Αργύρης Χιόνης, η πεζογραφία ενός ξεχωριστού ποιητή (του Β. Χατζηβασιλείου)

0
3279

 

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Πολύ λόγος έχει γίνει από το περασμένο καλοκαίρι (με δημοσιεύσεις, με εκδηλώσεις, με κατ’ ιδίαν συζητήσεις) για τα μεταθανάτια πεζά του Αργύρη Χιόνη Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη. Δικαίως. Ο Χιόνης εκπροσωπεί μιαν από τις ισχυρότερες φωνές όχι μόνο της γενιάς του 1970, αλλά και ευρύτερα της νεώτερης ελληνικής ποίησης, και το γεγονός αυτό δεν τον απέτρεψε από το να επιδοθεί κατ’ επανάληψη και στην πρόζα, όπου χωρίς να πέσει στον οιονδήποτε ποιητικισμό, κατόρθωσε πάντοτε να διατηρήσει κάτι από την αιφνιδιαστική λάμψη των στίχων του.

Πρόζα θα αρχίσει να δημοσιεύει ο Χιόνης μια δεκαπενταετία μετά την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση, που θα γίνει το 1966: Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα (1981), Όντα και μη όντα (2006), Περί αγγέλων και δαιμόνων (2007), Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (2008) και, βεβαίως, το προειρηθέν Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες (2016). Βαθιά υπαρξιακός, ο Χιόνης καγχάζει όποτε βρεθεί στα ποιήματά του αντιμέτωπος με τη φθορά του χρόνου και τον πανικό του θανάτου, γελάει στραβά με τα όνειρα και τις αναμνήσεις του, ποτίζει με δηλητήριο την ανασφάλεια της μοναξιάς και της τέχνης του ενώ την ίδια ώρα νοιάζεται για το πώς θα καλλιεργήσει ένα κομμάτι γης, παρακολουθεί εταστικά έναν ανθισμένο καρπό ή ατενίζει ρεμβαστικά έναν μακρινό ορίζοντα.

Τα δεδομένα αυτά, μαζί με ένα στοιχείο παραλόγου που συναντάμε από την αρχή στην ποίησή του, θα μεταφερθούν σχεδόν ακέραια και στην πεζογραφία του. Το παράλογο, πάντως, επέχει στις ιστορίες του Χιόνη θέση μάλλον παράπλευρης απώλειας αφού αντιπροσωπεύει καταστάσεις των οποίων οι πηγές βρίσκονται μακριά από τη διατάραξη της λογικής τάξης. Εκείνο που επικρατεί στα πεζά του Χιόνη, όπως έγραψα προ ολίγου καιρού και στο Βήμα της Κυριακής, δεν είναι τόσο η άρνηση της λογικής όσο τα κενά που την παράγουν: οι χαμένοι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έρωτες, η προϊούσα ηλικία, η έντονη διάθεση φυγής από τα εγκόσμια και, πρωτίστως, για άλλη μια φορά, ο ανομολόγητος φόβος του θανάτου.

Παρά τη γεωμετρική του λιτότητα και την υψηλή εκφραστική του αφαίρεση, ο Χιόνης θα καταφύγει συχνά στο χιούμορ, τη θυμοσοφία και τον αυτοσαρκασμό και θα χρησιμοποιήσει μια γλώσσα με περίπλοκη αρχιτεκτονική: συνηχήσεις, παρηχήσεις, αντηχήσεις, ομόηχα, αναγραμματισμούς και λογοπαίγνια. Χαρακτηριστική επίσης είναι στα κείμενά του η υπόδυση της φιλολογικής τους υποδομής (μια διαρκής σκηνοθεσία) με πλήθος παραπομπές, σημειώσεις και επιμύθια. Παράλληλα ο Χιόνης θα συνομιλήσει με την παρωδία, το παραμύθι, την παραβολή, την αλληγορία και τον διδακτικό μύθο, αλλά και με τη ζωολογία και τη ζωοφιλία, την αυτοβιογραφία και το δοκίμιο. Δεν θα πρέπει εν προκειμένω να μας διαφύγει και μια διάσταση ίντριγκας και μεταφυσικού υπαινιγμού, που σηματοδοτεί το τυχαίο και το αναπάντεχο της καθημερινότητας όχι για να αποδείξει τον παραλογισμό της, αλλά για να αποκαλύψει υποβλητικά τα απλήρωτα πάθη της.

Δεν διαπιστώνουμε συχνά το ευτύχημα με το οποίο είναι προικισμένη η λογοτεχνία του Χιόνη: ένας ποιητής που προσέρχεται στην πρόζα, διατηρώντας στο ακέραιο όχι μόνο τη γλωσσική του ένταση, αλλά και την επίνοια της φαντασίας του.

Προηγούμενο άρθροΤύχη: πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις (του Γ.Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροRudies, φόνοι, μεταφυσική και ο Μπομπ Μάρλεϊ (του Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