της Δήμητρας Ρουμπούλα
Το κοινό λατρεύει τα βιβλία του κι εκείνος του το ανταποδίδει επιμένοντας σταθερά στο βασικό θέμα του: την αναμέτρηση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν, που κρύβουν πάντα την ηθική και πολιτική ενοχή. Στην πραγματικότητα όλα τα βιβλία του 78χρονου σήμερα Μπέρνχαρντ Σλινκ κυκλώνουν από διάφορες πλευρές τη σύγχρονη γερμανική ιστορία και την ανθρώπινη ψυχή.
Από το παγκόσμιο μπεστ σέλερ «Διαβάζοντας στη Χάννα» το 1995, που αναφέρεται ξεκάθαρα στη ναζιστική εποχή, μέχρι «Το σαββατοκύριακο», το «Γυναίκα στη σκάλα» και το «Όλγα», όλα τα βιβλία του Γερμανού συγγραφέα και νομικού, ο οποίος ζει μεταξύ Βερολίνου και Νέας Υόρκης, κινούνται στο πεδίο της έντασης μεταξύ ηθικής και πολιτικής ενοχής, ηχούν τη σκοτεινή κληρονομιά της πατρίδας του, απαιτούν απόδοση δικαιοσύνης. Εκτός από μυθιστορήματα όμως ο Σλινκ γράφει και διηγήματα. Εννέα απ΄ αυτά συγκεντρώνονται στο τελευταίο βιβλίο του, «Χρώματα του αποχαιρετισμού», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις προσεγμένες εκδόσεις «Κριτική», όπως όλα τα βιβλία του. Αυτός ο τίτλος από μόνος του επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι ο συγγραφέας παραμένει πιστός στο δοκιμασμένο αφηγηματικό του μοτίβο: την ενοχή και την αθωότητα, τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας ή τους άλλους.
Οι αποχαιρετισμοί του Σλινκ είναι δραματικοί, επώδυνοι, αλλά και ανακουφιστικοί, λυτρωτικοί και απελευθερωτικοί, με τους οποίους κάτι τελειώνει, ίσως και κάτι αρχίζει. Ενέχουν πολλές και διαφορετικές καταστάσεις, γι΄ αυτό έχουν και διαφορετικά χρώματα. Αφορούν ένα λάθος, συνειδητό ή όχι, ένα σημείο καμπής, ένα συγκεκριμένο μοιραίο γεγονός και τις συνέπειες που αυτό έχει για τους εμπλεκόμενους. Κάποιο περιστατικό αναγκάζει τους χαρακτήρες να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους, τις αποτυχίες που έχουν συσσωρευτεί στους λογαριασμούς της ζωής τους, οι οποίοι πρέπει να κλείσουν και αυτό μόνο εύκολο δεν είναι. Άμεμπτοι ή ένοχοι. Σε καμία από τις ιστορίες δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο. Αυτή η αμφιθυμία είναι που φορτίζει την ένταση.
