της Σωτηρίας Καλασαρίδου
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μέχρι πριν από μερικά χρόνια ο μετανεωτερικός κόσμος επιχειρούσε αρκετά εμφατικά και ίσως λιγάκι μονόπλευρα ― άλλοτε με περισσότερη αποτελεσματικότητα και άλλοτε δειλά και με βραδείς ρυθμούς ― να αναμετρηθεί με τα τραύματα του 20ου αιώνα: δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, εξαθλίωση των πληθυσμών, ολοκληρωτικά καθεστώτα, φασισμός, ναζισμός και ο πρωτόγνωρος κόσμος των στρατοπέδων εξόντωσης. Η αναμέτρηση με το παρελθόν τόσο από την πλευρά της Επιστήμης όσο και από αυτήν της Τέχνης ― πρώτιστα της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου ― δεν παύει να αποτελεί μια έκφανση και της τρέχουσας μετανεωτερικής πραγματικότητας στον βαθμό που οι υπάρχουσες συνθήκες δομικής κρίσης, κυρίαρχα των δυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών, μοιάζουν να έχουν εκκολάψει νέες μεταλλαγμένες μορφές παθογένειας.
Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις εκβάλλουν σε ερωτήματα, τα οποία βαθύτερα συνδέονται με το ιδεολογικό φορτίο του καινούριου μυθιστορήματος του Κώστα Κατσουλάρη που φέρει τον τίτλο Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Οκτώβριος 2018) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο: Σε ποιον βαθμό η αναμέτρηση με το τραυματικό παρελθόν οδήγησε τελικά σε υπερβάσεις παθογενειών που αφορούσαν στο ιστορικό παρελθόν; Είναι η ελληνική κοινωνία μέρος ενός ευρύτερου, δομικού, κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο εμφωλεύουν φυλετικές εμμονές και πολιτισμικοί αταβισμοί που είναι δυνατό να εκφυλιστούν σε κοινωνικοπολιτικές καρκινογενέσεις; Ποιος είναι ο ρόλος που δύναται να αναλάβει η τέχνη, και ειδικότερα η λογοτεχνία, στην προσπάθεια αναπαράστασης πτυχών μιας κοινωνίας σε κρίση με σκοπό να την περιγράψει, να την ερμηνεύσει και κατ’ επέκταση να ανασημασιοδοτήσει όχι μόνο τον ιστορικό αλλά και τον παρόντα χρόνο;
Το εν λόγω μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά στο πολύ πρόσφατο παρελθόν― θα τολμούσα να ισχυριστώ στο βιωμένο παρόν μας ― στην καρδιά της οικονομικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αποδείχθηκε ταυτόχρονα, ίσως και πρώτιστα, κρίση κοινωνική, πολιτισμική αλλά και κρίση θεσμική. Τόπος της ιστορίας είναι η Αθήνα, ενώ ο φακός της αφηγηματικής εστίασης κάνει ζουμ στο σχολείο της Ελλάδας της κρίσης. Τον πυρήνα του κόκκινου νήματος αποτελεί αφενός η εξαφάνιση ενός προικισμένου μαθητή, του δεκαπεντάχρονου Νάσου, και αφετέρου οι εργώδεις προσπάθειες του φιλόλογου Αργύρη Σταυρινού να αναζητήσει τις αιτίες της εν λόγω αιφνίδιας εξαφάνισης. Όσο η αφήγηση προχωρεί, ο εκπαιδευτικός έρχεται αντιμέτωπος με έναν λαβύρινθο σιωπής: τη σιωπή των οικείων του εξαφανισμένου μαθητή, τη σιωπή των εμπλεκομένων στις ιδεολογικές, νεανικές συμμορίες, εντέλει τη σιωπή του ίδιου του εαυτού του απέναντι στα τραύματα του δικού του παρελθόντος.
Την τριτοπρόσωπη κατά κύριο λόγο αφήγηση του μυθιστορήματος προικοδοτούν μέρη διαλόγου, ο οποίος συντελείται είτε δια ζώσης και συγχρονικά είτε ηλεκτρονικά και κατ’ επέκταση ασύγχρονα. Ο αφηγηματικός χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά είναι διασκεδασμένος σε πολλά διαφορετικά επίπεδα που εξελίσσονται ωστόσο παράλληλα: τον χρόνο της γνωριμίας του εκπαιδευτικού με τον μαθητή, τον χρόνο της εξαφάνισης του μαθητή και της ταυτόχρονης αναζήτησής του από τον καθηγητή, τον χρόνο της παρελθούσας ζωής του Αργύρη που εν μέρει ερμηνεύει και την εμμονή του με τον Νάσο, τον χρόνο της επιστροφής του Αργύρη στο σχολείο ύστερα από την απομάκρυνσή του. Οι διαφορετικές φωνές τις οποίες επιστρατεύει ο συγγραφέας για να φωτίσει τις πτυχές της ιστορίας του αντικατοπτρίζονται στους ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους. Ο Αργύρης ως μέλος μιας ομάδας group theraphy τον περισσότερο χρόνο δεν συμμετέχει με τη φωνή του αλλά με τη σιωπή του. Ο αναγνώστης πληροφορείται για τη συμμετοχή του, όπως και για τις άλλες παρουσίες που συγκροτούν την ομάδα, μέσα από τη ροή της σκέψης του, μια ροή που υιοθετεί πολλά χαρακτηριστικά από τη ροή της συνείδησης. Από την άλλη πλευρά η ηλεκτρονική αλληλογραφία ανάμεσα στον Αργύρη και τον Νάσο εν είδει φλας μπακ δεν τίθεται απλώς στην υπηρεσία προώθησης της πλοκής αλλά προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά που μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε πληρέστερα σε πρώτο πλάνο το περίγραμμα του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή μαθητή και δευτερευόντως του καθηγητή.
