γράφουν ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Η αγορά κατακλύζεται από νέους τίτλους, οι οποίοι καλύπτουν αμέσως τους τίτλους της προηγούμενης εβδομάδας. Ζούμε σε μια αγορά βιβλίων που εκδίδει σχεδόν το ένα τρίτο των τίτλων της σε δύο περιόδους: αυτή των Χριστουγέννων και στις αρχές του καλοκαιριού. Εμείς βουτήξαμε αναγνωστικά σε βιβλία που βγήκαν το τελευταίο δίμηνο – τρίμηνο, ελπίζοντας να μη ξεχαστούν. Ιδού λοιπόν οι προτάσεις μας.
Καλές γιορτές με πολλές αναγνώσεις!
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Φάλτσα κεφαλής, Πατάκης
Ο Γ. Σκαμπαρδώνης (ο καλύτερος κατά πολλούς εν ζωή διηγηματογράφος μαζί με τον Σωτήρη Δημητρίου) εξέδωσε ακόμα μια συλλογή διηγημάτων που ξεχωρίζει. Πάντα τα βιβλία του διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα τους, τα διηγήματά του, παρά το ότι έχει δημοσιεύσει πολλά εντούτοις κανένα δεν υπολείπεται στην κλίμακα της ποιότητας που μας έχει συνηθίσει. Στη συλλογή Φάλτσα κεφαλής παρατηρώ μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη πολύ ευκρινή, όχι καινούργια αλλά πιο επεξεργασμένη στην κατεύθυνσή της. Είναι άλλης ποιότητας διηγήματα, παραμυθητικής προσφοράς και με διαφορετικό μοντέλο αφηγηματικής δομής. Είναι γνωστή η αγάπη του ΓΣ για τη φύση και τα ζώα. Έχει κτίσει δεκάδες χαρακτήρες πάνω σε αυτό το μοτίβο. Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι ένα από τα στέρεα δεδομένα της πεζογραφικής ποιητικής του. Σε αυτά τα 16 διηγήματα όμως ανατρέπει τη σχέση ανθρώπου – φύσης σε σχέση φύσης – ανθρώπου. Η φύση εδώ είναι κυριαρχική, διαμορφώνει τον άνθρωπο, υπάρχουν χαρακτήρες που σχεδόν αφομοιώνονται από τη φύση. Χαρακτηριστικό το διήγημα «Διπλός ουρανός», όπου ο Θωμάς βλέποντας την οικογένεια του βυθισμένη στα τάμπλετ παίρνει τα βουνά, δοκιμάζει να χαθεί στα πιο σκοτεινά ρουμάνια, να ενωθεί η ψυχή του με τη φύση. Τα ζώα σε αυτές τις ιστορίες είναι πρωταγωνιστές: στο «Το τραγί του Καραμπέ» και στο «Η Ομελέτα αλά Νταβέλη» δύο ζώα, ένα τραγί κι ένας σκύλος ταπεινώνουν τους ιδιοκτήτες τους με την περήφανη, καθαρή, αντιμετώπιση των δυσκολιών τους – όταν η ενσυναίσθηση υπάρχει στα ζώα παρά στον άνθρωπο. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του είναι ιδιόμορφοι έως σαλοί αλλά γήινοι, πλούσιοι σε αισθήματα, με μια δική τους διακριτή κλίμακα μέτρησης της ευτυχίας. Ξεχωρίζει «Ο Γάντζος», ένα παραληρηματικό κείμενο για ένα γλέντι σε ένα στενό ουζερί και έναν ήρωα παράταιρο, «έμοιαζε σαν πολυέλαιος σε κελί», θα γράψει ο ΓΣ. Όπως και ο Άγγελος στο «Εργοστάσιο στο Χρούσου», ένας παράταιρος που ζει με τα ελάχιστα στα χαλάσματα του εργοστάσιού, σε μια παραλία, τρώει από τη φύση, είναι ένα μαζί της, και χαίρεται μια ζωή που γνωρίζει ότι σε λίγα χρόνια ο παράδεισος του θα γίνει ξενοδοχεία και ξαπλώστρες. Συλλεκτική σκηνή όταν κολυμπάει ύπτια καπνίζοντάς παραδομένος στη νιρβάνα της θάλασσας.
Ο Σκαμπαρδώνης έχει αλλάξει το ύφος του σε αυτά τα κείμενα, είναι πιο γλυκός και αυτό το βλέπει κάποιος που παρατηρεί το έργο του στο τέλος των διηγημάτων. Λείπουν εκείνα τα ξαφνιάσματα που έκανε στα προηγούμενα, τώρα τα διηγήματα του τελειώνουν με μια ηρεμία, κατευναστική, νηφάλια, παραμυθητική. Μεγάλη προσφορά! (Γ.Ν.Μ.)
Χρήστος Βακαλόπουλος, Υπόθεση μπεστ σέλλερ και Οι πτυχιούχοι, και Νέες αθηναϊκές ιστορίες , Εστία
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956–1993) θα δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα Υπόθεση μπεστ σέλλερ (1980) και Οι πτυχιούχοι (1984), όπως και τη συλλογή διηγημάτων Νέες αθηναϊκές ιστορίες (1989). Στην πεζογραφία του Βακαλόπουλου θα παρακολουθήσουμε τον θολό και ακαθόριστο κόσμο μιας ομάδας νεαρών ηρώων, τους οποίους η αφήγηση αποδομεί μέσω μιας σταθερά ειρωνικής και αντισυναισθηματικής γλώσσας, που ενδυναμώνει και ταυτοχρόνως ξηλώνει αργά πλην εξοντωτικά τόσο το εγώ όσο και το περιβάλλον του. Η σε όλους τους τόνους διακηρυγμένη απόδραση από τη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, σε αντίστιξη με το ανυποψίαστο και τη μακαριότητα της παιδικής ηλικίας, αλλά και σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ενός κινηματογραφικού στυλ αφήγησης, καθώς και μιας ποιητικότητας της γραφής, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά στην πρόζα του Βακαλόπουλου, που επιδιώκει να ελαφρώσει τα πράγματα από τη θαμπή μεγαλοσύνη και τον δήθεν βαρύ οπλισμό τους. Μιλάμε για το κλίμα των νέων πεζογράφων εκείνης της δεκαετίας, κλίμα ατομοκεντρικό, αντισυμβατικό και ενπολλοίς παρωδιακό, όπου τα συλλογικά μεγέθη τείνουν να αποκτήσουν τη μορφή κωμωδίας ή φάρσας. Μέχρι τον θάνατό του ο Βακαλόπουλος θα δημοσιεύσει ένα μόνο ακόμα βιβλίο, τη Γραμμή του ορίζοντος (1991), που επανακυκλοφόρησε το 2024 από την Εστία. Εκείνο το οποίο θα κυριαρχήσει εδώ θα είναι ένα διάχυτο αίσθημα νοσταλγίας για το ραδιόφωνο, το ροκ και τις κινηματογραφικές αίθουσες της αθηναϊκής δεκαετίας του 1960 (η ηρωίδα αγωνίζεται να ξεπεράσει την πρόσφατη διάλυση του γάμου της, ανατρέχοντας, όπως ακριβώς θα το περιμέναμε στην περίπτωση του Βακαλόπουλου, στα παιδικά της χρόνια). Από τον χαριτωμένο και χαλαρό βηματισμό των πρώτων έργων του ο Βακαλόπουλος περνά σε μια κάπως δραματική αντιπαραβολή του μυθικού παρελθόντος, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η ελληνική Ανατολή, με το άχρηστο και αδειασμένο παρόν. Έτσι, η αγαθή ομοθυμία της αθηναϊκής γειτονιάς θα αντιπαρατεθεί στον μηχανικό πολιτισμό της τηλεόρασης (βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τον ψηφιακό πολιτισμό και από την επικοινωνία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης). Τη μήνιν του Βακαλόπουλου θα εισπράξει επίσης το «ξανθό» γένος της Ευρώπης σε ένα κλίμα όπου είναι πιθανόν να αναγνωρίσουμε κάποιους τόνους από το τότε ισχυρό ρεύμα της νεορθοδοξίας. Με την ευφυή δροσιά της αφήγησης στα πρώτα του βιβλία, αλλά και με τα αντιθετικά σχήματα της Γραμμής του ορίζοντος, όπου θα χρειαστεί να συνυπολογίσουμε και μια στρατηγική πυκνά μετατονισμένων επαναλήψεων, ο Βακαλόπουλος θα προσφέρει διττή φωνή στην εποχή του, ικανοποιώντας τόσο την ανάγκη για αμφισβήτηση του βάρους που έριξε στους ώμους της Μεταπολίτευσης η μεταπολεμική υπερφόρτωση της πολιτικής και της Ιστορίας όσο και τον πόθο για την καταφυγή σε έναν διαφορετικό μύθο, τον μύθο μιας έστω χαμένης δια παντός αυθεντικότητας. (Β.Χ.)
