γράφει ο Νίκος Χρυσός [1]
Εισάγοντας τον αναγνώστη στον κόσμο της Μνήμης του Πάγου, τρίτου και τελευταίου μέρους της τριλογίας Ο Δράκος της Πρέσπας, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου συμπυκνώνει σε λίγες παραγράφους (Η Μνήμη του Πάγου, σελ. 74-75) την δρακολογική θεωρία και περιγράφει τη σύνθεση της δρακολογικής κοινότητας της δυτικής όχθης. Οι σταδιακές μεταμορφώσεις του κοινότατου φιδιού σε Μπόλα, Μπόλαρ, Ερσάγια και τελικά σε πολυκέφαλη Κουλτσέντρα –«τον απόλυτο εφιάλτη»–, αποτελούν μια συναρπαστική ιστορία, η οποία δεν εξαντλείται στη σύνοψη της δρακολογικής εκδοχής των Αλβανών δρακολόγων. Οι λίγες αυτές παράγραφοι κατέχουν πυρηνικό ρόλο στο μυθιστόρημα, ή μάλλον όχι πυρηνικό, αλλά πολυκατοπτρικό, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στην αρχιτεκτονική της τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας.
Πρώτα απ’ όλα, η μετεξέλιξη του φιδιού σε δράκο βασίζεται σε έναν αλβανικό μύθο. «Ο κίνδυνος εμφάνισης ενός Μπόλα ελλοχεύει από την αυγή του κόσμου, επειδή είναι συνυφασμένος με την ίδια την ύπαρξη», σημειώνει η συγγραφέας, υπογραμμίζοντας την επιρροή και την επίδραση μύθων και θρύλων στη συνείδηση των κοινοτήτων της Βαλκανικής και υπενθυμίζοντάς μας, την ίδια στιγμή, τη στενή συνάφεια τους με την τριλογία της.
Δεύτερον, παρουσιάζεται εδώ ευσύνοπτα η δρακολογική θεωρία της δυτικής όχθης και η σύνθεση της δρακολογικής κοινότητας: οι δύο διακριτές ομάδες –τοξότριες και ιέρειες– και οι ρόλοι τους.
Τρίτον, η παρουσία της Ερσάγιας και το τοξικό γάλα της δικαιολογούν, σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος, την απουσία χλωρίδας και πανίδας στην περιοχή της όχθης και της λίμνης. Εξαιρούνται βέβαια από αυτή τη συνθήκη τα λυκόψαρα, καινοφανές στενοτοπικό ενδημικό είδος της δυτικής όχθης – ένα από τα θαυμαστά κατασκευάσματα της Μπουραζοπούλου.
Τέταρτον, αποκαλύπτονται μερικές από τις προβληματικές του μυθιστορήματος: η αυτοκαταστροφική ανάπτυξη, η επικείμενη οικολογική καταστροφή, η ανισορροπία που προκαλεί ο άνθρωπος στο φυσικό περιβάλλον.
Και πέμπτο, αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό: στον αφηγούμενο μύθο λανθάνει μια καταστατική συνθήκη που διέπει το μυθιστόρημα: «Αν κάποιο φίδι ζήσει δώδεκα χρόνια χωρίς να γίνει αντιληπτό από την συγκεκριμένη ανθρώπινη αίσθηση, μετατρέπεται σε Μπόλα. […] Αν το Μπόλα ζήσει πενήντα χρόνια χωρίς να το δει άνθρωπος, μετατρέπεται σε Μπόλαρ και το γάλα του γίνεται τοξικό. […] Αν το Μπόλαρ, […] καταφέρει να ζήσει πενήντα χρόνια χωρίς να το προσέξει κανείς μας, μετατρέπεται σε Ερσάγια». Το κακό εξαπλώνεται, δυναμώνει, επικρατεί όσο παραμένει αόρατο, ανομολόγητο, ανείδωτο. Η όραση, η αντίληψη, η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας είναι το μοναδικό όπλο απέναντι στο Κακό. Την ιδέα αυτή διατυπώνει άλλωστε και η ίδια η συγγραφέας, λίγες σελίδες μετά το απόσπασμα που ακούσαμε σε μια πρόταση υψηλής πυκνότητας: «Ο όλεθρος ξεκινάει την πορεία του σαν κάτι ασήμαντο. Εάν σου διαφύγει τότε, θα κοπιάσεις πολύ για να τον σταματήσεις». (Η Μνήμη του Πάγου, σελ. 81)
