Υπό τον ανανεωτικό ιστό του σύγχρονου κοινωνικού μυθιστορήματος: Ξαναδιαβάζοντας Την Κωνσταντίνα και τις αράχνες της (2002) της Άλκης Ζέη [1]
Γράφουν οι Αναστασία Τετεπουλίδου, και Παναγιώτα Τυρπάνη (*)
Έχοντας ήδη διαγράψει χιλιόμετρα στον συγγραφικό στίβο και κουβαλώντας στις αποσκευές της ένα ογκώδες, ευπώλητο και διακεκριμένο πεζογραφικό και μεταφραστικό έργο, η αγαπημένη μικρών και μεγάλων Άλκη Ζέη (1925-2020), προσφέρει στο κοινό της το κοινωνικό μυθιστόρημα, η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της (Κέδρος, 2002). Το μυθιστόρημα αυτό, θίγοντας τολμηρά κοινωνικά θέματα, παρακολουθεί την εσωτερική αναμέτρηση της έφηβης ηρωίδας Κωνσταντίνας με το οικογενειακό, κοινωνικό και σχολικό της περιβάλλον, για να αισθητοποιήσει τελικά τις οδυνηρές περιπλανήσεις της σε δύσβατα μονοπάτια ενηλικίωσης και αυτογνωσίας. Κατά τη γνωριμία της με τον κόσμο, η Κωνσταντίνα θα γευτεί τις πιο πικρές διαψεύσεις: τη διάλυση της φιλόξενης οικογενειακής εστίας, τη δυσφορία από την αναγκαστική συμβίωση με τη γιαγιά της, το αδιέξοδο της επικοινωνίας με την προσκολλημένη στο παρελθόν προηγούμενη γενιά, τη δυσκολία ένταξης στις ομάδες συνομήλικων, διαψεύσεις που θα την ωθήσουν στην αναζήτηση επίπλαστων παραδείσων μέσα από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Η πλοκή επικεντρώνεται στην έφηβη Κωνσταντίνα, ένα παιδί μεταναστών που, βιώνοντας σκληρά το διαζύγιο των γονιών της, αναγκάζεται να επιστρέψει στην πατρίδα της και να ζήσει με την αδιάφορη γιαγιά της. Παρά τις προσπάθειές της να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες ζωής και να συμβιβαστεί με τον υπό συνεχή αναζήτηση εαυτό της, η Κωνσταντίνα θα παρασυρθεί από τον νεαρό φίλο της, Λουμίνη, στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, που σαν πελώριες και επιθετικές αράχνες θα μπλεχτούν γύρω της σαν θηλιά. Μόνο μετά το λιποθυμικό επεισόδιο που βιώνει, έπειτα από την προδοσία του Λουμίνη, θα κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον της γιαγιάς Φάρμουρ-Ισμήνης, η οποία θα κληθεί να τη στηρίξει στον δύσκολο αγώνα της απεξάρτησης.
«Να ‘μαι πάλι μπλεγμένη στις αράχνες.
Τώρα είναι τόσο πυκνές, που δεν μπορώ να τις τραβήξω».
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του πολυβραβευμένου πια μυθιστορήματος, διαφαίνεται η ανάγκη απαγκίστρωσής του από τη μονομερή σύνδεσή του με την εφηβική τοξικομανία και τη μονοσήμαντη θέασή του ως κειμένου που περιστρέφεται αποκλειστικά και μόνο γύρω από την κεντρομόλο των ναρκωτικών, μια αναγνωστική στάση που τροφοδοτείται και από την αποσπασματική συμπερίληψή του στο σχολικό εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Γλώσσας της Β΄ Γυμνασίου.[2] Η στάση αυτή όμως μάλλον αδικεί το μυθιστόρημα, εφόσον το πρόβλημα των ναρκωτικών αποτελεί μόνο έναν από τους κεντρικούς του άξονες, με την πλοκή του να υφαίνει στον καμβά της πολλά ακόμα κρίσιμα ζητήματα, ικανά να αναδείξουν την πολυφωνία και τη διαλογικότητα της μυθιστορηματικής γραφής. Πιο συγκεκριμένα, το προσωπικό δράμα της ηρωίδας πλαισιώνεται από σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα (πχ. διαζύγιο, χάσμα γενεών), ενταγμένα σε ένα κοινό νήμα με το ακόμα παρόν ιστορικό βίωμα.