Οι ιστορίες του Μισέλ Φάις στο μυθιστόρημα Αμήν, εκδόσεις Πατάκη, αποτελούν πιθανές εκδοχές θανάτου του εαυτού και των λιγοστών συνομιλητών του. Είναι ακόμα πυρετικοί εσωτερικοί μονόλογοι σταθερά στραμμένοι στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, φάσματα τρίτων εγώ που παλεύουν μέχρι εξοντώσεως με τον εαυτό, καθώς παραμένει αναμφίβολα ο κεντρικός πρωταγωνιστής, αποπνικτικές επαναλήψεις και ανακυκλώσεις με ψυχαναλυτική έννοια, ελεύθεροι κρίκοι μιας σπασμένης και οιονεί μυθιστορηματικής αλυσίδας σε ένα χάος από το οποίο η γνώση, η συνείδηση και η αλήθεια έχουν αποδράσει δια παντός μαζί με την παρηγορία της οποιασδήποτε μυθοπλασίας. Είναι, όμως, εκ παραλλήλου οι ίδιες ιστορίες και εκκρεμείς χειρονομίες προς τον άλλο, αγώνας και επιθυμία συμβίωσης (έστω και εκ προοιμίου ακατόρθωτης), νευρωτικό γέλιο και υστερική χαρά, πόθος για συνένωση σωμάτων και άγχος να μη χαθούν κάποια ψίχουλα του Θεού, ακόμα κι αν τα έχουν μαγαρίσει η ακόρεστη πείνα και η παραφουσκωμένη χόρταση του εαυτού, που είναι ίσως καιρός να ακουμπήσει το ρημαγμένο σαρκίο του σε μια λιγότερο σκληρή πέτρα. (Β.Χ.)
Νίκος Αδάμ Βουδούρης, Πολλών ετών αγόρι, Πατάκης
Μετά από χρόνια από το πολύ ωραίο μυθιστόρημά του Καϊάφας (2016) ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης επανέρχεται με 14 διηγήματα που διαθέτουν όμως μια ενιαία σχεδόν θεματική: τα νεαρά αγόρια σε δύσκολες μεταβατικές καταστάσεις. Κάποιοι από τους ήρωες του είναι μικρά αγόρια (του δημοτικού), κάποια μόλις γίνονται έφηβοι και άλλα τα παρακολουθούμε στη μεταμόρφωση τους σε προβληματικές περσόνες. Ο Τάκης του ομώνυμου διηγήματος ζει σε μια κακοποιητική οικογένεια και θα «ονειρευτεί» τη μαμά του να σκοτώνει τον βασανιστή της και μπαμπά του. Το αγόρι του επόμενου διηγήματος «ευδοκιμεί σε σκοτεινά και υγρά μέρη» θα φαντασιωθεί να σκοτώνει τον νάρκισσο πατέρα του με μια τσουγκράνα. Οι ήρωες του αργότερα μεγαλώνουν αποκτούν φιλενάδα, η οποία είναι κολλημένη με την μαμά και τον μπαμπά, και δεν το αντέχουν. Ο Στάμος, νεαρός άνδρας, πρωταγωνιστής σε σαπουνόπερα, θα προσπαθήσει να ταιριάξει με μια φιλική του οικογένεια και τον βαφτισιμιό του αλλά μοιάζει ξένος, παράταιρος. Η αναζήτηση ταυτότητας κυριαρχεί σε αρκετά διηγήματά όπως π.χ. στο «Veronika Φως», όπου ένα αγόρι που ατυχεί να γίνει ποδοσφαιριστής ανακαλύπτει την τρανς ταυτότητά του μέσω του διαδικτύου. Όπως και στο μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή: Ο ήρωας Ανδρέας περνάει δύσκολα χρόνια φροντίζοντας την κατάκοιτη μητέρα του, θα προσπαθήσει να ξεφύγει όταν γραφτεί σε δραματική σχολή να γίνει ηθοποιός. Αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με τον φροντιστή/ μασέρ της μητέρας του, νιώθει ασφυξία παντού, το τέλος του θα είναι κοινό με την μητέρα του. Σε όλα τα διηγήματα η σχέση των γονιών με το παιδί τους είναι καταπιεστική, ασφυκτική, αφυδατωμένη, ναρκισσιστική. Ο Νίκος Βουδούρης δοκιμάζει μυθοπλαστικά τα όρια της αντοχής των καταπιεσμένων αγοριών / ηρώων του. Τα αγαπάει, τα φροντίζει αλλά δεν τα αντέχει να ζουν μια τέτοια ζωή. Καταγγέλλει ότι η πατριαρχία καταπιέζει εξίσου κορίτσια και αγόρια και αυτό το δίνει με μυθοπλαστική δύναμη μέσα από ιστορίες που θέλγουν ακόμα και όταν τυραννιούνται οι αγαπημένοι του ήρωες. (Γ.Ν.Μ)
Αταλάντη Ευριπίδου, Εκείνοι δεν έφυγαν, Πόλις
Οι συγγραφείς που κινούνται στον χώρο του μετά ή υπέρ φυσικού, του fantasy, της δυστοπίας, της παραμυθίας στριμώχνονται συχνά στα ειδικά εκδοτικά ή τις Λέσχες Επιστημονικής Φαντασίας και οι μη μυημένοι αναγνώστες χάνουν την επαφή με αξιόλογες φωνές που έχουν το «κάτι διαφορετικό». Η Αταλάντη Ευριπίδου μετά από δημοσιεύσεις σε ειδικές ανθολογίες (Ars Nocturna, Αρχέτυπο) εκδίδει το πρώτο της βιβλίο και κάνει την έκπληξη. Επτά διηγήματα μιας μεταφυσικής και παραμυθιτικής θεματικής, με δυνατή, πλαστική γλώσσα και υπέροχους χαρακτήρες. Τρία διηγήματα, όπως μας λέει η ίδια, βασίζονται σε λαϊκά παραμύθια ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται πιο κοντά σε νεότερες εποχές. Το πρώτο διήγημα με τον ποιητικό τίτλο «Πέρα απ΄τα γυάλινα βουνά, τους κοκαλένιους κάμπους» έχει για ήρωα έναν Δήμιο που σέρνει μαζί του ένα ταγάρι με το κεφάλι του σκοτωμένου αδελφού του, κάνει κολεγιά με ένα αδέσποτο ταλαιπωρημένο και μουγγό αγόρι και οι δύο μαζί αρχίζουν ένα οδοιπορικό με σκοπό να βρουν τη ψυχή τους και να ησυχάσουν. Γκόθικ ατμόσφαιρα, ιστορία ομοιάζουσα με τα μαύρα παραμύθια των Γκριμ, ήρωες που έρχονται βαθιά από τις παραδόσεις και τους θρύλους της επαρχίας. Στο «Πέντε φεγγάρια ριζιμιό» μια κατεστραμμένη ψυχή ως φάντασμα κυνηγάει τη γυναίκα της ζωής του. Ένας ομοφυλοφιλικός έρωτας την εποχή των ληστών/ανταρτών της Θεσσαλίας δεσπόζει στην «Τρισεύγενη». Στο «Μια χούφτα χώμα», μια ιστορία στη διάρκεια της Κατοχής με πόρνες που διακινδυνεύουν τη ζωή τους, η Ρόζα αν φάει χώμα και στάξει αίμα αγαπημένου/ης σηκώνεται ο δρόμος και κυνηγάει Γερμανούς. Στο «Καρφί στην κεφαλή» μια νεαρή ανύπαντρη μητέρα διαδίδει ψευδώς ότι έχει έναν ωραίο άνδρα ναυτικό για να δικαιολογήσει κοινωνικά τη θέση της, μέχρι που ο άνδρας εμφανίζεται και είναι ίδιος όπως τον έπλασε στη φαντασία της. Το μαγικό και το μεταφυσικό παίζουν ζάρια με το ρεαλιστικό στη μυθοπλασία της ΑΕ και οι κερδισμένοι εναλλάσσονται. Η γλώσσα της συγγραφέως υπηρετεί με αγάπη και λεκτική ευλυγισία την αφηγηματική δομή, περνώντας αναπάντεχα και ανείπωτα πολλές φορές, συναισθήματα στον αναγνώστη της. (Γ.Ν.Μ.)