Συνοψίζοντας, και για να εξηγήσω τον όρο «πολυκατοπτρικό» με τον οποίο χαρακτήρισα τον ρόλο του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο έργο, οι λίγες αυτές αράδες, που κατά κάποιο τρόπο περικλείουν μια θεματική αυτονομία, «αντικαθρεφτίζουν» το όλον του έργου ενώ την ίδια στιγμή εντός τους καθρεφτίζεται η σύλληψη του μυθοπλαστικού σύμπαντος, σε αδρές ασφαλώς γραμμές, οι οποίες προοικονομούν όμως, σε έναν βαθμό, ολόκληρη την προβληματική της συγγραφέα. Για την πολυκατοπτρική φύση της τριλογίας μας πληροφορεί άλλωστε, στο πρώτο κιόλας βιβλίο, ο Αλχημιστής, πρωταγωνιστής του θεατρικού έργου, οι διαδοχικές σκηνές του οποίου προηγούνται και έπονται του κύριου σώματος της αφήγησης σε κάθε τόμο: «Τα στάδια του Μεγάλου Έργου δεν συντελούνται διαδοχικά αλλά ταυτόχρονα, σαν συγχορδία», (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 570). Η φράση, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμεύσει και σαν χάρτης ανάγνωσης της τριλογίας, αφορά βέβαια το Opus Magnum, το μέγα αλχημιστικό έργο – η αναγωγή της ωστόσο στο μυθοπλαστικό σώμα δεν φαίνεται εδώ άστοχη, ούτε αυθαίρετη.
Η συνάφεια θρύλων και μύθων με την τριλογία επιβεβαιώνεται πάντως και σε άλλα σημεία του βιβλίου: «Η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης φρόντισε να συνδέσει το αιματηρό φαινόμενο της Πρέσπας με γοητευτικούς μύθους των τριών χωρών που τη μοιράζονταν, αλλά σε καμιά όχθη δεν ήταν τόσο απροκάλυπτη η μυθολογική αντιστοίχιση όσο στη δυτική». (Η Μνήμη του Πάγου, σελ. 147).
Στους αναγνώστες των δυο πρώτων βιβλίων της τριλογίας η αξιοποίηση λαϊκών παραδόσεων και μύθων είναι ήδη γνωστή. Πλήθος μυθολογικών χαρακτήρων και περιστατικών ανακαλούνται και στους τρεις τόμους του θαυμαστού αυτού έπους: η Νέσυ – το τέρας του Λοχ Νες, ο Δίας-Ταύρος και η αρπαγή της Ευρώπης, το Γέτι των Ιμαλαΐων, το Τσουπακάμπρα της Λατινικής Αμερικής, ο Ντοτόρε της κομέντια ντελ άρτε, ο Λυκάνθρωπος, ο Νοσφεράτου.
Παραθέτω ένα σχετικό απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο στο οποίο σχολιάζεται η απαγωγή της Φιλίμενας από τον Δράκο:
[…] την αντιμετώπιζαν σαν έναν γοητευτικό θρύλο, που μετέφερε στην αληθινή ζωή ένα δημοφιλές μυθικό μοτίβο. Την αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία, της Πριγκίπισσας από τον Δράκο, της Πεντάμορφης από το Τέρας. Οι μυθολογίες όλων των λαών είχαν προφητεύσει τη διείσδυση του Υπερφυσικού στον κόσμο των θνητών εξαιτίας μιας γυναίκας ή δια μέσου αυτής. (Κεχριμπαρένια Έρημος, σελ. 107-108).
Στο πλήθος των μυθολογικών αναφορών και των συναρτήσεων με τις παραδόσεις κάθε τόπου, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που η Μπουραζοπούλου συσχετίζει τον όρκο αγνότητας των γυναικών-δρακολόγων της δυτικής όχθης με τις Ορκισμένες Παρθένες του αλβανικού εθιμικού δικαίου, τις επονομαζόμενες και «μπουρνέσα»:
Οι ερευνήτριες ήταν η σύγχρονη εκδοχή των «μπουρνέσα», των ορκισμένων παρθένων του εθιμικού δικαίου της Αλβανίας, παράδοση αιώνων. […] Ο όρκος αποδείκνυε την ανωτερότητα της δικής τους όχθης έναντι των άλλων δύο –όπου οι δρακολόγοι διαβιούσαν χωρίς ηθικούς περιορισμούς–, την πνευματική τελειότητα, την απόλυτη αφοσίωση, τα υψηλά ιδανικά. (Η Μνήμη του Πάγου, σελ. 97).