Η συγγραφέας, σε μια ρεαλιστική γραφή που ρέει φυσικά και αβίαστα, με εκλεπτυσμένο χιούμορ και διαπεραστικές ειρωνικές αιχμές, συνδιαλέγεται με μείζονα κοινωνικά προβλήματα και γεγονότα της ατομικής και συλλογικής Ιστορίας, ιδωμένα μέσα από τη ματιά της εύθραυστης εφηβικής ψυχής. Η διαδικασία προσαρμογής ενός παιδιού μεταναστών στις νέες συνθήκες ζωής της Εσπερίας, ο τραυματισμός από το διαζύγιο των γονέων, το ασήκωτο βάρος της επιστροφής σε μια πατρίδα άγνωστη και η αναπόδραστη διαμονή σε ένα άξενο οικογενειακό περιβάλλον είναι μερικές μόνο από τις καταστάσεις, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η νεαρή πρωταγωνίστρια του κειμένου.
Και σε ένα μυθιστόρημα που μοιάζει να εισχωρεί μέσα στις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις της εφηβικής ψυχής, σπαράγματα του ιστορικού παρελθόντος έρχονται να εναρμονιστούν με τις εσωτερικές εστιάσεις της αφηγήτριας, αποδεικνύοντας πως η μυθιστορηματική γραφή δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη. Μέσα στην ατομική, βουβή μικροϊστορία της έφηβης Κωνσταντίνας εισβάλλουν απροειδοποίητα τα απομεινάρια της συλλογικής Ιστορίας. Μνήμες από την Κατοχή (1941-1944), την Αντίσταση (1941-1944) και τον Εμφύλιο (1946-1949), που εμφιλοχωρούν συστηματικά στο πεζογραφικό έργο της Ζέη, αποτελούν πρόσφορο υλικό, για να καταδειχθούν οι αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Ενδεικτικά, η εμμενής προσκόλληση της προηγούμενης γενιάς (της γιαγιάς Φάρμουρ και των φίλων της) στο τραυματικό παρελθοντικό βίωμα, υψώνει ένα αρχικά αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ γιαγιάς και εγγονής, που, μόνο όταν στο τέλος αρθεί, θα επιτρέψει την ουσιαστική επικοινωνία της Κωνσταντίνας με τη γιαγιά της. Η συμφιλίωση αυτή θα σημάνει την αρχή του τέλους της μοναχικής διαδρομής της ηρωίδας και την απεξάρτησή της από τις ουσίες.
Μια ακόμα εκκρεμότητα που θα μπορούσε να επιλύσει η σύγχρονη ανάγνωση του μυθιστορήματος είναι ο χαρακτηρισμός του ως εφηβικού ή νεανικού μυθιστορήματος, με τη σύγχρονη βιβλιογραφία να προσφέρει τη λύση της διαηλικιακής στόχευσης. Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της είναι ένα μυθιστόρημα με μεγάλη ευαισθησία, το οποίο, αν και στηρίζεται σε θέματα που αφορούν τον έφηβο, μεταφέρει στον μυθοπλαστικό του κόσμο σύγχρονους προβληματισμούς που μπορούν να συγκινήσουν όχι μόνο το παιδί του σήμερα, αλλά και τον αναγνώστη κάθε ηλικιακής ομάδας, γεγονός που νομιμοποιεί όχι απλώς την ένταξή του στους κόλπους της εφηβικής ή νεανικής λογοτεχνίας, αλλά πολύ περισσότερο την πολιτογράφησή του ως crossover (διαηλικιακού) μυθιστορήματος για μικρούς και μεγάλους.[3]
Κι αν η πραγματικότητα που υφαίνεται στον μυθιστορηματικό καμβά είναι ωμή και σκληρή, η μυθιστορηματική γραφή δεν είναι σκοτεινή ούτε πεσιμιστική, αλλά διανθίζεται από κωμικά στοιχεία, συγκροτώντας μια αισιόδοξη προοπτική θέασης της πραγματικότητας· μιας πραγματικότητας που δεν παρουσιάζεται εξωτερικά μέσα από έναν τριτοπρόσωπο, αποστασιοποιημένο αφηγητή, (επι)κριτή των παραβατικών και των περιθωριοποιημένων. Αντίθετα, μετατρέπεται σε εμπειρία, προσωπικό βίωμα της έφηβης Κωνσταντίνας που προσλαμβάνει και νοηματοδοτεί τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Η αισιόδοξη ενατένιση της ζωής, η θερμή εσωτερική εστίαση, η σχεδόν σωματική σύνδεση της πεζογράφου με τους χαρακτήρες της, η ανθρώπινη προσέγγιση σε συνδυασμό με την αποσιώπηση της νομικής υπόστασης του φαινομένου των ναρκωτικών συντελούν, ώστε να αποφευχθούν τυχόν προσκρούσεις με τους σκοπέλους του διδακτισμού και των ηθικοπαιδαγωγικών στοχεύσεων.