Ερίκ Βιγιάρ, Μια αξιοπρεπής διέξοδος, μτφρ. Μανώλης Πιμπλής, Πόλις
Ο Ερίκ Βιγιάρ δεν είναι ιστοριογράφος, ούτε, όμως, και συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Έχει γράψει για τους δεσμούς των γερμανών βιομηχάνων με τον Χίτλερ, για τον πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία του αρχόμενου 16ου αιώνα, για την πτώση της Βαστίλης ή για το Βελγικό Κογκό του Λεοπόλδου, χωρίς να προσθέσει ούτε μια μυθοπλαστική πινελιά, δίχως να σπείρει ούτε μια μυθοπλαστική υπόνοια στην καυτή ιστορική του ύλη. Τα βιβλία του, παρόλα αυτά, αποτελούν χρωματισμένες και υπό γωνίαν ιστορικές αφηγήσεις. Πρόκειται για αποδόσεις των πραγματικών γεγονότων σκηνοθετημένες με έναν αέρα ζωογόνας ελευθερίας, που συνδυάζοντας άγνωστες περιστάσεις της ιστορικής καθημερινότητας με τα συλλογικά τραύματα της κάθε εποχής καταλήγουν σε μια κριτική σύνθεση από την οποία δεν λείπουν συχνά ούτε η οργή ούτε το πάθος. Μετατρέπει μια τέτοια μέθοδος τον Βιγιάρ σε στρατευμένο ή σε ταξικό συγγραφέα, όπως κατ’ επανάληψη έχει υποστηριχθεί στα καθ’ ημάς; Ναι, ο Βιγιάρ έχει θέσεις κατά της αυταρχικής εξουσίας, κατά της οικονομικής ανισότητας και κατά της αποικιοκρατίας, αλλά δεν σπαταλά τον εαυτό του καταγγέλλοντας τη δεσποτεία του κεφαλαίου και της πολιτικής του κυριαρχίας. Σκοπός του είναι πρωτίστως να δείξει τη λειτουργία της ανελέητης και εξαγριωτικής συνθήκης η οποία βρίσκεται εγκατεστημένη στην καρδιά της Ιστορίας. Αυτή τη συνθήκη παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα στο Μια αξιοπρεπής διέξοδος, μετάφραση Μανώλης Πιμπλής, Πόλις, όπου και μια πρωτοφανής αιματοχυσία, η αιματοχυσία του Ντιέν Μπιέν Φου, η οποία ξεκίνησε στη Γαλλική Ινδοκίνα τον Δεκέμβριο του 1946 και κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του 1954, οδηγώντας στην απελευθέρωση του Βιετνάμ.(Β.Χ.)
Μαρία Κοπανίτσα, Νύχια περλέ, Ποταμός
Τα Νύχια περλέ της Μαρίας Κοπανίτσα, Ποταμός, είναι ένα άθροισμα μικρών πεζών το οποίο μπορεί να διεκδικήσουν ποικίλες ειδολογικές κατηγορίες: η αυτοβιογραφία, η εξομολογητική πρόζα, το οικογενειακό χρονικό ή οι ιστορίες ερωτισμού. Κατά τα άλλα, τα Νύχια περλέ τραβούν νήματα από το σύνολο των προηγούμενων κατηγοριών, καταλήγοντας σε ένα πολυδύναμο αποτέλεσμα. Έχοντας θητεύσει στην ποίηση, η Κοπανίτσα θέλει ήδη από την πρώτη πεζογραφική της εμφάνιση να προχωρήσει σε έναν απολογισμό ζωής, εξιστορώντας τα παιδικά και τα νεανικά της χρόνια στην Αγγλία (γεννημένη στο Λονδίνο το 1956), τον καθοριστικό δεσμό με τον πατέρα της, τη γενεαλογία των οικογενειακών σχέσεων, τη σχέση της με τα αγγλικά και με τα μαθηματικά, καθώς και τις αμφισεξουαλικές της εμπειρίες. Όλα αυτά, όμως, όχι σε τάξη και σειρά, ούτε διακριτά ή σε κάποια αλληλουχία και ακολουθία μεταξύ τους, αλλά ηθελημένα ανάκατα και ατάκτως επιμερισμένα, σαν μια σπασμένη ενότητα ακαριαίων εκρήξεων με μεγάλη αφηγηματική ορμή και συμπυκνωμένη εμβέλεια. (Β.Χ.)
