της Έλενας Μαρούτσου
Στη χώρα των βουβών
Ο Νίκος οδηγούσε προς το ξενοδοχείο όπου είχαν δώσει ραντεβού με την ερωμένη του. Αισθανόταν φρέσκος γιατί είχε κοιμηθεί καλά. Από εκείνο το βράδυ που τους πήρε ο ύπνος στον καναπέ συζητώντας και βλέποντας τηλεόραση, είχε μεταφερθεί στο διπλό κρεβάτι της Ραχήλ, το άλλοτε κρεβάτι τους. Η Ραχήλ τού το πρότεινε όταν σηκώθηκαν κι οι δυο το επόμενο πρωί πιασμένοι. «Μα πώς τα καταφέρνεις και κοιμάσαι εδώ;» του είπε, προσθέτοντας πως ξεπάγιασε το βράδυ γιατί η τζαμαρία στο σαλόνι έμπαζε κρύο. Έκτοτε λοιπόν ο Νίκος μεταφέρθηκε στο παλιό κοινό τους υπνοδωμάτιο. Θα φανταζόταν κανείς ότι θα δυσκολεύονταν να ξαναβρούν την οικειότητα του από κοινού ύπνου, όμως συνήθισαν αρκετά γρήγορα. Μπορεί αυτή η οικειότητα να μην είχε κάτι ερωτικό –συνέχιζαν να αποφεύγουν ακόμα και την απλή αγκαλιά πριν αποκοιμηθούν- όμως υπήρχε η μνήμη του ερωτισμού, η μνήμη της σωματικής εγγύτητας κι αυτό καμιά φορά είναι αρκετό για να κρατήσει ένα ζευγάρι μαζί, σκεφτόταν καθώς οδηγούσε. Ο ίδιος δεν ήθελε να χάσει τη Ραχήλ. Το είπε χθες στην ερωμένη του όταν μιλήσανε στο καθιερωμένο μεσημεριανό τους τηλεφώνημα. Πριν βέβαια το ξεστομίσει, αυτή άρχισε τα παράπονα επειδή ήταν όλο εκείνη που έπαιρνε τηλέφωνο, στην αρχή έπαιρνε αυτός, μετά έπαιρναν πότε εκείνη και πότε αυτός, και μετά μόνο εκείνη. Κάτι τέτοια έλεγε. Και πως οι συναντήσεις τους είχαν αραιώσει. Κι ο Νίκος που από καιρό ήθελε να βάλει τέλος σε αυτή την εξωσυζυγική περιπέτεια καθώς ένιωθε να τον πιέζει παραπάνω απ’ ό,τι ο ίδιος πίστευε ότι πρέπει να σε πιέζουν τέτοιου είδους σχέσεις, της είπε να χωρίσουν. Η άλλη έμεινε εμβρόντητη για μια στιγμή και μετά ξέσπασε σε κλάματα. Δεν μπορούσε, λέει, να το πιστέψει πώς έφτασαν ως εδώ. «Εσύ δεν έλεγες ότι ήμουν το μεγαλύτερο πάθος σου; Ότι δεν είχες ξανανιώσει ποτέ τόση ένταση στο κρεβάτι; Τόση ελευθερία; Τόσο πόθο;» Η γυναίκα τον κατηγορούσε για ασυνέπεια και επιπολαιότητα, τα δυο κατεξοχήν γνωρίσματα που -σκεφτόταν ο Νίκος όσο την άκουγε- επιτρέπουν σε τέτοιου είδους σχέσεις να ευδοκιμούν. Η γυναίκα τού έκλεισε θυμωμένη το τηλέφωνο στα μούτρα. Και μετά από πέντε λεπτά τον ξανακάλεσε. Ο Νίκος το σήκωσε απρόθυμα. Η πρώην ερωμένη είχε πάψει το κλάμα. Η φωνή της όμως παρέμενε βραχνή. «Θέλω να βρεθούμε για μια τελευταία φορά», του είπε. «Μόνο μια». Δεν μπόρεσε να της πει όχι. Δώσανε λοιπόν ραντεβού για σήμερα το πρωί στις 11. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο συνηθισμένο στενό και περπάτησε προς το ξενοδοχείο. Αν και είχε μπει πια ο Δεκέμβρης, η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι αυτό που θα επιθυμούσε πραγματικά να κάνει είναι να πάει μια βόλτα από τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι ή να παίξει μπάσκετ, όπως έκανε τώρα τελευταία με τον Μουσά, όποτε είχαν ελεύθερο χρόνο. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχαν δώσει ραντεβού σε αυτό ακριβώς το στενό με την ερωμένη του, που δεν ήταν ακόμη ερωμένη του. Θυμήθηκε τα μηνύματα που είχαν ανταλλάξει στο Messenger –ήταν μια από τις γνωριμίες που είχε κάνει στο Facebook- θυμήθηκε πόσο πόθο είχε νιώσει όταν την είδε να καταφθάνει μούσκεμα από τη βροχή, δεν κρατιόταν ούτε μέχρι να μπούνε στο δωμάτιο, έβαλε το χέρι κάτω απ’ τη φούστα της, παραμέρισε το εσώρουχο και της έκανε έρωτα έτσι στα όρθια μέσα στο ασανσέρ. Μετά, την έβαλε στα τέσσερα στο κρεβάτι και την ξαναπήρε. Είχε δίκιο η γυναίκα. Στην αρχή την ήθελε πολύ, μετά όλο και λιγότερο. Όμως έπρεπε να αισθάνεται άσχημα γι αυτό; Αυτή δεν ήταν η φύση κάθε επιθυμίας; Άπαξ και ικανοποιηθεί ο πόθος, δεν σβήνει; Και στην περίπτωσή τους είχε ικανοποιηθεί αρκετές φορές. Στην αρχή έδιναν ραντεβού μια φορά τη βδομάδα, μετά κάθε δεκαπέντε, προς το τέλος μπορεί και να περνούσε μήνας χωρίς συνάντηση. Εκείνη παρατηρούσε την εξασθένιση του ενδιαφέροντός του αλλά ήλπιζε πως θα μπορούσε ίσως να επιστρέψουν στο σημείο εκκίνησης, όταν ο πόθος ήταν επιτακτικός. Ο Νίκος είχε ήδη φτάσει στην πόρτα του ξενοδοχείου όταν σκέφτηκε ότι κακώς κατηγορούν αποκλειστικά τους άντρες για επιπολαιότητα. Κάποιος θα έπρεπε να μελετήσει και το είδος της ανωριμότητας που απαιτείται για να επιθυμείς τόσο πολύ κάτι ατελέσφορο, για να μπαίνεις με όλη σου την ψυχή σε μια καταδικασμένη σχέση, να χτυπάς το κεφάλι σου με φόρα πάνω στον τοίχο της ματαιότητας, μια ειδικότητα των γυναικών. Ο υπάλληλος πίσω από τον πάγκο τον ενημέρωσε πως η κυρία τον περίμενε ήδη στο δωμάτιο. Καθώς ανέβαινε με το ασανσέρ πήρε την απόφαση να μην ξαναμπλέξει σε τέτοιες ιστορίες. Ήταν τόσο προβλεπόμενες κι εντέλει όχι ακίνδυνες. Εντούτοις, καθώς άνοιγε την πόρτα για να βρει την ερωμένη του να τον περιμένει, ως συνήθως, στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, του είχε ήδη σηκωθεί. Καθώς μπαινόβγαινε στη γυναίκα, χτυπώντας τη και τραβώντας της τα μαλλιά, όπως της άρεσε, δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα αίσθημα μελαγχολίας που εισχωρούσε στο τέλος κάθε σχέσης ακόμα και της πιο ασήμαντης, ακόμα