Νευραλγικός ίσως και εργαλειοποιημένος μοιάζει να είναι ο ρόλος της Ιλιάδας στο έργο δεδομένου ότι η συμβολή της είναι διφυής: αφενός στο επίπεδο της μορφής είναι δομική στον βαθμό που η διάρθρωση του μυθιστορήματος αντλεί από τις ραψωδίες του ομηρικού έπους αφετέρου στο επίπεδο του περιεχομένου οι διακειμενικές αναφορές είναι διάσπαρτες, υπογραμμίζοντας το κύριο και πρωτογενές σώμα της αφήγησης.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο της ιστορίας ― ο καθηγητής Αργύρης και ο μαθητής Νάσος ― είναι ευρηματικά δεμένο διττά: στη βάση μιας εξαρτημένης ώσμωσης ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή αλλά και ως μετωνυμία του αρχέγονου πένθους του πατέρα που χάνει τον γιο του. Ο Νάσος καταναλώνει ελάχιστο μερίδιο ως ήρωας που μιλάει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση απευθείας στους αναγνώστες. Ωστόσο, τόσο η δράση όσο και η σιωπή ως μια άλλη έκφανση και όψη της εσωτερικής δράσης, αλλά και το μυστήριο που δημιουργείται γύρω από αυτόν, τον καθιστούν έναν απόντα πρωταγωνιστή για τον οποίο ο αναγνώστης δεν μπορεί να αποφανθεί εάν πρόκειται για ήρωα ή για αντί- ήρωα. Η αμφισημία με την οποία περιβάλλεται από την αρχή, αμφισημία η οποία μεγαλώνει, όσο η αφήγηση προωθείται, καθιστούν πιο δύσκολη τη σκιαγράφηση ενός σαφούς προφίλ. Η σταδιακή και βραδεία μετεξέλιξη του πρωταγωνιστή από θύμα σε θύτη, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι μία άλλη όψη του στοιχείου της έκπληξης ή της ανατροπής, η οποία είναι δεμένη στο άρμα της λύσης του μυστηρίου.
Έχω γράψει σε μια παλιότερη κριτική μου προσέγγιση ότι το σασπένς στο έργο του Κατσουλάρη θυμίζει έντονα κινηματογραφική σκηνογραφία ψυχολογικών θρίλερ. Το σασπένς αποτελεί και στο παρόν μυθιστόρημα συστατικό στοιχείο που εξελίσσει την αφήγηση όχι χρονικά αλλά ποιοτικά. Τούτο σημαίνει ότι το μείγμα μυστηρίου και αγωνίας έχει έναν χαρακτήρα διφυή: δεν είναι πλέον μόνο ψυχολογικής υφής αλλά είναι και άρρηκτα δεμένο με την εξωτερική δράση, την προωθεί σε σκηνές που διαδραματίζονται στους νυχτερινούς δρόμους της Αθήνας.
Τι είναι όμως αυτό που εντέλει διατρέχει συνεκτικά την ιδεολογική ξυλωσιά του βιβλίου του Κατσουλάρη; Είναι η έννοια του αναδυόμενου φασισμού στην ελληνική κοινωνία που προβάλλει ως αποτέλεσμα μιας δομικής κρίσης του κοινωνικού της ιστού; Είναι η στηλίτευση της αδυναμίας ή καλύτερα της ανεπάρκειας της εκπαίδευσης να χτυπήσει το κακό στη ρίζα της παραγωγής του; Ή εντέλει πρόκειται για μια απόπειρα ερμηνείας μιας εποχής, μιας κάποιας κοινωνίας μέσα από την αφήγηση της προσωπικής ιστορίας με όλη τη δυναμική που μπορεί αυτή να εσωκλείει; Ο Κατσουλάρης επιτυγχάνει να φωτίσει πτυχές του ευρύτερου ιστορικοκοινωνικού κάδρου της αφήγησης μέσα από τη μικρο- ιστορία, η οποία, παρά την αποφορά που αναδύουν οι αναπαραστάσεις των φασίζουσων νοοτροπιών, στο τέλος της απεγκλωβίζει ένα φορτίο ελπίδας αποδεικνύοντας πως το βιβλίο είναι πρώτα και πάνω από όλα μια ιστορία με ήρωες της διπλανής πόρτας αλλά συνάμα και ένα σχόλιο πως στις έριδες για τη φυλετική υπεροχή πρωταγωνιστούν πάντα οι σκιές και πως όλο το παιχνίδι της διαμάχης στηρίζεται πάνω σε ένα καλοστημένο ψέμα.
info: Κώστας Κατσουλάρης, Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά, Μεταίχμιο