Έχοντας πλέον υπόψη μας το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής της Ζέη, φαίνεται διαυγέστερα ότι η γραφή της πρωτοπορεί, γιατί, παρότι απευθύνεται εν πολλοίς στο εφηβικό και νεανικό αναγνωστικό κοινό, εν τούτοις τολμά να αγγίζει αιχμηρά κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά θέματα (πχ. η δικτατορία στο Καπλάνι της Βιτρίνας [1963], ο πόλεμος στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου [1971], η αποδόμηση της αριστερής ιδεολογίας στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα [1987]), αλλά και θέματα κάποτε ταμπού για την κοινωνία και τη νεανική λογοτεχνία (πχ. το διαζύγιο και τα ναρκωτικά στο Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της), ενώ επενδύει τη θεματολογία αυτή με νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές και μοντερνιστικές αναζητήσεις.
Ιδιαίτερα, στην Κωνσταντίνα και τις αράχνες της, πέραν των αιχμηρών θεματικών αξόνων που θίγονται στο μυθιστόρημα, στον αφηγηματικό άξονα ξεχωρίζουν η δημιουργική συμπερίληψη αποσπασμάτων προσωπικού ημερολογίου και επιστολών, που υβριδοποιούν το έτσι κι αλλιώς πρόσφορο για ετερογενείς προσμίξεις μυθιστορηματικό είδος, αλλά και η διάσπαση της συμβατικής, διαδοχικής χρονολογικής προσέγγισης, που παρακινεί τον αναγνώστη να δραστηριοποιηθεί, για να ακολουθήσει τη γραμμική ακολουθία των γεγονότων. Η επαναλαμβανόμενη στιχομυθία μεταξύ γιαγιάς και εγγονής «-Δεν πήρες είδηση τίποτα; -Όχι, Φάρμουρ, τίποτα…», που ηχεί σαν leitmotiv, συνέχει τους αρμούς της μυθιστορηματικής πλοκής, υπενθυμίζοντας τη ντετερμινιστική φύση των ανθρώπινων πραγμάτων, για να ανατραπεί στο τέλος του κειμένου με την ειρωνική ερώτηση να απευθύνεται πλέον στη γιαγιά Φάρμουρ («Μα δεν κατάλαβες τίποτα, Ισμήνη;»). Εν ολίγοις, μιλάμε για αφηγηματικές τεχνικές που μορφοποιούν τη μυθοπλαστική ύλη και διαμορφώνουν περίτεχνα το αφηγηματικό πλαίσιο, χωρίς να υποτιμούν τις αναγνωστικές ικανότητες του νεαρότερου κοινού υποδοχής.