Σύμφωνα με το αλβανικό Κανούν, το σύνολο εθιμικών κανόνων της Αλβανίας, καθώς οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά και κληρονομικά δικαιώματα, όταν μια κόρη έχανε τον πατέρα της και δεν υπήρχε αδελφός για να αναλάβει τη φροντίδα της οικογένειας, η κόρη έδινε όρκο αγνότητας σε ένα συμβούλιο γερόντων, φορούσε αντρικά ρούχα, ζούσε σαν άντρας και αποκτούσε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αντρών, στην εργασία, στο εμπόριο, στο γλέντι, στον θάνατο.
Ο συσχετισμός αυτός δεν αποτελεί βέβαια «διακοσμητική» ή έστω «διασκεδαστική» πληροφορία, αλλά διερευνά και ερμηνεύει μεθόδους που μηχανεύεται η «Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης» για να ποδηγετήσει τόσο την κοινή γνώμη όσο και τη δρακολογική κοινότητα ενώ την ίδια στιγμή διατυπώνει μια οξυδερκή παρατήρηση για τις εφαρμοζόμενες τεχνικές κοινωνικής οπισθοδρόμησης εντός κι εκτός του βιβλίου.
Συχνά, ο τρόπος που διατυπώνονται αντιστοιχήσεις μυθοπλαστικών χαρακτήρων με τοπικούς θρύλους, λειτουργεί υπονομευτικά αφού αποκαλύπτει στοιχεία που άλλος συγγραφέας θα αποσιωπούσε προκειμένου να διατηρήσει το μυστήριο ως τη λύση του μύθου. Για παράδειγμα, ανακαλώντας έναν άλλον αλβανικό θρύλο, αυτόν των Διδύμων, του Ντιέλι και του Χάνα, οι οποίοι σώνουν τη βασιλοπούλα σκοτώνοντας την Κουλτσέντρα, η συγγραφέας μας πληροφορεί:
Εδώ [εννοεί στη δυτική όχθη] η δράκαινα διατήρησε το μυθολογικό της όνομα, τη φιδίσια της προέλευση, την ικανότητά της να μεταμορφώνεται, την πείνα της για θυσιαζόμενες παρθένες. Ακόμη πιο απροκάλυπτα, οι τελώνες που διόρισε η Τράπεζα στην περιφέρεια της Κορυτσάς, εντός της οποίας βρισκόταν η στοιχειωμένη λίμνη, ήταν οι Δίδυμοι [οι αδελφοί Αχμέτι]. (Η Μνήμη του Πάγου, σελ. 147 – βλ. και τον σχετικό μύθο στη σελ. 146).
Το επίρρημα «απροκάλυπτα» καθορίζει εδώ το κλίμα της φράσης. Η αποκάλυψη του σκοτεινού ρόλου της Τράπεζας υπονομεύει το μύθευμα του δράκου.
Η διαρκής αυτή διαμόχλευση δεν ξαφνιάζει τους αναγνώστες των δυο πρώτων βιβλίων της τριλογίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως σε ένα σύμπαν δύο περίπου χιλιάδων σελίδων, το οποίο τιτλοφορείται Ο Δράκος της Πρέσπας, η συγγραφέας, πριν καλά καλά φτάσει στη σελίδα 200 του Α’ τόμου, υποψιάζει τον αναγνώστη πως δεν πρόκειται για πραγματικό Δράκο, αλλά για ένα τέχνασμα, για μια καλοστημένη κομπίνα. Οι πρώτες αμφιβολίες για την εγκυρότητα του κεντρικού μύθου της τριλογίας δεν διατυπώνονται βέβαια δια στόματος αφηγητή.