Moacyr Scliar (Μοασίρ Σκλιαρ), Ο Μαξ και οι γάτες, μτφρ. Γιάννης Περδικογιάννης, Μέδουσα
Έναν από τους καλούς βραζιλιάνους συγγραφείς που αγνοούμε ήρθε η ευκαιρία να τον γνωρίσουμε μέσα από ένα σημαντικό του μυθιστόρημα. Το βιβλίο Ο Μαξ και οι γάτες έχει μια προϊστορία που είχε απασχολήσει διεθνώς τον λογοτεχνικό κόσμο. Ο Γιαν Μαρτέλ, Καναδός συγγραφέας τιμάται με το Βραβείο Μπούκερ για το βιβλίο του Η ζωή του Πι, μόνο που η ιστορία του μοιάζει με το Ο Μαξ και οι γάτες. Ο Μαρτέλ δήλωσε ότι εμπνεύστηκε από το θέμα του (ένα παίδι επιβιώνει πάνω σε μια σανίδα ναυαγίου μαζί με ένα αιλουροειδές), αλλά ότι δεν είχε διαβάσει το βιβλίο απλώς μια κριτική από τον Τζον Άπνταϊκ γι αυτό. Τον Σκλιαρ ενόχλησε πιο πολύ ότι ο Μαρτέλ δεν θεώρησε πρέπον να τον ενημερώσει. Οι δύο ιστορίες εξελίσσονται διαφορετικά, στον Μαρτέλ ο Πι είναι ένας νεαρός Ινδός του οποίου η οικογένεια μεταναστεύιε στον Καναδα παίρνοντας μαζί του τα ζώα του ζωολογικού τους κήπου. Ο Μαξ του Σκλιαρ είναι ένας νεαρός γερμανός που μια ερωτική ιστορία με μια παντρεμένη (γυναίκα ενός ναζί) κυνηγημένος θα πάρει ένα πλοίο από το Άμστερνταμ να πάει στη Βραζιλία. Το πλοίο, το οποίο είχαν για να το φουντάρουν οι ιδιοκτήτες, μεταφέρει άγρια ζώα. Στο ναυάγιο πάνω σε μια σανίδα θα σωθούν ένα ιαγουάρος και ο νεαρός Μαξ. Δύσκολη συμβίωση που θα τους συμφιλιώσει η ανάγκη της τροφής για επιβίωση. Ο Μαξ θα αποβιβαστεί στο Πόρτο Αλέγκρε και θα αρχίσει μια νέα ζωή. Θα αποκτήσει ένα αγρόκτημα στο βορρά της χώρας, θα ερωτευτεί και θα κάνει οικογένεια με μια ιθαγενή. Δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του και μόλις τελείωσε ο πόλεμος επισκέφθηκε το Βερολίνο. Εκεί η παλιά του ερωμένη Φρίντα τον ενημέρωσε πως ο άντρας της που τον είχε καταδώσει στους ναζί ζει στη Βραζιλία. Ο Μαξ θα οργανώσει την εκδίκησή του. Το αφήγημα αυτό είναι μια μικρή Οδύσσεια στον μεταπολεμικό κόσμο. Ο ναζισμός δεν πέθανε στη Γερμανία, είχε προλάβει να διεισδύσει παντού και ειδικά στη Βραζιλία όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλοί καταζητούμενοι ναζιστές. Αστυνομία, δικαστήρια, δωσίλογοι και όλα όσα γνωρίζουμε και από τα δικά μας διαφέντευαν για καιρό τη βραζιλιάνικη κοινωνία. Η ιστορία του Μαξ είναι ένα παραμύθι και μια ιστορία μαζί, ένα αφήγημα για το φόβο και την ανάγκη να κερδίσεις την αξιοπρέπεια σου.(Γ.Ν.Μ.)
Νικ Χόρνμπυ, Ντίκενς και Prince. Βίοι παράλληλοι, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Πατάκης
Είναι δυνατόν να συγκατοικήσουν στην ίδια βιογραφία δυο πρόσωπα όπως ο μουσικός σταρ Πρινς (1957-2016) και ο διάσημος μυθιστοριογράφος Κάρολος Ντίκενς (1812-1870); Δεξιοτέχνης με τεράστια φωνητική γκάμα και ικανός να παίζει πολλά όργανα, συνδυάζοντας από φανκ και τζαζ μέχρι σόουλ, ποπ και νιού γουέιβ ο Πρινς` γραφιάς με τεράστιες κυκλοφορίες και μυθιστορήματα που διαβάζονται μέχρι και σήμερα ο Ντίκενς. Κι όμως, θα βρουν και οι δύο περίοπτη θέση στο καινούργιο βιβλίο του Νικ Χόρνμπυ Ντίκενς και Prince. Βίοι παράλληλοι, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Πατάκη, όπου και μια περιήγηση στη ζωή, την καριέρα και τη διάδοση της φήμης τους, πρώτα στην Αμερική και στην Αγγλία, αντίστοιχα, και ύστερα ανά την υδρόγειο για αμφοτέρους. Ο Χόρνμπυ ξέρει καλά από φήμη. Με τα μυθιστορήματά του να έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, με την αυτοβιογραφία του για το ποδόσφαιρο και με κινηματογραφικές ταινίες οι οποίες συνδεδεμένες με τα γραπτά του έχουν κατ’ επανάληψη κάνει τον γύρο του κόσμου όχι μόνο νιώθει στο πετσί του την ευεργετική της επίδραση μα και τη μυρίζεται αμέσως όταν γράφει ένα καινούργιο βιβλίο. Και αν μοιάζει πολύ πιθανόν το ακροατήριο του Πρινς και το κοινό του Ντίκενς να μη συναντηθούν ποτέ κάτω από τη στέγη του Χόρνμπυ, είναι, από την άλλη μεριά, σφόδρα πιθανότερο ακόμα και να σφιχταγκαλιαστούν στην αγρίως συγκολλητική εποχή μας. (Β.Χ.)
Ξενοφών Α. Μπρουτζάκης, Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα, Καστανιώτης
Μια οριζόντια ματιά στην περίφημη δεκαετία του ΄80 μέσα από τα μάτια μιας παρέας αργόσχολων, κατ΄επίφαση πνευματικών (ίσως πιο πολύ οινοπνευματικών) νέων της αθηναϊκής κυρίως νύχτας. Η παρέα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά: συχνάζει στα γνωστά και μη εξαιρετέα μπαρ των Εξαρχείων, ειδικά αυτά της Καλλινδρομίου και των πέριξ. Οι περισσότεροι κάπως έχουν λύσει το θέμα του καθημερινού επιούσιου (ουίσκι), ορισμένοι έχουν επάγγελμα, όπως ο πανεπιστημιακός εκ Γερμανίας Λεωνίδας που περνάει το καλοκαίρι του στην καυτή Αθήνα, ο διεθνατζής δημοσιογράφος Οδυσσέας, ο κολλητός Νικόλας, ποιητής και τυπογράφος με έρωτα για την παλιά τυπογραφική του μηχανή, ο οποίος ζήλευε όποια κοπέλα τα έφτιαχνε με τον Οδυσσέα , ο μουσικοκριτικός Στάθης με εκπομπή στο Τρίτο, με μεγάλη επιρροή στις κοπέλες, η Δέσποινα μπαργούμαν και περιστασιακή κοπέλα του Οδυσσέα, ο Στάθης, αγωνιστής στο Πολυτεχνείο, νυν πρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου και Χάρτου, τρόμος και φόβος των εκδοτών, όχι όμως και του αφεντικού του- εκδότη που τον είχε πιάσει να κλέβει και τον είχε του χεριού του. Ο Διονύσης ρήτορας εκ του προχείρου, ο φιλόσοφος –διανοούμενος της παρέας, σκηνοθέτης του εαυτού του. Στην αφήγηση περνάει η ταραγμένη εποχή του ΄80, με την τρομοκρατία, τον θάνατο του ωραίου τρομοκράτη Τσουτσουβή που εξέπληξε τους πάντες με το περιποιημένο πεντικιούρ του και την καθαρότητα του σώματός του. Ήταν η εποχή που οι τριτοδιεθνιστικές οργανώσεις ευαγγελίζονταν κάτι που δεν μπορούσε να υπάρχει, η εποχή που τα μέσα ασχολούνταν με τον απεργό πείνας που διεκδικούσε το δικαίωμα να σπουδάσει όντας φυλακή για τρομοκρατία (τι θα σπούδαζε άραγε, τραπεζική χρηματοοικονομική;), όλη η τρέλα της δεύτερης δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ που έμεινε ένα φωτεινό πυροτέχνημα πριν τα χρόνια της σύνεσης και την μετέπειτα εποχή της κρίσης. Και φυσικά τα χτυπήματα της 17 Νοέμβρη με την ευνοϊκή μεταχείριση της από τα προοδευτικά έντυπα, γεγονός που έδινε λαβή για ποικίλα σχόλια στην παρέα. Ένα κλίμα, μια εποχή, κάποιοι άνθρωποι βυθισμένοι στο ποτό και μεθυσμένοι από τον μύθο των μπητ, (λίγοι από αυτούς έχουν ξεμείνει ως γραφικά απολειφάδια και στις μέρες μας), αλλά τότε είχαν έναν δικό τους «μύθο» που τον αυτό-καλλιεργούσαν και ζούσαν υπέροχα. Γλαφυρή αφήγηση μιας εποχής και των ανθρώπων της. (Γ.Ν.Μ.)
