του Στέφανου Δημητρίου
Σε αυτό το βιβλίο, ο Μπερλίν αφηγείται την πορεία του από τα χρόνια των σπουδών του, όταν, ως προπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στα τέλη του 1920 και τις αρχές του 1930, έρχεται, αρχικώς, σε επαφή με τη μελέτη της Λογικής και της φιλοσοφίας της επιστήμης. Βαθμηδόν, ακολουθώντας το σπουδαστικό του πρόγραμμα, στρέφεται προς τη μελέτη της ιστορίας των ιδεών και της πολιτική θεωρίας. Το θεωρητικό του έργο έχει κέντρο του τον σημασιολογικό ανακαθορισμό της έννοιας «ελευθερία». Κομβικό σημείο σε αυτό το αναπροσδιοριστικό εγχείρημα του Μπερλίν είναι το ερώτημα για το αν πρέπει να συνδέεται η πολιτική πρακτική με συνεκτικά συστήματα, τα οποία θα συνέχονται από τη συνοργάνωση των αξιών μεταξύ τους.
Κατά τον Μπερλίν, τέτοια εννοιολογικά και αξιακά συστήματα, που συνήθως – και όχι αυθαιρέτως – τα αποκαλούμε «ιδεολογίες», περιλαμβάνουν και μία προτεινόμενη θέση για το πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Υπ’ αυτήν την έννοια, υπολαμβάνουν και μια αντίστοιχη παραδοχή για το τι είναι η ελευθερία. Ο Μπερλίν, διαφοροποιούμενος από οποιαδήποτε διανοητική κίνηση προς αναζήτηση μιας ενότητας των αξιών, κινείται προς τη διερεύνηση αντιφάσεων. Για παράδειγμα, πιο είναι το καλοζυγιασμένο μείγμα ισότητας και ελευθερίας, ώστε οι υπερβολές, ως προς την πρώτη, να μην περιορίζουν τη δεύτερη; Δεν πρόκειται για κατάφαση στην ανοχή των πάντων, της διευκολυντικής κάθε διανοητικής ραθυμίας παραδοχής ότι όλα επιτρέπονται, ότι δεν πρέπει να υπάρχουν όρια και κανόνες.
Νομίζω, μάλιστα, ότι ο Μπερλίν παιδεύεται με τα ανωτέρω ερωτήματα και τη θεωρητική ψηλάφηση του πυρήνα αυτών των αντιφάσεων, επειδή έχει προηγηθεί η κατατριβή του με τον στοχασμό για τα όρια του γνωστικού ορίζοντα και των ενεργημάτων των ανθρώπων, όπως τα έχει καταδείξει η ιστορία και το βιωμένο νόημά της. Το τελευταίο, συχνά, με οδυνηρό – ή και τραγικό – τρόπο. Αυτό κάνει τον Μπερλίν να θεωρηθεί την ελευθερία οδηγητική ιδέα και αξία, που καθοδηγεί την ανθρώπινη πρακτική στην πορεία προς την ατομική εύρεση του τρόπου ζωής. Η ελευθερία, ως ενιαία αρχή και αξία, επιτρέπει την πολλαπλότητα των διαφορετικών επιλογών ως προς το τι σημαίνει για τον καθένα να ζει, όπως θέλει. Εάν μπορούμε να εντάξουμε τον Μπερλίν σε μια ιδεολογία, νομίζω αυτή θα ήταν ο φιλελεύθερος πλουραλισμός. Τώρα, το εάν αυτός ο φιλελεύθερος πλουραλισμός είναι και δημοκρατικός, όπως ισχύει για τον δημοκρατικό, πολιτικό φιλελευθερισμό του Μιλλ, εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν, διότι μάλλον δεν είναι. Αυτό όμως δεν απομειώνει την αξία της προσφοράς του Μπερλίν, ο οποίος, στο γνωστό δοκίμιό του «Δύο έννοιες της ελευθερίας», όπου περιγράφει τη διάκριση αρνητικής και θετικής ελευθερίας – με την πρώτη να είναι η αμυντική, ατομική ελευθερία, που συνίσταται στην αποτροπή εξωτερικών επεμβάσεων στο πεδίο του ατομικού αυτοκαθορισμού, ενώ η δεύτερη αφορά την ελευθερία της δημόσιας, πολιτικής δραστηριότητας (κατ’ αναλογίαν αυτά προς τη διάκριση του Μπενγιαμίν Κονστάν ανάμεσα σε «ελευθερία των συγχρόνων» και «ελευθερία των αρχαίων») – προσδιορίζει τον φιλελευθερισμό ως στάθμιση και συναίρεση διαφορετικών αξιών και όχι ως σύστημα καθολικών αρχών.
