του Σπύρου Κακουριώτη
Ένα λογοτεχνικό σκάνδαλο πρώτου μεγέθους συγκλονίζει τη γαλλική «δημοκρατία των γραμμάτων». Το σκάνδαλο αυτό έχει τη μορφή ενός λόφου από κιτρινισμένα χειρόγραφα, πιασμένα μεταξύ τους με μανταλάκια, που βλέπουν το φως της ημέρας έπειτα από 77 ολόκληρα χρόνια…
Το σκάνδαλο το κάνει ακόμη μεγαλύτερο το όνομα του δημιουργού των χειρογράφων, που δεν είναι άλλος από τον Λουί Φερντινάν Σελίν, τον συγγραφέα του περίφημου Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας (1932). Ο Σελίν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γάλλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ήταν όμως, επίσης, ένας παθιασμένος αντισημίτης, ένας ρατσιστής, ένα φιλο-ναζιστικό κάθαρμα, που, μόλις οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία, το έσκασε στη Γερμανία για να σώσει το τομάρι του.
Εκεί βρίσκεται και η πέτρα του σκανδάλου. Τα χειρόγραφα αυτά, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται 600 φύλλα που περιέχουν κεφάλαια από το μυθιστόρημα Μακελειό, που ο Σελίν εξέδωσε ανολοκλήρωτο το 1948, δημοσιεύοντας ένα μέρος του έργου, που είχε προλάβει να πάρει μαζί του, αλλά και ένα ανέκδοτο πεζογράφημα με τον τίτλο Λονδίνο, είχαν παραμείνει στο σπίτι του Σελίν στη Μονμάρτη και, στις μέρες της απελευθέρωσης του Παρισιού, λεηλατήθηκαν και θεωρούνταν μέχρι σήμερα χαμένα.
Όμως, φέτος το καλοκαίρι, ως διά μαγείας, τα κλεμμένα χειρόγραφα επανεμφανίστηκαν! Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde, ο συνταξιούχος κριτικός θεάτρου της εφημερίδας Libération, Jean-Pierre Thibaudat, εμφανίστηκε να έχει στα χέρια του τα χαμένα χειρόγραφα, έναν όγκο χαρτιού που ξεπερνούσε το ένα κυβικό μέτρο. Μάλιστα, όπως υποστήριξε, τα χειρόγραφα του Σελίν έφτασαν στα χέρια του με τρόπο μάλλον μυθιστορηματικό, που λίγοι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν.
Ο Τιμποντά κάνει λόγο για έναν αναγνώστη της Libération, ο οποίος επικοινώνησε μαζί του πριν από 15 χρόνια προκειμένου να του εμπιστευτεί τα χειρόγραφα, με έναν και μόνο όρο: να τα παραδώσει στους νόμιμους κληρονόμους μετά τον θάνατο της χήρας του Σελίν. Όπως το θέλει η αφήγηση του Τιμποντά, ο «αναγνώστης», που ανήκε στην αριστερά, δεν ήθελε τα χρήματα από την όποια αξιοποίηση των χειρογράφων να φτάσουν στη χήρα του δωσίλογου συγγραφέα. Όμως η πρώην χορεύτρια Lucette Destouches (όπως ήταν το πραγματικό επώνυμο του Σελίν) απεδείχθη μακροβιότατη, αφού πέθανε σε ηλικία 107 ετών, μόλις το 2019.
«Ποιος να το περίμενε!» λέει ο Τιμποντά, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μακρόχρονη παραμονή των χειρογράφων στα χέρια του –ισχυρισμός που δεν τον προστάτευσε από την μήνι των νόμιμων κληρονόμων, οι οποίοι κατέφυγαν στη δικαιοσύνη εναντίον του, κατηγορώντας τον για κλεπταποδοχή.
Ο Τιμποντά επικαλείται το «δημοσιογραφικό απόρρητο» προκειμένου να μην κατονομάσει τον κάτοχο των χειρογράφων, κάτι που δύσκολα θα τον προστατεύσει, αφού ο ίδιος έχει πάψει να δημοσιογραφεί εδώ και χρόνια. Άλλωστε, η ιστορία που επικαλείται και θέλει κάποιον αντιστασιακό να παίρνει τα χειρόγραφα για να τα διασώσει είναι ελάχιστα πειστική.
Οι υποψίες στρέφονται σε έναν κορσικανό λογιστή, τον Oscar Rosembly, στον οποίο ο Σελίν ανέθετε να κρατά τα οικονομικά του επειδή ήταν… εβραϊκής καταγωγής –ήταν τόσο πολύ βουτηγμένος στα αντισημιτικά στερεότυπα που θεωρούσε πως οτιδήποτε έχει σχέση με χρήμα ήταν καλύτερα να ανατίθεται σε κάποιον εβραίο… Ο λογιστής την ώρα της απελευθέρωσης του Παρισιού εντάχθηκε στην Αντίσταση και έκανε έρευνες σε σπίτια δωσιλόγων, μάλλον προς ίδιον όφελος, αφού σύντομα βρέθηκε στη φυλακή… Πέρα από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σελίν τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κλοπή των χειρογράφων, τις υποψίες ενισχύει και το γεγονός ότι η κόρη και κληρονόμος του λογιστή πέθανε το 2020, λίγους μήνες πριν την επανεμφάνιση των χειρογράφων.
