«Ζουν ανάμεσά μας»: Η Μαρία Κοπανίτσα γράφει για το βιβλίο της Αλ.Χαΐνη «Μισές αλήθειες»

0
100
Marcos Montiel | Synergy Art

 

γράφει η Μαρία Κοπανίτσα

 

Συλλογή Διηγημάτων, το καθένα μισή σελίδα ως τρείς σελίδες το πολύ, στην έκταση «στο μέγεθος της παλάμης» (Γιασουνάρι Καβαμπάτα 1899-1972, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1968). Οι «Μισές αλήθειες» είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Χαΐνη.

Ενώ  γράφω τη παρουσίαση αυτή στο τραπέζι της κουζίνας στην Αίγινα, λέω δυνατἀ:  «Σκέφτομαι τώρα τον Μασκιουλή».

«Και ποιός είναι αυτός;» με ρωτάνε από μέσα.

Υπάρχει; Υπήρξε; Ή είναι επινοημένο όνομα;

Πολλή πληροφορία μας δίνει η συγγραφέας, όμως.

Για τη «Γυναίκα του μπαμπά», στην 3η ιστορία, τη «Θεία τη Βικτωρία», τη θεία Άστα Λα Βίστα ή Άστα να Πάνε.

Μήπως επειδή είναι πυκνές οικογενειακές εντυπώσεις μου φαίνεται πως τρέχουν με τέτοιο ιλιγγιώδη ρυθμό;

Από πού ξεπήδησαν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες και τα συμβάντα;

Στο «Σπυρί, το μακαρόνι», η Χαΐνη μιλάει για τη Σάσα, την αδελφή της Κερκυραίας προγιαγιάς της Βέρας, και πελαγώνω με τις συγγένειες.. Μάλλον κυριολεκτικά γράφει, σκέφτομαι αρχικά μέσα στην αφέλειά μου.

Το ύφος του Γιαπωνέζου συγγραφέα Καβαμπάτα όμως, που κατά την Αλεξάνδρα Χαΐνη είναι πρότυπο για το δικό της βιβλίο, έχει κατά την Βικιπέντια περισσότερο να κάνει με το συναίσθημα παρά με την έκβαση των ιστοριών. Οι ιστορίες σίγουρα αφορούν τη Χαΐνη προσωπικά.

Στέκομαι στο διήγημα «Η Γόνη στο μπαλκόνι». Μελαγχολικό κείμενο με τον Μασκιουλή . Όπως θα δείτε, είναι μια πολύ ανθρώπινη ιστορία αγάπης με τίτλο παιχνιδιάρικο. Η Γόνη κανονικά λέγεται Αντιγόνη και τώρα στα γεράματα τα γόνατά της (εξού το Γόνη) είναι κατεστραμμένα. Αυτή η ιστορία αγάπης είναι ιδιαίτερα συγκινητική. Μου αρέσει ιδίως το τέλος της όπου φτάνει ταχυδρομικά μια έκπληξη στη Γὀνη μετά τον θάνατο του Λολή αλλιώς Μασκιουλή. (Βλέπετε έχω εμπλακεί άθελά μου στον κόσμο της Χαΐνη). Αφού έχει λάβει το ερωτικό γράμμα και το σημαντικό δώρο του μακαρίτη (θα διαβάσετε τι είναι, δεν χαλάω την έκπληξη), κάθε ανατολή του ήλιου και κάθε βράδυ αφού ρίξει στο ποτάμι την πρώτη γουλιά, η Γόνη πίνει ένα ποτήρι κακοτρύγη, όπως το λέει η συγγραφέας σε δημώδη γλώσσα.

Πάντα παίζει το συναίσθημα. Η σχέση με τους χαρακτήρες μπορεί ίσως να είναι μυθοπλαστική δεν παύει να είναι προσωπική· και αναφερόμενη σε προσωπική σχέση δεν εννοώ βέβαια αυστηρά οικογενειακή.

Η φινέτσα της ιστορίας του Μασκιουλή και της Γόνης και η ταχύτητα απόδοσης εντυπώσεων του βιβλίου εν γένει, δείχνει συμμετοχή με λογοτεχνικό παλμό.

Η ομότιτλη ιστορία, το κρυπτικό «Μισές αλήθειες», είναι καθαρά αυτοβιογραφική. Είναι όμως και απόκρυφη ως προς τα συναισθήματα που υπάρχουν πίσω από τα πολύ ξεκάθαρα γεγονότα. Τελειώνει…

«Δεν τα ξανάδα τ’ αγόρια ποτέ. Ούτε εκείνα με αναζητήσανε. Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα μόνο πως ανοίξανε ένα ιπποφορβείο. Κι απ’ τη φοράδα, ούτε κουβέντα». Μας αφήνει με ένα γλυκόπικρο συναίσθημα.

Ακολουθεί «Το χέρι της Χριστίνας»:

«Τη θυμάσαι τη Χριστίνα;»

«Την ποια;»

«Αυτήν που ήσασταν μαζί στο σχολείο».

«…»

«Το ξέρεις ότι τον παντρεύτηκε τον τύπο;»

«Ποιον τύπο;»

«Εκείνον ντε που ξεροστάλιαζε κάθε απόγευμα έξω από το φροντιστήριο;»

«…»

«Που μετά την ακολουθούσε μέχρι το σπίτι της;»

«Α».