«Η Νέσυ μας δεν επιτίθεται σε ανθρώπους», δήλωσε ο Ίαν, «ούτε καν για να σώσει εκδότες από την οικονομική καταστροφή», (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 185), διαβάζουμε στη σελίδα 185, ενώ μερικές αράδες μετά οι υποψίες των αναγνωστών γιγαντώνονται με τη φράση της τραγικής Φιλουμένης: «Ποτέ μην πουλάς φθηνά μια φαντασίωση», (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 187).
Λίγες σελίδες μετά, το σατανικό μύθευμα, που κρατά δέσμιες τρεις όχθες, τρεις κοινωνίες, τρεις χώρες, καταρρέει. Η πλεκτάνη αποκαλύπτεται. Η αποκάλυψη ενώ κοινοποιείται στον αναγνώστη θα αργήσει να γίνει γνωστή στους δρακολόγους των τριών κοινοτήτων. Κι ενώ θα φανταζόταν κανείς πως μια τόσο πρώιμη αποκάλυψη θα απομάγευε τον αναγνώστη, εκείνος συνεχίζει σαγηνευμένος να διαβάζει μέχρι το τέλος του τόμου, και να αδημονεί, κοντά σχεδόν δέκα χρόνια για την εξέλιξη και την ολοκλήρωση της ιστορίας.
Όσο όμως αποδομείται ο μύθος του Δράκου, δεκάδες άλλοι μύθοι εξυφαίνονται, νέα μυστήρια εξάπτουν τη φαντασία και την περιέργεια του αναγνώστη. Κι αν ο Δράκος δεν είναι παρά μια φενάκη, πώς εξηγείται το γεωφυσικό κλιματολογικό παράδοξο που επικρατεί στις τρεις όχθες; Ή εκείνο το χωροχρονικό παράδοξο, των τρίδυμων αδερφών, των Δράκων της λίμνης, του Σεβαστιανού, του Θεοδόση και του Αρτέμη, οι οποίοι δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους, γεννήθηκαν και γέρασαν στην ίδια αυλή, μείναν πεισματικά αμετακίνητοι στις εστίες τους μετά την επέλαση της «Παγκόσμιας Τράπεζας» στην Πρέσπα, κι ωστόσο τους συναντάμε καθέναν αποκομμένο στην εστία του, σε διαφορετική όχθη, να μιλά διαφορετική γλώσσα.
Καταλύτης στη λύση των μυστηρίων, τόσο του Δράκου, όσο και των αδερφών Δράκων, η πεζογράμματη λούνα, κατά κόσμο Σαββίνα Καλλέργη. Η Σαββίνα, θεατρική συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης, διατυπώνει μάλιστα μια σκέψη προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί ως θρυαλλίδα του δράματος: «Έγραψα ένα θεατρικό έργο κι η Τελωνειακή Αρχή Ρεθύμνου μου απαγόρευσε να το ανεβάσω». […] «Δεν μου αρέσει να εμποδίζουν την τέχνη μου», (Κεχριμπαρένια Έρημος, σελ. 552), θα πει. Η ανάγκη λοιπόν για έκφραση και ελευθερία, η αδάμαστη φύση της Τέχνης κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιστορίας.
Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να εικάσω εδώ πως αρκετά σημεία του βιβλίου αποτελούν εκφράσεις Ποιητικής της συγγραφέα. Θυμίζω τις προτροπές του πεζογράμματου λαοκόοντα προς τον Εμμανουήλ, στην Κοιλάδα της Λάσπης:
Όταν η λάσπη κλείνει όλα τα περάσματα, κάνε την ακινησία σου λέξεις […] κι αν οι λέξεις που ξέρεις δεν επαρκούν, επινόησε τις λέξεις που χρειάζεσαι, δώσε τους τον ρυθμό και τη δύναμη που σου λείπει. Πατώντας στις καινούργιες λέξεις θα βγεις από το τέλμα. (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 421).
Η φράση αποδεικνύεται προφητική και η «προφητεία» επιβεβαιώνεται στο τρίτο βιβλίο, στη μυστική γλώσσα της Σαββίνας και του Αρτέμ, τη γλώσσα των αδερφών Δράκων. Υπογραμμίζω εδώ την εκπλήρωση της προφητείας επειδή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του δαιδαλώδη ιστού που έχει κατασκευάσει η συγγραφέας και του περίτεχνου τρόπου που έχει υφάνει τα νήματά του ώστε να συνδέουν περιστατικά κι επεισόδια φαινομενικά ασύνδετα, δημιουργώντας συνάφειες αναπάντεχες που προβάλουν στα μάτια του αναγνώστη σαν αποκαλυπτικές εκλάμψεις.
