της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Πλατεία Μαβίλη
«Μου αρέσει αυτή η πλατεία.» είπε η Ντάρσυ ρουφώντας ένα πορτοκαλί κοκτέηλ αμφιβόλου εμπνευσης «Μου αρέσουν τα βάιμπ της και ότι έχει το όνομα ενός ποιητή. Όλες οι άλλες πλατείες είναι τόσο βαρετές.»
«Ξέρετε ο Λoρέντζος Μαβίλης είχε πει «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα- μόνο χυδαίοι άνθρωποι.» την ενημέρωσα. Τα μάτια της ήταν σα ζώα εγκλωβισμένα σε στάβλο που καίγεται- η επιτακτικότητα των μηνυμάτων που μετέφεραν μπορούσε να σου στοιχίσει τη ζωή. Ήταν τα δυο πιο όμορφα πράγματα που είχα δει στη ζωή μου- και αυτό σημαίνει πολλά καθώς 30 πόντους πιο κάτω ήταν τα μεγαλειώδη βυζιά της.
Η Ντάρσυ χαμογέλασε πονηρά.
«Αν με καλέσετε σπίτι σας μετά μπορούμε να προσπαθήσουμε να τον διαψεύσουμε».
«Σας καλώ τώρα». είπα και άφησα 30 ευρώ στο τραπεζάκι.
«Τα ποτά μας κάνουν μόνο 24 ευρώ», είπε εντυπωσιασμένη ενώ της έπιανα το χέρι για να σηκωθεί.
Την άφησα να πιστεύει πως είμαι γαλαντόμος και όχι πως δεν ήθελα να περιμένω ούτε ένα δευτερόλεπτο για τα ρέστα.
Όπως κατάλαβα μόλις μπήκαμε σπίτι, είχε πάρει το αξίωμα του Λορέντζου Μαβίλη πολύ πατριωτικά.
«Σας αρέσει αυτό;» ρώτησε.
Μούγκρισα πως ναι και πως αφού δεν άκουσε κανένα παράπονο δεν υπήρχε λόγος να σταματήσει για να με ρωτήσει.
« Ναι αλλά είναι χυδαίο;» είπε μετά από λίγο.
«Δεν ξέρω», είπα
«Άρα είχε δίκιο ο Μαβίλης;» ρώτησε.
«Αφήστε να δοκιμάσω εγώ τώρα» είπα και την ξάπλωσα στο κρεβάτι «Έτσι εσείς θα μπορείτε να μιλάτε όσο θέλετε».
Περιέργως για λίγο η Ντάρσυ δεν είχε και πολλά να πει εκτός από κάποιες επιρρηματικές οδηγίες που προσπάθησα να ακολουθήσω όσο πιο πιστά μπορούσα.
«Τελικά που καταλήγουμε με τον Μαβίλη;» με ρώτησε αργότερα ανάμεσα στα βογκητά της.
«Αν μου αναφέρετε ξανά αυτόν τον μουστακαλή, θα μου πέσει» της είπα «και μάλλον δεν θα καταλήξουμε πουθενά».
«Ωχ, συγγνώμη»είπε και με δάγκωσε στο λαιμό. «Απλά ήθελα να δω αν είχε δίκιο. Αφού όμως σας απασχολώ καλύτερα να σας γυρίσω πλάτη για να μην σας αποσπώ την προσοχή».
Επρόκειτο για κίνηση ματ και μου περασε από το μυαλό πως το έκανε επίτηδες για να τελειώνουμε και να συζητήσουμε μετά με την ησυχία μας για τον Μαβίλη. Προσπάθησα να κρατηθώ λίγο περισσότερο με ένα κόλπο. Απήγγειλα από μέσα μου «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε…» αλλά δεν άντεξα καν μεχρι τη δεύτερη στροφή.
Της εξήγησα το βλακώδες κόλπο μου.
«Μα εσείς μάλλον τρελαίνεστε για σονέτα» είπε η Ντάρσυ γελώντας ενώ κουλουριαζόταν πανω μου.
Σίγουρα θα είχαμε κάνει μια πνευματώδη συζήτηση αν δε με έπαιρνε ακαριαία ο ύπνος. Όταν ξύπνησα η Ντάρσυ έβραζε μακαρόνια στην κουζίνα διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο του Μάρτιν Έιμις που χρησιμοποιούσα για σουβερ.
«Σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να φάτε κάτι για να ανακτήσετε τις δυνάμεις σας για το δεύτερο γύρο» ,είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από το βιβλίο.
«Θα κάνω ένα πέστο», είπα
«Μα θα βρωμάμε σκόρδο μετά».
«Είναι η σπεσιαλιτέ μου», είπα και της έκλεισα το μάτι.
«Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω», χαζογέλασε, «η σπεσιαλιτέ σας μάλλον ήταν πριν, στην κρεβατοκάμαρα.»
Δεν ήξερα αν επρόκειτο περι κοπλιμέντου για τις σεξουαλικές μου επιδόσεις ή προσβολής για τις μαγειρικές μου ικανότητες και επίσης δεν ήξερα αν είχα κουκουνάρια για το πέστο.