Οι εννέα ιστορίες, είτε αφορούν την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, είτε ιδέες που οδηγούν κάποιον στο να αποχαιρετήσει μια επιλογή ή μια ψευδαίσθηση, αξιώνουν μια διόρθωση, μια ανατροπή ή μια νέα αρχή. Σε κάθε περίπτωση μια αναγνώριση λαθών και συμφιλίωση με το παρελθόν των κεντρικών ηρώων ή αφηγητών. Οι τελευταίοι είναι συνήθως μεγάλοι άνθρωποι που έχουν δει και ζήσει πολλά, ξέρουν να αμύνονται στα δύσκολα, αλλά όχι πάντα. Στην πρώτη ιστορία, «Τεχνητή νοημοσύνη», ο αφηγητής μάς λέει εξαρχής ότι «Ο αποχαιρετισμός είναι απαραίτητος. Η επίγνωση ότι κάποιος πέθανε εξακολουθεί να μας απασχολεί μέχρι ο αποχαιρετισμός να επιτρέψει στον νεκρό να βρει τη γαλήνη του – όπως κι εμείς τη δική μας». Θα βρει όμως τη γαλήνη ο συγκεκριμένος μετά την αποκάλυψη της προδοσίας του; Κάποτε κατέδωσε τον παιδικό φίλο του στην Κρατική Ασφάλεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας όταν εκείνος ήθελε να διαφύγει στη Δύση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Ήταν και οι δύο αστέρες της κυβερνητικής και της πληροφορικής στη ΛΔΓ. Ο προδότης έχει πείσει τον εαυτό του πως ό,τι έκανε ήταν «για το καλό» του φίλου του, παρότι τον είχε πουλήσει και κερδίσει τη θέση του διευθυντή στο Ινστιτούτο που επιθυμούσε κι εκείνος: «Ο Αντρέας δεν θα έβρισκε την ευτυχία στη Δύση». Μετά την πτώση του τείχους κι όταν άνοιξαν τα αρχεία της Στάζι, η κόρη του αποθανόντος επιμένει να δει τον φάκελο του πατέρα της. Η ιστορία αφήνει ανοιχτό το αν θα βγει στο φως η αλήθεια, αν θα υπάρξει κάποια μορφή μετέπειτα δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τις περίπλοκες ψυχικές διεργασίες.
Το βασανιστήριο του φόβου της αλήθειας διατρέχει και το «Αδελφική μουσική», όπου ένας καθηγητής μουσικολογίας τυχαίνει να συναντήσει σε ένα κονσέρτο δύο πρόσωπα που είχαν παίξει καθοριστική επιρροή στα νιάτα του, μια κόρη πλούσιας και αρχοντικής οικογένειας και τον ανάπηρο αδελφό της. Πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής ένιωσε εργαλειοποιημένος, ακόμη και ψυχικά κακοποιημένος από αυτούς. Κατέφυγε στην Αμερική για να ξεφύγει από την ίντριγκά τους, την αληθινή εκδοχή της οποίας μαθαίνει τώρα, ηλικιωμένος πια, πάλι με μετέωρο φινάλε.
Μερικές φορές οι αποχαιρετισμοί διαρκούν πολύ και είναι εξαιρετικά επώδυνοι, όπως συμβαίνει σε ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής, το «Daniel, my brother», τίτλος από το ομώνυμο τραγούδι του Έλτον Τζον. Εδώ ο αφηγητής παλεύει με το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος αυτοκτονεί μαζί με την άρρωστη σύζυγό του. Το μεγάλο ερώτημα που τον βασανίζει είναι γιατί τα δύο αδέλφια είχαν τόσο πολύ απομακρυνθεί μεταξύ τους, τι ήταν αυτό που τους χώριζε, γιατί ο αδελφός του λειτουργούσε τόσο απαξιωτικά απέναντί του. Τι είχε πάει τόσο στραβά ανάμεσά τους; «Αγιάτρευτα τραύματα» που μέχρι τώρα απωθούσε η μνήμη του και δεν είχαν επουλωθεί ποτέ βγαίνουν στην επιφάνεια. «Η μνήμη είναι ένα ποτάμι το οποίο παρασύρει όλο και πιο μακριά το καραβάκι των αναμνήσεων που ρίχνουμε μέσα». Στο τέλος, αυτός που εκλιπαρούσε για μια ζωή τη στοργή του αδελφού του, αυτός που είχε νιώσει τόσο έντονα την απόρριψη από εκείνον, τώρα κρίνεται ο ίδιος σκληρά. Ασκώντας αυτοκριτική στον εαυτό του, προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα τον αδελφό του, μέχρι που τελικά τον βλέπει κάτω από διαφορετικό πρίσμα και μπορεί να τον αποχαιρετίσει συμφιλιωμένα.