Την πρώτη φορά που διάβασα βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, το αριστουργηματικό Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, ανακάλεσα έναν συλλογισμό που είχα κάνει την πρώτη φορά που είδα το Vertigo του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τόσο ο Χίτσκοκ όσο και η Μπουραζοπούλου συστηματικά και επίμονα καλλιεργούν στον αναγνώστη την πίστη στην αδιαμφισβήτητη υπόσταση του υπερφυσικού κόσμου, τουλάχιστον εντός των μυθοπλαστικών τους πλαισίων, μόνο και μόνο για να καταποντίσουν αυτή την πίστη στη λύση του δράματος, αποκαλύπτοντας μια πιο ρεαλιστική, πιο υλική εκδοχή της μυθοπλαστικής πραγματικότητας, φανταστική αλλά όχι υπερφυσική, ξαφνιάζοντας έτσι διπλά τον αναγνώστη, ο οποίος, την ίδια στιγμή που απολαμβάνει την δραματουργική ανατροπή, αντιλαμβάνεται ότι τόση ώρα ήταν δέσμιος των μυθευμάτων που κρατούσαν δέσμιους και τους χαρακτήρες του έργου. Αυτή η διφυής ανατροπή είναι ένα από τα λαμπρά επιτεύγματα της Μπουραζοπούλου. Και βέβαια η ίδια συνθήκη ισχύει και για την τριλογία του Δράκου της Πρέσπας.
Ο Έζρα Πάουντ, το 1935, μεταφέροντας μια διατύπωση του Ολλανδού ουμανιστή Ροδόλφο Αγκρίκολα, από το βιβλίο του Περί της διαλεκτικής εφεύρεσης, στο πεδίο της λογοτεχνίας, δίνει μια ευσύνοπτη απάντηση στο γιατί γράφουμε: «ut doceat, ut moveat, ut delectet»: για να διδάξουμε, για να συγκινήσουμε, για να τέρψουμε. Και τα τρία ρήματα εδώ, εκτός βέβαια της προφανής σημασίας τους εμπεριέχουν και μια προτροπή αισθητικής άσκησης: γράφουμε δηλαδή για να διαμορφώσουμε αισθητική, για να ασκήσουμε τα συγκινησιακά αισθητήρια των αναγνωστών, για να τους μυήσουμε σε μια υψηλής αισθητικής ψυχαγωγία. Τα επίθετα «υψηλής» και «αισθητικής» αποτελούν εδώ πλεονασμό μιας και η λέξη «τέρπω» στη γλώσσα μας τα εμπεριέχει – επιλέγω ωστόσο να τα χρησιμοποιήσω για να διερμηνεύσω, όσο το δυνατόν ακριβέστερα τις προθέσεις των Αγκρίκολα και Πάουντ. Στην πραγματικότητα κανείς από τους συγγραφείς που γνωρίζω δεν θα έδινε αυτή την απάντηση στο ερώτημα «γιατί γράφει;», ακόμα κι όταν την ασπάζεται. Ο κανόνας, πάντως, ή ο μπούσουλας –αν προτιμάτε– του Πάουντ αποδεικνύεται ωφέλιμος. Η Μνήμη του Πάγου, για παράδειγμα, ικανοποιεί και τα τρία αυτά προαπαιτούμενα της γραφής. Το βιβλίο διδάσκει, χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή διδακτικό, συγκινεί και τέρπει. Αυτό όμως που ξεχνά ο Πάουντ και μας το υπενθυμίζει με τα πιο λαμπρά χρώματα το βιβλίο της Μπουραζοπούλου, είναι ότι γράφουμε –ή τουλάχιστον καλό θα ήταν να γράφουμε– για να διασκεδάσουμε, γράφουμε εντέλει –ή καλό θα ήταν να γράφουμε– για τη χαρά της γραφής. Είναι ξεκάθαρο για τους αναγνώστες –κι ελπίζω όχι μόνο για μένα– ότι η δημιουργός αυτού του θαυμαστού οικοδομήματος απόλαυσε την κατασκευή του, βίωσε την περιπέτεια της συγγραφής σαν να ήταν παιχνίδι, με την ίδια συνέπεια και σοβαρότητα –ας μου επιτραπεί η κοινοτοπία– που παίζαμε μικροί.
