείο και χαριτωμένο που σε μια στιγμή άγχους και στεναχώριας, μια δική μου φίλη μού άφησε αυτή την αγελάδα δίπλα σε βιβλία, σημειώσεις και το λάπτοπ μου – σαν μια υπόσχεση καλής ζωής που έρχεται. Η καλή ζωή που ονειρεύτηκε η ηρωίδα του παραμυθιού ήταν η ζωή που ήδη είχε: ο καλός και συνετός Μάτε, τα ροδαλά του μάγουλα, το ψάρεμα, ο σκυλάκι, η γαλήνια ρουτίνα. Χμ. Όμως στη Μάρθα κάτι έλειπε και δεν το βρίσκω κακό αυτό. Το γάλα και το βούτυρο, το τυράκι είναι η νοστιμιά. Για μένα η Μάρθα δεν ήθελε πλούτη και μεγαλείο – ήθελε νοστιμιά και ομορφιά. Ωραία ρούχα με χρώματα και λουλούδια. Και μουσική. Και παρέα. Βοηθούς και εργάτες, κόσμος να πηγαινοέρχεται στο νησί για να μην μένουν μόνοι τους. Το όνειρο έχει έναν ρεαλισμό. Η Μάρθα ξέρει πως όλα αυτά έρχονται αν έχεις χρήματα, δηλαδή αγελάδα, δηλαδή παραγωγή, δηλαδή καλό καΐκι για να αναβαθμιστεί η δουλειά. Μάλιστα. Βρήκα ενδιαφέρον πως εντός του ονείρου, η τιμωρία δεν έρχεται για την απληστία που αφορά άμεσα τη δική της κοινωνική ανέλιξη, προβολή και απόλαυση, αλλά για την απληστία που πάει να παρέμβει παράλογα στο φυσικό περιβάλλον. Όταν ο χώρος δεν είναι πια αρκετός για το μεγαλείο, όταν η επιθυμία για καλή ζωή στρέφεται ενάντια στη φύση, τότε θυμώνει ο βασιλιάς της θάλασσας. Τότε πονάει από την πέτρα που του έρχεται στο κεφάλι και λέει «φτάνει, καλά ήσουν πριν». Οπότε παίρνει πίσω τα δώρα του, ξυπνάει και η Μάρθα και στη θέση της νοστιμιάς μένει μια πεταλούδα. Θαύματα δεν γίνονται, λέει ο Μάτε. Μάλλον, συμπληρώνει η αναγνώστρια.
Ήταν σίγουρα ένα πολύ χορταστικό και απολαυστικό παραμύθι. Αυτή η διάσταση αποτυπώνεται και στην εικονογράφηση που είναι πυκνή και λεπτομερής, με έντονα χρώματα και υφές. Κοιτώντας τη ζωγραφισμένη θάλασσα στην αρχή της αφήγησης ένιωσα πως κάτι κρύβεται στα νερά της. Υπάρχουν πλάσματα εκεί, κάτι που θα έρθει από τα κύματα. Ξεχωρίζω την εικόνα που ο Μάτε και η Μάρθα είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και με αφορμή αυτή, την απλότητα και την στρογγυλότητα με την οποία είναι ζωγραφισμένα τα πρόσωπα, τα οποία όμως είναι τρομερά εκφραστικά. Έχουν σαφές και στοχευμένο βλέμμα. Μου άρεσε ακόμα αυτό το δισέλιδο που οι αγελάδες του ονείρου έχουν πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό που δεν πατάνε στη γη αλλά γίνονται μπορντούρα, μοτίβο που κυκλώνει τα γράμματα, το σπίτι και τη Μάρθα.
Γέλασα που την παλιά μαγεία και τους ξεχασμένους μύθους, την ιδέα να διεκδικήσεις την καλή ζωή μέσα από τη μεταφυσική οδό, την προκαλούν κατά κάποιον τρόπο οι φοιτητές που φτάνουν πεινασμένοι για λίγο τυράκι (!) στο νησί. Θα περίμενε κανείς από τους νέους να φέρνουν τη φωνή της λογικής. Αντίθετα εκείνοι, ρομαντικοί και θαλασσοδαρμένοι, προβάλλουν στους ντόπιους έναν παλιό μύθο που έχει από καιρό ατονήσει. Το παραμύθι μας κλείνει το μάτι με λίγο χιούμορ και να κοροϊδεύει ίσως τη νέα γενιά που ψάχνει τη λαογραφία. Μπορεί και όχι, απλά να ένιωσα πως σε αυτό το σημείο μου απευθύνθηκε προσωπικά…
Σκέφτηκα και κάτι άλλο για το κλείσιμο. Σε μια ιστορία θαλασσινή, ο βασιλιάς της θάλασσας έχει υπόγεια λιβάδια που βοσκούν αγελάδες. Η εικόνα της θάλασσας ως λιβάδι είναι από μόνη της ονειρική με έναν τρόπο παλιό και ανθρώπινο. Ένας παλιός βουνίσιος όταν αντίκρυσε πρώτη φορά τα κύματα σκέφτηκε τα πρόβατά του να βοσκούσαν και να χόρταιναν σε αυτή την ανοιχτωσιά. Όνειρο λοιπόν: θαλασσινό νερό, νοστιμιά και τυράκι.