Αποχαιρετισμοί στον Νιόνιο (απάνθισμα)

1
754

«Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Μια μικρή ανθολογία αποσπασμάτων από τους αποχαιρετισμούς που γράφτηκαν ήδη στο διαδίκτυο. 

 

Θόδωρος Παππαγγελής, 2017 κατά την ανάδειξη του Δ.Σαββόπουλο σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ

Κυρίες και κύριοι, ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι εδώ ως συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, μια αδιαίρετη τριάδα που κωδικοποιείται συνήθως με τη λέξη «τραγουδοποιός». Είπα «αδιαίρετη», προσθέτω το «ομοούσια» και έχω τώρα στο νου μου το ερώτημα του William Butler Yeats: πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον χορευτή απ’ το χορό του; Και, βέβαια, πώς μπορούμε να απορφανίσουμε τον στίχο από τη μουσική του; Δεν μπορούμε και δεν πρέπει, αλλά, κύριε Σαββόπουλε, η μοίρα σάς έστειλε σε άντρο και φάρα φιλολόγων, και είναι αλήθεια ότι η αρχαιογνωστική τους πτέρυγα, εδώ και αιώνες, αμαρτάνει ασύδοτη μελετώντας στίχους της Σαπφώς, του Αλκαίου, του Στησίχορου και άλλων παλαιών μεγιστάνων, ερήμην της λύρας και της μουσικής τους και χωρίς τους κυκλωτικούς χορούς που ανέδιδαν την νεανική, παρθενική ευωδία της αρχαίας εκείνης κοινότητας. Θέλω να πω ότι έχετε να κάνετε με επαγγελματίες, πωρωμένους και καθ΄ έξιν αμαρτωλούς που έχουν απωλέσει προ πολλού την αίσθηση της αμαρτίας ―για να μην πω ότι εορτάζουν την αμαρτία τους. Αλλά, βέβαια, η φωνή και το μέλος του Διονύση Σαββόπουλου είναι ουσίες ταχείας αποδέσμευσης στο μέσα αυτί μας, ταχύτερης, ασφαλώς, για τους συνεκδρομείς του ’60, για όσους συμμετείχαμε άμεσα στην αρτοκλασία του Βρώμικου Ψωμιού το ’72, για όσους βρήκαμε πρώτοι πρώτοι θέση στα Τραπεζάκια έξω το ’83, για εκείνους που αποσβολωμένοι τον είδαν φρεσκοκουρεμένο το ’89. Και επειδή τον Σαββόπουλο έτσι πολύ τον αφουγκραστήκαμε που πλήρης είναι αυτού η ακοή μας, θαρρώ ότι μπορούμε εύκολα να συμπληρώσουμε στο μέσα αυτί μας εκείνον τον ηχητικό πανδέκτη με τον φλοίσβο του Νέου Κύματος, τον λαγγεμένο νταλκά του ρεμπέτικου, τον ορυμαγδό του θρακομακεδονίτικου ροκ, εκεί όπου ο Τσιτσάνης με τον Μπομπ Ντύλαν αγκαλιά, ο Φρανκ Ζάπα παρέα με τον Μπάτη, τα χατζηδάκια και τα θοδωράκια, ροκιές βαλκανικές κι άλλα πολλά.

 

Φοίβος Δεληβοριάς, τραγουδοποιός

Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νεοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».

Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυία, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».

Γιάννης Δούκας, ποιητής

Δεν μπορέσαμε, νομίζω, ποτέ ν’ απαλλαγούμε από το βλέμμα με το οποίο τον αντικρίσαμε όταν τον πρωτακούσαμε. Ίσως και να καθηλωθήκαμε γι’ αυτό, ακριβώς, να μείναμε παιδιά απέναντί του: μυθοποιώντας, συναρτώντας, μην ξεπερνώντας, μη συγχωρώντας, επανερχόμενοι.

Κι ίσως γι’ αυτό, ακριβώς, ο θάνατός του –ο κάθε τέτοιος θάνατος– να γίνεται αντιληπτός ως ακρωτηριασμός της πρόσκαιρης ολοκληρίας που κάποτε περάσαμε για κόσμο.

Κι ας μας γνέφει από το γύρισμα του αιώνα, τότε που συνέθεσε τα τελευταία τραγούδια του, το στίγμα της δικής του εποχής, αυτής της αστραπιαίας, κατακλυσμιαίας τριαντατριάχρονης στιγμής από το “Φορτηγό” ως τον “Χρονοποιό”, το απέδωσε με τη στόφα του σπουδαίου ποιητή, του μεγαλύτερου της γενιάς του.