Δήμητρα Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο, Θράκα
Τα θεματικά μοτίβα στην ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου, όπως έχει πορευτεί κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, είναι ο εκμηδενισμός της ύπαρξης, ο εγκλωβισμός του ατόμου σε έναν περίκλειστο και αδιέξοδο τόπο, από τον οποίο η οποιαδήποτε διαφυγή έχει απαγορευτεί ως παραπλανητική προσδοκία, καθώς και η απομόνωση του εγώ από όσους και όσα το περιστοιχίζουν, με συνέπεια την καταλυτική αφυδάτωση και αλλοτρίωσή του – όχι, όμως και την αφυδάτωση ή την απαλλοτρίωση της ποιήτριας, που φτάνοντας στην αγέραστη ωριμότητά της επιχειρεί μια εκ των ένδον στροφή, ένα άνοιγμα σε ένα πιο ελεύθερο ποιητικό ύφος και ήθος. Το Σε αβαρές φαλτσέτο. Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, Θράκα, αποκαλύπτει ένα ρήγμα και μια συνέχεια. Ρήγμα στο πρωτύτερο πανηγύρι του κενού, που ταυτίζεται τώρα με το μηδέν, και συνέχεια στους ποιητικούς τρόπους, οι οποίοι αλλάζουν μολοντούτο τον παγιωμένο τους τόνο. Το «αβαρές φαλτσέτο» του τίτλου παραπέμπει σε τραγούδι, όπως το ζητούσε ο Παλαμάς, και δη υπερτονισμένο, που χάνει, ωστόσο, πάραυτα το υπέρβαρό του επειδή μπορεί να ακουστεί και ως παιγνιώδες σφύριγμα. Ο εξπρεσιονισμός ως διογκωμένη έκφραση της πραγματικότητας, η οποία βυθίζει τις ρίζες της στη γερμανική ζωγραφική των αρχών του 20ου αιώνα, καλείται να συλλειτουργήσει με το παράλογο, με τους κινηματογραφικούς ρυθμούς, με τον υπερρεαλισμό, καθώς και με τα ερειπωμένα τοπία του Μπέκετ, όπως τα συναντάμε σε προγενέστερα βιβλία της ποιήτριας. Ας συνυπολογίσουμε τα παιχνίδια με τον αριθμό των ποιημάτων και των στίχων, που έχουν ξεκινήσει επίσης από παλαιότερα, καθώς και την επαναφορά του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας – με τη διαφορά πως θα μεταμορφωθούν σε κρίκους μιας εκ των προτέρων σπασμένης αλυσίδας για να ενταχθούν σε μια εσκεμμένα ακανόνιστη συστέγαση έμμετρης και ελευθερόστιχης ποίησης, που διακόπτεται συχνά από την ένθερμη υποκειμενικότητα των κατά τόπους πεζών ποιημάτων. (Β.Χ.)
Τηλέμαχος Αλαβέρας, Τ΄αγρίμια του άλλου δάσους και άλλα πεζά, Τόπος
Ο Αλαβέρας ανήκει στους Θεσσαλονικείς πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Έγραψε κυρίως πεζογραφία της πόλης με πολλά χαρακτηριστικά της θεσσαλονικιώτικης σχολής, εσωτερικοί μονόλογοι, σιωπηλοί ήρωες, αστικά τοπία. Στη συλλογή αυτή που κυκλοφόρησε το 1952 σε ιδιωτική έκδοση η θεματική του είναι διαφορετική καθώς αφορμάται κυρίως από τη στρατιωτική ζωή. Οι ήρωες του στρατευμένοι στον εθνικό στρατό πολεμούν στα βουνά της Ηπείρου και στις όμορες περιοχές εναντίον των ανταρτών. Εμφύλιος, δύσκολος για όλους. Ξεχωρίζει το πρώτο διήγημα με τίτλο «Συζητήσεις» γραμμένο με μοντερνίστικο ύφος ενώ τα υπόλοιπα είναι ρεαλιστικά διηγήματα. Οι ήρωες του είναι απλοί φαντάροι, τους έχουν πάρει από τα σπίτια τους, από τα Τρίκαλα ή την Φολέγανδρο, από τη ζεστή αγκαλιά μιας γυναίκας με πλούσια στήθη και χοντρά πόδια και τους έχουν ρίξει στα χιόνια της Κατάρας και στο σκοτεινό δάσος της Τσούκα Ρόσσα. Η απαντοχή εναλλάσσεται με την νοσταλγία, η ανυπομονησία με την προσμονή, η πείνα με την ονειροφαντασία. Δίπλα τους η φύση, άγρια, κάτασπρη από ομίχλη και χιόνι και αλλού σκοτεινή μέσα σε δάση που καροφυλακτούν αγρίμια, ανθρώπινα και ζώα. Υπάρχει κι ένα εντελώς ξεχωριστό διήγημα με τον τίτλο «Άρτα Κορ». Ο ήρωας του είναι ένας ξεπεσμένος, πένητας, κλοσάρ με τη σημερινή έννοια, που ζει ως φύλακας σε ένα κεντρικό κτίριο. Το παρατσούκλι του Άρτα Κορ οφείλεται σε ένα σταρ των καουμπόικων ταινιών. Έχει χάσει όλα τα παλιά μεγαλεία της τάξης του. Κάνει παρέα με μια ξεπεσμένη κόρη κολλήγου με το σπάνιο όνομα Εριθέλγη. Στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης μετά την κρίση του ΄32 ο Αλαβέρας παρακολουθεί την παρακμή της παλιάς τάξης, αυτής που άκμασε στα Βαλκάνια και κυριάρχησε στη ζωή της πόλης, το πως περιουσίες χάθηκαν σε μια νύχτα και πως άνθρωποι που είχαν μάθει να ταξιδεύουν στο Παρίσι και τη Βιέννη δυσκολεύονται να περπατήσουν καθώς τους λείπουν τα παπούτσια. Ο Τηλέμαχος Αλαβέρας είναι μελετητής του ανθρώπου και της καθημερινής του μάχης για επιβίωσης μέσα από ένα πολύπλοκο δίχτυ εμποδίων και προκλήσεων.(Γ.Ν.Μ.)
