Αφιέρωμα Dirty Valentine 2 : Ροζίτα Σπινάσα, “Η θεραπεία της κυρίας Σίνγκερ”

0
1444
Egon Schiele:

 

της Ροζίτας Σπινάσα (*) 

 

Η κυρία Σίνγκερ στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα. Έκανε να τραβήξει την κρεμάστρα με το φόρεμα από μαύρη μουσελίνα· την αδυνάτιζε και της έδινε ένα κύρος που ένιωθε πως χρειαζόταν εκείνο το πρωινό. Μήπως όμως την έδειχνε σοβαρή και θλιμμένη; Μήπως έτσι χειροτέρευε τη θέση της, για την οποία έκλεισε το σημερινό ραντεβού; Το χέρι της στράφηκε στο λινό φουστάνι με τα κεντητά κόκκινα λουλούδια. Θα ήταν υπερβολικά χαρούμενο για κάποιο άλλο είδος γιατρού, όμως για τον κύριο Τζόι, που την περίμενε σε μια ώρα στο ιατρείο του στην Πέμπτη Λεωφόρο για να εφαρμόσει πάνω της την επαναστατική, όπως την χαρακτήριζαν στα γυναικεία κοσμικά πηγαδάκια, θεραπεία του, ήταν ό,τι έπρεπε.

Τα νεύρα της πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο: ο Γουίλιαμ και η Ελίζαμπεθ που επέμεναν να ξεφεύγουν από τις νταντάδες για να μπλεχτούν στα πόδια της τσιρίζοντας, η κυρία Άσκοτ που επέμενε να βάζει στα φαγητά πολύ αλάτι, ο Σπριτς που επέμενε να γαβγίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο Στίβεν που επέμενε να επιστρέφει νύχτα από το γραφείο στην Γουόλ Στριτ, με κόκκινους λεκέδες να κοσμούν τους γιακάδες των λινών πουκαμίσων του. Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει με μια απλή ακεφιά, που γρήγορα μετατράπηκε σε έντονη δυσθυμία, για να καταλήξει σε δυνατούς, επίμονους πονοκεφάλους.

Οι αρωματικές σταγόνες ελάχιστα βοήθησαν και η κυρία Σίνγκερ γρήγορα βρέθηκε να μένει στο κρεββάτι όλη μέρα, προκειμένου να αποφύγει τις πηγές ενόχλησης που καραδοκούσαν έξω από το υπνοδωμάτιο – δηλαδή τους πάντες και τα πάντα. Μέχρι που, στη δεξίωση για τα στελέχη του Χρηματιστηρίου, η κυρία Γουάλας της μίλησε για τον δόκτορα Τζόι και τα μαγικά εργαλεία του, με τα οποία γιάτρευε την γυναικεία υστερία – έτσι χαρακτήριζε τις γυναικείες παθήσεις. Η θεραπεία του είχε γίνει ανάρπαστη, οι γυναίκες έκαναν ουρά έξω από το ιατρείο του, της είπε χαρακτηριστικά. Η κυρία Σίνγκερ ήταν σίγουρη πως η κυρία Γουάλας τα παραέλεγε· αυτό όμως δεν την εμπόδισε να κλείσει το επόμενο διαθέσιμο ραντεβού, το οποίο ήταν εκείνο το πρωινό, ώρα 11 πριν το μεσημέρι.

Ανέβηκε στην άμαξα με την ελπίδα να φτερουγίζει στο σφιχτοκουμπωμένο κορσάζ της. Όταν μπήκε στον ανελκυστήρα με τα σκαλιστά κάγκελα, το φτερούγισμα είχε γίνει χτυποκάρδι. Η γραμματέας του δόκτορος Τζόι την υποδέχτηκε· ήταν μια αυστηρή γυναίκα γύρω στα σαράντα, με μαύρα κοκάλινα γυαλιά και γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε έναν σφιχτό κότσο. «Καθίστε παρακαλώ», της είπε δείχνοντας έναν πράσινο καναπέ Τσέστερφιλντ. Η κυρία Σίνγκερ βυθίστηκε στο πολυτελές δέρμα, όμως δεν χρειάστηκε να περιμένει για πολύ: σε λιγότερο από πέντε λεπτά η βαριά καρυδένια πόρτα άνοιξε κι ο δόκτορ Τζόι έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ένας ψηλός ευθυτενής γκριζομάλλης· η φωνή του ήταν επιβλητική και βαριά, όμως η κυρία Σίνγκερ διέκρινε στο βλέμμα του ένα παράταιρο σπίθισμα.

Κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Τη ρώτησε την ηλικία της, το ιατρικό της ιστορικό και τον λόγο της επισκέψεώς της. Η κυρία Σίνγκερ ένιωσε –από την άχρωμη φωνή που έθετε τις ερωτήσεις και τον βιαστικό, στακάτο τρόπο που κατέγραφε τις απαντήσεις– ότι δεν τον ενδιέφερε πραγματικά τίποτα από όλα αυτά. Άλλωστε η θεραπεία ήταν για κάθε ασθενή ίδια κι απαράλλαχτη, όπως την ενημέρωσε φλυαρώντας η κυρία Γουάλας, με άκρως επιτυχημένα κάθε φορά αποτελέσματα.

