του Ζαχαρία Σώκου (*)
13 ΙΟΥΛΙΟΥ
Είχαν μια γεύση από στρατώνα
οι πρώτες εικόνες
Τότε χακί νεοσύλλεκτοι με την ψιλή
και σιδηρά καλύπτρα
Τώρα γαλαζοπράσινη και ενίοτε λευκή
Άγνωστοι άνδρες
του ίδιου χρόνου καταδότες
ο ένας από Πειραιά ο άλλος από Σύμη
Μπραχάμι -Καλαμάτα -Γέρακα
Κυψέλη -Καμερούν
Η πόρτα ανοίγει
σαν εσατζήδες μπαίνουν
βιαστικά οι νοσομόμες
Τα οξύμετρα ανά χείρας
τα θερμόμετρα υπ’ ώμου
Λέξεις καθημερινές
μάσκες οξυγόνου
ρινικοί καθετήρες
παρακέντηση της αρτηρίας
αντι-ιικά- αντιβιοτικά
κορτιζόνη- οροί- αντιπηκτικά
Είστε συνδεδεμένος με οξυγόνο, κύριε,
δ ε ν μ π ο ρ ε ί τ ε
17 ΙΟΥΛΙΟΥ
[μνημόσυνο στη Μητέρα]
«Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω»
Ο. Ελύτης
«Κι εσείς περιβολάκια μου με τ’ άνθη στολισμένα»
μην και την είδατε παραπονιάρικο τραγούδι της να λέει;
Πάνε χρόνια πια, σαν σήμερα ήταν που
Πού να’ ναι τώρα και πού να ξαποσταίνει
η τόση αρχοντιά της;
Πού πάνε οι άνθρωποι μας σαν πεθαίνουν;
Και ποιοι είναι αυτοί που έρχονται στη μνήμη μας
φορώντας τις μορφές τους;
Είπαν· τη νύχτα ένας «έφυγε»
λέτε η ψυχή του να είναι ακόμα εδώ
άυλος επισκέπτης μας του διπλανού θαλάμου;
Τι είναι ψυχή, τι την ορίζει
και ποιο το χρώμα των ματιών
ποια η περπατησιά της;
21 ΙΟΥΛΙΟΥ [απόγευμα]
Βαρύς και δύσκολος της Ιστορίας ο Ιούλης
Τι θα είχαν τα πράγματα να πουν
αν είχαν στόμα να μιλήσουν
αν είχε ο χρόνος μνήμη
Διάβασε ότι μια τέτοια του Ιούλη μέρα
σ’ αυτόν το χώρο που λέγονταν παλιά
«των φθισικών ο μαρτυρίου τόπος»
λίγο πιο δω- λίγο πιο κει- μπορεί και παραπέρα
ο Ρίτσος με την Πολυδούρη, εδώ είχαν γνωριστεί
τρόφιμοι κι οι δυό φυματικοί
Εκείνος έπαιζε στο ισόγειο το πιάνο, να ξεχνιέται
κι αυτή τον άκουγε απ΄το καμαράκι των μελλοθανάτων
Εκεί την επισκέφθηκε ο νέος ποιητής
πικρό απ’ την Πρέβεζα μαντάτο να της αναγγείλει
τα λύτρα μιας αξόδευτης αγάπης
«κοντά του η θλίψη άνθιζε σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνούσε μες στη ζωή…»
Το ημερολόγιο έγραφε 21 Ιουλίου 1928
29 ΙΟΥΛΙΟΥ
Θα κόντευαν μεσάνυχτα
όλοι κοιμούνταν γύρω
στα αυτιά τ’ ακουστικά
στο Τρίτο έπαιζε το Ρέκβιεμ
Φωνές ικέτιδες ήχοι δρόμοι ανήκουστοι
άνοιγαν την καταπακτή προς τα επάνω
Θεέ μου ξέλλισε
τι δύναμη είχε και τι έβλεπε ο μουσικός αυτός;
Κι όπως κοίταγε προς το παράθυρο
έμπλεος της θείας μουσικής
ένοιωσε πως ελαφρώς από κάτι
κουνήθηκε η κουρτίνα
Ασυναίσθητα, μες στο ημίφως,
σηκώθηκε, σίμωσε προσεκτικά
κι όπως τη μετακίνησε
βλέποντας στο τζάμι, έμεινε άναυδος
Απίστευτο σκέφτηκε,
ο Αμαντέους κάλεσε τον Άγιο Γεράσιμο
Ναι, ναι αυτός είναι,
ο επονομαζόμενος στη γλώσσα
των πονηρών πνευμάτων
και Καψάλης
Ήξερε τη μορφή του
το εκκλησάκι στο χωριό στη χάρη του
και τώρα εικονίζεται στο σκονισμένο τζάμι
Τα ράσα του ως τα γόνατα βρεγμένα
Θα είχε «καιρό», σκέφτηκε,
περνάει θάλασσα για να ‘ρθει
Βρήκε μέσα του φωνή και ρώτησε
-Καλέ μου γέροντα, πάτερ άγιε,
πέτρινο στρώμα σε σπηλιά-πηγάδι
τρία μέτρα κάτω απ’ το χώμα,
πώς το άντεχες;
Μ’ ένα μειδίαμα τον κοίταξε
και γλύκανε η αυστηρή μορφή του
σαν να του έλεγε
-Έτσι μόνο μου επιτρέπεται να έρχομαι εδώ
έστω κι αν λίγο βρέχομαι
σαν να του έλεγε
-Έτσι μόνο μου επιτρέπεται να
(*) Σημείωση :Ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή του Ζαχαρία Σώκου με τιτλο “Όταν ο Αμαντέους συνάντησε τον Άγιο Γεράσιμο στον θάλαμο 218”. Πρόκειται για το ποιητικό αποτέλεσμα από την καλοκαιρινή εμπειρία του ποιητή με τον κορονοϊό και την νοσηλεία του στο πολύπαθο νοσοκομείο ‘’ΣΩΤΗΡΙΑ’’. Η συλλογή αναπτύσσεται σε ημερολογιακή μορφή.