Βίκυ Γεωργούλη, Μιλούνε μάνα οι νεκροί;, Θίνες
Η Βίκυ Γεωργούλη, με κατάστημα στη Χίο, είχε γίνει γνωστή με το πρώτο της βιβλίο Εν Λαγκαδα (Θίνες 2020), το οποίο είχε κάνει εντύπωση για τη σχέση που έχει η συγγραφέας με την παράδοση και την ντοπιολαλιά. Στη συλλογή αυτή υπάρχουν αφηγήματα που έγραψε μεγάλη πια σε ηλικία η γιαγιά τής αφηγήτριας για να ιστορήσει δύσκολες εποχές και ανθρώπους που άξιζε να απομνημονευθεί το πέρασμά τους από τη ζωή και να μιλήσουν γι άλλα καθάρματα που τυράννησαν τους συνανθρώπους τους. Κυρίως όμως να μιλήσουν για τους άτυχους, αυτούς που η ζωή δεν τους πήγε καλά, που βρέθηκαν μόνοι στο ανθρώπινο πέλαγος και ναυάγησαν. Οι περισσότερες ιστορίες αρχίζουν με ένα θάνατο για να αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι. Εποχή τρομοκρατίας από τους δεξιούς και μια κόρη που ονειρεύεται γάμο θα αυτοκτονήσει όταν ο ερωτιάρης λυράρης θα την αφήσει έγκυο. Η Χαδούλα θα φύγει το 42 από την Αθήνα αναζητώντας τον άνδρα της στο Τσεσμέ και από εκεί θα θαλασσοπνιγεί στα νερά της Κύπρου. Ένας μικρός που οι Τσέτες θα σφάξουν τους γονείς του, θα περισυλλεγεί από μια Τουρκάλα και θα μείνει για πάντα η βρισιά «τουρκόσπορος» να τον θυμώνει και να τον οδηγεί στο έγκλημα. Αλλά υπάρχουν και πολύ νεότερες θεματικές, όπως η κοπέλα που φεύγει από το νησί για Νέα Υόρκη, ερωτεύεται μια άλλη κοπέλα και γυρνάει στο χωριό της για να ζήσουν μαζί μέχρι τα γεράματα. Ή όπως ο νεαρός που σπαταλιέται στα ναρκωτικά και τα ποτά. Οι ιστορίες αυτές της αφηγήτριας βρέθηκαν σε μια παλιά βαλίτσα της γιαγιάς της και καταγράφονται από την Βίκυ Γεωργούλη. Αρκετοί ήρωες περνοδιαβαίνουν σε διάφορα διηγήματα δείχνοντας στον αναγνώστη ότι πρόκειται για ανθρώπους μια συγκεκριμένης κοινότητας. Ξεχωρίζει η απλή γλώσσα και η δυαντότητά της να ανακαλεί γεγονότα εποχής. Πολλές ιστορίες στηρίζονται σε ιστορίες του Γιάννη Πριόβολου που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Στοιχεία από το περιθώριο της ιστορίας.Μαρτυρίες Χίων του 20ου αιώνα(Αιγέας,2009) ή δημοσιευμένες σε τοπικά πολιτιστικά περιοδικά της Χίου.(Γ.Ν.Μ)
Κώστας Κατσάπης, Αυστραλία, Η επιστροφή, Θεμέλιο
Ο Κώστας Κατσάπης είναι ιστορικός με πλούσιο διδακτικό έργο και τα ενδιαφέροντά του συγκεντρώνονται, μεταξύ άλλων, σε θέματα Δημόσιας Ιστορίας, κουλτούρας του Ψυχρού Πολέμου και ιστορίας της νεότητας. Ας τονιστεί η Δημόσια Ιστορία γιατί τα δεκαπέντε διηγήματα τα οποία συγκεντρώνονται στο τομίδιο Αυστραλία, η επιστροφή, Θεμέλιο, θέλουν να ανταποκριθούν, και το καταφέρνουν πολύ καλά, σε μια από τις πιο δύσκολες πτυχές της, την ιστορική καθημερινότητα. Ο συγγραφέας δεν αναζητεί άτυπα ίχνη του παρελθόντος, ψάχνοντας μνημεία, μαυσωλεία, αγάλματα, προτομές ή κινηματογραφικές ταινίες, αλλά αποτυπώματα ζωής και νοοτροπιών στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο – όταν η οσμή της δικτατορίας παραμένει ακόμη ζωντανή, για το καλό ή για το κακό, σε πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα, με επίκεντρο μια οικογένεια η οποία έχει μόλις επιστρέψει οίκαδε από την Αυστραλία. (Β.Χ.)
ΚέΪτ Σοπέν, Η αφύπνιση, μτφρ. Μαρία Αναστασοπούλου, Καστανιώτης
Το μυθιστόρημα Η Αφύπνιση της Αμερικανίδας συγγραφέως Κειτ Σοπέν που δημοσιεύθηκε το 1899, είναι πια σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Όταν δημοσιεύτηκε χαρακτηρίστηκε ανήθικο και αισθησιακό, και φυσικά απαγορεύτηκε. Το έργο εξετάζει τις εσωτερικές συγκρούσεις και την αναζήτηση της ελευθερίας της ηρωίδας του, Εντνα Πόντελαϊερ, σε μια κοινωνία που περιορίζει τις επιλογές των γυναικών και υπαγορεύει τον ρόλο τους ως συζύγων και μητέρων.
Η Έντνα φαίνεται να ζει μια ήσυχη και ευχάριστη ζωή στην προνομιακή κοινωνία της Νέας Ορλεάνης, έχοντας έναν επιτυχημένο σύζυγο και δύο παιδιά. Ωστόσο, μετά από μια σειρά εμπειριών και συναντήσεων με νέους ανθρώπους, η Εντνα αρχίζει να αναθεωρεί την κανονικότητα της ζωής της και να συνειδητοποιεί την ανάγκη της για προσωπική ελευθερία και αυτονόμηση. Η επαναστατική ανακάλυψη της σεξουαλικότητάς της, η ανάγκη της για ανεξαρτησία και η σύγκρουση με τον κοινωνικό της ρόλο οδηγούν σε μια εσωτερική επανάσταση.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του έργου είναι η αντιπαράθεση της Εντνας με τις κοινωνικές προσδοκίες και τη συμβατική γυναικεία ταυτότητα της εποχής. Η ηρωίδα δεν είναι ικανοποιημένη με τον ρόλο της ως “πολιτισμένης” σύζυγος και μητέρα, και οι προσπάθειές της να “ξυπνήσει” από τον κοινωνικό ύπνο στην οποία έχει βυθιστεί, δημιουργούν έναν συναισθηματικό και ψυχικό αναβρασμό. Η ιστορία αντανακλά τη συνειδητοποίηση της θέσης των γυναικών και τη μάχη με τις καταπιεστικές δομές της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει φως στις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και την ανάγκη για αυτοδιάθεση. Το τέλος του μυθιστορήματος, που μπορεί να χαρακτηριστεί αμφιλεγόμενο, ενσαρκώνει την τραγικότητα της προσωπικής επανάστασης της Εντνας. Η πράξη της ηρωίδας μπορεί να ερμηνευτεί ως μια θλιβερή υπέρβαση του αποδεκτού, που αποτυπώνει τη δυσκολία των γυναικών να πετύχουν την προσωπική τους ελευθερία σε έναν κόσμο που τις περιορίζει
Η Αφύπνιση είναι γραμμένη απλά με αρκετά σύμβολα όπως τα περιστέρια (ελευθερία), η θάλασσα (σύμβολο ελευθερίας και ανεξαρτησίας), τα ρούχα (σύμβολο της γυναικείας ταυτότητας) και άλλα. Σήμερα η Έντνα στέκεται επάξια δίπλα στο μύθο της Μαντάμ Μποβαρύ ή της Φαίδρας.(Γ.Ν.Μ.)
Φρέντι Γρσσέδ, Το αλάτι της τρέλας, μτφρ. Αγαθή Δημητρούκα, Πατάκης
Ο Fredy Yezzed (Γεσσέδ), γεννημένος το 1979 στην Μπογκοτά της Κολομβίας, με φιλολογικές σπουδές και ακτιβιστικό προφίλ (για τα ανθρώπινα δικαιώματα), έχει ζήσει στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες και στο Καράκας της Βενεζουέλας, γράφει ποίηση κι έχει τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις για τις ποιητικές του συλλογές. Το 2005 διαγνώστηκε σε νοσοκομείο της Αργεντινής με ψυχική διαταραχή τα βασικά συμπτώματα της οποίας ήταν οξύ παραλήρημα και ισχυρή τάση για βία. Και λοιπόν; Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ένας καλλιτέχνης αντιμετωπίζει ψυχιατρικό νόσημα και γράφει ή συνεχίζει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα υπό την επήρειά του. Το αλάτι της τρέλας, μετάφραση Αγαθή Δημητρούκα, εκδόσεις Πατάκη, αποτελεί πάντως κάτι διαφορετικό: είναι μια καθαρή μετάθεση του ψυχιατρικού ζητήματος στο εσωτερικό της ποιητικής γραφής, η οποία, ανεξαρτήτως της όποιας θεραπευτικής της λειτουργίας, καταλήγει σε μια εύγλωττη μορφή τέχνης – τέχνης ικανή όχι τόσο να φωτίσει την αρρώστια όσο να μας υποβάλει σε εικόνες και παραστάσεις που αντλούν από αυτήν εξ αποστάσεως, σαν να πρόκειται για μια μακρινή πλέον καταγωγή, μια σχεδόν σβησμένη πηγή. (Β.Χ.)