Και τώρα που τον ξενυχτούμε, μοιράζομαι κι εγώ αυτό εδώ, το στιχουργικά σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον, κομμάτι του, ένα, εν πάση περιπτώσει, απ’ τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού ποιήματα που μ’ έκαναν να θέλω να γράψω ποιήματα κι εγώ.(Μυστικό τοπίο)

 

Νικόλας Σεβαστάκης, Πανεπιστημιακός (lIFo)

Θυμάμαι ανθρώπους της γενιάς του να τον ορίζουν ως μια ανορθοδοξία στους Λαμπράκηδες, να τον προβάλλουν στο φως των διαδηλώσεων του ΄65. Τα πρώτα χρόνια του ΄70 με τους πειραματισμούς του ήταν αυτά που έλαμψαν, με τον ηλεκτρικό παγανισμό τους, μέσα στα δικά μας, κατοπινά όνειρα. Ύστερα ήρθαν οι κυκλωτικοί χοροί, οι κοινότητες, η αμφισβήτηση της αμφισβήτησης. Ό,τι όμως και αν υπήρξε ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε τη δόνηση, τον λοξό τόνο, μια διάθεση μεταμόρφωσης και γιορτής. Επέστρεφε σε μια πάμφωτη αυλή περιμένοντας τους φίλους, το νόημα της συνάθροισης

Σωτήρης Τριβιζάς, συγγραφέας

Κοντεύει δύο το πρωί κι ακόμα διαβάζω τις αναρτήσεις σας για τον θάνατο του Νιόνιου κι ακούω τα τραγούδια που ανεβάζετε και θυμάμαι τις μέρες και τις νύχτες που πέρασα συντροφιά μ’ αυτά τα τραγούδια. Ανάμεσα στα άλλα, θυμήθηκα και το εξής περιστατικό: είμαστε στα 1990, είναι η πρώτη χρονιά που διδάσκω. Γυμνάσιο Άσπρων Σπιτιών Βοιωτίας, έχω αναλάβει την Τρίτη Γυμνασίου κι έχω δεθεί πολύ με τα παιδιά (αρκετοί από αυτή την τάξη είναι φίλοι μου εδώ μέσα μέχρι σήμερα). Με ρωτούν, φυσικά, τι μουσική ακούω. Την άλλη μέρα πηγαίνω με το φορητό κασετόφωνο (ήταν η εποχή τους) και τους βάζω ν’ ακούσουν το “Μια θάλασσα μικρή”. Στις πρώτες νότες γελούν με τον παλιομοδίτη καθηγητή, αλλά όσο προχωράει η ακρόαση απλώνεται βαθιά συγκίνηση στην αίθουσα. Είναι καμιά τριανταριά παιδιά τρομερά συγκινημένα ακούγοντας ένα παλιό τραγούδι, ένα τραγούδι “μιας άλλης εποχής”. Επειδή η αληθινή τέχνη έχει τον τρόπο να συγκινεί πάντα.

 

Με τη γυναίκα του Άσπα, όταν παντρεύτηκαν

Δημήτρης Σωτηρόπουλος, πανεπιστημιακός

Ο δίσκος αυτός είναι ο πιο γενναίος του Σαββόπουλου αλλά και η πιο μεγάλη καμπή της καριέρας του. Έχει διηγηθεί ο ίδιος άλλωστε ότι μετά τον δίσκο αυτό θα έχανε για χρόνια το μεγαλύτερο κοινό του βιώνοντας την χλεύη και την περιθωριοποίηση. Θα έπαιζε σε άδεια μαγαζιά και άδεια γήπεδα, ενώ κανείς δεν θα ήθελε να συνεργαστεί μαζί του. Είχε «προδώσει» την Αριστερά και είναι γνωστό ότι το ιερατείο δεν συγχωρεί ποτέ κάτι τέτοιο. Κι ενώ ήξερε όταν κυκλοφορούσε τον δίσκο ότι αυτό ακριβώς θα συνέβαινε, δεν έκανε πίσω. Διότι ο καλλιτέχνης οφείλει να πει αυτό που έχει να πει, και ας μην είναι έτοιμος να το ακούσει κανείς.

