Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Η ιδέα γι’αυτό το συνέδριο ήταν τουλάχιστον ηλίθια. Όχι όσο ηλίθια όσο η ημερομηνία που επιλέχθηκε, ούτε τόσο βλακώδης όσο η περιοχή, αλλά καταστροφική όπως και να έχει.
Του το είχα πει από την αρχή του χλιμίτζουρα πως 22 Δεκεμβρίου δεν κανονίζουν συνέδριο στις παρυφές των Καλαβρύτων, ούτε για πλάκα. Κανείς δεν θα ερχόταν.
Και ξέρετε τι μου είπε; Τζάμπα is good.
Μαντέψτε ποιος είχε δίκιο. Όχι εγώ πάντως.
Ξέρετε πόσοι μαζευτήκανε στο 1ο Συνέδριο για τον Αστυνομικό Παρνασσισμό; 60 άτομα αν έχετε το Θεό σας. 60 ψωμόλυσσες που βρήκαν ευκαιρία να φάνε τζάμπα, να κάνουν διακοπές τζάμπα και να συζητήσουν ο,τι μαλακία τους ερχόταν στο κεφάλι- αυτό όχι τζάμπα γιατί είχε κόστος το να ακουν τις μαλακίες των αλλωνών.
Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Αστυνομικός Παρνασσισμός. Εκτός όλων των άλλων είναι και αγεωγράφητοι. Βρισκόμασταν στον Χελμό. Στην Αχαϊα. Και αυτοί οι γκασμάδες ήταν το ανφάν γκατέ των γραμμάτων. Μη χέσω.
Το Κέντρο Πολιτισμού Μελάμπους είχε ρουφήξει τα ΕΣΠΑ λες και ήταν κοκαϊνη και τώρα τα πετρόχτιστα σπιτάκια του έχασκαν στην πλευρά του δρόμου σαν φτυσμένα δόντια μετά από καβγά. Πρέπει να είχαν κατοικηθεί τελευταία φορά προ λοκ ντάουν, όταν ένας μεγαλοτσέλιγκας της περιοχής που συνεταιριζόταν με την Γαλακτοκομική Εταιρεία Ζαρούχλας είχε παντρέψει την κόρη του. Ήταν σε όλες τις τοπικές εφημερίδες αυτός ο μεγαλοπρεπής γάμος. Αντί για μπομπονιέρες έδιναν κεφάλια τυρί. Ίσως στο χορό του Ησαϊα να πετούσαν ρυζόγαλα. Όπως και να έχει ακόμη μπορούσες να μυρίσεις την τυρίλα στις γωνίες των δωματίων.
Οι δυο πρώτες μέρες εξελίχθηκαν ομαλά- τα δυο πούλμαν πήγαν όλους τους συνέδρους να επισκεφτούν το σπήλαιο Λιμνών. Δυστυχώς και παρά τη σεισμογένεια της περιοχής, δεν έγινε καμία κατολίσθηση και μετά από μισή ώρα βγήκαν όλοι εντυπωσιασμένοι από τους σταλακτίτες και τις γούρνες που το υπερφιλόδοξο μάρκετινγκ του τουριστικού τμήματος της περιφέρειας Αχαίας είχε βαφτίσει «λίμνες».
Κάποιοι σημείωναν στα μπλοκάκια τους ιδέες για το επόμενο βιβλίο τους- άνετα τους ξαναέσπρωχνα όλους μέσα και τους κλείδωνα εκεί μέχρι την Πρωτοχρονιά, αν δεν λυπόμουν τις νυχτερίδες.
Μετά τους πήγαμε στα Καλάβρυτα για φαγητό σε μια ταβέρνα όπου όλα ήταν της ώρας, όχι σκέτης όμως, αλλά της κακιάς. Προφανώς ο ψήστης είχε αδειάσει τη σχάρα πάνω στη θράκα και όταν ξαναμάζεψε τα αποκαϊδια δεν ήταν μόνο παϊδάκια αυτά που έβαλε στην πιατέλα. Ηταν όμως όλα πληρωμένα; Ήταν. Το κρασί εν τω μεταξύ, το οποίο παρεμπιπτόντως δεν πινόταν εκτός αν σας αρέσει η χλωρίνη με βυσσινάδα, το έπιναν λες και το Σπήλαιο Λιμνών το είχαν γεμίσει με το αίμα τους. Οι καράφες πηγαινοερχόντουσαν λες και είχε πιάσει φωτιά το τραπέζι και είχε γίνει ανθρώπινη αλυσσίδα για να σβηστεί. Αν ήταν στο χέρι μου θα την άφηνα να κάψει.
Το απόγευμα μαζευτήκαμε στο λόμπι για να συζητήσουμε χαλαρά για το μέλλον της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καταλαβαίνετε έτσι; Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του (βασικά μόνο το μακρύ του, το λακωνίζειν δεν είχε χωρέσει στις αποσκευές τους) και από ουσία τίποτε. Όση ώρα κάποιος μιλούσε, οι υπόλοιποι έπιναν το ουισκάκι τους, το κερασμένο τους ουισκάκι, και κουνούσαν το κεφάλι τους συγκαταβατικά. Η αίθουσα είχε δυο τεράστια τζάκια που έμοιαζαν με τις πύλες της Κολάσεως- άνετα τους πέταγα όλους μέσα.
Δεν ήταν μόνο ο ναρκισισμός τους, ούτε η εμετική τους σοβαροφάνεια που κάλυπτε ανεπαρκώς, σαν τούλινος μανδύας, την κραυγαλέα τους κενότητα. Αυτό που με τάραζε ήταν η μεγαλοπρεπής τους γαληνιότητα- μην τους γλιστρήσει το κασκόλ, μην τους ξεβάψει το νύχι, η άλλη είχε έρθει στο βουνό με μπαλαρίνες, αν έχετε το θεό σας.
«Παράγουμε πολιτισμό» είπε η κυρία Θέκλα. Δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν της ανανέωσα την κόμμωση με την πυρωμένη μασιά.
«Είστε τόσο καλλιεργημένη, αγαπητή», της είπε ο κύριος Ανδρέας. Η καλλιέργεια είναι για τα ούρα. Αυτός κάποτε ήταν καλός. Είχε βγάλει ένα βιβλίο που δεν ήταν ακριβώς για πέταμα. Μετά είχε προσπαθήσει να βγάζει ένα το χρόνο λες και ήταν κορμός και έπρεπε να βγάζει δακτύλιους.
Θα τους είχα αντέξει είναι η αλήθεια. Την επόμενη ημέρα θα γινόντουσαν μόνο δυο συζητήσεις για τα χαρακτηριστικά του σωστού δολοφόνου και την αποκλιμάκωση της πλοκής και μετά τα πούλμαν θα τους έπαιρναν να τους πάνε στα τσακίδια, λες και ήταν πύον που θα το ρουφούσε μια σύριγγα.
Το βράδυ όμως χιόνισε πολύ. Είχαμε βέβαια ακούσει τα δελτία καιρού, αλλά και ποιος τους δίνει σημασία; Είναι ευκολότερο να πιστεύεις στο μάτι από την πρόγνωση του καιρού.
Έριξε ένα μέτρο χιόνι, τόσο γρήγορα που από το τοπίο δεν εμεινε τίποτε αναγνωρίσιμο, λες και κάποιος το είχε σκιτσάρει σε ένα χαρτί που στη συνέχεια τσαλάκωσε και πέταξε στον κάδο. Και μετά συνέχισε να χιονίζει- μεγάλες, χοντρές νιφάδες σαν φαντάσματα κουραμπιέδων έπαιζαν κυνηγητό στον ουρανό και προσγειωνόντουσαν πάνω στις πλάτες των αδελφών τους.
«Τι ομορφιά ειναι αυτή.» είπε η κυρία Θεοδώρου. Αυτή δεν ξέρω καν τι έκανε εκεί- είχε γράψει κάποτε ένα θεατρικό α λα Αγκάθα Κρίστι- δεν το είχα δει και ούτε κανένας άλλος γι’αυτό είχε κατέβει πρωτού δημοσιευτεί η πρώτη κριτική. Και καλύτερα.
Το χιόνι συνέχιζε ακάθεκτο λες και κάποιος έσπαγε τα συμπαγή σύννεφα με κόπανο- ασχέτως αν όλοι οι κόπανοι ήταν τριγύρω μου. Είχαμε μαζευτεί πάλι στο λόμπι, αφού είχαμε συρθεί σαν μετροπόντικες μέσα στο σώμα του παγετού για να συμπεράνουμε μετά από ώρες πως είχαμεαποκλειστεί εκει πέρα. Ο Χάρης, ο διοργανωτάρας μας και ψυχή του συνεδρίου, αφού έπαιρνε τη μεγαλύτερη μίζα, πρότεινε να συνεχιστούν οι συνεδρίες κανονικά. Και γιατί όχι; Δεν θα εμπόδιζε λίγο παγωμένο νερό την πρόοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Μόνο που δεν ήταν λίγο, και μεταξύ μας, αυτός ο κλάδος είχε να προοδεύσει τόσο καιρό που δεν ήξερε πώς γινόταν- αν του προέκυπτε κάτι καλό το έθαβε μέχρι να το κάνει σαν τα μούτρα του.
Συνέχισαν λοιπόν να συζητάνε κανονικά, αναμένοντας τα εκχιονιστικά του Δήμου Καλαβρύτων. Ειλικρινά τι θα μπορούσε να πάει στραβά;
Ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα στο βάθος της αίθουσας και χάζευα τη φωτιά στο τζάκι. Οι μαλακίες που έλεγαν με νανούριζαν κάπως. Δεν ξέρω ποια στιγμή αντιληφθήκαμε πως είχε γίνει διακοπή ρεύματος. Κάποιοι χαμογέλασαν καθησυχαστικά- εγραφαν για περιπέτειες και τώρα επιτέλους ζούσαν μία: χιονοθύελλα και ταυτόχρονη διακοπή ηλεκτροδότησης. Εγώ το ήξερα, καιρός να το μάθουν και αυτοί: οι συγγραφείς αστυνομικών πάσχουν από παντελή έλλειψη φαντασίας.
Άρχισαν όλοι να προσπαθούν να πάρουν τηλέφωνα στα κινητά τους- κανείς μας δεν είχε σήμα.
«Μην αγχώνεστε», είπε ο Χάρης «ο δήμος θα στείλει τα γκρέιτερ στο πιτς φιτίλι.»
Προφανώς το Πιτς Φιτίλι είναι περιοχή σε άλλη μεριά του Χελμού γιατί προς εμάς δεν ήρθε κανένα.
Το χειρότερο ήταν πως είχε χαθεί η σύνδεση στο διαδίκτυο- και έτσι δεν μπορούσαν να ποστάρουν την «άγρια ομορφιά» και την «περιπετειούλα» τους. Τα χαμόγελα κόπηκαν όταν άρχισε να σκοτεινιάζει. Φάγαμε τα καρύδια που οι περισσότεροι είχαμε αγοράσει από τα Καλάβρυτα για σουβενίρ την προηγούμενη.
Τότε ο Μάρκαρης πρότεινε να παίξουμε ένα παιγνίδι. Όλοι πάντα έκαναν ό,τι τους έλεγε ο Μάρκαρης γιατί ήταν ο μόνος που είχε βγάλει παραδάκι απ’οσα έγραφε και είχε γνωρίσει προσωπικά μεγάλους συγγραφείς, ασχέτως αν το μόνο που σχολίαζε γι’αυτούς ήταν οι μαγειρικές τους ικανότητες.
Το παιχνίδι λεγόταν «πώς θέλεις να πεθάνεις;» Κάθε συγγραφέας έπρεπε να προτείνει έναν τρόπο σύμφωνα με το ταπεραμέντο του.
«Εγώ θέλω να με κλείσουν σε ένα αποστακτήριο», είπε ο Μάρκος Κρητικός «Αν παίζει και τζαζ, τόσο το καλύτερο.»
Όλοι χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Καλέ τι γουστόζικο παιχνίδι ήταν αυτό.
«Εγώ θέλω να με λιθοβολούν με LP», είπε η Χίλντα Πανοπούλου.
«Και πώς θα χωράνε τα βινίλια στη χούφτα τους;» τη ρώτησε ο Χάρης. Ο Χάρης ήξερε να γειώνει ακόμη και μονόκερους σε οργασμό. Όλοι γέλασαν.
«Εγώ θέλω να με κλείσουν σε ένα pet shop και να αφήσον ελεύθερα τα τρωκτικά», είπε ο Μίνωας Ευσταθιάδης.
Μερικοί χειροκρότησαν. Φιλόζωοι σου λέει μετά.
«Εγώ θέλω να με πετάξουν από τις σκάλες του 5ου ορόφου της Νομικής», είπε ο Μακρυγιαννάκης. Κανείς δεν αντέδρασε. Τότε αυτός συνειδητοποίησε πως μιλούσε στα γαλλικά. Πήγε να πει κάτι, όμως πετάχτηκε η Ευτυχία Γιαννάκη.
«Εγώ θέλω να πεθάνω φορώντας γυναικεία ρούχα», είπε «σαν τον Ταχτση.»
«Εγώ θέλω να με σκοτώσουν όσοι αδίκησα στις κριτκές μου», είπε ο Φίφης. Ο Φίφης ήταν η αδυναμία μου, ασχέτως αν σε περίπτωση που κάτι τέτοιο γινόταν πραγματικότητα, ο συνωστισμός θα θύμιζε περισσότερο διαδήλωση.
«Εγώ πιστεύω πως θα με σκοτώσουν οι συνεργάτες του Αναγνώστη.» είπε ο Γιάννης Μπασκόζος. «Καμιά φορά τους καταπιέζω υπερβολικά. Πάω στοίχημα πως αν έγραφαν αστυνομικές ιστορίες θα με έβαζαν μέσα χωρίς λόγο μόνο και μόνο για να μου συμβεί κάτι κακό. »
«Εγώ δεν σας λέω, θα χαλάσει το σασπένς», είπε ο Καλφόπουλος «Αν θέλετε να μάθετε πάρτε το επόμενο πολάρ.» Το περιοδικό του δεν ήταν άσχημο, το τιράζ του πάντως χωρούσε στη τσέπη μου.
Ξαφνικά όλα πάγωσαν. Λες και ήταν χορογραφημένοι, στράφηκαν όλοι προς τον Μάρκαρη.
Αυτός χαμογέλασε πονηρά.
«Το πιθανότερο είναι να με σκοτώσει η ημερομηνία γέννησης μου», είπε «Και συγκεκριμένα η χρονιά».
Αν νομίζετε πως όλα αυτά είναι ηλιθιότητες, πού να δείτε τι πρότειναν τα πλέον δημιουργικά (και καλά) μυαλά της χώρας, όταν ξημέρωσε η παραμονή Χριστουγέννων και αφού είπαμε ειρωνικά τα κάλαντα, έγινε προφανές πως δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί. Η θερμοκρασία στο λόμπι ήταν πλέον σίγουρα μονοψήφια, τα τζάκια είχαν σβήσει εδώ και ώρες- είχαμε κάψει όσες καρέκλες και τραπεζάκια υπήρχαν, εισπέοντας με ευγνωμοσύνη τις αναθυμιάσεις από τα βερνίκια τους.