Μαρία Στασινοπούλου, Του καιρού που επιμένει, Κίχλη
Στα πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου, υπό τον τίτλο Του καιρού που επιμένει, Κίχλη, παρακολουθούμε μια αγκαλιά που αρνείται να στενέψει, που ψάχνει τρόπους (και τους ανακαλύπτει) για να γίνει θερμότερη και πιο συντροφική προκειμένου να σφίξει στους κόλπους της, μεταξύ άλλων, νεαρούς καθώς αγωνίζονται να στρώσουν τον δρόμο τους για το μέλλον (τον ίδιο δρόμο μάχονται να βρουν και μετανάστες), γηραιές κυρίες που θα φορέσουν τα καλά τους ακόμα και για να δουν τηλεόραση, γυναίκες που κλαίνε για την απώλεια των υπερήλικων συζύγων τους, γιους που ζητούν να αναστήσουν τον χαμένο πατέρα τους, αγαθούς μέθυσους και πλακατζήδες οδηγούς ταξί. Τα διηγήματα της Στασινοπούλου ποντάρουν στη δυναμική τής ενέργειας την οποία μπορούν να αποδεσμεύσουν, στο μήνυμα που μπορούν να εκτοξεύσουν σε στιγμιαίο χρόνο.(Β.Χ.)
Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Ιουλία ή η νέα Ελοϊζα, Μτφρ. Έφη Κορομηλά, Gutenberg
Το επιστολικό μυθιστόρημα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ Ιουλία ή η νέα Ελοϊζα εκδόθηκε το 1761 και ήταν πρόδρομος του ρομαντισμού, αποτέλεσε τεράστια επιτυχία για τον συγγραφέα, ο εκδότης του δεν προλάβαινε να το επανεκδίδει και το νοίκιαζε προς ανάγνωση. Το έργο στηρίζεται στη τραγική ιστορία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου, μια μεσαιωνική ιστορία έρωτα και αυταπάρνησης μεταξύ ενός φιλοσόφου και μιας νεότερης μαθήτριας του. Στο παρόν μυθιστόρημα υπάρχουν τρία κεντρικά πρόσωπα , ο δάσκαλος Σεν Πρε που ερωτεύεται την νεαρή μαθήτρια του Ιουλία και η ξαδέλφη της Κλερ, κρυφά ερωτευμένη με τον Σεν Πρε , η οποία στηρίζει τον παράνομο έρωτά τους. Ο πατέρας της Ιουλίας, όντας ευγενής δεν δίνει την άδεια στην Ιουλία να παντρευτεί τον καλό της και επιδιώκει να τον παντρέψει με άλλον. Ένα άλλο πρόσωπο είναι ο λόρδος Έντουρντ, τον οποίο είχε γνωρίσει ο Σεν-Πρε στο ταξίδι του στο Βαλαί και ο οποίος θα τους καλύψει, θα προσπαθήσει μάταια να πείσει τον πατέρα της Ιουλίας να ενδώσει στη θέληση των εραστών, και θα τους προτείνει να τους φιλοξενήσει στην Αγγλία, όπου ο γάμος θα μπορούσε να γίνει νόμιμα. Οι δύο εραστές χωρίζουν και ξαναβρίσκονται πολλές φορές. Στο τελευταίο μέρος η Ιουλία παντρεμένη με δύο παιδιά με τη συγκατάθεση του άνδρας της θα καλέσει τον Σεν Πρε στο σπίτι τους και θα του προτείνει να γίνει δάσκαλος των παιδιών τους. Η «αμαρτία» θα τους κυριεύσει και πάλι και το έργο θα τελειώσει με τον θάνατο να σφραγίζει έναν έρωτα μιας ζωής. Οι επιστολές που ανταλλάσσουν οι εραστές είναι χαρακτηριστικές του ρομαντικού έρωτα, λεπταίσθητες, ακριβολόγες, ανατόμες μιας μακρινής εποχής (Γ.Ν.Μ.).
Εντουάρ Λουί, Η Μονίκ δραπετεύει, μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες
Με το μυθιστόρημα Η Μονίκ δραπετεύει, μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, ο Εντουάρ Λουί, παραμένοντας στην αυτοβιογράφηση και στο κέντρο του οικογενειακού κύκλου, θα μιλήσει για τη βία κατά των γυναικών μέσα από την πικρή εμπειρία της μητέρας του. Πρόκειται για μια διπλή φυγή. Η μάνα αποδρά πρώτα από τον πατέρα του, που τη χτυπάει και τη βρίζει ασύστολα εντός του περιβάλλοντος το οποίο προκάλεσε τη φυγή του ίδιου από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας. Όταν αφήνει τον σύζυγο, η Μονίκ καταφεύγει στο Παρίσι (όπως κι ο γιος όταν αφήνει την οικογένεια), αναζητώντας παρηγοριά σε μια ζεστή και τρυφερή υποδοχή, όπως φαντάζεται η ίδια τότε, για να συνειδητοποιήσει σύντομα πως η ιστορία της ανδρικής αθλιότητας θα επαναληφθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο.(Β.Χ.)
Με το Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού, μετάφραση Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος, ο Ντιντιέ Εριμπόν προχωρεί σε μια αυτοβιογραφική αφήγηση, με εφαλτήριο την εισαγωγή της μητέρας του σε δημόσιο γηροκομείο λίγο προτού καταλήξει στον θάνατο. Ο Εριμπόν προέρχεται από την κοινωνιολογία και από την πολιτική φιλοσοφία και τα αυτοβιογραφικά του βιβλία θυμίζουν τη στροφή των ιστοριογράφων προς το εγώ και τον οικογενειακό τους δέντρο. Το αποτέλεσμα είναι η εκ του σύνεγγυς συναναστροφή των κοινωνικών επιστημών με την τέχνη της αφήγησης, η οποία ακόμα κι αν δεν είναι λογοτεχνική με τη στενή έννοια του όρου, αναδεικνύει μια ώσμωση ανάμεσα στη συστηματική παρατήρηση του επιστημονικού λόγου και στην υποκειμενική εξιστόρηση του ατομικού περίγυρου του επιστήμονα, που αποκτά έτσι έναν αντικειμενικότερο χαρακτήρα. (Β.Χ.)
Κοσμάς Πολίτης, Εκάτη, Πρόλογος: Αγγέλα Καστρινάκη, Σοκόλη (σειρά Αναψηλαφήσεις)
Γιατί να διαβάσεις την Εκάτη; Αν την έχεις διαβάσει έστω μια φορά ξέρεις ότι διαβάζεις ένα κλασικό, από τα καλύτερα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Καλό είναι να δεις σε αυτή την έκδοση κάποιες λεπτομέρειες του. Αν δεν το έχεις διαβάσει, μπορείς να το γνωρίσεις τώρα σε μια πιο ψαγμένη εκδοχή. Και εξηγούμαι : Η Αγγέλα Καστρινάκη και η Ειρηάνα Ρουσογιαννάκη στο πολύ ουσιαστικό επίμετρο παρουσιάζουν την πρώτη εκδοχή του έργου το 1933 που έχει αρκετές διαφορές με την μετέπειτα έκδοση του 1947. Η Εκάτη είναι ένα πολυσχιδές μυθιστόρημα. Στον καιρό του γνώρισε την απαξία, το κατέκριναν ως υπερβολικά φιλόδοξο, πολύ φιλοσοφικό, ότι έχει αντιπαθητικό ήρωα, ότι είναι σεξιστικό κ.ά. Όντως το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη περιέχει φιλοσοφίες και ιδέες από τον Πλάτωνα έως τους μυστικούς, ιδέες για τον μελλοντικό κόσμο , κομμουνιστικές, ανθρωπιστικές, ουτοπίες. Είναι αισθησιακό καθώς ο ήρωας του Παύλος Καλάνης διαχωρίζεται ανάμεσα σε τέσσερις σχέσεις: την γειωμένη γυναίκα του Άννα, την σεξουαλική Λεία και τις πιο πνευματικές Αθηνά και Έρση, κόρη της Λείας. Βαθιά ποτισμένο από το Συμπόσιο του Πλάτωνα στο μυθιστόρημα ο Παύλος αναζητά την απόλυτη εσωτερική αγάπη. Θα εντυπωσιαστεί από τον αποκρυφιστή φίλο του Βενιέρη , ο οποίος θα τον πείσει ότι ο έρωτας είναι προϋπόθεση για την πνευματική δημιουργία. Οι σχέσεις του με τι γυναίκες δεν θα ευδοκιμήσουν, η τελευταία αγαπημένη του Έρση θα αυτοκτονήσει από την Ακρόπολη και το μυθιστόρημα θα κλείσει με ένα εύρημα. Στην αναθεωρημένη έκδοση ο Κοσμάς Πολίτης έχει μετριάσει τα μυστικιστικά στοιχεία, π.χ. αυτά που αφορούν τη Σελήνη (θεά της μαντείας, των φαντάσματων, των μυστηριωδών παρασκευασμάτων, των σκοτεινών ωρών), τροποποιεί κάποια πολιτικά του σχόλια (είναι εποχή που βρίσκεται κοντά στην κομμουνιστική αριστερά). Τέλος παρουσιάζει αρκετά απελευθερωμένες τις ηρωίδες του, ως πρώιμες διεκδικήτριες της προσωπικότητάς τους. Έργο απολαυστικά αφηγηματικό. (Γ.Ν.Μ)
Γιάννης Σιώτος, Εφτά ημέρες και έξι νύχτες, Καστανιώτης
Στο μυθιστόρημά του Εφτά ημέρες και έξι νύχτες, εκδόσεις Καστανιώτη, ο Γιάννης Σιώτος συγκεντρώνει υπομονετικά και με επίπονο μόχθο τα ψηφία τα οποία θα συνθέσουν την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Κόσμος στον οποίο θα πρωταγωνιστήσουν από τη μια μεριά ο αλόγιστος πλούτος, η διαφθορά επιχειρήσεων και κρατικών μηχανισμών, το οικονομικό έγκλημα των μαφιόζικων κυκλωμάτων και το αδηφάγο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και από την άλλη τα πλήθη των κοινωνικά και ταξικά παρεμποδισμένων – ακόμα κι αν πολλοί από τους τελευταίους θα προέλθουν από τα μεσαία στρώματα. Είναι ένας κόσμος από τον οποίο έχει εξαφανιστεί η προοπτική της ανάκαμψης και της επανεκκίνησης την οποία επεφύλασσε η ιστορική μοίρα στους ανθρώπους του «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» (2023). Γιατί το νεότερο σύμπαν έχει ταυτιστεί με ένα άπειρο παρόν, μοιάζει με μια χοάνη στις απορροφητικές δυνάμεις της οποίας κινδυνεύουμε να παραδοθούμε για πάντα ή με μια χρονική λούπα από τη δίνη της οποίας δεν θα ξεφύγουμε ποτέ. (Β.Χ.)
Σέλβα Αλμάδα, Δεν είναι ποτάμι, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Κλειδάριθμος
Ένα νησί μέσα σε ένα ποτάμι, πλήθος ενοχές και μνήμες, η φιλία μετά από τον θάνατο και ένας φυσικός περίγυρος μεταξύ μυστικισμού και καθημερινών απειλών ή κινδύνων. Το μυθιστόρημα (πιθανόν νουβέλα) της Σέλβα Αλμάδα Δεν είναι ποτάμι, μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, Κλειδάριθμος, έχει επαινεθεί από τους κριτικούς και έχει τιμηθεί με λογοτεχνικά βραβεία. Αποτέλεσμα, η συγγραφέας να κατατάσσεται ήδη μεταξύ των πλέον αναγνωρισμένων πεζογράφων της Αργεντινής. Να το πει κανείς το Δεν είναι ποτάμι οικο-μυθιστόρημα, όπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από τον τίτλο του; Να το εντάξουμε στις ιστορίες που φτιάχνουν οι παρέες και οι φιλίες; Ή μήπως να πιστέψουμε πως εκφράζει ένα τραύμα επιζώντων, όπως θα επιβεβαίωναν η μυθοπλασία και η πλοκή του; Στις σελίδες του εκρέουν σίγουρα περισσότερες από μία μυθιστορηματικές γραμμές, οι οποίες μετατρέπονται σε πολυμερή πλην απολύτως εξισορροπημένη αφήγηση. (Β.Χ.)
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Διηγήματα, Φιλολογική επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου, Σοκόλη
Γεννημένος στη Μείλκη του Αγρινίου, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) είχε πολλές ιδιότητες: ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Στον τόμο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος: Τα διηγήματα, θα τον γνωρίσουμε ως διηγηματογράφο. Η Έρη Σταυροπούλου σχολιάζει και υπομνηματίζει ενδελεχώς τα δέκα εν συνόλω διηγήματά του μαζί με μια πυκνή εισαγωγή που εξετάζει τη διηγηματογραφική του παραγωγή σε σχέση τόσο με τα μυθιστορήματά του όσο και με την πολιτική του ιδεολογία ή με το λογοτεχνικό κλίμα εντός του οποίου διαμορφώθηκε η πεζογραφία του. Θρεμμένος με τις αξίες του σοσιαλισμού και του δημοτικισμού, ο Χατζόπουλος (έχει σημασία αυτό για εμάς σήμερα) δεν προσδέθηκε ποτέ στο ιδεολογικό τους άρμα, χωρίς, ωστόσο, και να απομακρυνθεί από αυτές ή, ακόμα λιγότερο, να τις αποκηρύξει. Παρά την καταρχάς θερμή του ένταξη στα πιστεύω του σοσιαλισμού για την έλευση ενός δικαιότερου κοινωνικού κόσμου, εν συνεχεία μάλλον κρύωσε με ανάλογες υποσχέσεις: είτε γιατί υποχώρησε σε ένα στενότερο φάσμα, δίνοντας προτεραιότητα στους καλλιτεχνικούς του προσανατολισμούς, είτε επειδή τις θεώρησε κάπως υπερφίαλες και σε αναντιστοιχία με την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας σε ταξικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο. Και ο δημοτικισμός, όμως, του Χατζόπουλου έμεινε πάντοτε μετριοπαθής, αποφεύγοντας τον πόλο των ψυχαρικών υπερβολών. Πιθανόν εξαιτίας του ότι εκείνο το οποίο πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν μια λειτουργική γλώσσα, ικανή να συμπορευτεί με τις αλλαγές που προωθούσε, με τη συμβολή του ίδιου, η πεζογραφία της εποχής του. (Β.Χ.)