Ο δόκτορ Τζόι έκλεισε το σημειωματάριο, σηκώθηκε από τη θέση του και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο πίσω δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν ένα στενό, μαύρο ντιβάνι και δίπλα του ένα τραπέζι με μεταλλικά εργαλεία, συνδεδεμένα με καλώδια που κατέληγαν σε ένα ορθογώνιο μηχάνημα με κουμπιά. Το λαμπερό φως έπεφτε από το παράθυρο κι έλουζε τις λείες επιφάνειες – η αντανάκλαση ανάγκασε την κυρία Σίνγκερ να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια.

«Βγάλτε το φόρεμα». Η φωνή του είχε τον τόνο της διαταγής. Η κυρία Σίνγκερ υπάκουσε. Έβγαλε το λουλουδάτο ρούχο και το κρέμασε στον μαύρο καλόγερο. «Βγάλτε και τα εσώρουχα». Η φωνή την διέταξε, ξανά· κι εκείνη υπάκουσε, ξανά. Ξάπλωσε γυμνή στο στενό, σκληρό ντιβάνι. Ένα τεράστιο κύμα ντροπής την πλημμύρισε, φλογίζοντας το δέρμα της και κοκκινίζοντας το σφιγμένο πρόσωπό της. «Κλείστε τα μάτια σας και μην τα ξανανοίξετε καθ΄όλη τη διάρκεια της θεραπείας». Η κυρία Σίνγκερ τα έκλεισε με ανακούφιση, που δεν χρειαζόταν πια να βλέπει τον γιατρό να την κοιτά όπως τη γέννησε η μητέρα της πριν από εικοσιπέντε χρόνια, στο κρεββάτι του σπιτιού τους στην Αλαμόζα του Κολοράντο.

Ένιωσε ένα ζεστό λάδι να απλώνεται στο στήθος της με αργές, κυκλικές κινήσεις. Οι κινήσεις δεν άργησαν να κατέβουν στο άνοιγμα των ποδιών της, τρυπώνοντας παντού. Το λάδι είχε καλύψει κάθε πτυχή του δέρματός της, όμως το χέρι του συνέχισε να κινείται πάνω, κάτω, μέσα, όλο και πιο μέσα. Το κορμί της αναρίγησε, η ανάσα της επιταχύνθηκε. «Μην κρατιέστε, αφήστε την ελεύθερη», η φωνή του δόκτορος Τζόι ακούστηκε βραχνή και μπάσα. Η κυρία Σίνγκερ άφησε την ανάσα της να αναλυθεί σε μικρές, τραγουδιστές φωνούλες.

Το χέρι αποτραβήχτηκε, για να πάρει τη θέση του ένα κυλινδρικό δροσερό εργαλείο που διείσδυσε απαλά μέσα της. Και μετά ο βόμβος του μηχανήματος και οι ασταμάτητες δονήσεις που απλώνονταν σαν κύματα, ενώ το χέρι συνέχιζε τις εξωτερικές μαλάξεις. Ανατριχίλες διέτρεχαν το κορμί της, το αίμα κυλούσε γάργαρο στις αρτηρίες της. Η ντροπή είχε κάνει φτερά, τη θέση της είχε πάρει μια ζωώδης έκσταση που την έβγαζε εκτός εαυτού· οι αναστεναγμοί της ακούγονταν μακρινοί κι απόκοσμοι, σα να έβγαιναν από το στόμα μιας γυναίκας άγνωστης, ξένης. «Ελάτε τώρα, κυρία Σίνγκερ», το τελικό πρόσταγμα έφτασε στα αυτιά της σαν από το υπερπέραν. Υπάκουσε, για τελευταία φορά: το κορμί κι ο νους της, όλη η ύπαρξή της χάθηκε σε μια παραζάλη συσπάσεων, υγρών και ήχων.

Το εργαλείο συνέχισε να δονείται μέσα της ακόμη κι όταν οι αισθήσεις της επανήλθαν. Τώρα μπορούσε να ακούσει καθαρά τον ηλεκτρικό βόμβο να μπλέκεται με ένα επίμονο λαχάνιασμα, που της θύμισε τους ήχους που έκανε ο Σπριτς όταν καβαλούσε τον λούτρινο αρκούδο της Ελίζαμπεθ.

Το πάτημα ενός κουμπιού σήμανε το τέλος όλων: το μεταλλικό εργαλείο σταμάτησε να τρέμει μέσα της, για να αποτραβηχτεί απαλά έξω της. «Μπορείτε να ανοίξετε τα μάτια σας» η φωνή την καλωσόρισε, ευγενική και γλυκιά, στον έξω κόσμο.

Και η κυρία Σίνγκερ τα άνοιξε. Ίσα που πρόλαβε να δει την αντρική πλάτη να αφήνει το δωμάτιο, για να μπει μέσα η γραμματέας κρατώντας ένα λευκό, κουβαριασμένο χαρτί στο χέρι. Προχώρησε και στάθηκε δίπλα της· το πρόσωπό της ήταν άκαμπτο σαν από σίδερο και το χαρτί σκληρό σαν στυπόχαρτο, όπως η κυρία Σίνγκερ διαπίστωσε όταν η γυναίκα άρχισε να σκουπίζει το μουσκεμένο από λάδι και κολπικά υγρά φύλο της με δυνατές, απότομες, θυμωμένες κινήσεις.

(*) η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τους πρώτους, ιατρικής χρήσεως δονητές που εκτίθενται στο Museum of Sex της Νέας Υόρκης

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα Dirty Valentine 1 : Γιάννης Πάσχος, “Γεύμα για δυο..”
Επόμενο άρθροΑφιέρωμα Dirty Valentine 3: Χαριτίνη Χ. Ξύδη, “Το μανίκι”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