Πέρα από το αστυνομικό μυστήριο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η τύχη αυτού του λογοτεχνικού θησαυρού από δω και πέρα. Θα κατατεθούν στο αρχείο Σελίν, που βρίσκεται στο Ινστιτούτο Σύγχρονων Εκδοτικών Αρχείων (Institut Mémoires de l’édition contemporaine, IMEC) στην πόλη Καέν; Θα δοθούν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας; Θα επιτραπεί στους κατόχους των δικαιωμάτων να τα πουλήσουν σε δημοπρασία; Είναι ακόμα άγνωστο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως ο Λουί Φερντινάν Σελίν, αυτός ο «άνάξιος της πατρίδας» του, προκαλεί, για μια ακόμη φορά μετά τον θάνατό του, ένα σκάνδαλο…
Υπενθυμίζεται ότι το 2011, όταν ο υπουργός Πολιτισμού Φρεντερίκ Μιτεράν θέλησε να τιμήσει τον Σελίν, μαζί με 500 άλλες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, είχαν προκληθεί τόσες αντιδράσεις για το αντισημιτικό παρελθόν του που ο υπουργός αναγκάστηκε να ματαιώσει την απόδοση τιμών, ενώ ανάλογες αντιδράσεις είχαν ματαιώσει, το 2017, την επανέκδοση των αντισημιτικών λιβέλλων του από τον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ. Ο Σελίν και νεκρός συνεχίζει να σκανδαλίζει. Ευτυχώς…
Αντισημίτης, δωσίλογος, φιλο-ναζί…
Γεννημένος το 1894 στην Κουρμπεβουά, στα προάστια του Παρισιού, ο Λουί Φερντινάν Ντετούς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, πολέμησε ως εθελοντής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τραυματίστηκε. Σπούδασε ιατρική και συμμετείχε σε ιατρικές αποστολές της Κοινωνίας των Εθνών, στην Αμερική, την Αφρική, την Ευρώπη. Το 1932 θα κάνει την εμφάνισή του στα γαλλικά γράμματα με ένα μυθιστόρημα που θα τον κάνει διάσημο: Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.
Το έργο με την ιδιότυπη, σχεδόν παραληρηματική γλώσσα θα αποσπάσει το βραβείο Ρενοντό, όμως το επόμενο, Θάνατος με δόσεις (1936) θα απογοητεύσει ακόμη και τους υποστηρικτές του. Την ίδια χρονιά θα ταξιδεύσει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφοντας θα δημοσιεύσει ένα σύντομο κείμενο, με τίτλο Mea culpa, με το οποίο επιτίθεται τόσο στον καπιταλισμό όσο και στον κομμουνισμό.
Τα επόμενα χρόνια, και ενώ ο Σελίν είναι σε επαφή με τον γερμανό κριτικό Άρθουρ Πφάνστιλ, που εργάζεται για τον προπαγανδιστικό μηχανισμό των ναζί, θα δημοσιεύσει δύο βίαιους αντισημιτικούς λίβελλους, τις Φλυαρίες για μια σφαγή (1937) και τη Σχολή πτωμάτων (1938), ενώ ταυτόχρονα προσεγγίζει τους κύκλους της γαλλικής φιλοναζιστικής ακροδεξιάς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αν και χωρίς να αρθρογραφεί, δημοσιεύει και δίνει συνεντεύξεις, εκφράζοντας τον ίδιο βίαιο αντισημιτισμό, στις εφημερίδες του καθεστώτος του Βισύ, ενώ δημοσιεύει έναν ακόμη αντισημιτικό και φιλοναζιστικό λίβελλο, με τίτλο Στα δύσκολα, η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε στα εδάφη της Γαλλίας του Βισύ, καθώς ο ρατσιστικός οίστρος του συγγραφέα του στρεφόταν πλέον και κατά της πλειονότητας των Γάλλων.
Έχοντας εξασφαλίσει άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας από την υπηρεσία πληροφοριών των SS, μόλις οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία θεώρησε σώφρον να καταφύγει στη Γερμανία, προκειμένου να σώσει το τομάρι του. Ο Σελίν εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Ζιγκμαρίνγκεν, κοντά στα γερμανο-ελβετικά σύνορα, όπου κατέφυγαν και πολλοί αξιωματούχοι του Βισύ, προκειμένου να σχηματίσουν εκεί «εξόριστη κυβέρνηση». Δυο μήνες πριν την οριστική συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας, εγκαταλείπει τη χώρα και εγκαθίσταται στην ακόμη κατεχόμενη Κοπεγχάγη.
Μετά την απελευθέρωση θα συλληφθεί από τις δανέζικες αρχές, θα μείνει στη φυλακή ενάμιση χρόνο. Το 1948 θα καταδικαστεί σε ένα χρόνο φυλάκιση στη Γαλλία, ενώ το 1951 θα πετύχει την αμνήστευσή του. Επιστρέφει στο Παρίσι και εγκαθίσταται σε μια έπαυλη στα προάστια, όπου και θα πεθάνει δέκα χρόνια αργότερα, έχοντας δημοσιεύσει την «γερμανική τριλογία» (Από τον ένα πύργο ο άλλος, 1957· Βορράς, 1960· και το μεταθανάτιο Rigodon, 1969).