της Χαριτίνης Χ. Ξύδη
Τον Φεβρουάριο του 1955, ό,τι είχα βγάλει το Γυμνάσιο, έφευγα φαντάρος στα σύνορα. Ξεκίνησα από το λιμάνι, παρθένος, άμαθος, άκαπνος, κοντοκουρεμένος και μύωψ.
Εκείνη την ημέρα, Παρασκευή βαριά, σκοτεινή σαν Μεγάλη, τη θυμάμαι ακόμα. Τα Willy’s Overland Jeep, μαζί με τα Τζέιμς και τις γαλατούδες, περνούσαν ανάμεσα στις καπναποθήκες, τις πολυάριθμες φάμπρικες, και προχωρούσαν σε νεκρική φάλαγγα, μεταφέροντας τους σκελετούς των στρατιωτών που έπεσαν στην Κορέα. Αν ήθελα να προλάβω το τρένο για τη Λάρισα έπρεπε να τρέξω.
Ξεροβόρι, το βαγόνι άδειο, πήρα τη θέση μου στο παράθυρο. Απέναντί μου, με κλειστά μάτια, μια ξανθιά, γύρω στα 15-20 χρόνια μεγαλύτερή μου. Φορούσε φούστα ανεβασμένη ψηλά στους μηρούς, γούνινο καπέλο, διχτυωτές κάλτσες και κοκκινάδι που έβγαινε έξω από τα χείλη.
Στο μέσον της διαδρομής άνοιξε τα μάτια καρφώνοντας τα δικά μου. Συγχρόνως, άνοιξε τα πόδια τόσο που είδα το χάβαρό της. Με έλουσε χρυσό κύμα από φως. Η ανάσα μου κόπηκε. Ιδρώτας και πυρετός ανεβοκατέβαιναν στην ραχοκοκαλιά μου. Παναγία μου! Πρώτη φορά έβλεπα άτριχο μουνί. Τα περιοδικά δεν έδειχναν ξυρισμένα.
Στον καβάλο άρχισε να πρήζεται το πουλί μου. Έβαλα το χέρι για να το ηρεμήσω, όσο εκείνη έγλειφε λάγνα το μεγάλο δάχτυλο και άγγιζε τα χείλη του ρόδου της. Πάλι και πάλι, μέχρι που άρχισε να στάζει ένα παχύρρευστο υγρό, θαμπό μέλι. Σαν σε παραίσθηση ένιωσα πως ράγιζαν τα γυαλιά μου· τα έβγαλα. Έκανε νεύμα να σηκωθούμε για τις τουαλέτες. Την ακολούθησα υπνωτισμένος.
Γονάτισε μπροστά μου, κατέβασε το φερμουάρ, έβαλε το στόμα πάνω στη φλογέρα μου. Κρούστηκα ολόκληρος σαν από μεθύσι και θέλησα να με μινάρει. Τα πνιχτά βογκητά μου έλιωναν, το ένα μέσα στο άλλο. Αυτή δεν αναστέναζε λιγότερο. Το ‘θελε, με φίλαγε με λύσσα στο λαιμό. Τρύπωσα στο μουνί της, που ήταν σαν τον Ισθμό της Κορίνθου, ίσα-ίσα στην αρχή, δεν ήξερα πώς έπρεπε να το κάνω. Σε λίγο, βαθιά της, έγινα τυφώνας που τη σάρωνε. Τα γυαλιά μου έσπασαν· έβλεπα καλύτερα χωρίς.
Η ξανθομάλλα συνέχιζε με μανία το τσιμπούκι. Αφού τον γυάλισε με τις γλειψιές της, ο πούτσος μου ξαναγέμιζε, αντλία μέσα στον κόλπο της, που αμείλικτος με ξεζούμιζε. Φίδι, τυλιγόταν και με έσφιγγε, πνίγοντας την ψωλή μου στα υγρά του. «Αχ και να κράταγες κουρμπάτσι, να με βαρέσεις», έλεγε. «Γάμα με, βάρα με, σου λέω», φώναζε παραλογισμένη. Έτρωγε και τ’ αρχίδια μου και εγώ σαν παλαβός χωνόμουν στον κρουστό κώλο της, για να στανιάρω.
Ορμούσα στα τυφλά λες κι είχαμε πόλεμο. Της τον έδινα μια από πίσω, μια στο στόμα, που γέμισε τρίχες. Σκληρός σαν μπετόν-αρμέ. Πήρα τα στήθη της μέσα στις χούφτες, έγλειφα τις ρώγες λαίμαργα, τις δάγκωνα. Πρώτων ημερών βρέφος. «Χύσε με κι άλλο, κι άλλο, πολύ θέλω. Μου παίρνεις το μυαλό, καριόλη. Όσο έχεις μέσα σου χύστο μου όλο. Πιο βαθιά ρίξε.». Της τα ‘φερα όλα, μέσα έξω άγρια και παθιάρικα, και νταλγκαδιασμένα, δύο και τρεις και τέσσερις φορές. Παραλίγο να λιποθυμήσω. Μανίκι μέγκλα.
Ξηλώθηκα όσα κράταγα στις τσέπες μου. Και τα φωνήεντα.
Κατεβαίνοντας στο σταθμό, το κρύο με περόνιασε. Το κεφάλι μου κουβάρι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι αλλάζει στον άνθρωπο με τον έρωτα. Το σίγουρο είναι πως δεν έχει γυρισμό. Τρέμουλο και δέος, πεταλούδες στο θώρακα πολλές. Δεν μ’ ένοιαζε, ποιας ψουψούς ξεγλίστρησε. Ήμουν καψούρι μέχρι τρέλας με το κορίτσι των μπορντέλων. Μου γιάτρεψε τη μυωπία. Στο εξής, θα ήταν η προσωπική μου αγία, η πολιούχος μου.
Δεν την ξαναείδα. Όμως, έβλεπα τα μάτια της, κάποτε, σε μάτια άλλων γυναικών. Δεν ρώτησα το όνομά της. Τη βάφτισα Καίτη, γιατί μου θύμιζε την Γκρέυ. Έτσι έμαθα τον έρωτα. Λάβα και καταιγίδα, αγγελοδαίμονα. Και το πρώτο μου χαρμάνι, τράκα σέρτικο Sante. Έτσι έγινε η Νύμφη μου, έτσι έγινα και εγώ σκύλος.
Λεξιλόγιο σλανγκ
Γαλατού: περιπολικό
Χάβαρο: το εφηβαίο
Κρούομαι: με χτυπάει ρεύμα ηλεκτρικό, παραλογίζομαι
Μινάρω: μαλακίζομαι
Κουρμπάτσι: το μαστίγιο
Στανιάρω: έρχομαι στα ίσα μου, ισορροπώ
Τα φέρνω: έρχομαι σε οργασμό
Μανίκι: άγριο γαμήσι
Μέγκλα: τέλειο, άψογο
Φωνήεντα: τα ψιλά
Ψουψού: τσατσά
Καψούρι: ερωτευμένος μέχρι θανάτου
Νταλγκάς: μεγάλος ερωτικός καημός
Σκύλος: μεγάλος μάγκας, λεβέντης