«Κι εκείνη δεν τόλμαγε να του πει να πάει στον διάολο γιατί ήτανε ένα παιδί γλυκό και ντροπαλό…»

«…»

«Μέχρι που μια μέρα τής μίλησε…»

«Και τι της είπε;»

«Ότι την αγάπαγε κι ότι, αν δεν τον αγάπαγε κι εκείνη, θα ’πεφτε στις γραμμές του τρένου».

«Ποιου τρένου;»

«Τρόπος του λέγειν».

«…»

«Τελικά μια μέρα βάλθηκε να περπατάει δίπλα της. Μετά άρχισε και να της μιλάει».

«Και τι της έλεγε; Ότι θα πέσει στις γραμμές του τρένου;»

«Όχι, ρε. Διάφορα. Για τη ζωή του, για τα μαθήματά του, για τη μάνα του, για το σπίτι του

και τον σκύλο του».

«Πώς τον λέγανε;»

«Μαξ».

«Τον τύπο;»

«Τον σκύλο!»

«Με μπέρδεψες».

«Τον σκύλο Μαξ, τον τύπο Κωνσταντίνο».

«Ωραία. Και;»

«Ε, αφού περάσανε μια σχολική χρονιά να την πηγαίνει από το φροντιστήριο στο σπίτι –δηλαδή λίγο πριν τελειώσει το σχολείο κι αρχίσουνε οι εξετάσεις και μετά φύγουνε για διακοπές και χαθούνε–

της έπιασε το χέρι».

«Και πώς ήτανε;»

«Σαν χέρι».

«Ο τύπος. Έλεος!»

 

Παιχνιδιάρικο;

Θα το ερμηνεύσω σαν παιχνιδιάρικο αν και δεν μου ταιριάζει καθόλου αυτή η λέξη στο βιβλίο της Χαΐνη που μοιάζει να κάνει εσκεμμένες μουσικές παύσεις στον ιλιγγιώδη ρυθμό της αφήγησης. Δίνει βέβαια, όπως πρόσεξα διαβάζοντας δυνατά, μεγάλη προσοχή στη στίξη του κειμένου της.

Τελειώνοντας την ανάγνωση, καταλήγω πως οι ιστορίες δεν είναι καθόλου οικογενειακές αλλά πολύ μα πολύ προσωπικές, με έναν ρυθμό καταναγκαστικό, διάστικτο με συναίσθημα, φινέτσα αλλά και πολύ εμπεδωμένο ρεαλισμό.

Όπως καταλαβαίνω από την ταχύτητα και από ορισμένους τίτλους, με απόλαυση η Χαΐνη μας βάζει κατευθείαν στη μέση της ροής ιστοριών και εμπειριών σαν να πρόκειται για ενδιαφέροντα ανέκδοτα ενώ είναι περιγραφές οικείες για εκείνην και όχι τόσο προφανώς για εμάς, τουλάχιστον όχι για εμένα.

Οι «Μισές Αλήθειες» ανοίγουν με το «Τρεις ήτανε οι αδελφές», ένα διήγημα μισο-ονειρικό ή μισο-παραμυθένιο, μισο- προσγειωμένο. Ξεκινάει με τη μετακόμισή τους «μετά τα γεγονότα της Σταδίου», όπως λέει επί λέξει η συγγραφέας. Πιο ρεαλιστικό δεν γίνεται.

Τελειώνοντας θα αναφερθώ σε δύο ιστορίες ακόμα που αφορούν ανθρώπους ή καταστάσεις οικείες για τη συγγραφέα που όμως ήσαν τελείως άγνωστες σε μένα!

Σας Διαβάζω ένα απόσπασμα από το «Τι βλέπω από το παράθυρό μου»:

«Μικρή είχα φτιάξει ένα σχέδιο για έναν παιδικό διαγωνισμό ζωγραφικής με θέμα “Τι βλέπω από το παράθυρό μου”.

Είχα ζωγραφίσει ένα κομμάτι κήπου, μια τρίπατη πολυκατοικία και ένα μακρύ σχοινί με πολλά εσώρουχα απλωμένα. Ήταν το μόνο μη ρεαλιστικό κομμάτι του σχεδίου. Το έργο μου εκτέθηκε στην παλιά Εθνική Πινακοθήκη.

Το τρίπατο σπίτι υπάρχει ακόμη. Ίδιο και απαράλλακτο. Εκτός από το μεγάλο δέντρο του.

Είχε πέσει στη διάρκεια μιας δυνατής καταιγίδας πριν από πολλά χρόνια. Τότε που οι καταιγίδες ήταν ακόμη ανώνυμες.»

 

Το αναφέρω και σαν ωραίο κλείσιμο ιστορίας!

Τον Αμπντουλραζάκ Γκούρνα από το διήγημα «Σειρά μου», τον γκουγκλάρω και είναι όχι μόνο υπαρκτό πρόσωπο (εμένα μου φαίνεται εξωτικός και παραμυθένιος)  αλλά, όπως μαθαίνω, είναι από τη Ζανζιβάρη η καταγωγή του, πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2021, είναι και όμορφος.

Οι ήρωες της Χαΐνη μπορεί να μην είναι συγγενείς της όπως αφελώς υπέθεσα, αλλά είναι υπαρκτοί.

ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ.

 

(*) Η Μαρία Κοπανίτσα είναι συγγραφέας.

 

Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Χαΐνη «Μισές αλήθειες» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός.

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτον Λοράν Μοβινιέ το Βραβείο Γκονκούρ 2025
Επόμενο άρθροΗ κάμερα (διήγημα του Ιγνάτη Χουβαρδά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