Ο ισχυρισμός μου ίσως ακούγεται αφελής ή αστείος αν αναλογιστεί κανείς πόσο κόπο, πόση σπουδή, πόση μελέτη απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί αυτό το επικό έργο. Ξεχνάτε όμως τη συνέπεια και τη σοβαρότητα που σημείωσα εμφατικά προηγουμένως.
Είναι σαφές σε όποιον διαβάσει το βιβλίο ότι η Ιωάννα αντιμετώπισε με εμμονική φροντίδα και το παραμικρό συστατικό της γραφής. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις λέξεις.
Επιτρέψτε μου μια αναδρομή που ίσως μας φανεί χρήσιμη. Ξεκίνησα την ανάγνωση της τριλογίας λιγάκι ανορθόδοξα, από το δεύτερο βιβλίο. Συνεπαρμένος διάβασα κατόπιν το πρώτο και περίμενα υπομονετικά ώσπου να ολοκληρωθεί και να εκδοθεί το τελευταίο. Επιβεβαιώνω λοιπόν την υπόδειξη που διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της Μνήμης του Πάγου: «Η τριλογία του Δράκου της Πρέσπας διαβάζεται με οποιαδήποτε σειρά». Είναι μάλιστα, θα έλεγα, ένα απολαυστικό παιχνίδι και ταυτόχρονα ένα εξαιρετικό γύμνασμα να τη ξαναδιαβάσει κανείς αλλάζοντας τη σειρά των τόμων. Θα διαπιστώσει τότε ότι διαφορετικές περιοχές κάθε όχθης φωτίζονται με άλλο τρόπο σε κάθε ανάγνωση.
Επιστρέφω όμως στις λέξεις, το μικρότερο συστατικό της γραφής: Μπαίνοντας για πρώτη φορά στον μυθικό κόσμο του Δράκου από την πύλη της Κεχριμπαρένιας Ερήμου, μια φράση έλαμψε μπρος στα μάτια μου. Η συγγραφέας στο σημείο αυτό περιγράφει την πολιτεία των δρακολόγων της ανατολικής όχθης:
Η υπαίθρια τραπεζαρία του οικισμού μοιάζει να φτιάχτηκε για μοναχούς του μεσαίωνα. (Κεχριμπαρένια Έρημος, σελ. 160).
Είναι μια σχεδόν αδιάφορη φράση, θα έλεγε ένας βιαστικός αναγνώστης, αφού δεν εξελίσσει τον μύθο, δεν δίνει πολύτιμα στοιχεία για την ψυχολογία των ηρώων, λειτουργεί μάλλον διακοσμητικά ή έστω σκηνογραφικά. Η λάμψη της όμως δεν προέρχεται από τη λειτουργική σημασία της αλλά από την αυστηρή οικονομία της και τη σπουδή της για ακρίβεια. Αν κάποιος, υποτιμώντας εξαρχής τον ρόλο μιας τέτοιας πρότασης, την «ξεπέταγε», θα μπορούσε να μας έδινε μια διαφορετική εκδοχή, ας πούμε: «Η υπαίθρια τραπεζαρία του οικισμού έμοιαζε με αυτές των μοναστηριών του μεσαίωνα». Στην εκδοχή αυτή ο αναγνώστης θα μπορούσε να φανταστεί πως η τραπεζαρία κουβαλούσε την πατίνα του χρόνου, εντύπωση που δεν προκαλεί η φράση της Ιωάννας. Αυτό που ήθελε να μας μεταφέρει η συγγραφέας με τούτη την πρόταση είναι πως η επιπλοποιία στην πολιτεία των δρακολόγων είναι προβιομηχανική, τα πάντα είναι χειροποίητα και μάλιστα με εργαλεία χειρός· και αυτό ακριβώς μεταφέρει.
Δεν θα επεκταθώ εδώ στο πόσα άλλα ερμηνευτικά κλειδιά προσφέρει αυτή η πρόταση. Σας αφήνω να το σκεφτείτε όταν διαβάσετε ή όταν ξαναδιαβάσετε το βιβλίο.