 

Θάνος Κάππας, συγγραφέας

Tου χρωστάμε τη μουσική, αισθητική, γλωσσική, ποιητική αγωγή της εφηβείας μας, αγωγή σε ένα αίσθημα ελευθερίας και διαρκούς εξέγερσης, μ’ εκείνον τον απροσδόκητα ροκ ήχο που έστησε με τα Μπουρμπούλια του και έναν στίχο διεγερτικό, αινιγματικό, βαθιά ελληνικό και ερωτικό. Το ειδικό βάρος αυτής της ποίησης, γιατί περί ποίησης σπουδαίας πρόκειται, καθόρισε μια ολόκληρη εποχή και καθόλου δεν ξεθώριασε με τα χρόνια, το αντίθετο – φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στους στίχους από τα τραγούδια του που ανεβαίνουν την τελευταία ώρα. Το έργο αυτό των πρώτων του χρόνων υπήρξε ανεκτίμητο δώρο στη νεότητά μας και πνευματικό κεφάλαιο τεράστιας σημασίας για τη χώρα, τότε και τώρα και εσαεί.

Σβήνω αυτό το φως, βάλε για καφέ

Ξημερώνει, πού ‘ναι τα κλειδιά μου

Τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα

Ό,τι ζήσαμε μεσ’ στη νύχτα αυτή

Σαν σπουργίτι το τζάμι μας ραγίζει

Ραγίζει η αγάπη μας

Κομμάτια κι αποσπάσματα.

Ραγίζει κι η δική μας καρδιά, απόψε, Διονύση

Ο δίσκος- “σκάνδαλο”, Το κούρεμα

Ναταλί Χατζηαντωνίου, δημοσιογράφος

Μα ήταν από αυτές τις «πατροκτονίες», τις σκληρές που σε ακρωτηριάζουν και σ’ αφήνουν Τρίτη βράδυ, προπαραμονή της επετείου της γέννησης του Χατζιδάκι, ανήμερα του δικού του θανάτου από ανακοπή καρδιάς στα 81 του, μετά από μια μεγάλη περιπέτεια υγείας χρόνων που συμπεριέλαβε κι έναν καρκίνο, να κλαις μόνος σου στο γραφείο για εκείνον, για τα τραγούδια του που σημάδεψαν τη ζωή σου, που σε μεγάλωσαν, σε ενηλικίωσαν και ιδεολογικά, για τις βραδιές στα προγράμματά του, για τις μέρες που πέρασαν, για όσα πιστέψαμε, για όσα μας κληροδότησε (απ’ τον Πεντζίκη έως τον Γιώργο Ιωάννου και την «Εκδίκηση της Γυφτιάς»), όσα αθετήσαμε, για όσα αθέτησε ο ίδιος, που μας είχε, άλλωστε, προειδοποιήσει σχεδόν εξαρχής πως θα μας απογοητεύσει κατά καιρούς («εφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες/ κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες./ Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, σαν τρελές μέσα στην μπόρα»).

 

Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια

ο Σαββόπουλος ήταν, θα είναι για πάντα, η σημαντικότερη φωνή στην ελληνική ποίηση, από τη στιγμή που βασίλεψε η Γενιά του 30. Όχι επειδή έτσι μ’ αρέσει, αλλά επειδή έτσι είναι. Το σχολείο μας, ο δάσκαλός μας, και ταυτόχρονα ο συμμαθητής μας και η αγάπη μας. Χαίρομαι που κάπως μπόρεσαν να ειπωθούν αυτά από μερικούς από μας όσο ζούσε. Αλλά ναι, αν είμαστε και γράφουμε και μιλάμε σήμερα, σε μεγάλο βαθμό το χρωστάμε και σε αυτόν. Πιο άμεσα και με πιο προφανή τρόπο από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον. Τα άλλα όλα, τι να τα λέμε; ΑΠΕΞΩ ΤΑ ΞΕΡΟΥΜΕ. Η αγάπη είναι παντού. Τρώει τα χείλη τρώει το νου.

 

Γιάννης Πετρίδης, μουσικός/ ραδιοφωνικός παραγωγός

“Ο Σαββόπουλος φεύγει. Ας φύγει όπως θέλει και ας λέει ό, τι θέλει. Αυτά που έπρεπε, τα είπε στην ώρα τους. Το χώμα δεν ακούει τα λόγια, μόνο τα βήματα. Το χνάρι του βαθύ. Σε πενήντα χρόνια το υπαρξιακό του βέρτιγκο θα έχει ξεχαστεί και θα στέκει μόνο το Περιβόλι του, ο Μπάλλος, το Βρώμικο Ψωμί, η Ρεζέρβα, και σπουδαία τραγούδια”.

 

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο τραγουδοποιός πολλών γενεών
Επόμενο άρθροΗ μικρή αποθηκούλα του Διονύση Σαββόπουλου (της Κατερίνας Σχινά)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Διονύσης Σαββόπουλος!Μουσική και ποίηση
    “από αλλού”.Από την αρχή ως το τέλος δικός μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