Καταληκτικά, η Κωνσταντίνα από τη γέννησή της παλεύει με τις αράχνες της. Πελώριες, υπερτροφικές, αποπνικτικές, οι αράχνες αποκτούν τον χαρακτήρα πολύσημου συμβόλου, συντροφεύοντας την ηρωίδα σε μια οδυνηρή πορεία αναζήτησης ενός υπό εκκρεμότητα εαυτού. Οι ιστοί αράχνης δεν αποτελούν συμβολική αναγωγή μόνο του προβλήματος των ναρκωτικών, αλλά διαχέονται στα πολυποίκιλα περιβάλλοντα της μυθιστορηματικής γραφής, για να στοιχειώσουν την εσωτερική μοναξιά, τις σχέσεις του αφηγηματικού υποκειμένου με την εξωτερική πραγματικότητα, τον μετεωρισμό ανάμεσα στις πολλαπλές όψεις της ίδιας ταυτότητας, και καταλήγουν να περικυκλώνουν το ίδιο το μυθιστόρημα, δοκιμάζοντας τις αντοχές του να εκφράσει τις εσωτερικές αναζητήσεις μιας έφηβης· αναζητήσεις που καθορίζονται από τον κόσμο των ενηλίκων, για να συγκρουστούν μετωπικά μαζί του και να τον αποδομήσουν, αναδεικνύοντας τα σαθρά του θεμέλια που τροφοδοτούν τα προβλήματα της κοινωνικής παθογένειας. Κι αν ο κόσμος των εφήβων επικρατεί στην αναμέτρησή του με τον κόσμο των ενηλίκων, τελικά προκρίνεται η συμφιλίωση των δύο υπό σύγκρουση κόσμων, γεγονός που θα αποτελέσει και το πρώτο βήμα προς την προσωπική κάθαρση και αυτοπραγμάτωση της ηρωίδας.
(*) Αναστασία Τετεπουλίδου, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και Παναγιώτα Τυρπάνη, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας
INFO
Άλκη Ζέη, Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011
Βρες το εδώ
[1] Το παρόν κείμενο προέκυψε στο πλαίσιο διεξαγωγής του 2ου Θερινού Σχολείου: «Κειμενικά/ λογοτεχνικά είδη: ανάγνωση, γραφή και διδασκαλία» από το Κέντρο Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (ΚΕΔΙΒΙΜ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και συγκεκριμένα ύστερα από εργαστήριο της επιστημονικά υπεύθυνης καθηγήτριας ΑΠΘ Βενετίας Αποστολίδου και του κριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, τους οποίους και ευχαριστούμε από τη θέση αυτή για τη συμβουλευτική καθοδήγηση.
[2] Γαβριηλίδου Μ., Εμμανουηλίδης Π., Πετρίδου-Εμμανουηλίδου Ε. (2020). Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου, Αθήνα, ΥΠΕΘ-ΙΕΠ-Μεταίχμιο, σσ. 121-122. Διαθέσιμο στο: http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2298/Neoelliniki-Glossa_B-Gymnasiou_empl/en8_3.html (τελευταία πρόσβαση 28/7/2021).
[3] Για τον όρο “crossover” βλ. Becket S. (2009). Crossover Fiction. London & New York, Routledge· Falconer R. (2009). The Crossover Novel. Contemporary Children’s Fiction and It’s Adult Readership, London & New York, Routledge. Στην ελληνική βιβλιογραφία, έναν σύντομο ορισμό του νέου αυτού αφηγηματικού είδους διατυπώνει η Τασούλα Τσιλιμένη: «Τις τελευταίες δεκαετίες, ο ρόλος του παιδιού-αναγνώστη έχει τροποποιηθεί, συνοδευόμενος από την ανάδυση ενός νέου αφηγηματικού είδους, του crossover, το οποίο εδράζεται στην υβριδική σχέση μεταξύ του παιδιού και του ενήλικα αναγνώστη και της μεταξύ τους κουλτούρας». Τσιλιμένη Τ. (2020). «Εισαγωγή – Προλεγόμενα», ηλεκτρονικό περιοδικό Κείμενα, τχ. 33. Διαθέσιμο στο: http://keimena.ece.uth.gr/main/t33/1.Tsilimeni_Prologos.pdf (Τελευταία πρόσβαση: 28/07/2021).