Ο θεωρητικός στοχασμός του Μπερλίν είναι κυρίως αντιδεσποτικός. Και σε αυτό, βεβαίως, προσομοιάζει πολύ προς τον Μιλλ, από τον οποίον έχει εμπνευσθεί, παρόλο που ο Μιλλ δεν αποδέχεται διάκριση της ελευθερίας σε δύο μορφές, όπως ο Κονστάν και, βεβαίως, πολύ αργότερα, ο Μπερλίν, αλλά αντιλαμβάνεται την ατομική ελευθερία ως φορέα ατομικότητας, δηλαδή αυτεξουσιότητας, και όχι ατομικισμού. Ως εκ τούτου, θεωρεί την ατομική ελευθερία, αλλά και την πολιτική ελευθερία, ως δύο όψεις της ίδιας ελευθερίας. Ο Μιλλ, σε διαφορά προς τον Μπερλίν, στοχάζεται την ελευθερία, ατομική και πολιτική, ως ενιαία ελευθερία, από την οποία απορρέουν επιμέρους εκφάνσεις της και συναφείς διεκδικήσεις της. Ωστόσο, και οι δύο θεωρούν ότι η αναζήτηση μιας οριστικής λύσης στη σύγκρουση των αξιών είναι απατηλή αναζήτηση που ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ελευθερία, αλλά και για την ισότητα, ως ισότιμη συνύπαρξη. Η αναζήτηση μίας λύσης, μίας ορθότητας, μία δικαιοσύνης συνήθως δεν είναι λύση που προκύπτει μέσω αντιπαραθέσεων και συναινέσεων, αλλά είναι αποτέλεσμα επιβολής. Αξίζει η υποτιθέμενη αναγκαιότητα μιας τέτοιας επιβολής τη θυσία της ελευθερίας ή θα πρέπει να προκρίνουμε την αναζήτηση συμβιβασμών εντός του πεδίου των διακινδυνεύσεων και των επισφαλών ισορροπιών, όπως μας δείχνει η αξία της ισότιμης, πλουραλιστικής συνύπαρξης;
Τα παραπάνω σχετικοποιούν όλες τις απαρασάλευτες βεβαιότητες και την επαγγελία μιας γενικής χειραφέτησης; Είναι αυτό σχετικισμός, κατά τον Μπερλίν; Ας μας απαντήσει ο ίδιος, με την εγνωσμένη σαφήνεια του λόγου του, που συστοιχεί πλήρως προς την καθαρότητα της σκέψης του είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με αυτό που υποστηρίζει αυτός ο λόγος: Ο Μπερλίν, αναφερόμενος στη διάσταση των ανθρώπινων αξιών, θα πει «Φρονώ πως οι αξίες αυτές είναι αντικειμενικές – δηλαδή η φύση τους, η επιδίωξή τους, αποτελεί μέρος αυτού που συνιστά το να είσαι άνθρωπος, κι αυτό είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο. Το γεγονός ότι οι άνδρες είναι άνδρες και οι γυναίκες είναι γυναίκες και όχι σκύλοι ή γάτες ή τραπέζια ή καρέκλες είναι αντικειμενικό γεγονός∙ και μέρος αυτού του αντικειμενικού γεγονότος είναι ότι υπάρχουν ορισμένες αξίες και, μόνο αυτές, τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν, παραμένοντας άνθρωποι, να ακολουθήσουν. Αν είμαι άνδρας ή γυναίκα με αρκετή φαντασία (κι αυτή τη χρειάζομαι), μπορώ να εισδύσω σε ένα σύστημα αξιών που δεν είναι δικό μου, αλλά το οποίο μολοντούτο μπορώ να διανοηθώ ότι ακολουθείται από ανθρώπους ενόσω παραμένουν ανθρώπινοι, ενόσω παραμένουν πλάσματα με τα οποία μπορώ να επικοινωνήσω, με τα οποία συμμερίζομαι κάποιες αξίες – γιατί όλα τα ανθρώπινα όντα πρέπει να έχουν κάποιες αξίες, αλλιώς παύουν να είναι ανθρώπινα, και επίσης μερικές διαφορετικές αξίες, αλλιώς θα έπαυαν να διαφέρουν, ενώ πράγματι διαφέρουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πλουραλισμός δεν είναι σχετικισμός – οι πολλαπλές αξίες είναι αντικειμενικές, αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ουσίας και όχι αυθαίρετα δημιουργήματα των υποκειμενικών φαντασιώσεων των ανθρώπων» (σς. 42-43).
Ο Μπερλίν μάς δείχνει ότι, πέρα από τις διαμάχες των επιμέρους ταυτοτήτων, υπάρχει μία υπερκείμενη ταυτότητα, η οποία συνιστά και τη συνθήκη για την αναγνώριση όλων των επιμέρους ταυτοτικών προσδιορισμών. Είναι η ταυτότητα που συνέχεται από την ύπαρξη αυτών των αξιών, που έχουν, όπως τονίζει, όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. «αλλιώς παύουν να είναι ανθρώπινα» και οι οποίες διαφέρουν, όπως και οι φορείς αυτών των αξιών. Αυτή, όμως, η υπερκείμενη αξία – έκγονη της μεγάλης παράδοσης των ανθρωπιστικών γραμμάτων και των καταστατικών αρχών του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των ελληνορωμαϊκών και χριστιανικών του καταβολών – προϋποθέτει και μία άλλη συνθήκη: την πολιτική, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, με κοινωνική δικαιοσύνη και δικαιοκρατικές αρχές, ως συνθήκη για την ισότιμη συνύπαρξη όλων των διαφορετικών ταυτοτήτων. Η υπεράσπισή της είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα και η πλέον θεμελιώδης, υπαρξιακή πρόκληση, σήμερα. Ίσως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Εκεί θα δοκιμαστεί και η δική μας διαδρομή και, κυρίως, το αν θα έχουμε τη δυνατότητα εμείς οι ίδιοι να αποφασίσουμε τη διαδρομή μας, να χαράζουμε την πορεία μας ως αυτοκρατείς πολίτες, φορείς αξιών, και όχι ως ανδράποδα των παραμονευόντων ολοκληρωτισμών που ήδη έχουν αρχίσει να γρατζουνάνε το κατώφλι της δημοκρατίας.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου