Σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα! (διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

0
111
Spread the love

 

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ

Η κυρία Μίνα Πανάγου, εβδομήντα έξι ετών, καθόταν στη σαλοτραπεζαρία του διαμερίσματός της, κρατούσε ένα φλιτζανάκι με τα υπολείμματα του πρώτου καφέ της ημέρας και, πραγματοποιώντας με το χέρι της μικρές κυκλικές κινήσεις μερικά εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του τραπεζιού, παρατηρούσε τα ίχνη που άφηνε κατά τη μετατόπιση του το παχύρρευστο σκούρο κατακάθι στα λευκά και λεία πορσελάνινα τοιχώματα.  Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει ακόμη πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθως, είχε φορέσει το καλό της φουστάνι, είχε περάσει αρκετή ώρα όρθια μπροστά στον καθρέπτη της ντουλάπας προβάροντας εκφράσεις του προσώπου και κινήσεις των χεριών, και τώρα περίμενε να υποδεχτεί καταλλήλως τα πρώτα παιδάκια που θα της  χτυπούσαν το κουδούνι για τα κάλαντα.

«Χριστούγεννα πάλι αύριο. Τα σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα!», μονολόγησε κοιτάζοντας το παλιό ρολόι στον τοίχο. Κόντευε έντεκα. «Ούτε ένα πιτσιρίκι δεν έχει φανεί από το πρωί. Απορώ, ειδική πρόσκληση θέλουν, φέτος;», παραπονέθηκε μεγαλόφωνα και, αμέσως μετά σηκώθηκε, διέσχισε το δωμάτιο σπρώχνοντας με το λιπόσαρκο σώμα της τον πηχτό αέρα που λίμναζε εκεί μέσα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έπειτα πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε έναν δεύτερο καφέ, επέστρεψε στη σαλοτραπεζαρία και άρχισε να τον πίνει κι αυτόν, με πιο αργές γουλιές σε σχέση τον προηγούμενο, με τα γέρικα δάκτυλά της να χτυπούν νευρικά στο νάιλον που προστάτευε το παλιό τραπεζομάντιλο από τους λεκέδες και τη σκόνη.

«Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία αυτές τις μέρες», σκέφτηκε όσο το βλέμμα της περιφερόταν στο σαλόνι με τα παλιομοδίτικα βαριά έπιπλα. «Οι άνθρωποι προσποιούνται ότι ξεχνούν  τα προβλήματα τους, τα στολίζουν με γιρλάντες και τα παραχώνουν σε λόφους από γλυκά και φαγητά. Επιχειρούν να γιορτάσουν πάση θυσία, με όποιον τρόπο μπορούν, αλλά κατά προτίμηση όπως οι περισσότεροι: ξοδεύοντας χρήματα, χρόνο και ενέργεια. Ποιος βλάκας πιστεύει ότι αν τυλίξεις με λαμπιόνια τον πόνο σου αυτός λιγοστεύει; Ακόμη κι αν φωτίσεις με ένα φαιδρό φως ό,τι σε κάνει να υποφέρεις, σπανίως γελάς μαζί του. Μάλλον αυτό γελάει με εσένα. Άσε που κάποιες φορές, μετά από κάτι τέτοιο, καταλήγεις να πονάς ακόμη χειρότερα, ιδίως αν κατανοείς πλήρως τον χοντροκομμένο μηχανισμό πίσω από τη συλλογική χαρά ή αν δεν διστάζεις να ξεμπροστιάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και τότε βουλιάζεις σε ακόμη βαθύτερο σκοτάδι από εκείνο που σε αγκάλιαζε πριν προσπαθήσεις να ξεφύγεις…

»Ναι, όλοι τη χαρά αναζητούν τα Χριστούγεννα. Σκάβουν να βρουν λίγη αισιοδοξία στο μαύρο χώμα στο οποίο είναι θαμμένοι μέχρι τον λαιμό, με τα άκρα τους παγιδευμένα και με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Αισιόδοξοι κατά παραγγελία, για μερικές μόνο μέρες, κι ύστερα επιστροφή στη θλιβερή ρουτίνα. “Αγάπη, πίστη, ελπίδα”, λέει… Αηδίες! Η ζωή δεν είναι παρά ένα τρένο, που κινείται σε σταθερή τροχιά. Τα βαγόνια του είναι υπερβολικά γεμάτα με ξένους και εχθρικούς μεταξύ τους επιβάτες, με πορτοφολάδες, με εφαψίες, με βρόμικες τουαλέτες και ακριβό εισιτήριο. Τελικός προορισμός η ανυπαρξία. Κάθε επαφή με τους συνταξιδιώτες είναι για εσένα τόσο αναπόφευκτη και ανυπόφορη, όσο ανυπόφορος είσαι και εσύ για αυτούς. Κοιτάζεοντας καμιά φορά έξω από το παράθυρο, μπορεί να τύχει να δεις ένα ωραίο τοπίο, μια καταπράσινη πλαγιά, μια παραλία με λευκή άμμο και γαλάζια νερά, ένα ηλιοβασίλεμα, και τότε πιστεύεις ότι αυτό έψαχνες από την αρχή της διαδρομής, ότι εκεί είναι που επιθυμείς να κατεβείς και να ζήσεις για πάντα, ότι αυτό επιθυμούσες από την αρχή! Ωστόσο, το τρένο δεν σταματά να κατέβεις, κάποιος χοντρός επιβάτης σηκώνεται και σου κόβει τη θέα με τον πισινό του, κάποιος άλλος σε επαναφέρει στην πραγματικότητα τραβώντας το κουρτινάκι επειδή τον ενοχλεί το φως ή μπαίνει ξαφνικά ο ελεγκτής και διαπιστώνει ότι έχεις κόψει λάθος εισιτήριο και είτε θα έπρεπε να βρίσκεσαι σε υποδεέστερη θέση, στο βαγόνι με τα μοσχάρια και τα λοιπά κτήνη, ας πούμε. Τα σιχαίνομαι τα τρένα. Ακόμη πιο πολύ, βέβαια, σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα! “Αγάπη και ελπίδα”… Ένα προκαθορισμένης διάρκειας διάλειμμα, μια κακοσκηνοθετημένη και κακόγουστη χορογραφία, μετά το τέλος της οποίας σβήνουν τα φώτα και τα πάντα φαίνονται ακόμη πιο ζοφερά και ψεύτικα από πριν.»

Τις ίδιες σκέψεις σε μικρές παραλλαγές πραγματοποιούσε τέτοια εποχή εδώ και χρόνια η Μίνα Πανάγου. Συνηθισμένη σε μια άγρια μοναξιά, επέμενε να διάγει τον βίο της σταθερά σε σύγκρουση με όσους ανθρώπους τύχαινε να βρεθούν κοντά της. Για εκείνην, η αποδόμηση του πνεύματος των Χριστουγέννων αποτελούσε μια τόσο σπάνια πηγή ικανοποίησης, ώστε, παρότι επέμενε με λύσσα πως απεχθανόταν τις γιορτές, είχε παραδόξως καταλήξει να ανυπομονεί για την άφιξη τους. «Πού θα πάει, όλο και κάποια παιδάκια θα έρθουν για τα κάλαντα. Πάντα έρχονται. Και όταν έρθουν θα τους δείξω εγώ. Θα τους δώσω ένα καλό μάθημα», σκέφτηκε και χαμογέλασε σαν να έβλεπε ήδη μπροστά της αυτό που θα συνέβαινε. Το κουδούνι θα χτυπούσε, εκείνη θα άνοιγε ντυμένη με το καλό της φουστάνι, και θα έβλεπε μπροστά της ένα, δυο ή περισσότερα πιτσιρίκια με τρίγωνα στα χέρια, με κασκόλ στα τρυφερά τους λαιμουδάκια, με χαμόγελα στα γλυκά τους πρόσωπα. «Να τα πούμε;», θα ρωτούσαν. «Να τα πείτε, να τα πείτε», θα τους απαντούσε μειλίχια. Και εκείνα θα άρχιζαν να τραγουδούν, η ίδια θα στεκόταν χαμογελαστή στην πόρτα και θα τα άκουγε. Μόλις τελείωναν το τραγούδι θα της εύχονταν «Και του χρόνου!» και, σύμφωνα με το έθιμο, θα περίμεναν να τους δώσει χρήματα. Αντί γι’ αυτό, όμως, εκείνη θα συνοφρυωνόταν, θα τα κοιτούσε βλοσυρά στα μάτια ένα ένα, σχεδόν με κακία, κι ύστερα θα τους έκλεινε με δύναμη την πόρτα στα μούτρα, κολλώντας αμέσως το πρόσωπό της στην πόρτα για να απολαύσει αθέατη από το ματάκι το θέαμα των χαμόγελων που σίγουρα θα έσβηναν.

«Έτσι θα μάθουν μια ώρα αρχύτερα ότι, ακόμη και αν τα πράγματα φαίνονται ευνοϊκά και όλα μοιάζουν προσυμφωνημένα, η ζωή μπορεί μερικές φορές να είναι άδικη· ότι οι κανόνες δεν τηρούνται πάντα· ότι ακόμη και τα Χριστούγεννα, παρά τη χροχή από γλυκανάλατα λόγια για “Αγάπες και ελπίδες” τα πράγματα ενδέχεται να μην εξελιχθούν όπως τα περιμένει κανείς. Ναι, κάτι τέτοιο είναι δυνατό να συμβεί ακόμη και στην πνιγμένη σιρόπια καρδιά των εορτών. Και, ποιος ξέρει, ίσως με λίγο τέτοιο δηλητήριο να γίνουν λίγο πιο σκληρά, λίγο πιο νωρίς και καταφέρουν να αντέξουν περισσότερο κατά τη διέλευσή μέσα από όλο αυτό το ψέμα που τα περιμένει στο μέλλον. Μα, τι στην ευχή κάνουν και δεν έρχονται;»

Με τον δεύτερο καφέ να έχει ήδη αρχίσει να εντείνει τον εκνευρισμό της, ξαφνικά της φάνηκε ότι άκουσε ήχο μεταλλικών τριγώνων, πιθανότατα από κάποιον άλλο όροφο. Αφήνοντας το φλιτζάνι από τα χέρια της, πετάχτηκε έξω και έσκυψε από την κουπαστή της σκάλας, δίχως ωστόσο να δει ή να ακούσει αυτό που έψαχνε. Γυρνούσε απογοητευμένη στο διαμέρισμά της όταν είδε με τρόμο την εξώπορτα να κινείται από το ρεύμα αέρα που είχε δημιουργηθεί από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα στο σαλόνι, και τελικά να κλείνει με δύναμη, αφήνοντάς την έξω, χωρίς κλειδί.

Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε δίπλα στην κλειστή πόρτα, ακίνητη, εξόριστη από το ίδιο της το βασίλειο, στον διάδρομο, με το καλό της φουστάνι. Καθώς δεν είχε ούτε κινητό τηλέφωνο, άρχισε να χτυπάει τα κουδούνια των γειτόνων της από όροφο σε όροφο, εντελώς μάταια, αφού οι περισσότεροι απουσίαζαν σε διακοπές και όσοι ήταν στα σπίτια τους και καταλάβαιναν πως στην πόρτα τους βρισκόταν εκείνη, φαινόταν πως φοβόντουσαν να της ανοίξουν, γνωρίζοντας πως ‒ιδίως αυτές τις ημέρες‒ ήταν ακόμη πιο εχθρική απ’ ό,τι συνήθως και τα έβαζε με όλο τον κόσμο για ψύλλου πήδημα. Αποκαμωμένη από την προσπάθεια η γυναίκα επέστρεψε έξω από την κλειστή πόρτα του διαμερίσματός της και κάθισε στη σκάλα, αδιαφορώντας που έτσι λέρωνε το καλό της φουστάνι ‒ αφήνοντας αναξιοποίητη την ευκαιρία να κατηγορήσει για μια ακόμη φορά το συνεργείο καθαριότητας για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του. «Τα σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα!», επανέλαβε, ακουμπώντας το κεφάλι στον τοίχο και νιώθοντας τη δροσιά του στο  μάγουλο της. Με τα μάτια κλειστά άφησε τη σκέψη της να ταξιδέψει στο παρελθόν, ως εκείνη τη μακρινή παραμονή Χριστουγέννων όταν είχαν όλα ξεκινήσει. Θυμήθηκε ότι, περίπου τέτοια ώρα, ήταν τόσο χαρούμενη και πηγαινοερχόταν ακούραστη μέσα σε ένα στολισμένο σπίτι, το οποίο μοσχοβολούσε φαγητά και γλυκά, ότι έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες για να υποδεχτεί καλεσμένους, όση ώρα περίμενε τον αγαπημένο της σύζυγο να γυρίσει από την κάβα με το κρασί που του είχε ζητήσει να πεταχτεί μια στιγμή να αγοράσει. Θυμήθηκε πώς εκείνος είχε καθυστερήσει, πράγμα πολύ παράξενο, αφού ο καλός της δεν ήταν από τους ανθρώπους που χασομερούσαν, πάντα συνεπής, πάντα μετρημένος σε όλα του, πάντα δίπλα της. Και ενώ τον περίμενε είχε ακουστεί το κουδούνι. «Τίποτα παιδιά που λένε τα κάλαντα θα είναι», είχε σκεφτεί και είχε ανοίξει χαμογελαστή την πόρτα, φορώντας το καλό της φουστάνι. Μόνο που, αντί για παιδιά, αντίκρισε έναν γείτονα από τον πρώτο όροφο, εμφανώς ταραγμένο. Εκείνος την ενημέρωσε πως ένα αυτοκίνητο είχε χτυπήσει τον άνδρα της στον δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία τους. Γέρνοντας ολόκλήρη στον παγωμένο τοίχο της ίδιας πολυκατοικίας, η Μίνα Πανάγου θυμήθηκε πως είχε τρέξει ως το σημείο του ατυχήματος, πως είχε περάσει σαν φάντασμα ανάμεσα από τους περίεργους περαστικούς και πως είχε βρεθεί δίπλα στο ξαπλωμένο στο οδόστρωμα σώμα του. Θυμήθηκε τα χέρια που τόσο σφιχτά την αγκάλιαζαν να είναι απλωμένα, άδεια, άψυχα, και εκεί παραδίπλα, το μπουκάλι από το αγαπημένο της κόκκινο κρασί, σπασμένο, με το περιεχόμενό του να έχει σχηματίσει στην άσφαλτο έναν βίαιο υγρό λεκέ Θυμήθηκε πώς τότε είχε νιώσει όλες τις υποσχέσεις για αγάπη, πίστη και ελπίδα να αθετούνται ταυτόχρονα, να μετατρέπονται σε θρύψαλα και έπειτα να πέφτουν γύρω από το σώμα του συζύγου της, ανάμεσα στα γυάλινα θραύσματα της φιάλης τα οποία τον περιέβαλλαν.

Με τα μάτια υγρά, πλημμυρισμένα από τις ανακληθείσες μνήμες, χωρίς να γνωρίζει γιατί ακριβώς, χωρίς να μπορεί να σταματήσει τον εαυτό της, η Μίνα Πανάγου άνοιξε το στόμα της και άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει δυνατά τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Η φωνή της έσπαγε εδώ κι εκεί από λυγμούς καθώς αντηχούσε σε ολόκληρη την πολυκατοικία. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θυμόταν όλα τα λόγια που από παιδί είχε να τραγουδήσει. «Και του χρόνου», ψιθύρισε στο τέλος, νιώθοντας πιο μόνη από ποτέ, κλειδωμένη έξω από ένα διαμέρισμα όπου εδώ και πολύ καιρό συστεγαζόταν με τη θλίψη της. Τότε η πόρτα του απέναντι διαμερίσματος άνοιξε σιγά σιγά και μπροστά της εμφανίστηκε ένα πεντάχρονο αγοράκι με πιτζάμες, το οποίο κρατούσε αγκαλιά ένα λούτρινο λαγουδάκι και την κοιτούσε όλο απορία.  «Μην κλαις» της είπε το παιδί, και εκείνη σκούπισε υπακούοντας τα μάτια της και του χαμογέλασε.

«Μιχάλη, τι έκανες; Γιατί άνοιξες μόνος σου; Με ποιόν μιλάς;» ακούστηκε ανήσυχη μια γυναικεία φωνή, καθώς η μητέρα του μικρού, η οποία είχε μόλις κλείσει τον απορροφητήρα διακόπτοντας το μηχανικό μουγκρητό που έως εκείνη τη στιγμή δεν της επέτρεπε να ακούει κουδούνια ή τραγούδια, έτρεχε προς την εξώπόρτα. Εκεί συνάντησε το παιδί της να κάθεται στα σκαλιά δίπλα στη δύστροπη ηλικιωμένη γειτόνισσα με την οποία είχε τόσες φορές τσακωθεί στο παρελθόν για ένα σωρό ασήμαντες αφορμές.

«Τι πάθατε κυρία Μίνα, είστε καλά;» τη ρώτησε.

«Κλειδώθηκα απέξω.»

«Θα βρούμε κλειδαρά, μην ανησυχείτε. Ο καλός μας φίλος ο Πέτρος, που είναι κλειδαράς, μένει εδώ δίπλα. Τώρα αμέσως θα τον πάρω τηλέφωνο. Ελάτε μέσα να καθίσετε. Ελάτε.»

«Να μην σαν ενοχλώ», πήγε να πει, αλλά το αγόρι με τις πιτζάμες της είχε ήδη πιάσει το χέρι και την τραβούσε προς την ανοιχτή πόρτα, επιδεικνύοντας εμπράκτως αλληλεγγύη απέναντί της, αφού λίγο νωρίτερα την είχε δει να κλαίει, και καθώς κι εκείνο όταν απογοητευόταν έκλαιγε, όλο και κάτι ήξερε από αυτά τα πράγματα.

«Και του χρόνου» ευχήθηκε η κυρία Μίνα Πανάγου, ενώ σηκωνόταν κρατώντας το χεράκι του μικρού, κι ύστερα χαμογέλασε στη σκέψη ότι ίσως τελικά είχε έρθει η ώρα να δώσει στα Χριστούγεννα μια δεύτερη ευκαιρία…

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧριστούγεννα, σαν σύννεφα που σβήνουν, στη Νέα Υόρκη (του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΗ μοδίστρα (χριστουγεννιάτικο διήγημα της Αναστασίας Κάτσικα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