Ανάμεσα στις προτάσεις που έπεσαν ήταν: να κάνουμε τα στρώματα έλκυθρα και να τσουλήσουμε μέχρι τα Κάλαβρυτα να γράψουμε SOS στον πάγο με τα γυμνά κορμιά μας για αντίθεση στο λευκό του χιονιού, να κάψουμε ένα κτίριο ώστε να έρθει η πυροσβεστική, οι μόνοι διασώστες που ξέρουν τη δουλειά τους, να περπατήσουμε μέχρι το χιονοδρομικό κια να κλέψουμε τζετ σκι και η μεγαλύτερη ηλιθιότητα όλων να περιμένουμε εκεί που ήμαστε.
Κάναμε υπομονή όλο το ρεβεγιόν- ο καθένας αποφάσισε να νας διηγηθεί την αγαπημένη του αστυνομική ιστορία με δικά του λόγια. Δεν περιμένατε από εμένα να το ακούσετε αλλά οι συγγραφείς αστυνομικών δεν διαθέτουν το παραμικρό ταλέντο στην αφήγηση. Είχαμε μόνο έναν φακό που τον φυλούσαμε για αργότερα και έτσι καθόμασταν στα σκοτεινά. Το λευκό του χιονιού αντανακλούσε το φως του φεγγαριού και το σκοτάδι δεν ήταν απόλυτο. Τυλίχτηκα σε μια κουρτίνα που ξεχαρβάλωσα από ένα παράθυρο και προσπάθησα να κοιμηθώ.
Όταν ξημέρωσαν Χριστούγεννα ήταν πλέον προφανές πως αν δεν γινόταν κανένα θαύμα ήμασταν χαμένοι γιατί κανείς δεν μας θυμόταν- δίκαιη τιμωρία αφού στις δόξες μας και εμείς δεν θυμόμασταν κανέναν. Επικράτησε πανικός. Οι μισοί ήθελαν να φύγουν τρέχοντας, οι άλλοι μισοί τους συγκρατούσαν. Ο ένας προσέβαλε το έργο του άλλου- λογοκλόπε! Ατάλαντε! Δεύτερη! Έβριζε ο ένας τον άλλον. Ήταν ότι πιο διασκεδαστικό είχα δει στη ζωή μου.
Προς το μεσημέρι αποφασίστηκε έξοδος. Τυλιχτήκαμε σε ό,τι θα μπορούσε να μας ζεστάνει- χαλάκια, πετσέτες, κουρτίνες, ριχτάρια. Βγήκαμε έξω. Το χιόνι ξεπερνούσε σε ύψος 10χρονο παιδί. Προσπαθούσαμε να ανοίξουμε δρόμο όπως μπορούσαμε. Ήταν προφανές πως θα μας έπαιρνε ώρες να διανύσουμε τα 14 χλμ μέχρι τα Καλάβρυτα. Κάθε σφάλμα θα ήταν μοιραίο.
Εκτός από εμένα που είχα προλάβει να φορτίσω ελάχιστα το κινητό μου στο μοναδικό power bank, κανείς δεν είχε τηλέφωνο που να δουλεύει. Βασιζόντουσαν πάνω μου.
Με έπιασε το παράπονο. Όχι για την ευθύνη. Αλλά για την ειρωνεία. Δεν ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να την απολαύσω.
Ευρηματικότητα μηδέν. Το είχα καταλάβει και από τα βιβλία τους. Μόνο τυφλή εμπιστοσύνη στην πεπατημένη. Μια από τα ίδια ξαναζεσταμένο. Τώρα η πεπατημένη είχε καλυφθεί από το χιόνι. Μήπως ζητούσα πολλά; Αλλά αν δεν ήταν αυτοί υπεύθυνοι για τη λαϊκή αφύπνιση, ποιοί ήταν;
Νύχτωνε. Το κινητό μου έσβησε, πρόλαβα να δω όμως πριν σβήσει πως τα Καλάβρυτα ήταν αριστερά μας.
«Εδώ δεξιά» τους είπα.