και αυτής που επιθυμεί κανείς να λήξει. Η ερωμένη του αυτή τον ήθελε πράγματι πολύ, ίσως και πιο πολύ από κάθε άλλη τα τελευταία χρόνια, και του δινόταν με την έλλειψη φραγμών που συναντάει κανείς είτε σε άσχημες κοπέλες, που προσπαθούν έτσι να ισοφαρίσουν το υστέρημα της ομορφιάς, είτε σε γυναίκες πολύ απελευθερωμένες και θαρραλέες στο σεξ. Η δικιά του δεν ήξερε να πει αν ήταν πρόθυμη να φτάνει στα άκρα από περίσσεια αυτοπεποίθησης ή απελπισίας, όμως τώρα που θα την έχανε, και μαζί με αυτήν, την αίσθηση ότι μπορούσε να κάνει κυριολεκτικά ό,τι ήθελε με το κορμί της, μια ύπουλη θλίψη εισχώρησε στο σώμα του και περιέργως κατέβαλε την στύση του, κάτι που μόλις αντιλήφθηκε η ερωμένη γύρισε και τον κοίταξε με έντρομη απόγνωση. «Υπάρχει κάποια άλλη, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. Εκείνος το αρνήθηκε. Σηκώθηκε και πήγε να πλυθεί. Εκείνη τον ακολούθησε στο μπάνιο. «Υπάρχει κάποια άλλη», δήλωσε με σιγουριά. Εκείνος ξέπλενε το πέος του στον νιπτήρα. Εκείνη το άδραξε στα χέρια της. «Πες μου πως υπάρχει άλλη» είπε χωρίς να αφήνει το όργανό του από την χούφτα της. Το όργανο, σαν ζώο που βρέθηκε σε οικεία χέρια, άρχισε να ανακτά το σθένος του. Η γυναίκα γονάτισε και το έβαλε στο στόμα της. «Πες μου το όνομά της» έλεγε με το πέος του άντρα μέσα στην κοιλότητα των μαλακών της ούλων και των μυτερών δοντιών. Η γλώσσα της καθώς άρθρωνε τις λέξεις τον γέμισε και πάλι πόθο, οι λέξεις και το όργανο πάλευαν μεταξύ τους, την έκαναν να πνίγεται. Σαν κύμα ανέβηκε από τη βουβωνική του χώρα –τη χώρα των βουβών- ένα όνομα κι έσκασε στα αφρισμένα χείλη του: «Φαίδρα», είπε σπρώχνοντας το κεφάλι της γυναίκας που είχε κολλήσει πάνω του σαν να ήταν αυτό το όργανό του, ένα πειθήνιο κουρδιστό όργανο που απομυζούσε από τα σπλάχνα του αχνιστές αναμνήσεις και σπέρμα. Μετά, όπως καράβι που τραβάει αργά αλλά σταθερά την άγκυρα και ξεκολλάει απ’ τον βυθό, αποτραβιέται από την κολλώδη λάσπη του πόθου και της μνήμης με φύκια μπλεγμένα ακόμα πάνω της, σαν μαλλιά πνιγμένης γυναίκας, ο Νίκος βγήκε από την ερωμένη του, βγήκε από το δωμάτιο και μετά από το ξενοδοχείο, ξεμάκρυνε μέχρι η ερωμένη, το δωμάτιο και το ξενοδοχείο ολόκληρο να γίνουν μια κουκκίδα όπως τότε στη Λέρο, όταν απομακρυνόταν το πλοίο κι εκείνος μέσα από το νοτισμένο τζάμι έβλεπε την Φαίδρα ολοένα να μικραίνει στην προκυμαία, να γίνεται μια πινελιά στον πίνακα του λιμανιού, ίση στο μέγεθος με μια τρεμάμενη σταγόνα, όμως εκείνη δεν τον έβλεπε∙ είχε πετύχει η απόδραση.