Αλλού, στο ίδιο βιβλίο υπάρχει μια μικρή παράγραφος που περιγράφει το μπαστούνι του Φωκίωνα Παλατιανού, ενός εκ των σκοτεινών χαρακτήρων της τριλογίας, τον οποίον οι αναγνώστες ήδη γνωρίζουν από το πρώτο βιβλίο. Διαβάζω:
Δεν αποχωριζόταν ποτέ το μπαστούνι με την ασημένια λαβή, που έμοιαζε προέκταση του χεριού του, αν και σπανίως το χρησιμοποιούσε για να στηρίζεται. Το στροβίλιζε στα δάχτυλα σαν μπαγκέτα, το κινούσε με μοναδική εκφραστικότητα όταν ήθελε να τονίσει ή να περιγράψει κάτι, να χαιρετήσει ή να προσκαλέσει κάποιον, να απομακρύνει τους ενοχλητικούς, να σπρώξει ένα κάθισμα, να χτυπήσει μια πόρτα, να σύρει προς το μέρος του ένα ποτήρι. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι, πατώντας το σκαλιστό πρόσωπο σάτυρου στη λαβή, απελευθερωνόταν μια λάμα τριάντα εκατοστών στον πάτο του μπαστουνιού θανατηφόρα σαν ξίφος, και όσοι το έμαθαν δεν έζησαν για να το αποκαλύψουν. (Κεχριμπαρένια Έρημος, σελ. 279-280).
Το μπαστούνι, ένα απλό σκηνικό αντικείμενο της ιστορίας, αποκαλύπτει εδώ για τον ιδιοκτήτη του πλήθος πληροφορίες που αν καταγράφονταν με άλλο τρόπο θα αποτελούσαν πιθανώς φλυαρία.
Αυτά είναι δυο πρόχειρα παραδείγματα για την ενδελέχεια με την οποία αντιμετωπίζει η Ιωάννα τη σύνθεση του σύμπαντός της. Τίποτα μέσα στους τρεις αυτούς τόμους δεν είναι τυχαίο, κι όλα μαζί συνθέτουν μια σφριγηλή πλοκή.
► Η ιστορία τοποθετείται στα Βαλκάνια γιατί όπως εξηγεί ο αδίστακτος Μόζερ στην Κοιλάδα της Λάσπης:
Εδώ η ιστορία μπορεί να ξαναγραφτεί άνετα, αρκεί να υπάρχει φαντασία. Μετακινούνται σύνορα, διαμελίζονται κράτη, ξεπηδούν εθνότητες, επινοούνται καταγωγές. Το παρελθόν αλλάζει πιο εύκολα από το μέλλον. (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 266)
Αυτό βέβαια που δεν αποκαλύπτει εδώ, αλλά έχει ήδη διατυπώσει ένας υφιστάμενός του λίγες σελίδες νωρίτερα είναι πως: «η φτώχεια, η εξαθλίωση, η διεθνής κατακραυγή και η ταπείνωση» (Η Κοιλάδα της Λάσπης, σελ. 224) που βίωσαν οι κοινωνίες και οι χώρες που μοιράζονται την Πρέσπα ήταν το άλλοθι για την ποδηγέτησή τους από την «Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης».
► Το σύμπαν της Πρέσπας τηρεί και την ίδια στιγμή αψηφά τους φυσικούς νόμους. Όλες όμως οι ανορθοδοξίες και οι παραδοξότητες είναι αποδεκτές στον μυθοπλαστικό κόσμο κι εντέλει ερμηνεύονται.