Κοντά στο κεντρικό ερώτημα του Σλινκ βρίσκεται και το ζήτημα της αθώας ενοχής που χρωματίζει άλλα διηγήματα αγγίζοντας αρχαίες τραγωδίες. Χωρίς να το ξέρουν ή να το θέλουν, οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με συνθήκες που κινδυνεύουν να σπάσουν κάποιο ταμπού, όπως αυτό της αιμομιξίας, στο τολμηρό διήγημα «Κόρη αγαπημένη», όπου ένας πατριός γίνεται άθελά του πατέρας του παιδιού της λεσβίας κόρης της συζύγου του, η οποία προσπαθεί διακαώς να αποκτήσει παιδί. Με αναφορές στο αριστουργηματικό «Homo Faber» του Μαξ Φρις, ο ήρωας βουλιάζει στις ενοχές του. Όμως, κατά τον συγγραφέα, υπάρχει και το «αλλά»: «Συμβαίνει τόσο συχνά από κάτι σωστό να προκύπτει κάτι λάθος. Γιατί, κατά τον ίδιο τρόπο, να μην μπορεί από κάτι που είναι λάθος να γεννηθεί κάτι σωστό;»
Τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται οι ιστορίες είναι ευαίσθητα, συχνά και αμφιλεγόμενα, σε κάποιες περιπτώσεις αφορούν σχέσεις που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ντροπιαστικές ή υποθετικές. Μήπως όμως ισχύει αυτό που λέει στο «Καλοκαίρι στο νησί» μια μητέρα στον πιτσιρικά γιό της όταν αυτός μαθαίνει την εφήμερη συζυγική απιστία της και ο ίδιος αφυπνίζεται σεξουαλικά; «Ό,τι ωραίο δεν γινόταν να είναι λάθος».
Είτε αφορούν το πολιτικό παρελθόν της Γερμανίας, είτε σχέσεις μεταξύ συζύγων, παιδιών και γονιών, φίλων κ.λπ., οι ιστορίες του Σλινκ έρχονται χωρίς πάθος, με μια απλή, ήρεμη, συνοπτική, κατασταλαγμένη και ρέουσα γλώσσα, που πάντα φτάνουν και χτυπούν το «πονεμένο» σημείο. Οι χαρακτήρες, κυρίως άνδρες, κατά βάση είναι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας που έχουν στα χέρια «γεροντικές κηλίδες», όπως τιτλοφορείται μια άλλη μελαγχολική ιστορία, τις περισσότερες φορές ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, συνήθως φτασμένοι επαγγελματικά και οικονομικά, οι οποίοι ανατρέχουν πίσω στη ζωή τους με μια στοχαστική διάθεση για να κλείσουν υποθέσεις που τους σημάδεψαν, που επεξεργάζονται ψέματα και αυταπάτες του παρελθόντος, θεμελιώδεις για την ψυχική τους υπόσταση συγκυρίες. Η δραματουργική δύναμη του Σλινκ έγκειται όχι τόσο στο να αποδώσει ευθύνες όσο στο να εισχωρήσει σε δύσβατα ψυχολογικά βάθη, να προκαλέσει τη σκέψη και να εγείρει συναισθήματα. Πρόκειται για ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες αντανακλούν την πραγματική ζωή και σε κάποιες απ΄ αυτές ο αναγνώστης ίσως βρει τον εαυτό του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ίσως να ανακαλύψει μια λεπτομέρεια που λείπει.
Τα «Χρώματα του αποχαιρετισμού» ευτύχησαν να αποδοθούν στα ελληνικά από τον Απόστολο Σταγαλινό, μεταφραστή κι άλλων βιβλίων του Μπέρνχαρντ Σλινκ, άρα βαθύ γνώστη του ύφους και των λεπτών αποχρώσεων της γραφής του.
Bernhard Schlink, Χρώματα του αποχαιρετισμού, εκδ. Κριτική, μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, σελ. 244
Βρες το εδώ