► Υπάρχει ένα εξαιρετικό εύρημα ή μάλλον εφεύρημα της Μπουραζοπούλου που χωρίς αυτό ολόκληρος αυτός ο κόσμος θα ήταν ελάχιστα πιστευτός. Λέγεται «παρεμβολέας συχνότητας» και χάρη σε αυτή τη διαβολομηχανή, της οποίας κάποιες σημαντικές λειτουργίες θα πρέπει να ανακαλύψετε διαβάζοντας το βιβλίο, οι τρεις δρακολογικές κοινότητες επέστρεψαν στον μεσαίωνα. Κανένα προϊόν σύγχρονης τεχνολογίας δεν επιτρέπεται να διαβεί τα σύνορα της Πρέσπας, σε καμιά από τις τρεις όχθες της. Φανταστείτε όμως, πόσο πιστευτή θα ήταν η ολοκληρωτική επικράτηση ενός τερατώδους μυθεύματος σε έναν κόσμο ανεξέλεγκτης πληροφορίας και βέβαια πόσο λιγότερα γοητευτικό θα ήταν το σύμπαν της τριλογίας, αν αντί για τοξότριες υπήρχαν drone, αν δεν απολαμβάναμε εκείνες τις υπέροχες σελίδες όπου η Γερακίνα εκπαιδεύει τη δόκιμη Κλάρα στο ψάρεμα του λυκόψαρου, αν αντί να αδημονούν οι δρακολόγοι για τις παραστάσεις του περιοδεύοντος θιάσου, των θρυλικών Όναρ, παρακολουθούσαν ταινίες στο Netflix και βιντεάκια στο Tic Toc στα διαλείμματά τους.
Για την ραψωδία λ της ομηρικής Οδύσσειας, την επονομαζόμενη και Νέκυια, και τον καταστατικό ρόλο της στην τριλογία δεν θα καταθέσω παρά μονάχα μια σκέψη που ίσως σας φανεί χρήσιμη κατά την ανάγνωση του βιβλίου. Στην αρχή της ραψωδίας μ, κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη με το πλοίο των Φαιάκων, ο Οδυσσέας βυθίζεται στον ύπνο, έναν ύπνο που χαρακτηρίζεται από τον ποιητή νήδυμος (βαθύς, δηλαδή), νήγρετος (αξύπνητος) και θανάτω άγχιστα εοικώς (που μοιάζει τόσο πολύ με τον θάνατο).
Η Μπουραζοπούλου, όπως τόνισα ξανά και ξανά, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Ακόμα κι ο τίτλος του τρίτου μέρους της τριλογίας προοικονομεί σημαντικές εξελίξεις και ανατροπές κι ενώ φαίνεται να ακολουθεί την κατοπτρική αρχιτεκτονική των δυο προηγούμενων βιβλίων, μια ελαφριά απόκλιση υπόσχεται αλλαγές στην εστίαση ή στο βάθος πεδίου της ιστορίας. Εξηγούμαι: Αν η συγγραφέας ήθελε να ακολουθήσει το μοτίβο που εφάρμοσε στα προηγούμενα βιβλία, ο τίτλος θα έπρεπε να είναι αυστηρά και αντικειμενικά περιγραφικός. Υπενθυμίζω: Ι. Η Κοιλάδα της Λάσπης, ΙΙ. Κεχριμπαρένια Έρημος. Και στις δυο περιπτώσεις ο τίτλος δηλώνει το πεδίο δράσης της ιστορίας και την κλιματολογική συνθήκη, χωρίς καμιά άλλη υπόδειξη ή έστω νύξη. Υπό το πρίσμα αυτό το τρίτο μέρος θα έπρεπε να τιτλοφορείται: «Η Λίμνη του Πάγου» ή «Η Πεδιάδα του Πάγου». Εμείς όμως έχουμε στα χέρια μας τη Μνήμη του Πάγου. Για πρώτη φορά στον τίτλο εμπεριέχεται μια λέξη που δεν περιγράφει τον τόπο δράσης, αλλά υπόσχεται, ή αν θέλετε, προοικονομεί σαρωτικές ανατροπές.
Ο υπέρτιτλος της τριλογίας στο εξώφυλλο του βιβλίου, Ο Δράκος της Πρέσπας, μας προσκαλεί σ’ ένα επικό παραμύθι· ο τίτλος, Η Μνήμη του Πάγου, μας υπόσχεται σαρωτικές ανατροπές. Αρκεί λοιπόν ν’ αποδεχθούμε την πρόσκληση, να ανοίξουμε το εξώφυλλο για να βυθιστούμε σε μια συναρπαστική φαντασμαγορία.
[1] Γράφτηκε για την παρουσίαση του τρίτου βιβλίου της τριλογίας με τίτλο Η Μνήμη του Πάγου στις 22 Απριλίου 2024 στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει», στην Αθήνα.
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Η Κοιλάδα της λάσπης, Καστανιώτης
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Η μνήμη του πάγου, Καστανιώτης
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Κεχριμπαρένια έρημος, Καστανιώτης